Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Ανέστιοι καθηγητές

Ἕνας κύριος πού ἀπό καθέδρας καί ἀνιδρωτί διδάσκει ὅλα αὐτά πού δέν μπορεῖ νά ζήσει, ὁ καθηγητής πού ἀναλύει τήν κατηγορική προσταγή, τόν ἠθικό νόμο, τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καί δύο στενά παρακάτω παζαρεύει κατεργάρικα τά ραδίκια στό μανάβη, δέν εἶναι νά πεῖς δόλιος ἡ ἀπατεώνας. Τοῦ συμβαίνει κάτι πολύ χειρότερο. Δέν κατοικεῖ μέσα στά λόγια του. Ἐπ’οὐδενί, δέν μπορεῖ νά δώσει τόν ἑαυτό του γιά παράδειγμα. Στήν πραγματικότητα, ἄλλα λέει καί ἄλλα κάνει, μέ ἄλλο κεφάλι διδάσκει καί μέ ἄλλο κεφάλι ζεῖ καί, κατά βάθος, οὔτε καί ὁ ἴδιος συνειδητοποιεῖ πώς κατάφερε νά ἐνσαρκώνει αὐτή τήν ἀλλόκοτη διπροσωπία, αὐτή τήν δικέφαλη ὕπαρξη.

Από το «Ἡ κόκκινη ἀλεποῦ -Οἱ ξυλοδαρμοί» του Κωστή Παπαγιώργη, εκδόσεις Καστανιώτης
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Ο αφρός του ωκεανού

