Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μποτίλιες στο πέλαγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μποτίλιες στο πέλαγος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Κυριακή 31 Μαρτίου 2019
Η σίγουρη επανάσταση
Την σκέψη την έκανα πριν από λίγες μέρες όταν βλέποντας μια ομάδα νέων στη στάση του Μετρό παρατήρησα πως όλοι στέκονταν με ένα κινητό στο χέρι, δίχως να ανταλλάσσουν ούτε βλέμμα μεταξύ τους. Ποιος ξέρει αναρωτήθηκα, μπορεί ο ένας να στέλνει μήνυμα στον άλλον και έτσι να επικοινωνούν. Η εικόνα ασφαλώς και δεν είναι πρωτόγνωρη. Νέοι στο σχολείο, στα πανεπιστήμια, στον περίπατο, στην καφετέρια, σε μικρές και μεγάλες παρέες, στο κρεβάτι, ακόμη και στην δουλειά με ένα κινητό στο χέρι. Μα καλά αυτή είναι η ελπίδα; Αυτή ακόμη παραμυθιαζόμαστε πως είναι η ελπίδα; Πώς αλλιώς; ή αυτοί ή κανείς. Με αυτά τα ερωτηματικά έκανα ένα βήμα πιο πέρα και δεν άργησα να βρω τη λύση. Ναι, οι νέοι είναι οι μόνοι που μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Ο κόσμος όμως αλλάζει όταν αλλάζει πρώτα ο εαυτός μας και έπειτα διαδοχικά κι άλλος κι άλλος ώσπου στο τέλος γινόμαστε πολλοί.
Οι νέοι πρέπει να βγουν στους δρόμους! Να τολμήσουν και να κάνουν μια μεγάλη επανάσταση, μια επανάσταση που τους αξίζει και θα αξίζει και στα δικά τους παιδιά. Πώς όμως; Πώς αλλάζει πρώτα με σιγουριά ο νεοέλληνας νέος και πώς μετά κι ο άλλος κι ο άλλος ώσπου η αλλαγή να γίνει επανάσταση; Η πρότασή μου είναι σύντομη και απλή: Πάρτε από τους νέους τα κινητά για μια μέρα και θα έχετε μια μεγάλη επανάσταση μιας μέρας. Πάρτε τους τα κινητά για δυο μέρες και θα έχετε μια ακόμη μεγαλύτερη επανάσταση δυο ημερών και ούτω καθ’ εξής. Για να μην παρεξηγιέμαι, όχι μόνο τα κινητά, οποιαδήποτε ηλεκτρονική συσκευή από κινητό ως tablets κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο, που τους εγκλωβίζει στον δικό τους κόσμο, στη δική τους ανυπαρξία και στο δικό τους δήθεν. Εάν αυτό δεν είναι η πιο σκληρή φυλακή, τότε τύφλα να’ χει το Αλκατράζ.
Οι νέοι δεν θα βγουν στους δρόμους και δεν θα μείνουν εκεί για να διεκδικήσουν την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα, ούτε θα επαναστατήσουν για να έχουν ένα ποιοτικό εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν θα βγουν ούτε για την Μακεδονία και σίγουρα δεν θα βγουν για τη γλώσσα μας, την παράδοση αλλά ούτε ακόμη για την ντροπή των εγχώριων ΜΜΕ. Θα βγουν όμως σίγουρα για να ζητήσουν με πάθος τον εγκλωβισμένο στα κινητά εαυτό τους. Θα βγουν να αναζητήσουν το ασφαλές ψέμα τους γιατί στη δύσκολη πραγματικότητα των πραγματικών σχέσεων και της αληθινής ζωής δεν τους έμαθε κανείς να ζουν. Θα επαναστατήσουν γιατί ο χρόνος και η ζωή τους, η ποιότητα καλύτερα της ζωής τους, βρίσκεται στην μικρή οθόνη που καθρεφτίζει τον εαυτό τους, που τους μαθαίνει πως ένας ολόκληρος κόσμος υπάρχει και περιστρέφεται γύρω από αυτούς. Είναι η μόνη πραγματικότητα που ξέρουν καλά. Η ζωή είναι εκεί, ο τρόπος να την ζεις είναι εκεί.
Αναρωτιέμαι τι φρικτή δοκιμασία θα ζουν οι νέοι εκείνοι που για κάποιο λόγο το κινητό τους χαλάει για μια δυο μέρες. Το βλέπεις στα πρόσωπά τους, καταλαβαίνεις την ανησυχία και το δράμα τους από την αγωνία στην έκφραση των προσώπων τους. Πώς είναι η ζωή χωρίς κινητό; Χωρίς φυλακή; Υπάρχει σχέση με ανθρώπους; Μιλάνε οι άνθρωποι; Νιώθουν; Ζουν; Ας βγει αύριο πρωί αυτή η απόφαση (ας την πούμε κατ’ ευφημισμόν) κρατική για να ζήσουν οι νέοι μια μέρα χωρίς κινητό και ετοιμαστείτε να δούμε τους δρόμους και τις πλατείες να πλημμυρίζουν με την επαναστατική ορμή των νέων. Κάθε είδους αντάρτικα, επαναστατικές προκηρύξεις, όρκοι ιερού αγώνα και αλληλεγγύης, θα ξεπηδήσουν από ένα χρονοντούλαπο που θα μας ξαφνιάσει όλους. Οι νέοι θα βγουν στους δρόμους, να είστε σίγουροι. Θα κάνουν την μεγάλη επανάστασή τους. Ο σκοπός τους μόνο θα είναι διαφορετικός μα τουλάχιστον είναι κι αυτό ένα πρώτο μάθημα επανάστασης. Ίσως τη μόνη που μπορούν.
Ας μην είμαστε απέλπιδες. Ίσως οι νέοι να μπορούν να μας εκπλήξουν διαφορετικά. Ίσως να μπορούν να κάνουν επανάσταση όχι μόνο χάνοντας το κινητό τους και τον κόσμο κάτω από τα πόδια τους αλλά διεκδικώντας την ζωή όπως αξίζει να τη ζει κανείς, όπως πρέπει να μάθει ότι αξίζει να τη ζει κανείς. Ως τότε ρωτήστε τους μαθητές που φέτος τελειώνουν το σχολείο να σας πουν πότε έγινε η ναυμαχία της Σαλαμίνας, η μάχη του Μαραθώνα, η πτώση της Κωνσταντινούπολης, ζητήστε τους να σας πουν δυο στίχους του Κάλβου ή του Σεφέρη. Αν σας απαντήσουν δίχως να ανατρέξουν ψάχνοντας στο κινητό, τότε υπάρχει ελπίδα. Ειδάλλως η επανάσταση αργεί πολύ… Ολόκληρη η ανάρτηση...
Οι νέοι πρέπει να βγουν στους δρόμους! Να τολμήσουν και να κάνουν μια μεγάλη επανάσταση, μια επανάσταση που τους αξίζει και θα αξίζει και στα δικά τους παιδιά. Πώς όμως; Πώς αλλάζει πρώτα με σιγουριά ο νεοέλληνας νέος και πώς μετά κι ο άλλος κι ο άλλος ώσπου η αλλαγή να γίνει επανάσταση; Η πρότασή μου είναι σύντομη και απλή: Πάρτε από τους νέους τα κινητά για μια μέρα και θα έχετε μια μεγάλη επανάσταση μιας μέρας. Πάρτε τους τα κινητά για δυο μέρες και θα έχετε μια ακόμη μεγαλύτερη επανάσταση δυο ημερών και ούτω καθ’ εξής. Για να μην παρεξηγιέμαι, όχι μόνο τα κινητά, οποιαδήποτε ηλεκτρονική συσκευή από κινητό ως tablets κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο, που τους εγκλωβίζει στον δικό τους κόσμο, στη δική τους ανυπαρξία και στο δικό τους δήθεν. Εάν αυτό δεν είναι η πιο σκληρή φυλακή, τότε τύφλα να’ χει το Αλκατράζ.
