Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

Μια αγκαλιά μέλλον

Πρέπει να κάνει κανείς μέτρο της ζωής του τη μέγιστη δυνατότητα που φέρει εντός του. Διότι η ζωή μας είναι μεγάλη, και χωρά μέσα της τόσο μέλλον, όσο εμείς μπορούμε να κουβαλήσουμε.

Ράινερ Μαρία Ρίλκε Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

Είναι η βαρβαρότητα

«Ήδη, σας το είπα. Είναι η βαρβαρότητα. Τη βλέπω να ‘ρχεται μεταμφιεσμένη, κάτω από άνομες συμμαχίες και προσυμφωνημένες υποδουλώσεις. Δεν θα πρόκειται για τους φούρνους του Χίτλερ ίσως, αλλά για μεθοδευμένη και οιονεί επιστημονική καθυπόταξη του ανθρώπου. Για τον πλήρη εξευτελισμό του. Για την ατίμωσή του.

Οπότε αναρωτιέται κανείς: Για τι παλεύουμε νύχτα μέρα κλεισμένοι στα εργαστήριά μας; Παλεύουμε για ένα τίποτα, που ωστόσο είναι το παν. Είναι οι δημοκρατικοί θεσμοί, που όλα δείχνουν ότι δεν θ’ αντέξουν για πολύ. Είναι η ποιότητα, που γι’ αυτή δεν δίνει κανείς πεντάρα. Είναι η οντότητα του ατόμου, που βαίνει προς την ολική της έκλειψη. Είναι η ανεξαρτησία των μικρών λαών, που έχει καταντήσει ήδη ένα γράμμα νεκρό. Είναι η αμάθεια και το σκότος. Ότι οι λεγόμενοι «πρακτικοί άνθρωποι» -κατά πλειονότητα, οι σημερινοί αστοί- μας κοροϊδεύουν, είναι χαρακτηριστικό.

Εκείνοι βλέπουν το τίποτα. Εμείς το πάν. Που βρίσκεται η αλήθεια, θα φανεί μια μέρα, όταν δεν θα μαστε πια εδώ. Θα είναι, όμως, εάν αξίζει, το έργο κάποιου απ’ όλους εμάς. Και αυτό θα σώσει την τιμή όλων μας -και της εποχής μας.»

Από τη συνέντευξη Τύπου του Οδυσσέα Ελύτη, που δόθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1979, στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία με αφορμή την αναγγελία για τη βράβευση του έλληνα ποιητή με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Κάτι παλιόπαιδα

Η πρώτη εικόνα που είχα γι’ αυτήν μου θύμισε τις γιαγιάδες εκείνες που ξεπηδούν από διάφορες ενσαρκώσεις σε ξεχωριστά διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Άλλοτε της γιαγιάς που επιστρέφει από το χωράφι, άλλοτε εκείνης που ανάβει το καντήλι στο ξωκλήσι, της ηλικιωμένης που γυρνά από το χωράφι ή αυτής που ταΐζει τα εγγόνια της μετά τις δουλειές του σπιτιού. Σε μια άλλη εκδοχή που έδωσα χρόνια μετά την συνέκρινα εμφανισιακά με τη Δέσποινα Αχλαδιώτη, την κυρά της Ρω. Μόνο που η δική μου ηρωίδα παρέμεινε άγνωστη. Καμία διαφημιστική επίστρωση, ούτε στο παρουσιαστικό ούτε στη συμπεριφορά της. Απλός άνθρωπος με τα κατάμαυρα ρούχα των γιαγιάδων της επαρχίας ή καλύτερα των χωριών μιας μακρινής πια εποχής. Το σημερινό μνημόσυνο της το χρωστούσα χρόνια. Αυτό που ακόμη με βασανίζει είναι πως δεν ξέρω ούτε το πραγματικό της όνομά της να σας πω.

