Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Η προσευχή του ακροβάτη

Κύριε, είναι ώρα
να βοηθήσεις μια ψυχή
δρόμο να βρει τώρα
η ζωή μου η ρηχή.

Δεν μπορώ να ζω αντίθετα
με Σένα, κι όπου σταθώ
μ' άγνωστους ρυθμούς κι επίθετα
βοήθεια Σου ζητώ.

Κύριε, δως μου θάρρος
το σκοινί να μην κοπεί
θέλω να 'μαι φάρος
που φωτίζει τη σιωπή.

Θέλω να πετάξω ελεύθερα
πιο πέρα κι απ' το κενό
πράγματα μικρά και δεύτερα
δεν ξέρω ν' αγαπώ.

Είμαι ακροβάτης
και γυρεύω δικό μου Θεό.
Είμαι ακροβάτης
και γυρεύω καινούργιο Θεό.

Αγαθή Δημητρούκα (Δίσκος: Αντικατοπτρισμοί, 1993, Σείριος)

Η παραπάνω προσευχή ερμηνεύτηκε για πρώτη φορά από την Αλίκη Καγιαλόγλου σε μουσική του μεγάλου Μ. Χατζιδάκι. Είναι η προσευχή ενός ακροβάτη, ενός ανθρώπου ιδιαίτερου που ζει ανάμεσά μας κι όμως τόσο μακριά από τις δικές μας φιλειρηνικές ζωές. Είναι πρώτα μια προσευχή, μια έκρηξη απελευθέρωσης, μια έκκληση για εμπειρική επαφή με την αλήθεια και τη γνησιότητα των αισθημάτων και των πράξεών μας.

Τον Θεό όλοι εμείς, πλην του ακροβάτη, τον χάσαμε. Πιθανότατα σε λίγες ώρες θα αναστηθεί ένας άλλος Θεός. Ένας Θεός των παπάδων, των γιαγιάδων ή των οπισθοδρομικών. Ένας Θεός από τον οποίο δεν έχουμε να ζητήσουμε τίποτα γιατί απλούστατα όλα περνάνε από τα δικά μας χέρια και μοναδικοί δημιουργοί της μοίρας μας είμαστε εμείς. Δεν έχουμε ευκαιρία να ξεφτιλιστούμε μπροστά στις αποτυχίες μας γιατί χρόνια χτίζουμε μιας καθώς πρέπει εικόνα που κανένας άστοχος χειρισμός δεν έχει δικαίωμα να χαλάσει. Για όλους είμαστε ένα πανέμορφο είδωλο που βλέπουν όσα θέλουν να δουν ενώ για τον εαυτό μας παραμένουμε ένας καθρέφτης μπροστά από τον οποίο κάθε μέρα, σαν τη μάγισσα του παραμυθιού, ρωτάμε εάν πρέπει, αν πρέπει να υπάρχει άλλος πιο όμορφος, πιο ευτυχισμένος, πιο καταξιωμένος άνθρωπος από εμάς.

Ο ακροβάτης προσεύχεται επειδή πρώτα ταπεινώνεται. Ζητά γιατί αναγνωρίζει την ανεπάρκειά του. Ζητά μια νέα αρχή γιατί με τις δικές του δυνάμεις η ζωή κατάντησε ρηχή. Αυτό όμως δεν τον πτοεί. Προσέξτε τι όμορφο στίχο χρησιμοποιεί η Α. Δημητρούκα για να δηλώσει την απομάκρυνση από ό,τι και όποιον αγαπήσαμε. «Δεν μπορώ να ζω αντίθετα με Σένα, κι όπου σταθώ μ' άγνωστους ρυθμούς κι επίθετα βοήθεια Σου ζητώ». Όποιος βαθιά αγάπησε στη ζωή δεν μπορεί να ζει αντίθετα με τον αγαπημένο του. Δεν μπορεί να μένει αδιάφορος ή ξένος, δεν μπορεί να κοροϊδεύει ή να αυταπατάται, δε μπορεί να θέλει άλλα και να πράττει διαφορετικά. Εκτός κι αν δεν αγάπησε κι έτσι νόμισε.

Ο ακροβάτης προχωρά με πιο μεγάλα βήματα. Προσεύχεται για θάρρος, να μη κοπεί το σχοινί, να μη χάσει την επαφή με ό,τι αγάπησε και τον τροφοδοτεί, έστω και σαν ανάμνηση. Αυτή την ομορφιά που έζησε και δε θέλει να την απωλέσει από τη ζωή του, αυτόν τον διαφορετικό τρόπο θέασης της πραγματικότητας θέλει να κάνει φάρο που να φωτίσει τη σιωπή. Να εξαγιάσει δηλαδή όλα τα εκατομμύρια στιγμών που με τον ένα ή τον άλλον τρόπο δεν ήταν μαζί με αυτό που αγαπούσε.