Οι νέοι δεν θα βγουν στους δρόμους και δεν θα μείνουν εκεί για να διεκδικήσουν την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα, ούτε θα επαναστατήσουν για να έχουν ένα ποιοτικό εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν θα βγουν ούτε για την Μακεδονία και σίγουρα δεν θα βγουν για τη γλώσσα μας, την παράδοση αλλά ούτε ακόμη για την ντροπή των εγχώριων ΜΜΕ. Θα βγουν όμως σίγουρα για να ζητήσουν με πάθος τον εγκλωβισμένο στα κινητά εαυτό τους. Θα βγουν να αναζητήσουν το ασφαλές ψέμα τους γιατί στη δύσκολη πραγματικότητα των πραγματικών σχέσεων και της αληθινής ζωής δεν τους έμαθε κανείς να ζουν. Θα επαναστατήσουν γιατί ο χρόνος και η ζωή τους, η ποιότητα καλύτερα της ζωής τους, βρίσκεται στην μικρή οθόνη που καθρεφτίζει τον εαυτό τους, που τους μαθαίνει πως ένας ολόκληρος κόσμος υπάρχει και περιστρέφεται γύρω από αυτούς. Είναι η μόνη πραγματικότητα που ξέρουν καλά. Η ζωή είναι εκεί, ο τρόπος να την ζεις είναι εκεί.
Αναρωτιέμαι τι φρικτή δοκιμασία θα ζουν οι νέοι εκείνοι που για κάποιο λόγο το κινητό τους χαλάει για μια δυο μέρες. Το βλέπεις στα πρόσωπά τους, καταλαβαίνεις την ανησυχία και το δράμα τους από την αγωνία στην έκφραση των προσώπων τους. Πώς είναι η ζωή χωρίς κινητό; Χωρίς φυλακή; Υπάρχει σχέση με ανθρώπους; Μιλάνε οι άνθρωποι; Νιώθουν; Ζουν; Ας βγει αύριο πρωί αυτή η απόφαση (ας την πούμε κατ’ ευφημισμόν) κρατική για να ζήσουν οι νέοι μια μέρα χωρίς κινητό και ετοιμαστείτε να δούμε τους δρόμους και τις πλατείες να πλημμυρίζουν με την επαναστατική ορμή των νέων. Κάθε είδους αντάρτικα, επαναστατικές προκηρύξεις, όρκοι ιερού αγώνα και αλληλεγγύης, θα ξεπηδήσουν από ένα χρονοντούλαπο που θα μας ξαφνιάσει όλους. Οι νέοι θα βγουν στους δρόμους, να είστε σίγουροι. Θα κάνουν την μεγάλη επανάστασή τους. Ο σκοπός τους μόνο θα είναι διαφορετικός μα τουλάχιστον είναι κι αυτό ένα πρώτο μάθημα επανάστασης. Ίσως τη μόνη που μπορούν.
Ας μην είμαστε απέλπιδες. Ίσως οι νέοι να μπορούν να μας εκπλήξουν διαφορετικά. Ίσως να μπορούν να κάνουν επανάσταση όχι μόνο χάνοντας το κινητό τους και τον κόσμο κάτω από τα πόδια τους αλλά διεκδικώντας την ζωή όπως αξίζει να τη ζει κανείς, όπως πρέπει να μάθει ότι αξίζει να τη ζει κανείς. Ως τότε ρωτήστε τους μαθητές που φέτος τελειώνουν το σχολείο να σας πουν πότε έγινε η ναυμαχία της Σαλαμίνας, η μάχη του Μαραθώνα, η πτώση της Κωνσταντινούπολης, ζητήστε τους να σας πουν δυο στίχους του Κάλβου ή του Σεφέρη. Αν σας απαντήσουν δίχως να ανατρέξουν ψάχνοντας στο κινητό, τότε υπάρχει ελπίδα. Ειδάλλως η επανάσταση αργεί πολύ… Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ετικέτες
Μποτίλιες στο πέλαγος
Σάββατο 21 Ιουλίου 2018
Stop Forrest stop!
Στο αριστουργηματικό Forrest Gump υπάρχει μια πολύ όμορφη στιγμή όταν ο ομώνυμος ήρωας έχοντας ξεκινήσει ένα ασταμάτητο τρέξιμο διάρκειας πάνω από τρία χρόνια από το Greenbow της Alabama την 1η Οκτωβρίου του 1979, ξαφνικά, στη μέση του πουθενά, σε μια έρημη κοιλάδα της Utah, σταματά! Το πλήθος που συνεπαρμένο από την ιδιαιτερότητα της νέας μόδας (τζόκινγκ) που έχει εισάγει τον ακολουθεί παντού, μένει πίσω αποσβολωμένο, περιμένοντας μια σημαντική ανακοίνωση. Ο ήρωας όμως απλά σταματά. Κοιτά το όμορφο τοπίο και αποφασίζει πια πως εδώ, στη μέση του πουθενά, έφτασε η ώρα να γυρίσει στη βάση του. Όχι πια άλλο τρέξιμο.
Πώς θυμήθηκα αυτή τη σκηνή; Έτυχε πρόσφατα στη διάρκεια ενός περιπάτου στην εξοχή να βρεθώ έξαφνα μπροστά σε ένα πραγματικά πανέμορφο θέαμα. Απόγευμα, ηλιοβασίλεμα, θάλασσα, ηρεμία, ολάνοιχτος ορίζοντας, θαυμάσια χρώματα, φύση. Καθηλώθηκα. Κυριολεκτικά. Δεν μπορούσα να περπατήσω. Το τοπίο με είχε νικήσει. Η ομορφιά του τοπίου μού είχε επιβληθεί. Έμεινα κάμποση ώρα εκεί μόνο θαυμάζοντας. Μόνο ευτυχής που ήμουν στο σωστό μέρος τη σωστή ώρα. Γιατί όπως όλα τα ωραία που κρατάνε λίγο, σε λίγο όλα θα έσβηναν στην κολυμβήθρα ενός άλλου, νέου έναστρου τοπίου. Θυμήθηκα πόσες φορές έτυχε να νιώσω αυτό το συναίσθημα, είτε με ανθρώπους είτε με όμορφα μέρη. Όταν κάθε μέρα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο τρέχεις για πολύ καιρό, ξεχνάς να νιώσεις την ευλογία των δώρων που σε περιτριγυρίζουν.
Η σοφία τότε ποια είναι; Νομίζω, είναι κάτι πολύ απλό. Μια παύση, σαν αυτή του Τομ Χανκς στην ταινία. Ένα ως εδώ. Χόρτασα, δεν έχει άλλο να δω, δεν χρειάζεται να τρέχω συνέχεια για να δω αυτά που αξίζει να δω. Ο Θεός έχει φτιάξει ένα ολόκληρο σύμπαν για να μας θυμίζει πόσο όμορφα και απλά είναι όλα. Τι σπουδαίο κι ανεκτίμητο δώρο είναι απλά να ζεις και να χαίρεσαι αυτόν τον κόσμο. Το πιο εντυπωσιακό είναι πως δεν σου ζητείται τίποτα. Ούτε να κυνηγάς, ούτε να τρέχεις, ούτε να πιέζεσαι να προλάβεις. Ο αγχωτικός τρόπος ζωής, ιδίως στις μεγαλουπόλεις, είναι αυτό ακριβώς το διαρκές τρέξιμο. Μόνο που ο Forrest Gump σε τρία χρόνια, 2 μήνες, 14 ημέρες και 16 ώρες κάνοντας 15.248 μίλια πλούτισε με πάμπολλες εικόνες. Εμείς, οι περισσότεροι μάλλον, τρέχουμε μια ζωή κάνοντας σύντομους κύκλους γύρω από τον εαυτό μας, για καθημερινούς μικρούς προορισμούς που ονομάσαμε ρουτίνα.