Πρέπει να έχουν περάσει γύρω στα δέκα χρόνια από τότε που την συνάντησα. Είχα επισκεφτεί τα Γυάλινα Γιάννενα κι είχα προγραμματίσει μια επίσκεψη στο νησί της Λίμνης. Τη Μονή Φιλανθρωπηνών την ήξερα μόνο από διαδικτυακές περιηγήσεις και αναφορές στις σπάνιες αγιογραφίες αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων που φιλοξενεί σε κάποιον από τους εξωνάρθηκές της. Τίποτε άλλο. Το νησί εξάλλου είναι μάλλον γνωστό για τη δράση του Αλή πασά και η επίσκεψη στη Μονή αποτελεί κατά κανόνα δεύτερη ή τρίτη επιλογή. Κάπως έτσι κι εγώ. Αφού είχα περιηγηθεί όλα τα αξιοθέατα του νησιού, ανηφόρισα το πετρόχτιστο δρομάκι για τη Μονή.

Το θέαμα ήταν υποβλητικό. Η Μονή Φιλανθρωπηνών ένα αληθινό κόσμημα για το νησί και την πόλη των Ιωαννίνων. Η αρμονία της πέτρας με το ξύλο ήταν εντυπωσιακή και άπλωνε σε κάθε υποψία ενδιαφέροντος συναισθήματος που γεννιόταν μια εκκωφαντική επιβεβαίωση καλαισθησίας. Η όραση έβγαινε πρωταθλήτρια ανάμεσα στις άλλες αισθήσεις μαζεύοντας με τις αχόρταγες ματιές της αμέτρητες εικόνες αρχοντικής ομορφιάς. Γλίστραγα στους εσωτερικούς χώρους του Ναού περιεργαζόμενος τις αριστουργηματικές εικόνες της μεταβυζαντινής περιόδου του 16ου αιώνα όταν για μια στιγμή ένιωσα να ζαλίζομαι. Έτριψα γρήγορα τα μάτια μου, κάτι απίθανο μού συνέβαινε, δεν ήμουν καλά˙ έβλεπα τις αγιογραφίες να ζωντανεύουν.

Τότε εμφανίστηκε αυτή! Έτριψα τα μάτια μου πιο δυνατά, -Θεέ μου μονολόγησα, μιλούν οι εικόνες; Δεν είμαι καλά, έπρεπε να είχα ξεκουραστεί περισσότερο πριν ανηφορίσω εδώ. –Είσαι καλά; Σταμάτησα να τρίβω τα μάτια μου και τα άνοιξα διάπλατα. Μα ναι, βέβαια, αυτή η μορφή που είδα να κινείται δεν ξεπήδησε από τοιχογραφία, ήταν μια γιαγιά, μια απλή λεπτή μικροκαμωμένη γιαγιά που στέκονταν αθόρυβα τόσην ώρα ανάμεσα σε μένα και στους αγίους καμουφλαρισμένη με μια απερίγραπτη φυσικότητα από το φως των κεριών και την γαλήνη του μέρους. Ξαφνιάστηκα ευχάριστα. -Όχι, όχι σας ευχαριστώ, είμαι μια χαρά. Η γιαγιά επέστρεψε στη θέση της, έκανα πάλι λίγα δευτερόλεπτα να την διακρίνω ανάμεσα στις έγχρωμες φιγούρες των βυζαντινών τοιχογραφιών. Χαμογέλασα. Εκείνη παρέμενε σιωπηλά ανέκφραστη. Χαμήλωσε το βλέμμα, ξαναμπήκε στη λίμνη δίπλα από τους σαράντα μάρτυρες. Δίπλα στην μάνα του νεαρού στρατιώτη.