Βαρκελώνη, 23 Ιουνίου 1990:
Όταν ήμουνα μικρή, γύρω στο 1962 νομίζω, πήγαινα με την οικογένειά μου για παραθερισμό σε μια παραλία της Κρήτης. Εκεί, γνωρίστηκα μ’ ένα ωραίο κορίτσι, λίγα χρόνια μεγαλύτερό μου, τη Χριστίνα.
Κολυμπούσαμε στη θάλασσα, ξαπλώναμε στον ήλιο, γίναμε φίλες και, λίγο-λίγο, αρχίσαμε εκείνες τις μυστηριακές, κοριτσίστικες εξομολογήσεις για το τρομερό σώμα μας που, τότε, άλλαζε και για τη σκοτεινή θεότητα της καινούριας θηλυκότητάς μας.
Η Χριστίνα μου εμπιστεύτηκε ψιθυριστά πως ντρέπεται πολύ που μεγαλώνει το στήθος της, πως νιώθει να της συμβαίνει κάτι άσχημο και χυδαίο και, γι’ αυτό, κάτω απ’ το φουστάνι της σφίγγει το στέρνο της με μια λουρίδα ύφασμα για να μη φαίνεται η αλλαγή του.
Πέρασε πολύς καιρός από τότε. Περίπου 27 χρόνια! Ταξίδεψα πάλι πέρυσι στο νησί και, στην ίδια παραλία, ξαναβρήκα τη Χριστίνα, με την κόρη της αυτή τη φορά. Η κόρη της τώρα, στεκόταν στην ίδια αμμουδιά, κάτω απ’ τον ίδιο ήλιο, έτοιμη να πέσει στη θάλασσα. Μ’ ένα μικρό μαγιό και μ’ ανάλαφρο ύφος που σε τίποτα δε θύμιζε εκείνες τις παλιές αναστολές και τους φόβους της μητέρας της.
Μην περιμένετε να βιαστώ και να πω τα εύκολα και χιλιοειπωμένα: Μπράβο! Η κόρη της Χριστίνας νίκησε τα ταμπού! Κέρδισε την ελευθερία, τη φυσικότητα, την απλότητα!
Οι έννοιες της ελευθερίας, της φυσικότητας, της απλότητας, είναι έννοιες που, ιδίως σήμερα που κάθε κώδικας ζωής αμφισβητείται, δύσκολα προσεγγίζονται στην πολυπλοκότητά τους.
Ποιος μπορεί εύκολα να πει ότι γνωρίζει τη φύση του; Η φύση είναι γεμάτη μυστικά κλειδιά, μάσκες και πρόσωπα απροσδόκητα, ιδίως σ’ εκείνο το βαθύτατο υπόγειό της που λέγεται: ερωτισμός.
Δέχθηκα να έρθω εδώ και να μιλήσω πάνω σ’ ένα θέμα που μου δόθηκε και λέγεται: «Σεξουαλικότητα, τι θέλουνε σήμερα οι γυναίκες;» Δέχθηκα να έρθω σαν συγγραφέας που στα βιβλία μου ο έρωτας είναι το κύριο θέμα, αλλά, πιο πολύ, σα γυναίκα που, όπως σε κάθε γυναίκα, ο έρωτας στη ζωή μου είναι το κύριο θέμα.
Δέχθηκα να έρθω εδώ για να πω πως, ο τίτλος της εργασίας μας, δεν είναι ένας τίτλος που με πείθει. Γιατί η σεξουαλικότητα δεν απομονώνεται, όπως δεν απομονώνεται απ’ τις ρίζες του μέσα στη γη ένας ανθός,
Δεν απομονώνεται και δεν «αναλύεται» ξεχωριστά όπως δεν ξεχωρίζεται ο αφρός του κύματος απ’ τον ωκεανό που τον γέννησε. Και ωκεανός είναι πάντοτε η ψυχή μας.
Ο άνθρωπος δεν διαιρείται σε χωριστούς τομείς προκειμένου ν’ αναζητηθεί η ικανοποίησή του κι η πληρότητά του. Το μυστικό της ικανοποίησης και της πληρότητας ανθίζει ακριβώς πάνω σ’ αυτό το αδιαίρετο του κόσμου του.
«Σεξουαλικότητα, τι θέλουν οι γυναίκες;» Εμείς οι γυναίκες λοιπόν, θέλουμε να μας αγαπούν και να μας εμπνέουν ν’ αγαπούμε. Αυτό μόνο, κι ας ακούγεται έτσι απλοϊκά. Όλα τα άλλα είναι εύκολο σήμερα να βρεθούν.
Γιατί ο έρωτας είναι γεμάτος φαντασία κι ευρηματικότητα κι όταν ανάψει η φλόγα του ανάμεσα σε δυο ερωτευμένα πλάσματα τα οδηγεί να κάνουν πρωτότυπα ταξίδια ο ένας στην ψυχή του άλλου και στο κορμί του άλλου, ελεύθερα κι έξω από κάθε δικιά μας συμβουλή. Ο έρωτας ο αληθινός σε αθωώνει όσο αμαρτωλός κι αν υπήρξες, σε κάνει να ξεχνάς εκείνα που ήξερες όσο έμπειρος κι αν υπήρξες, σε επιστρέφει στην αρχή του δρόμου σου για να μάθεις τον κόσμο ξανά με αλφάβητο νέο.
Σ’ αυτές, συνήθως, τις μεγάλες συναντήσεις και συζητήσεις, περιμένουμε να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα, σε κάποιες συνταγές για να πούμε πως κάτι πετύχαμε.
Πού να τη βρεις όμως τη συνταγή τού έρωτα! Η μόνη συνταγή που μπορεί να δώσει κανείς είναι: να μην ψάχνετε για συνταγές. Οι άνθρωποι είναι εξαίσια μοναδικοί και πρωτότυποι, ιδίως όταν είναι ερωτευμένοι.
Ανακάλυψη της μοναδικότητας του άλλου είναι ο έρωτας και ποιος μπορεί να σε βοηθήσει σ’ αυτό το άγνωστο κι επικίνδυνο ταξίδι σου; Το μαγικό κι ανεξήγητο.
Η περιβόητη ερωτική ικανοποίηση δεν εξαρτάται απ’ τη σωματική κατασκευή ενός εραστή, αλλά από το πόσο διεγερτικός είναι αυτός ο εραστής σαν συνολική προσωπικότητα.
Στην Ελλάδα, οι γυναίκες της γενιάς μου, μέσα σε χρόνο ρεκόρ, κάναμε μιαν άγρια διαδρομή απ’ τη μιαν ακρότητα στην άλλη. Απ’ την υπερβολική αυστηρότητα και τον συντηρητισμό του πατρικού μας σπιτιού, στην εξέγερση και στην ελευθεριότητα της νιότης μας εκείνων των αναστατωμένων εποχών.
Τώρα, μαζευόμαστε και με όλα μας τα τραύματα ανοιχτά – τραύματα από αυστηρότητες και τραύματα από προοδευτικότητες – συζητάμε μεταξύ μας πόσο δύσκολος είναι τελικά ο «ελεύθερος έρωτας».
Το καταλαβαίνεις καλά αυτό πάνω στον απέραντο, κρύο και αμείλικτο καθρέφτη της ερωτικής σχέσης όταν, αναλόγως, αισθάνεσαι: πλούσια ή ζητιάνα, ποιητική ή χυδαία, πρόσωπο ή εργαλείο.
Γιατί ο έρωτας, ιδίως ο έρωτας, είναι πράξη πνευματικότατη. Άρα, δεν εξαγοράζεται, δεν ξεγελιέται, δεν εξορκίζεται με πράξεις μιμητικές.
Τελικά, χωρίς αγάπη και ευθύνη, έτσι κι αλλιώς, «συντηρητική» ή «απελευθερωμένη», είσαι αβάσταχτα μόνη. Και πιο πολύ μόνη, μέσα στην αγκαλιά ενός άλλου.