Όπως νόμιζαν κι οι ακόλουθοι του Forrest Gump πιστέψαμε πως υπάρχει ή έστω πρέπει να υπάρχει ένα νόημα, ένας ουσιαστικός σκοπός να τρέχουμε συνέχεια καθημερινά. Να κυνηγάμε καριέρες, λεφτά, εμπειρίες που δεν μας αλλάζουν, φήμη, τα καλά λόγια των άλλων, πλούτο, οι προορισμοί είναι αμέτρητοι. Ο καθένας ακολουθεί έναν ή πολλούς έχοντας ξεχάσει το βαθύ νόημα που έχει η περιπέτεια του καθενός μας. Θέλει θάρρος να σταματήσεις. Συνειδητοποίηση όπως ο ήρωας, πως κάθε ταξίδι δεν τελειώνει πάντα στον αρχικό προορισμό. Ό,τι έχουμε κι ό,τι είμαστε το κουβαλάμε εντός μας, δεν έχει νόημα να περιφέρουμε την μοναξιά μας από δω κι από κει, εάν το ταξίδι που ζούμε μας αφήνει ίδιους. Δεν είναι άσκοπο, είναι ανοησία.
Θυμούμενος πόσες φορές μια ανόθευτη ομορφιά έτυχε να παγώσει το χρόνο μου γύρισα σε πρόσωπα, σε παιδικά χαμόγελα, σε δάκρυα, σε μέρη απρόσιτα για τους πολλούς και αιωνίως ξένα για τους ξένους. Ό,τι είναι όμορφο κι ό,τι αξίζει στη ζωή σε κερδίζει, ευτυχώς, με αυτό που είναι. Σε βρίσκει, δεν ζητά να το δημιουργήσεις εσύ. Το δύσκολο είναι απλά να το χαρείς. Να ξέρεις και να αντέχεις να το χαρείς. Όπως τα θαύματα του Αλχημιστή που βρίσκονται δίπλα μας κι εμείς καθημερινά τρέχουμε μακριά τους επειδή δεν πιστεύουμε, μέσα στην εκλογικευμένη μιζέρια μας, να τα πιστέψουμε. Ο Θεός τα έφτιαξε ένα προς ένα για μας. Και με αμέτρητους τρόπους μας τα χαρίζει. Απλά να σταματήσουμε το μάταιο τρέξιμο και να χαρούμε το θαύμα, μικρό ή μεγάλο.
Ο Forrest, σταματά, γυρνά πίσω και με την άγια παιδικότητά του ανακοινώνει πως έχει κουραστεί πολύ κι είναι ώρα να επιστρέψει πίσω στο σπίτι του. Όταν κάποιος από την ομάδα που τον ακολουθεί ρωτά κι εμείς τι θα κάνουμε τώρα, δεν απαντά, μόνο συνεχίζει να πορεύεται για εκεί που είναι το σπίτι του. Τη στιγμή που κι εμείς θα νιώσουμε κουρασμένοι θα πάρουμε τη μεγάλη απόφαση να γυρίσουμε, στο δικό μας σπίτι, όποιο κι αν είναι αυτό, δίχως να δώσουμε λόγο σε κανέναν. Απλά θα σταματήσουμε να τρέχουμε. Μιας στιγμής χωρητικότητα που κλονίζει αιώνες καθώς έλεγε ο μέγας Ελύτης. Μια στιγμή που όπως κάθε τέρμα είναι μια νέα αρχή. Όμορφη στιγμή. Πανέμορφη. Ολόκληρη η ανάρτηση...
Πώς θυμήθηκα αυτή τη σκηνή; Έτυχε πρόσφατα στη διάρκεια ενός περιπάτου στην εξοχή να βρεθώ έξαφνα μπροστά σε ένα πραγματικά πανέμορφο θέαμα. Απόγευμα, ηλιοβασίλεμα, θάλασσα, ηρεμία, ολάνοιχτος ορίζοντας, θαυμάσια χρώματα, φύση. Καθηλώθηκα. Κυριολεκτικά. Δεν μπορούσα να περπατήσω. Το τοπίο με είχε νικήσει. Η ομορφιά του τοπίου μού είχε επιβληθεί. Έμεινα κάμποση ώρα εκεί μόνο θαυμάζοντας. Μόνο ευτυχής που ήμουν στο σωστό μέρος τη σωστή ώρα. Γιατί όπως όλα τα ωραία που κρατάνε λίγο, σε λίγο όλα θα έσβηναν στην κολυμβήθρα ενός άλλου, νέου έναστρου τοπίου. Θυμήθηκα πόσες φορές έτυχε να νιώσω αυτό το συναίσθημα, είτε με ανθρώπους είτε με όμορφα μέρη. Όταν κάθε μέρα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο τρέχεις για πολύ καιρό, ξεχνάς να νιώσεις την ευλογία των δώρων που σε περιτριγυρίζουν.
Η σοφία τότε ποια είναι; Νομίζω, είναι κάτι πολύ απλό. Μια παύση, σαν αυτή του Τομ Χανκς στην ταινία. Ένα ως εδώ. Χόρτασα, δεν έχει άλλο να δω, δεν χρειάζεται να τρέχω συνέχεια για να δω αυτά που αξίζει να δω. Ο Θεός έχει φτιάξει ένα ολόκληρο σύμπαν για να μας θυμίζει πόσο όμορφα και απλά είναι όλα. Τι σπουδαίο κι ανεκτίμητο δώρο είναι απλά να ζεις και να χαίρεσαι αυτόν τον κόσμο. Το πιο εντυπωσιακό είναι πως δεν σου ζητείται τίποτα. Ούτε να κυνηγάς, ούτε να τρέχεις, ούτε να πιέζεσαι να προλάβεις. Ο αγχωτικός τρόπος ζωής, ιδίως στις μεγαλουπόλεις, είναι αυτό ακριβώς το διαρκές τρέξιμο. Μόνο που ο Forrest Gump σε τρία χρόνια, 2 μήνες, 14 ημέρες και 16 ώρες κάνοντας 15.248 μίλια πλούτισε με πάμπολλες εικόνες. Εμείς, οι περισσότεροι μάλλον, τρέχουμε μια ζωή κάνοντας σύντομους κύκλους γύρω από τον εαυτό μας, για καθημερινούς μικρούς προορισμούς που ονομάσαμε ρουτίνα.
Όπως νόμιζαν κι οι ακόλουθοι του Forrest Gump πιστέψαμε πως υπάρχει ή έστω πρέπει να υπάρχει ένα νόημα, ένας ουσιαστικός σκοπός να τρέχουμε συνέχεια καθημερινά. Να κυνηγάμε καριέρες, λεφτά, εμπειρίες που δεν μας αλλάζουν, φήμη, τα καλά λόγια των άλλων, πλούτο, οι προορισμοί είναι αμέτρητοι. Ο καθένας ακολουθεί έναν ή πολλούς έχοντας ξεχάσει το βαθύ νόημα που έχει η περιπέτεια του καθενός μας. Θέλει θάρρος να σταματήσεις. Συνειδητοποίηση όπως ο ήρωας, πως κάθε ταξίδι δεν τελειώνει πάντα στον αρχικό προορισμό. Ό,τι έχουμε κι ό,τι είμαστε το κουβαλάμε εντός μας, δεν έχει νόημα να περιφέρουμε την μοναξιά μας από δω κι από κει, εάν το ταξίδι που ζούμε μας αφήνει ίδιους. Δεν είναι άσκοπο, είναι ανοησία.
Θυμούμενος πόσες φορές μια ανόθευτη ομορφιά έτυχε να παγώσει το χρόνο μου γύρισα σε πρόσωπα, σε παιδικά χαμόγελα, σε δάκρυα, σε μέρη απρόσιτα για τους πολλούς και αιωνίως ξένα για τους ξένους. Ό,τι είναι όμορφο κι ό,τι αξίζει στη ζωή σε κερδίζει, ευτυχώς, με αυτό που είναι. Σε βρίσκει, δεν ζητά να το δημιουργήσεις εσύ. Το δύσκολο είναι απλά να το χαρείς. Να ξέρεις και να αντέχεις να το χαρείς. Όπως τα θαύματα του Αλχημιστή που βρίσκονται δίπλα μας κι εμείς καθημερινά τρέχουμε μακριά τους επειδή δεν πιστεύουμε, μέσα στην εκλογικευμένη μιζέρια μας, να τα πιστέψουμε. Ο Θεός τα έφτιαξε ένα προς ένα για μας. Και με αμέτρητους τρόπους μας τα χαρίζει. Απλά να σταματήσουμε το μάταιο τρέξιμο και να χαρούμε το θαύμα, μικρό ή μεγάλο.