Αφού περιηγήθηκα για λίγο ακόμη στους άλλους χώρους του Καθολικού προχώρησα μέσα από ένα στενό μικρό πέρασμα σε έναν από τους εξωνάρθηκες. Τότε ένιωσα την παρουσία της πολύ κοντά μου, σχεδόν δίπλα μου. Γύρισα απότομα. Ναι, η μικροκαμωμένη γιαγιά στέκονταν πίσω μου, διακριτικά με ακολούθησε ως εδώ. Έστρεψα το βλέμμα μου δήθεν αδιάφορα στις αγιογραφίες κι αφού τις παρατήρησα για λίγο είπα με το δήθεν υπεροπτικό γνωστικό μου ύφος. -Αυτές οι τοιχογραφίες είναι σίγουρα της πρώτης περιόδου, φαίνεται από τα χρώματα. Τι στο καλό με αυτή μου την διαπίστωση, που λίγο πριν είχα ξεσηκώσει από έναν σχετικό τουριστικό οδηγό θα την εντυπωσιάσω τη γιαγιά. Εξάλλου μια απλή χωριάτισσα είναι, φαίνεται πως είναι αγράμματη. Στην ηλικία της δεν θα κατάφερε να πάει σχολείο, θα ήταν πόλεμος, τι άλλο. Θα με περνά για λαμπρό επιστήμονα!

- Μπα, έτσι λένε όσοι δεν ξέρουν. Είναι ξεκάθαρα της τρίτης περιόδου αλλά πού να τα ξέρεις κι εσύ αυτά. Πού να σε ενδιαφέρουν... Γύρισα το έκπληκτο βλέμμα μου στο μέρος της. Ακολούθησε, κάπως καθυστερημένα είναι η αλήθεια και το έκπληκτο μαρμαρωμένο μου σώμα. – Τι είπατε; Τρίτης περιόδου; - Ναι τρίτης. Δεν το βλέπεις ξεκάθαρα; Τα χρώματα είναι διαφορετικά. Κι οι μορφές, η θεματική τους είναι διαφορετική. – Η θεματική τους! παραμίλησα για λίγο. Είναι δυνατόν μια γιαγιά αγράμματη να ξέρει τι είναι θεματική και να διακρίνει έτσι άνετα τις καλλιτεχνικές περιόδους των τοιχογραφιών σε έναν βυζαντινό ναό;

-Σας ζητώ συγγνώμη. Εσείς είστε κάτι εδώ; - Εδώ μένω. – Εδώ; Μα τότε είχα δίκιο! Πήγα να πω ανάμεσα στις τοιχογραφίες, αλλά πρόλαβα τη γλώσσα μου. – Εδώ δηλαδή που; Η γερόντισσα έκανε δυο αργά βήματα και μου έδειξε ένα πέτρινο μικρό δωμάτιο δίπλα στο Ναό που παλιότερα μάλλον χρησίμευε ως αποθήκη. – Εδώ; Μα αυτό είναι ένα απλό δωμάτιο, ούτε καν σπίτι. Μήπως το σπίτι σας είναι στο χωριό στο νησί, με τα παιδιά, την οικογένειά σας; – Όχι. Δεν έχω παιδιά, ούτε οικογένεια. Μένω εδώ. Ταράχτηκα. -Και τότε πώς; - Πώς ζω; Όχι δεν παίρνω κανέναν μισθό, ούτε υπάλληλος είμαι. Απλά φυλάω το Ναό, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι πριν από μένα. – Τόσοι και τόσοι πριν από σας; - Ναι τούτος ο Ναός είναι δικός μας, στο νησί, τον έχουμε σαν σπίτι μας. Και από γενιά σε γενιά ένας από εμάς τον φρουρεί, τον προσέχει. – Τον προσέχει; Μα καλά, τη ρώτησα, παλιότερα υπήρχε ίσως κάποιος λόγος. Από Τούρκους από άλλους εχθρούς. Τώρα από ποιον τη φυλάτε;