της Μάρως Βαμβουνάκη
πηγή: Αντίφωνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο 36ο τεύχος (Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1990) του περιοδικού «Σύναξη»
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Σιαμαία και ετεροθαλή

Για τον Κωστή Παπαγιώργη έχουν γραφτεί αναρίθμητα άρθρα, πολλά μάλιστα αφιερωμένα στον πρόσφατο σχετικά θάνατό του. Τα βιβλία του είναι στο σύνολό τους ένα απάνθισμα από την εμπειρική περιδιάβασή του στις μικρές και μεγάλες μαρτυρίες της φιλοξενούμενης στο σώμα βαθύτερης ουσίας του σε αυτό τον επίγειο κόσμο. Βιβλία για τα ανθρώπινα πάθη, τις μνήμες, βιβλία φιλοσοφίας και ιστορίας, βιβλία για φίλους και συγκινήσεις, όλα αυτά αποτελούν το βιβλιογραφικό στερέωμα του Παπαγιώργη. Τα «σιαμαία κι ετεροθαλή» έφτασαν στα χέρια μου μάλλον από τύχη. Με είχε συγκινήσει βαθύτατα ο «ίμερος και κλινοπάλη» το έργο του για τον έρωτα, μεστό σε ποιητικό λόγο και νοήματα που οδηγούν το μαχαίρι κατ’ ευθείαν στο κόκαλο με την αίσθηση του φτερού.

Ο ίδιος διαιρεί το βιβλίο σε δυο μέρη, στα «σιαμαία» κι «ετεροθαλή» κείμενα του. Για να είμαι φιλαλήθης η αυστηρή φιλοσοφία του με δυσκόλεψε σε μεγάλο βαθμό. Όμως όλα τα άλλα κείμενά του ήταν στ’ αλήθεια απολαυστικά. Ιδίως τα εξαίρετα αυτοβιογραφικά του αποσπάσματα, συμπεριλαμβανομένης της σχετικής εισαγωγής, ήταν κείμενα που δεν ήθελες να τελειώσουν. Στο τέλος της ανάγνωσής τους κρατούσα ακόμη στα δάχτυλα την όμορφη επαφή με ένα κείμενο που πλέον το βαφτίζεις αγαπημένο και στο μυαλό μια γλύκα σαν μέλι. Νομίζω είναι σημαντικό στον τρόπο γραφής του όχι μόνο η αφηγηματική μίμηση που χρησιμοποιεί αλλά κι η έκδηλη αίσθηση ταπεινότητας ενός ανθρώπου που δεν διστάζει να αποκαλύψει ανενδοίαστα τις πληγές του βίου του, να φανεί τόσο προσιτός και καθημερινός σαν να ήταν ένας τυχαίος περαστικός, όντας συνάμα ένας από τους επιφανέστερους, αν όχι από τους κορυφαίους, δοκιμιογράφους της εποχής μας, με άρτια φιλοσοφική παιδεία που είχε ασκηθεί με τη συγγραφή, την ανάγνωση, τη μετάφραση και την φιλολογική επιμέλεια πλήθους φιλοσοφικών έργων.

Ολοκληρώνοντας θα είχε ενδιαφέρον να παραθέσω κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα του έργου. Όταν ωστόσο ξεκίνησα να το κάνω βρέθηκα σε μια αξεπέραστη δυσκολία. Τι να αφήσεις και τι να γράψεις δίχως να αδικήσεις τα υπόλοιπα. Από την άλλη στο νου μου φώλιασε η σκέψη πως αυτοί που έχουν ήδη κάποια επαφή με τα αναγνώσματα του Παπαγιώργη θα κατανοήσουν εύκολα τα όσα λέω, οι άλλοι θα υποψιαστούν με επιφύλαξη. Σε κάθε περίπτωση η ανάγνωση είναι ο μόνος ασφαλής δρόμος προς τη γνωριμία και τη σχέση μας με τον σπουδαίο Κωστή Παπαγιώργη. Με τη λαχτάρα που αγκαλιάζεις ως δώρο ένα αγαπημένο πρόσωπο!

Τα «σιαμαία και ετεροθαλή» του Κωστή Παπαγιώργη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Η κατά Ελύτη Μεγάλη ΕΒδομάδα

Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ
Κατάκοπος ἀπό τίς οὑράνιες περιπέτειες, ἔπεσα τίς πρωινές ὧρες νά κοιμηθῶ.
Στό τζάμι, μέ κοίταζε ἡ παλαιά Σελήνη, φορώντας τήν προσωπίδα τοῦ Ἥλιου.