Ο Forrest, σταματά, γυρνά πίσω και με την άγια παιδικότητά του ανακοινώνει πως έχει κουραστεί πολύ κι είναι ώρα να επιστρέψει πίσω στο σπίτι του. Όταν κάποιος από την ομάδα που τον ακολουθεί ρωτά κι εμείς τι θα κάνουμε τώρα, δεν απαντά, μόνο συνεχίζει να πορεύεται για εκεί που είναι το σπίτι του. Τη στιγμή που κι εμείς θα νιώσουμε κουρασμένοι θα πάρουμε τη μεγάλη απόφαση να γυρίσουμε, στο δικό μας σπίτι, όποιο κι αν είναι αυτό, δίχως να δώσουμε λόγο σε κανέναν. Απλά θα σταματήσουμε να τρέχουμε. Μιας στιγμής χωρητικότητα που κλονίζει αιώνες καθώς έλεγε ο μέγας Ελύτης. Μια στιγμή που όπως κάθε τέρμα είναι μια νέα αρχή. Όμορφη στιγμή. Πανέμορφη. Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ετικέτες
Μποτίλιες στο πέλαγος
Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017
Η αρχή της αρχής
Τέλη καλοκαιριού, αρχές φθινοπώρου, όταν ο κάθε συνειδητοποιημένος ηλιοκαμένος θερινός εκδρομέας, εγκαταλείπει την παραθαλάσσια ραστώνη κι επιστρέφει στη βάση του, αρχίζει το γνωστό σενάριο. Αυτή η στιγμή άλλωστε δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας επίλογος κι ένας πρόλογος συνάμα. Ο επίλογος του καλοκαιριού και ο πρόλογος του φθινοπώρου, όλης της επόμενης χρονιάς που μετριέται ως την έλευση του επόμενου καλοκαιριού.
Ο επίλογος περιλαμβάνει ενθουσιώδεις περιγραφές από καλοκαιρινές αποδράσεις σε καταγάλανα νερά κάποιου ελληνικού νησιού, κάποιας πασαλειμμένης επίσκεψης σε τουριστικό θέρετρο του εξωτερικού, κοσμοπολίτικα συναπαντήματα και νοσταλγικές ερημικές περιγραφές. Όλα αυτά πλαισιωμένα από αμέτρητες ηλεκτρονικές φωτογραφίες, ελέω της κινητής ευκολίας, που βέβαια βλέπονται ανάλογα αδιάφορα ή μισοβαριεστημένα από τον όποιον θεατή που για λόγους ευγένειας και δήθεν έκπληξης δηλώνει τουλάχιστον εντυπωσιασμένος. Οι φωτογραφίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πλουτίζουν από τα μονόχνωτα επαναλαμβανόμενα copy paste σχόλια θαυμασμού για το θεόσταλτο δώρο της καλοκαιρινής απόδρασης. Ένα πάρε δώσε ματαιοδοξίας και χαμηλής αυτοεκτίμησης για όσους ζητιανεύουν το νόημα που τους λείπει.
Κι έπειτα έρχονται τα δύσκολα. Ή καλύτερα τα λιγότερα δύσκολα. Η στιγμή που καλείσαι να φτιάξεις το πλάνο για το επόμενο της χρονιάς, αυτής που μετριέται ως τις επόμενες διακοπές. Αναπροσαρμόζεις πράγματα, εκτιμάς περασμένα, οργανώνεις σχέδια, βλέπεις τον εαυτό σου πως εκτός από το πλούσιο μαύρισμα έχει προσθέσει και πολλή αυτοπεποίθηση για νέες ουσιαστικές αλλαγές. Είχες σίγουρα περισσότερο χρόνο να εκτιμήσεις κάποια πρόσωπα και πράγματα μακριά από την πίεση της καθημερινής ρουτίνας και της βιοτικής μέριμνας. Έβαλες τον εαυτό σου, τον ξεκούραστο κάτω από την καλοκαιρινή ομπρέλα εαυτό σου, απέναντι, τον ρώτησες τι θέλει και τι όχι, τι κρατά και τι αφήνει, πού να πάει και με ποιους, ποιος είναι ο δρόμος, ποια η πορεία και ποια η αξία στο κάθε τι. Τώρα είναι η εποχή, αυτή η καλοκαιρινή ανάπαυλα έδωσε όλες τις απαραίτητες ευκαιρίες για ορθή αξιολόγηση και ιεράρχηση του μελλοντικού πλάνου. Επιτέλους ήρθε η εποχή για μια νέα αρχή! Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες, τώρα έφτασε η στιγμή να αλλάξουν όλα, θα τα αλλάξω όλα, θα γίνει η αρχή της νέας μου αρχής!
Η απάντηση είναι απλή. Πολύ απλή. Η αρχή της αρχής είναι πως… δεν υπάρχει αρχή. Όσες φορές στη ζωή μου προσπάθησα, ή δοκίμασα να πείσω τον εαυτό μου, να κάνει μια νέα αρχή διαπίστωσα πως δεν ήμουν παρά σε κάποιο σημείο ενός δρόμου το πρώτο βήμα του οποίου είχα κάνει πριν πολύ καιρό αν όχι χρόνια. Κι αυτός ο εαυτός μου δεν ήταν παρά αυτός που δεν βγήκε από μέσα μου ποτέ, ο γνώριμος ή ο καλά κρυμμένος εγώ με όλα τα σπάνια δώρα ή και τα τραύματα, τις ευχάριστες ή άσχημες αναμνήσεις κι εμπειρίες. Αυτός που σχεδίαζα όλο το καλοκαίρι να γίνω μέσα από μικρές και μεγάλες αποφάσεις, μικρά και μεγάλα σχέδια δεν ήταν παρά ο κρυμμένος μου εαυτός που συνόδευε κάθε μου βήμα έως τώρα. Δεν υπάρχει νέα αρχή. Απλά νέο βήμα στον ίδιο δρόμο. Ο δρόμος είναι ο ίδιος, η κατεύθυνση αλλάζει.
Δεν έγινες νέος άνθρωπος επειδή πήρες μια ή χίλιες αποφάσεις. Νέος άνθρωπος γίνεσαι μέσα από πράξεις, από μια διαδρομή, όχι από μια ή χιλιάδες σκέψεις. Υπάρχουν αναρίθμητοι παράγοντες που έχουν δημιουργήσει τον σημερινό μου χαρακτήρα. Είναι αδύνατον να εξαφανιστούν ή να προσποιηθώ πως τους ξεπέρασα για να κάνω μια οποιαδήποτε νέα αρχή. Στην ουσία απλά τους διαχειρίζομαι διαφορετικά, δίχως να παραβλέπω την ύπαρξή τους. Είναι για παράδειγμα να ξεχνάμε το παιδί που κάποτε υπήρξαμε όλοι μας πιστεύοντας πως γεννηθήκαμε ώριμοι και κάνοντας μια ζωή το σωστό ή το καλύτερο. Δεν φυτρώσαμε, κάποτε γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε κι οι ρυτίδες στο μέτωπο και στην καρδιά δεν είναι παρά τα παράσημα του χρόνου για το δικαίωμα περήφανα να πορεύεσαι από κάτι μικρό σε κάτι σπουδαιότερο.
Σε αυτό τον πρόλογο της νέας περιόδου υποσχέθηκα κι εγώ στον εαυτό μου να κάνω πράξεις παρά σχέδια. Να δώσω μορφή σε ό,τι μπορεί να εκφραστεί. Κι από τα χίλια ας γίνει το ένα, αυτό που μπόρεσα, αυτό που προσπάθησα, αυτό που δοκίμασα, ακόμη κι η αποτυχία ένα μισοτελειωμένο έργο είναι, μια παρ’ ολίγον επιτυχία. Σημασία δεν έχει να ονειρεύεσαι τον ουρανό με τ’ άστρα. Σημασία έχει να τον κρατάς στα χέρια σου, δίπλα σου, μέσα σου, γύρω σου. Να γίνεσαι ό,τι καλύτερο μπορείς γιατί απλά δεν μπορείς να γίνεις κάτι παραπάνω από τις πράξεις σου. Όλα τα άλλα είναι όμορφα σχέδια, αισιόδοξες υποσχέσεις, ελπιδοφόρα μυστικά αλλά δεν βελτιώνουν την πραγματικότητά σου παρά μόνο την φαντασία και την φυγή σου.