Η μαυροφορεμένη γιαγιά κούνησε απελπισμένη το κεφάλι της ψιθυρίζοντάς μου: κρίμα και φαίνεσαι και σπουδαγμένος. Οι Τούρκοι γιε μου το σεβάστηκαν το μέρος, το προστάτευαν το Μοναστήρι. Δεν πείραξαν τίποτε. Ίσα ίσα. Οι εχθροί είναι άλλοι. – Άλλοι; Δηλαδή; Η γιαγιά μού έκανε νόημα να την ακολουθήσω. Περάσαμε από μια πέτρινη μικρή καμάρα και βρεθήκαμε σε έναν διάδρομο ενός άλλου εξωνάρθηκα. -Αυτοί είναι οι εχθροί. Γι’ αυτούς είμαι φύλακας εδώ ώσπου να πεθάνω. Γύρισα το πρόσωπο στην τοιχογραφία που μου έδειχνε το αδυνατισμένο χέρι της γιαγιάς. Σε ένα μεγάλο μέρος του εξωτερικού τοίχου, κάτω από τις μορφές του αγίου Συμεών και του αγίου Ιωάννη υπήρχαν χαραγμένα κάποια ονόματα, τυχαίες ζωγραφικές ασυναρτησίες, συνθήματα και καρδιές σαν κι αυτά που βλέπεις σε παγκάκια ή τοίχους παλιών σπιτιών. Πλησίασα κι άλλο και ταξίδεψα στην ανορθογραφία της αρχοντικής απεικόνισης. Γιώργος και Αγγελική, Θρύλος ολέ, Για πάντα μαζί, Νίκος 2003, Metallica, ΠΑΟΚ θρησκεία, καρδούλες, βέλη, αδιευκρίνιστης τεχνοτροπίας και προθέσεων χαραγματιές και φθορά στην βυζαντινή αγιογραφία.

Έκανα να απλώσω το χέρι μου να τα αγγίξω, να χαϊδέψω το λευκό σοβά πίσω από τα βεβηλωμένα χρώματα μιας άλλης μακρινής εποχής. Η γιαγιά με εμπόδισε. - Μη σε παρακαλώ μη, μην το αγγίζεις, αρκετά έχουν φθαρεί. Μη τα καταστρέφουμε κι άλλο. -Με ένα άγγιγμα; Σκέφτηκα, -με ένα άγγιγμα. Ας μείνει μόνο σε αυτό των ματιών. Γύρισα να της πως πόσο λυπάμαι. Είχε δακρύσει και με κοίταγε με ένα παράπονο αγιάτρευτο. Ο πόνος της έδειχνε τόσο μεγάλος που ούτε στην αγκαλιά μου δεν χωρούσε. – Μη κλαίτε σας παρακαλώ. –Δεν κλαίω απάντησε. Μόνο οργίζομαι. Πικραίνομαι. Πικραίνομαι που πέρασαν τόσοι αιώνες, ήρθαν εδώ ξένοι Τούρκοι και Γερμανοί και χίλιοι δυο και σεβάστηκαν τούτο τον θησαυρό. Και όσα βλέπεις σήμερα επέζησαν για αιώνες, το ακούς; για αιώνες! Για να τα βλέπουμε, να τα θαυμάζουμε και για να προσευχόμαστε σε αυτά. Να προσευχόμαστε! Θεέ μου… Κι εμείς; Να ποιοι είμαστε εμείς. Ο Νίκος κι ο φίλος του κι ο Γιώργος με την Αγγελική κι ένας Πάοκ και τόσοι άλλοι που δεν σεβάστηκαν τα ιερά και τα όσιά μας. Απλά για να μας θυμίζουν πόσο μπορεί να ντρέπεται ο άνθρωπος για τον διπλανό του.