Αυτό το βήμα βέβαια θέλει θάρρος. Θέλει πρώτα εμπιστοσύνη και διάθεση υπέρβασης από μια πραγματικότητα μίζερη κι ανέραστη. Θέλει το ... άλμα στο κενό. Τι όμορφος στίχος: «Θέλω να πετάξω ελεύθερα πιο πέρα κι απ' το κενό πράγματα μικρά και δεύτερα δεν ξέρω ν' αγαπώ». Για τον ακροβάτη αυτό το άλμα θα είναι το πιο όμορφο μα και το πιο δύσκολο απ’ όσα έχει έως τώρα δοκιμάσει. Αυτό όμως θέλει και αυτό τον καταξιώνει. Πώς να ζει με τις συνήθειες, τα βολέματα, τις σαχλοϋποχωρήσεις και τους κούφιους χαρακτηρισμούς που καθημερινά χρησιμοποιούμε όλοι για να κάνουμε τη ζωή μας, σαν των άλλων, φορτική για τον εαυτό μας; Για την αγωνία του ακροβάτη αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο.

Πόσοι από εμάς συνηθίσαμε να ζούμε και να αγαπάμε πράγματα «μικρά και δεύτερα» επειδή δεν είχαμε την τόλμη και την όρεξη να κυνηγήσουμε το ανεπανόρθωτα όμορφο στη ζωή μας; Με τι ευκολία συμβιβαζόμαστε με υποκατάστατα κοροϊδεύοντας τον εαυτό μας για όλα εκείνα τα θαύματα που αφήσαμε να γλιστρήσουν από τα χέρια μας; Και εν τέλει, τι μας φταίνε όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που καταλαμβάνουν θέση «μπαλώματος» στη ζωή μας; Γιατί λέμε πως τους αγαπάμε αφού πέρα από τον εαυτό μας, πλέον δεν έχουμε χώρο για κανέναν άλλον να μοιραστούμε το παν; Μια δυο φορές στη ζωή του καθενός μας κι ύστερα το ψέμα. Το ολοκληρωτικά ισοπεδωτικό προς τους εαυτούς μας και τους άλλους ψέμα.

Η προσευχή του ακροβάτη ολοκληρώνεται με την αναζήτηση του νέου Θεού. Ο συλλογισμός είναι αληθινά σοφός. «Είμαι ακροβάτης και γυρεύω δικό μου Θεό. Είμαι ακροβάτης και γυρεύω καινούριο Θεό». Για να τον βρεις πρέπει να πάψεις να νομίσεις πως είσαι εσύ ο Θεός. Είσαι σαν, δεν είσαι Θεός. Και το πιο σημαντικό είναι πως για να βρεις αυτό το νέο Θεό πρέπει πρώτα να πεθάνεις. Δέστε το και στη πραγματικότητά μας. Τα μεγαλύτερα ερωτήματα συνήθως τα βάζουμε στον εαυτό μας όταν κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πεθάνει. Εκεί ανακαλύπτεις, δραματικά μεν φωτεινά δε, το νόημα της ύπαρξης. Έτσι κι εμείς ας εκμεταλλευτούμε το νόημα αυτών των ημερών για να μεταφερθούμε μέσα από ένα δικό μας θάνατο σε μια δική μας Ανάσταση. Αρκεί να σκεφτούμε για λίγο τη σχέση των λέξεων: θάνατος, σωτηρία, ανάσταση, αγάπη, Θεός. Όταν τους δώσουμε το αληθινό τους νόημα θα μπορέσουμε να ζήσουμε την ελπίδα που κραυγαλέα ζητά ο ακροβάτης.

Ένα άλμα στο «κενό» είναι η πρώτη για την Ανάστασή μας κίνηση...

3 σχόλια:

filologina είπε...

Το τραγούδι είναι φανταστικό. Μπράβο για την επιλογή και τον άριστο σχολιασμό. Είναι κάποια σημεία που ζωγραφίζεις πάλι! Εύχομαι σε όλους καλή Ανάσταση!

Ανώνυμος είπε...

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ! ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΊΝΑΙ ΤΕΛΕΙΟ. ΜΕ ΤΑΞΙΔΕΨΕΣ ΠΑΛΙ.

Volta είπε...

Μετά το τέλος των πασχαλινών μου διακοπών εύχομαι και εγώ Χρόνια Πολλά σε όλους και Χριστός Ανέστη! Εντυπωσιάστηκα από την σύνδεση του τραγουδιού με την ανάσταση. Πολύ πετυχημένο.