Η λογική θα αποτελεί αιωνίως τον πρώτης σειράς βοηθό για να βάλεις τα πράγματα στη θέση τους. Πίσω από τις μεγαλεπήβολες αποφάσεις δημιούργησε ένα τίμιο διάλογο με τον εαυτό σου, όχι αυτόν που θα γεννηθεί αύριο, αυτόν που σε συνοδεύει όλα αυτά τα χρόνια στον ίδιο δρόμο εκ γενετής, για όλα αυτά που θες να κρατήσεις ή να αλλάξεις. Αυτό που ονομάζουμε νέα αρχή ίσως δεν είναι τίποτε άλλο παρά άλλη μια μέρα στην ιστορία των χρόνων μας. Δεν μπορώ να τα κάνω όλα κι ούτε θα τα κάνω. Θα κάνω ό,τι μπορώ κι αν μπορέσω. Γι’ αυτό λοιπόν με τη βοήθεια της λογικής και του καλού σχεδιασμού, βάζοντας τα πράγματα επί τάπητος, ας συνεχίσω το βάδισμα στον απίστευτα δύσκολο κι απερίγραπτα όμορφο δρόμο που αποκαλούμε ζωή.
Το καλοκαίρι έφυγε. Οι αποφάσεις είναι εδώ. Για να φτιαχτούν σωστά πριν γίνουν πράξη. Η ζωή θα αποδείξει πόσες από αυτές θα τις χωρέσει. Η αρχή παραμένει το ήμισυ του παντός επειδή το άλλο μισό το συναντάμε κάθε φορά στον εαυτό που ήμασταν χθες. Δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Τον συναντάμε κάθε μέρα με άλλο βλέμμα. Όχι λόγια λοιπόν, δεν έχει σημασία. Η αρχή της αρχής είναι πως δεν υπάρχει αρχή! Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ο επίλογος περιλαμβάνει ενθουσιώδεις περιγραφές από καλοκαιρινές αποδράσεις σε καταγάλανα νερά κάποιου ελληνικού νησιού, κάποιας πασαλειμμένης επίσκεψης σε τουριστικό θέρετρο του εξωτερικού, κοσμοπολίτικα συναπαντήματα και νοσταλγικές ερημικές περιγραφές. Όλα αυτά πλαισιωμένα από αμέτρητες ηλεκτρονικές φωτογραφίες, ελέω της κινητής ευκολίας, που βέβαια βλέπονται ανάλογα αδιάφορα ή μισοβαριεστημένα από τον όποιον θεατή που για λόγους ευγένειας και δήθεν έκπληξης δηλώνει τουλάχιστον εντυπωσιασμένος. Οι φωτογραφίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πλουτίζουν από τα μονόχνωτα επαναλαμβανόμενα copy paste σχόλια θαυμασμού για το θεόσταλτο δώρο της καλοκαιρινής απόδρασης. Ένα πάρε δώσε ματαιοδοξίας και χαμηλής αυτοεκτίμησης για όσους ζητιανεύουν το νόημα που τους λείπει.
Κι έπειτα έρχονται τα δύσκολα. Ή καλύτερα τα λιγότερα δύσκολα. Η στιγμή που καλείσαι να φτιάξεις το πλάνο για το επόμενο της χρονιάς, αυτής που μετριέται ως τις επόμενες διακοπές. Αναπροσαρμόζεις πράγματα, εκτιμάς περασμένα, οργανώνεις σχέδια, βλέπεις τον εαυτό σου πως εκτός από το πλούσιο μαύρισμα έχει προσθέσει και πολλή αυτοπεποίθηση για νέες ουσιαστικές αλλαγές. Είχες σίγουρα περισσότερο χρόνο να εκτιμήσεις κάποια πρόσωπα και πράγματα μακριά από την πίεση της καθημερινής ρουτίνας και της βιοτικής μέριμνας. Έβαλες τον εαυτό σου, τον ξεκούραστο κάτω από την καλοκαιρινή ομπρέλα εαυτό σου, απέναντι, τον ρώτησες τι θέλει και τι όχι, τι κρατά και τι αφήνει, πού να πάει και με ποιους, ποιος είναι ο δρόμος, ποια η πορεία και ποια η αξία στο κάθε τι. Τώρα είναι η εποχή, αυτή η καλοκαιρινή ανάπαυλα έδωσε όλες τις απαραίτητες ευκαιρίες για ορθή αξιολόγηση και ιεράρχηση του μελλοντικού πλάνου. Επιτέλους ήρθε η εποχή για μια νέα αρχή! Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες, τώρα έφτασε η στιγμή να αλλάξουν όλα, θα τα αλλάξω όλα, θα γίνει η αρχή της νέας μου αρχής!
Η απάντηση είναι απλή. Πολύ απλή. Η αρχή της αρχής είναι πως… δεν υπάρχει αρχή. Όσες φορές στη ζωή μου προσπάθησα, ή δοκίμασα να πείσω τον εαυτό μου, να κάνει μια νέα αρχή διαπίστωσα πως δεν ήμουν παρά σε κάποιο σημείο ενός δρόμου το πρώτο βήμα του οποίου είχα κάνει πριν πολύ καιρό αν όχι χρόνια. Κι αυτός ο εαυτός μου δεν ήταν παρά αυτός που δεν βγήκε από μέσα μου ποτέ, ο γνώριμος ή ο καλά κρυμμένος εγώ με όλα τα σπάνια δώρα ή και τα τραύματα, τις ευχάριστες ή άσχημες αναμνήσεις κι εμπειρίες. Αυτός που σχεδίαζα όλο το καλοκαίρι να γίνω μέσα από μικρές και μεγάλες αποφάσεις, μικρά και μεγάλα σχέδια δεν ήταν παρά ο κρυμμένος μου εαυτός που συνόδευε κάθε μου βήμα έως τώρα. Δεν υπάρχει νέα αρχή. Απλά νέο βήμα στον ίδιο δρόμο. Ο δρόμος είναι ο ίδιος, η κατεύθυνση αλλάζει.
Δεν έγινες νέος άνθρωπος επειδή πήρες μια ή χίλιες αποφάσεις. Νέος άνθρωπος γίνεσαι μέσα από πράξεις, από μια διαδρομή, όχι από μια ή χιλιάδες σκέψεις. Υπάρχουν αναρίθμητοι παράγοντες που έχουν δημιουργήσει τον σημερινό μου χαρακτήρα. Είναι αδύνατον να εξαφανιστούν ή να προσποιηθώ πως τους ξεπέρασα για να κάνω μια οποιαδήποτε νέα αρχή. Στην ουσία απλά τους διαχειρίζομαι διαφορετικά, δίχως να παραβλέπω την ύπαρξή τους. Είναι για παράδειγμα να ξεχνάμε το παιδί που κάποτε υπήρξαμε όλοι μας πιστεύοντας πως γεννηθήκαμε ώριμοι και κάνοντας μια ζωή το σωστό ή το καλύτερο. Δεν φυτρώσαμε, κάποτε γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε κι οι ρυτίδες στο μέτωπο και στην καρδιά δεν είναι παρά τα παράσημα του χρόνου για το δικαίωμα περήφανα να πορεύεσαι από κάτι μικρό σε κάτι σπουδαιότερο.
Σε αυτό τον πρόλογο της νέας περιόδου υποσχέθηκα κι εγώ στον εαυτό μου να κάνω πράξεις παρά σχέδια. Να δώσω μορφή σε ό,τι μπορεί να εκφραστεί. Κι από τα χίλια ας γίνει το ένα, αυτό που μπόρεσα, αυτό που προσπάθησα, αυτό που δοκίμασα, ακόμη κι η αποτυχία ένα μισοτελειωμένο έργο είναι, μια παρ’ ολίγον επιτυχία. Σημασία δεν έχει να ονειρεύεσαι τον ουρανό με τ’ άστρα. Σημασία έχει να τον κρατάς στα χέρια σου, δίπλα σου, μέσα σου, γύρω σου. Να γίνεσαι ό,τι καλύτερο μπορείς γιατί απλά δεν μπορείς να γίνεις κάτι παραπάνω από τις πράξεις σου. Όλα τα άλλα είναι όμορφα σχέδια, αισιόδοξες υποσχέσεις, ελπιδοφόρα μυστικά αλλά δεν βελτιώνουν την πραγματικότητά σου παρά μόνο την φαντασία και την φυγή σου.