Ένιωσα να βουρκώνω κι εγώ. Δεν ήξερα τι να πω, πώς να την παρηγορήσω. – Και δεν βρήκατε ποτέ έναν; Δεν τον πιάσατε δεν τον καταγγείλατε; Δεν ξέρετε ποιοι είναι; - Ποιοι είναι; Κάτι παλιόπαιδα! Που έρχονται εδώ για εκδρομές και αντί να πάρουν αναμνήσεις, παίρνουν κομμάτια από την ιστορία, την παράδοση, την ομορφιά αυτού του τόπου. Έτσι ξεδιάντροπα κι ανεύθυνα ξεριζώνουν την καρδιά μας. Ούτε οι Τούρκοι έτσι γιε μου, ούτε οι Τούρκοι που τους λέγαμε βάρβαρους, ούτε αυτοί. Δεν άντεξα άνοιξα τα χέρια μου και την αγκάλιασα συμπονετικά. – Μη κλαίτε, δε φταίτε εσείς, ό,τι έγινε έγινε. Άλλωστε θα μπορούσε να υπάρχει κάποιος φύλακας από το Κράτος – Φύλακας από το Κράτος; Και θα το αγαπάει αυτός σαν εμάς ή θα πληρώνεται για να κάνει τη δουλειά του; Όχι εγώ πρώτα φταίω. Αν φυλούσα καλύτερα, εάν είχα το νου μου να τρέχω πιο γρήγορα ανάμεσα στα παιδιά που περιφέρονται άτακτα, άλλα είναι μέσα άλλα έξω κι άλλα σκαλίζουν τους αγίους, θα τα προλάβαινα. Αλλά δεν τα κατάφερα, η ανάξια δεν κατάφερα να τα προλάβω. – Δε φταίτε εσείς για την αλητεία των άλλων. – Όχι εγώ φταίω. Εγώ. Αυτός που μού έδωσε τη φύλαξη μού έδωσε τον ναό σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Εγώ σαν πεθάνω πώς θα τον παραδώσω με τέτοιες βρωμιές; Τέτοια καταστροφή δε φτιάχνεται παιδί μου, δε διορθώνεται ποτέ. Στη Δευτέρα Παρουσία θα δώσω λόγο γι’ αυτά. Ούτε οι Τούρκοι γιέ μου, ούτε οι Τούρκοι…

Κάποια βήματα επισκεπτών που ακούστηκαν στο εσωτερικό του Ναού έκαναν τη γερόντισσα να βιαστεί να επιστρέψει στις αγιογραφίες της στο εσωτερικό της Μονής. Έμεινα να κοιτώ τους βανδαλισμούς που κάποιοι ασυνείδητοι, νικημένοι από το βάρος της ασημαντότητάς τους είχαν κάνει στις μορφές των αγίων. Είναι άραγε ανυπόφορη στη ψυχή τους τόση αρχοντική ομορφιά; Τόση παράδοση και ποτισμένη από τις έμπονες θυσίες, τις στερήσεις και την αγάπη των ντόπιων συμπόρευση, πώς μπορεί να αφήνει ασυγκίνητο τον οποιονδήποτε νέο που περνά από εδώ; Και καλά όλα τα άλλα, έστω και δίχως ίχνος καλλιτεχνικής ή ιστορικής ευαισθησίας, ποιο άθλιο κίνητρο είναι αυτό που σε ωθεί να καταστρέψεις την ίδια σου την ιστορία; Πιθανότατα αυτά τα παλιόπαιδα που υπαινίχθηκε η γιαγιά να βλέπουν την ομορφιά στο Μυκονιάτικο life style κι όχι στην καλλιτεχνική απλότητα μιας βυζαντινής Μονής. Φταίνε άραγε μόνο αυτοί; Μάλλον όχι. Κι από την άλλη δες˙ η γιαγιά θα μπορούσε να τους βρίσει πιο άσχημα, να νιώθει εξοργισμένη από την προσβολή τους, όπως καλή ώρα τώρα εγώ, μα αυτή όχι. Απλά: κάτι παλιόπαιδα. Δεν γίνεται αλλιώς πρέπει κι η ίδια, τόσο καλλιεργημένη, αν και δείχνει απλή αγράμματη χωριάτισσα, να έχει ποτιστεί από την τόση αρχοντιά του μέρους. Όμοια με τους αγίους της κι αυτή.