Μ. ΤΡΙΤΗ
Μόλις σήμερα βρῆκα τό θάρρος καί ξεσκέπασα τό κηπάκι σάν φέρετρο.
Μέ πῆραν κατάμουτρα οἱ μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.
Ὕστερα παραμέρισα τά χρόνια, τά φρέσκα πέταλα καί νά:
ἡ μητέρα μου, μ’ ἕνα μεγάλο ἄσπρο καπέλο καί τό παλιό χρυσό ρολόι τῆς
κρεμασμένο στό στῆθος.
Θλιμμένη καί προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ἀκριβῶς πίσω ἀπό μένα.
Δέν πρόφτασα νά γυρίσω νά δῶ γιατί λιποθύμησα.

Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ
Ὁλοένα οἱ κάκτοι μεγαλώνουν κι ὁλοένα οἱ ἄνθρωποι ὀνειρεύονται σά νά ’ταν
αἰώνιοι. Ὅμως τό μέσα μέρος τοῦ Ὕπνου ἔχει ὅλο φαγωθεῖ καί μπορεῖς τώρα
νά ξεχωρίσεις καθαρά τί σημαίνει κεῖνος ὁ μαῦρος ὄγκος πού σαλεύει
Ὁ λίγες μέρες πρίν ἀκόμη μόλις ἀναστεναγμός
Καί τώρα μαῦρος αἰώνας.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ
Μέρα τρεμάμενη, ὄμορφη σάν νεκροταφεῖο
μέ κατεβασιές ψυχροῦ οὐρανοῦ
Γονατιστή Παναγία κι ἀραχνιασμένη
Τά χωμάτινα πόδια μου ἄλλοτε
(Πολύ νέος ἤ καί ἀνόητα ὄμορφος θά πρέπει
νά ἤμουν)
Οἱ καί δυό καί τρεῖς ψυχές πού δύανε
Γέμιζαν τά τζάμια ἡλιοβασίλεμα.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, β
Σωστός Θεός. Ὅμως κι αὐτός ἔπινε τό φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς τοῦ εἶχε ταχθεῖ
ἕως ὅτου ἀκούστηκε ἡ μεγάλη ἔκρηξη.
Χάθηκαν τά βουνά. Καί τότε ἀλήθεια φάνηκε
πίσω ἀπό τό πελώριο πηγούνι ὁ κύλικας
Κι ἀργότερα οἱ νεκροί μές στούς ἀτμούς, ἐκτάδην.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Σάν νά μονολογῶ, σωπαίνω.
Ἴσως καί νά ’μαι σέ κατάσταση βοτάνου ἀκόμη
φαρμακευτικοῦ ἤ φιδιοῦ μίας κρύας Παρασκευῆς
Ἤ μπορεῖ καί ζώου ἀπό κεῖνα τά ἱερά
μέ τ’ αὐτί τό μεγάλο γεμάτο ἤχους βαρεῖς
καί θόρυβο μεταλλικό ἀπό θυμιατήρια.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, β
Ἀντίς γιά Ὄνειρο
Πένθιμος πράος οὐρανός μές στό λιβάνι
ἀναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ὀρθές σάν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σέ ἀνάπαυση
μικρά σκάμματα ὀρθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.
Σάν νά ’μαι, λέει, ὁ θάνατος ὁ ἴδιος ἀλλ’
ἀκόμη νέος ἀγένειος πού μόλις ξεκινᾶ
κι ἀκούει πρώτη φορᾶ μέσα στό θάμβος τῶν κεριῶν
τό «δεῦτε λάβετε τελευταῖον ἀσπασμόν».

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ
Περαστική ἀπό τή χθεσινή ἀϋπνία μου
λίγο, γιά μία στιγμή, μοῦ χαμογέλασε
ἡ θεούλα μέ τή μώβ κορδέλα
ποῦ ἀπό παιδάκι μου κυκλοφοράει τά μυστικά
Ὕστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά
νά πάει ν’ ἀδειάσει τόν κουβά μέ τ’ ἀπορρίματά μου
- τῆς ψυχῆς ἀποτσίγαρα κι ἀποποιηματάκια -
ἐκεῖ πού βράζει ἀκόμη ὅλο παλιά νεότητα
καί ἀγέρωχο τό πέλαγος.

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, β
Πάλι μές στήν κοιλιά τῆς θάλασσας τό μαῦρο
ἐκεῖνο σύννεφο πού ἀνεβάζει κάπνες
ὅπως φωνές ἐπάνω ἀπό ναυάγιο
Χαμένοι αὐτοί πού πιάνονται ἀπό τ’ Ἄπιαστα
Ὅπως ἐγώ προχθές τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἀνήμερα
ποῦ πήα νά παραβγῶ μ’ ἀλόγατα ὄρθια
καί θωρακοφόρους
καί μοῦ χύθηκε ὅλη, ὄξω ἀπ’ τή γῆς, ἡ ἐρωτοπαθῆς
ψυχή μου.

Από το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» του Οδυσσέα Ελύτη, εκδόσεις Ίκαρος
Ολόκληρη η ανάρτηση...