Η λογική θα αποτελεί αιωνίως τον πρώτης σειράς βοηθό για να βάλεις τα πράγματα στη θέση τους. Πίσω από τις μεγαλεπήβολες αποφάσεις δημιούργησε ένα τίμιο διάλογο με τον εαυτό σου, όχι αυτόν που θα γεννηθεί αύριο, αυτόν που σε συνοδεύει όλα αυτά τα χρόνια στον ίδιο δρόμο εκ γενετής, για όλα αυτά που θες να κρατήσεις ή να αλλάξεις. Αυτό που ονομάζουμε νέα αρχή ίσως δεν είναι τίποτε άλλο παρά άλλη μια μέρα στην ιστορία των χρόνων μας. Δεν μπορώ να τα κάνω όλα κι ούτε θα τα κάνω. Θα κάνω ό,τι μπορώ κι αν μπορέσω. Γι’ αυτό λοιπόν με τη βοήθεια της λογικής και του καλού σχεδιασμού, βάζοντας τα πράγματα επί τάπητος, ας συνεχίσω το βάδισμα στον απίστευτα δύσκολο κι απερίγραπτα όμορφο δρόμο που αποκαλούμε ζωή.
Το καλοκαίρι έφυγε. Οι αποφάσεις είναι εδώ. Για να φτιαχτούν σωστά πριν γίνουν πράξη. Η ζωή θα αποδείξει πόσες από αυτές θα τις χωρέσει. Η αρχή παραμένει το ήμισυ του παντός επειδή το άλλο μισό το συναντάμε κάθε φορά στον εαυτό που ήμασταν χθες. Δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Τον συναντάμε κάθε μέρα με άλλο βλέμμα. Όχι λόγια λοιπόν, δεν έχει σημασία. Η αρχή της αρχής είναι πως δεν υπάρχει αρχή! Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ετικέτες
Μποτίλιες στο πέλαγος
Σάββατο 10 Ιουνίου 2017
"Άγγελέ μου"
Την περασμένη εβδομάδα έτυχε να παρευρεθώ στη γιορτή λήξης ενός παιδικού σταθμού. Καθένας που έχει βρεθεί σε μια τέτοια εκδήλωση μπορεί εύκολα να θυμηθεί τα πανέμορφα συναισθήματα χαράς και συγκίνησης βλέποντας μικροσκοπικούς θεούς να ανακατεύουν χορευτικά τις κινήσεις τους πλημμυρίζοντας τα σύνορα της ευγνωμοσύνης και της γονικής στοργής. Αμέτρητες εικόνες ανόθευτης χαράς, ανεπιτήδευτες εκφράσεις κεφιού και διασκέδασης, πολύτιμες λεπτομέρειες από αυτές που πριν τα φωτογραφικά αρχεία θησαυρίζουν τις ανθρώπινες καρδιές.
Σε μια τέτοια στιγμή λοιπόν βρισκόμουν κι εγώ, θαυμάζοντας τη μικρή μας ηρωίδα σε χορευτικές και θεατρικές στιγμές που αναμφίβολα ξεχώριζαν για την ευρηματικότητα και την δροσερή απόδοσή τους. Σε μια στιγμή που το βλέμμα μου ακολουθούσε την εντυπωσιακή αλλαγή των μικρών πρωταγωνιστών στη σκηνή, ένιωσα τη ματιά μου να παγώνει για μερικά δευτερόλεπτα. Προσπάθησα να γυρίσω το κεφάλι στο ρυθμό της σκηνικής δράσης μα ήταν αδύνατον. Στην άκρη της μπροστινής σειράς των θεατών βρίσκονταν ένα παιδάκι, συνομήλικο μάλλον με τα άλλα που βρίσκονταν στη σκηνή, καθισμένο στην αγκαλιά της μητέρας του και χειροκροτούσε με ένταση. Χειροκροτούσε με το ακρωτηριασμένο του, ως τον αγκώνα δεξί χέρι, δυνατά! Κόλλησα. Ξανακοίταξα καμουφλάροντας πίσω από το χαμόγελο που φοράμε σε τέτοιες στιγμές, όταν το εξωτερικό ερέθισμα προσφέρει το τέλειο άλλοθι, για να κρυφτείς.
Τα πιτσιρίκια στη σκηνή έτρεχαν στους ρυθμούς της μουσικής εκπληρώνοντας το θαύμα της παιδικότητας που γνωρίζει τη μαγεία της αποκλειστικότητας του παρόντος. Κινούνταν ξέφρενα πέρα δώθε χορεύοντας πότε ρυθμικά πότε άτακτα, με το χαμόγελο ανεξάλειπτα ζωγραφισμένο στο παιδικό τους πρόσωπο. Από κάτω στον κήπο του παιδικού σταθμού, όλοι οι παρευρισκόμενοι χειροκροτούσαμε ή τραβούσαμε φωτογραφίες και βίντεο μοιραζόμενοι τη χαρά των μικρών πρωταγωνιστών. Ο μικρός της πρώτης σειράς δεν είχε ξεκολλήσει το βλέμμα του από τα δρώμενα στη σκηνή. Πιθανότατα κάποιο συγγενικό του πρόσωπο βρίσκονταν ανάμεσα στους μικρούς ήρωες που παρήλαυναν από το σκηνικό της γιορτής. Κι αυτός καθηλωμένος στα γόνατα της μητέρας του φιλοξενούσε στην αγιογραφία του προσώπου του ένα τεράστιο χαμόγελο, δυο πελώρια φωτεινά καστανά μάτια και δυο χέρια με μια παλάμη και πέντε δάχτυλα που ενώνονταν κάπως μεταξύ τους κάνοντας τον πιο δυνατό θόρυβο από τα χειροκροτήματα του καθενός μας. Γελούσε δυνατά, ξεχείλιζε χαρά, και χειροκροτούσε, χειροκροτούσε πιο δυνατά απ’ όλους μας, αυτός ο μικρός με το ακρωτηριασμένο χέρι˙ δάκρυσα, τον κοίταγα έντονα, μη χάσω το θαύμα, αυτόν τον πρωταγωνιστή ανάμεσα στο πανηγύρι της αθωότητας.
Έπιασα τον εαυτό μου να νιώθει την ανοησία όσων προβλημάτων με φορτώνει καθημερινά ο ναρκισσισμός και το άγχος ψεύτικων αναγκών. Να θεωρώ γελοίο το φόβο μου για τα χρήματα, τη δουλειά, την υγεία μου. Συνειδητοποίησα πως τα δικά μου ελλείμματα και τα κάθε είδους προβλήματα είναι δεύτερα μπρος στις ανάγκες και στα προβλήματα άλλων ανθρώπων. Πως δεν αξίζει να παραπονιέμαι για όσα δεν έχω γιατί κάποιος άλλος δεν έχει ούτε αυτά. Κατάλαβα πως είναι μάταιο να επαινώ τα κατορθώματά μου γιατί τα αληθινά επιτεύγματα τα δημιουργούν κάποιοι ηρωικοί γονείς σαν του μικρού παιδιού με το πρόβλημα αναπηρίας. Αντιλήφθηκα πως είναι πολύ μεγάλο ψέμα να μιζεριάζω για όσα δεν έρχονται όπως τα θέλω στη ζωή γιατί για κάποιους η δυσκολία γράφεται με Δ κεφαλαίο. Είδα, πως είμαι εν τέλει αδικαιολόγητος για όσα δεν εκτιμώ και μοιράζομαι ως δώρο με τους γύρω μου γιατί κάποιοι κάνουν πλούτο το υστέρημά τους και το μοιράζονται πλουτίζοντας όσους τους αγαπάνε.