Γύρισα να φύγω. Πέρασα από το εσωτερικό του Καθολικού. Άνοιξα διάπλατα τα μάτια, αυτή τη φορά δεν θα μπερδευόμουν, θα τη διέκρινα καλά, μα ναι, αυτή τη φορά είχε καθίσει δίπλα στη τοιχογραφία του αγίου Χριστοφόρου. Την πλησίασα σιωπηλά την ώρα που κάποιοι ξένοι τουρίστες ρύθμιζαν τις φωτογραφικές τους μηχανές πριν ανοίξουν πυρ κατά των αγιογραφιών του ναού. Της φίλησα τα χέρια. – Τι κάνεις εκεί; Χαζό είσαι; Στους παπάδες φιλάνε τα χέρια - Και στους αγίους. Συγχωρήστε εκ μέρους αυτών των παιδιών όλους μας που δεν ξέρουμε να τιμούμε και να αγαπάμε όπως πρέπει. –Κι εγώ τι νομίζεις κάνω όλα αυτά τα χρόνια εδώ; Γι αυτά τα παλιόπαιδα προσεύχομαι. Να μην τους μετρηθεί αυτό που έκαναν. Την αγκάλιασα θερμά. – Και τ’ όνομά σας; - Δεν έχω, είμαι απλά η φύλακας της Μονής. Με μια απότομη κίνηση ξέφυγε από την αγκαλιά μου και προχώρησε στο κέντρο του Ναού, -Όχι φωτογραφίες παρακαλώ, απαγορεύεται! Οι ξένοι τουρίστες, απόρησαν και γύρισαν με μια κίνηση στο μέρος της με τις κάμερα ανά χείρας. -No photos please, no photos! Γύρισε στο μέρος μου και σήκωσε τους ώμους. -Ξένοι, δεν καταλαβαίνουν αλλιώς! Της απάντησα με ένα δάκρυ ποτισμένο από τα κατάβαθα της καρδιάς μου. -Θα ξανάρθω της είπα, για σας, ευχαριστώ για όλα, να είστε καλά.

Και την επόμενη χρονιά ξαναπήγα, μα αυτή δεν ήταν εκεί. Είχε προλάβει τον Απρίλη του ίδιου χρόνου να μετοικήσει στις ψηλότερες τοιχογραφίες της Μονής, εκεί που εμφανίζονται οι άγγελοι και οι σκηνές του Παραδείσου. Η μικροκαμωμένη γερόντισσα που για όλη της τη ζωή δεν είχε κάνει οικογένεια και φύλαγε τιμώντας μια ιερή παράδοση αιώνων τη Μονή είχε πεθάνει πλήρης ημερών ανάμεσα στους αγαπημένους της αγίους. Την βρήκαν στην τοιχογραφία του αγίου Συμεών και Ιωάννη, ακουμπισμένη σαν να προσεύχεται στο πεζούλι που βρίσκεται δίπλα. Τα χέρια της ήταν όπως λένε ενωμένα πολύ σφιχτά αλλά κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά ποιον μελετούσε. Η νέα φύλακας της Μονής, ηλικιωμένη και μαυροφορεμένη κι αυτή με άφησε να πάω μόνος στην τοιχογραφία των αγίων. Εκεί ξαναντίκρυσα με τα μάτια της ψυχής, κάτω από τις εικόνες των αγίων και τους βανδαλισμούς κάποιων νέων, τη γλυκύτατη μορφή της γερόντισσας μου, την ώρα που πλημμυρισμένη από ευχαριστία δοξολογούσε τον Δημιουργό της που της έδωσε τέτοια ισόβια αποστολή κι ευθύνη. Έσκυψα και της φίλησα το μάγουλο. -Για ποιον προσεύχεσαι γιαγιά; -Για κάτι παλιόπαιδα γιε μου, για κάτι παλιόπαιδα…
Ολόκληρη η ανάρτηση...