Σε μια στιγμή ένα κοριτσάκι σαν ζωγραφιά απομακρύνθηκε από τη σκηνή και με γρήγορες κινήσεις κατευθύνθηκε στον μικρό μου ήρωα. Τα χαμόγελα των δυο παιδιών αγκαλιάστηκαν στον αέρα και φώτισαν όλη την αυλή του σχολείου. Η μικρή, πιθανότατα αδερφή του, άνοιξε τα χέρια της και τον αγκάλιασε θέλοντας να μοιραστεί τη χαρά της μαζί του. Αυτός την αγκάλιασε δυνατά με τα δυο του χέρια. Είμαι βέβαιος πως η μια παλάμη αγνοούσε την ανυπαρξία της άλλης. Ήταν βέβαιη και σίγουρη για την ένωση. Μια ένωση που δεν ήρθε κι ίσως δεν θα έρθει ποτέ. Δεν ξέρω αν έχει σημασία αυτή η αίσθηση. Τρομάζω στην εικόνα, στα αισθήματα του μικρού παιδιού που θα μεγαλώνει με την συνειδητοποίηση μιας τέτοιας αναπηρίας. Εύχομαι κάποτε η επιστήμη να αποκαταστήσει αυτή την έλλειψη. Να βρει τον τρόπο να δώσει την σωματική υγεία, την αρτιμέλεια που υπόσχεται και την μετέπειτα «φυσιολογική» ζωή. «Φυσιολογική» ζωή, τέλος πάντων, είναι μεγάλη η κουβέντα για έναν τέτοιο τίτλο κι αλλιώς μιλάει ένας που ζει με την αναπηρία κι αλλιώς ο όποιος θεατής.
Η μικρούλα σήκωσε το χέρι της επιστρέφοντας στη σκηνή στον αέρα. Ο αδερφός της ένωσε το δικό του στον αέρα μαζί της! Οι παλάμες χώρισαν. Αυτό ήταν η απάντηση. Ο άλλος σου δίνει αυτό που δεν έχεις, αυτό που δεν είσαι. Η πληρότητα, το δέσιμο είναι υπόθεση δυο ανθρώπων που αγαπά ο ένας τον άλλον με το βάρος και την αξία που τα δυο μικρά αδέρφια ένωσαν τα χέρια τους στον αέρα. Στα δικά τους μάτια πιθανόν ένα ακρωτηριασμένο χέρι να μην τρομάζει τόσο πολύ για το δύσκολο παρόν που θα προσφέρει. Στα δικά τους μάτια όλα θα είναι σαν αυτή την καλοκαιρινή γιορτή στη γιορτή λήξης με τα αμέτρητα χαμόγελα, την ανεξάντλητη χαρά, το κέφι και την ανεκτίμητη παιδική αθωότητα. Γεύση από Παράδεισο!
Στο τέλος της γιορτής, μετά την υπόκλιση όλων των μικρών πρωταγωνιστών της γιορτής και τα τελευταία αποχαιρετιστήρια λόγια από τις δασκάλες τους, δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το νου μου από την εικόνα του μικρού μου φίλου. Είχα για άλλη μια φορά αλλοιωθεί τόσο γρήγορα και τόσο βαθειά με την αποκάλυψη μιας αλήθειας ξεκάθαρης και διαπεραστικής. Τέρμα τα χαζά παράπονα για ψεύτικα προβλήματα. Δες παραέξω. Δες και σιώπα. Δες και εκτίμησε. Δες κι αγάπα.
Κατευθύνθηκα προς το μέρος της οικογένειας. Εν τω μεταξύ είχε έρθει κι ο πατέρας που πιθανότατα φωτογράφιζε την μικρή στη γιορτή. Η ίδια έτρωγε απέναντι από τον αδερφό της ένα μεγάλο κομμάτι γλυκό από το ίδιο πιάτο. Ήθελα να συγχαρώ τους γονείς για την αντοχή και την πίστη τους, να τους δώσω δύναμη, να μιλήσω απλά μαζί τους και να μοιραστώ ό,τι κι αν ήθελαν να μοιραστούν, να μάθω μόνο το όνομα του παιδιού, του μικρού μου ήρωα.
Την ώρα που πλησίαζα ο μικρός έκανε μια απότομη κίνηση και γύρισε προς το μέρος μου. Έτρεξε γρήγορα πίσω μου προς κάποιο άλλο παιδάκι, φίλο του πιθανότατα να τον αγκαλιάσει, να παίξει μαζί του. Ίσα που πρόλαβα να του χαϊδέψω το κεφάλι την ώρα που περνούσε τρέχοντας δίπλα μου. Η μητέρα του έστρεψε απότομα κι αυτή το βλέμμα εφιστώντας την προσοχή στο παιδί της: «Άγγελέ μου… μην τρέχεις… πρόσεχε!». Σταμάτησα. Ναι λοιπόν˙ δεν είχα κάνει λάθος! Ήμουν σε μια σκηνή με γεύση από τον Παράδεισο. Κι ένας άγγελος, ένας μικρός ανάπηρος άγγελος, με ακρωτηριασμένο το ένα του χεράκι μού έδειχνε τι είναι Θεός. Πλησίασα τους γονείς και μίλησα μαζί τους. Ρώτησα πολλά κι έμαθα περισσότερα. Ρώτησα πολλά εκτός από ένα. Το όνομα του μικρού. Δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από αυτό που έμοιαζε τόσο μα τόσο αληθινό… «Άγγελέ μου…». Ολόκληρη η ανάρτηση...
Σε μια τέτοια στιγμή λοιπόν βρισκόμουν κι εγώ, θαυμάζοντας τη μικρή μας ηρωίδα σε χορευτικές και θεατρικές στιγμές που αναμφίβολα ξεχώριζαν για την ευρηματικότητα και την δροσερή απόδοσή τους. Σε μια στιγμή που το βλέμμα μου ακολουθούσε την εντυπωσιακή αλλαγή των μικρών πρωταγωνιστών στη σκηνή, ένιωσα τη ματιά μου να παγώνει για μερικά δευτερόλεπτα. Προσπάθησα να γυρίσω το κεφάλι στο ρυθμό της σκηνικής δράσης μα ήταν αδύνατον. Στην άκρη της μπροστινής σειράς των θεατών βρίσκονταν ένα παιδάκι, συνομήλικο μάλλον με τα άλλα που βρίσκονταν στη σκηνή, καθισμένο στην αγκαλιά της μητέρας του και χειροκροτούσε με ένταση. Χειροκροτούσε με το ακρωτηριασμένο του, ως τον αγκώνα δεξί χέρι, δυνατά! Κόλλησα. Ξανακοίταξα καμουφλάροντας πίσω από το χαμόγελο που φοράμε σε τέτοιες στιγμές, όταν το εξωτερικό ερέθισμα προσφέρει το τέλειο άλλοθι, για να κρυφτείς.
Τα πιτσιρίκια στη σκηνή έτρεχαν στους ρυθμούς της μουσικής εκπληρώνοντας το θαύμα της παιδικότητας που γνωρίζει τη μαγεία της αποκλειστικότητας του παρόντος. Κινούνταν ξέφρενα πέρα δώθε χορεύοντας πότε ρυθμικά πότε άτακτα, με το χαμόγελο ανεξάλειπτα ζωγραφισμένο στο παιδικό τους πρόσωπο. Από κάτω στον κήπο του παιδικού σταθμού, όλοι οι παρευρισκόμενοι χειροκροτούσαμε ή τραβούσαμε φωτογραφίες και βίντεο μοιραζόμενοι τη χαρά των μικρών πρωταγωνιστών. Ο μικρός της πρώτης σειράς δεν είχε ξεκολλήσει το βλέμμα του από τα δρώμενα στη σκηνή. Πιθανότατα κάποιο συγγενικό του πρόσωπο βρίσκονταν ανάμεσα στους μικρούς ήρωες που παρήλαυναν από το σκηνικό της γιορτής. Κι αυτός καθηλωμένος στα γόνατα της μητέρας του φιλοξενούσε στην αγιογραφία του προσώπου του ένα τεράστιο χαμόγελο, δυο πελώρια φωτεινά καστανά μάτια και δυο χέρια με μια παλάμη και πέντε δάχτυλα που ενώνονταν κάπως μεταξύ τους κάνοντας τον πιο δυνατό θόρυβο από τα χειροκροτήματα του καθενός μας. Γελούσε δυνατά, ξεχείλιζε χαρά, και χειροκροτούσε, χειροκροτούσε πιο δυνατά απ’ όλους μας, αυτός ο μικρός με το ακρωτηριασμένο χέρι˙ δάκρυσα, τον κοίταγα έντονα, μη χάσω το θαύμα, αυτόν τον πρωταγωνιστή ανάμεσα στο πανηγύρι της αθωότητας.
Έπιασα τον εαυτό μου να νιώθει την ανοησία όσων προβλημάτων με φορτώνει καθημερινά ο ναρκισσισμός και το άγχος ψεύτικων αναγκών. Να θεωρώ γελοίο το φόβο μου για τα χρήματα, τη δουλειά, την υγεία μου. Συνειδητοποίησα πως τα δικά μου ελλείμματα και τα κάθε είδους προβλήματα είναι δεύτερα μπρος στις ανάγκες και στα προβλήματα άλλων ανθρώπων. Πως δεν αξίζει να παραπονιέμαι για όσα δεν έχω γιατί κάποιος άλλος δεν έχει ούτε αυτά. Κατάλαβα πως είναι μάταιο να επαινώ τα κατορθώματά μου γιατί τα αληθινά επιτεύγματα τα δημιουργούν κάποιοι ηρωικοί γονείς σαν του μικρού παιδιού με το πρόβλημα αναπηρίας. Αντιλήφθηκα πως είναι πολύ μεγάλο ψέμα να μιζεριάζω για όσα δεν έρχονται όπως τα θέλω στη ζωή γιατί για κάποιους η δυσκολία γράφεται με Δ κεφαλαίο. Είδα, πως είμαι εν τέλει αδικαιολόγητος για όσα δεν εκτιμώ και μοιράζομαι ως δώρο με τους γύρω μου γιατί κάποιοι κάνουν πλούτο το υστέρημά τους και το μοιράζονται πλουτίζοντας όσους τους αγαπάνε.
Σε μια στιγμή ένα κοριτσάκι σαν ζωγραφιά απομακρύνθηκε από τη σκηνή και με γρήγορες κινήσεις κατευθύνθηκε στον μικρό μου ήρωα. Τα χαμόγελα των δυο παιδιών αγκαλιάστηκαν στον αέρα και φώτισαν όλη την αυλή του σχολείου. Η μικρή, πιθανότατα αδερφή του, άνοιξε τα χέρια της και τον αγκάλιασε θέλοντας να μοιραστεί τη χαρά της μαζί του. Αυτός την αγκάλιασε δυνατά με τα δυο του χέρια. Είμαι βέβαιος πως η μια παλάμη αγνοούσε την ανυπαρξία της άλλης. Ήταν βέβαιη και σίγουρη για την ένωση. Μια ένωση που δεν ήρθε κι ίσως δεν θα έρθει ποτέ. Δεν ξέρω αν έχει σημασία αυτή η αίσθηση. Τρομάζω στην εικόνα, στα αισθήματα του μικρού παιδιού που θα μεγαλώνει με την συνειδητοποίηση μιας τέτοιας αναπηρίας. Εύχομαι κάποτε η επιστήμη να αποκαταστήσει αυτή την έλλειψη. Να βρει τον τρόπο να δώσει την σωματική υγεία, την αρτιμέλεια που υπόσχεται και την μετέπειτα «φυσιολογική» ζωή. «Φυσιολογική» ζωή, τέλος πάντων, είναι μεγάλη η κουβέντα για έναν τέτοιο τίτλο κι αλλιώς μιλάει ένας που ζει με την αναπηρία κι αλλιώς ο όποιος θεατής.
Η μικρούλα σήκωσε το χέρι της επιστρέφοντας στη σκηνή στον αέρα. Ο αδερφός της ένωσε το δικό του στον αέρα μαζί της! Οι παλάμες χώρισαν. Αυτό ήταν η απάντηση. Ο άλλος σου δίνει αυτό που δεν έχεις, αυτό που δεν είσαι. Η πληρότητα, το δέσιμο είναι υπόθεση δυο ανθρώπων που αγαπά ο ένας τον άλλον με το βάρος και την αξία που τα δυο μικρά αδέρφια ένωσαν τα χέρια τους στον αέρα. Στα δικά τους μάτια πιθανόν ένα ακρωτηριασμένο χέρι να μην τρομάζει τόσο πολύ για το δύσκολο παρόν που θα προσφέρει. Στα δικά τους μάτια όλα θα είναι σαν αυτή την καλοκαιρινή γιορτή στη γιορτή λήξης με τα αμέτρητα χαμόγελα, την ανεξάντλητη χαρά, το κέφι και την ανεκτίμητη παιδική αθωότητα. Γεύση από Παράδεισο!
Στο τέλος της γιορτής, μετά την υπόκλιση όλων των μικρών πρωταγωνιστών της γιορτής και τα τελευταία αποχαιρετιστήρια λόγια από τις δασκάλες τους, δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το νου μου από την εικόνα του μικρού μου φίλου. Είχα για άλλη μια φορά αλλοιωθεί τόσο γρήγορα και τόσο βαθειά με την αποκάλυψη μιας αλήθειας ξεκάθαρης και διαπεραστικής. Τέρμα τα χαζά παράπονα για ψεύτικα προβλήματα. Δες παραέξω. Δες και σιώπα. Δες και εκτίμησε. Δες κι αγάπα.
Κατευθύνθηκα προς το μέρος της οικογένειας. Εν τω μεταξύ είχε έρθει κι ο πατέρας που πιθανότατα φωτογράφιζε την μικρή στη γιορτή. Η ίδια έτρωγε απέναντι από τον αδερφό της ένα μεγάλο κομμάτι γλυκό από το ίδιο πιάτο. Ήθελα να συγχαρώ τους γονείς για την αντοχή και την πίστη τους, να τους δώσω δύναμη, να μιλήσω απλά μαζί τους και να μοιραστώ ό,τι κι αν ήθελαν να μοιραστούν, να μάθω μόνο το όνομα του παιδιού, του μικρού μου ήρωα.
Την ώρα που πλησίαζα ο μικρός έκανε μια απότομη κίνηση και γύρισε προς το μέρος μου. Έτρεξε γρήγορα πίσω μου προς κάποιο άλλο παιδάκι, φίλο του πιθανότατα να τον αγκαλιάσει, να παίξει μαζί του. Ίσα που πρόλαβα να του χαϊδέψω το κεφάλι την ώρα που περνούσε τρέχοντας δίπλα μου. Η μητέρα του έστρεψε απότομα κι αυτή το βλέμμα εφιστώντας την προσοχή στο παιδί της: «Άγγελέ μου… μην τρέχεις… πρόσεχε!». Σταμάτησα. Ναι λοιπόν˙ δεν είχα κάνει λάθος! Ήμουν σε μια σκηνή με γεύση από τον Παράδεισο. Κι ένας άγγελος, ένας μικρός ανάπηρος άγγελος, με ακρωτηριασμένο το ένα του χεράκι μού έδειχνε τι είναι Θεός. Πλησίασα τους γονείς και μίλησα μαζί τους. Ρώτησα πολλά κι έμαθα περισσότερα. Ρώτησα πολλά εκτός από ένα. Το όνομα του μικρού. Δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από αυτό που έμοιαζε τόσο μα τόσο αληθινό… «Άγγελέ μου…». Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ετικέτες
Μποτίλιες στο πέλαγος
Κυριακή 9 Απριλίου 2017
Ο μικρός κι ο μεγάλος Θεός
Από μικρός είχα ξεκαθαρίσει στο μυαλό μου πως ο θεός που πιστεύω, που πιστεύει η οικογένεια, οι φίλοι, οι γνωστοί μου, η πατρίδα μου όλη είναι ένας. Τι κι αν αυτός ο θεός αλληλοπεριχωρούνταν σε τρία πρόσωπα, εάν διακρίνονταν ξεκάθαρα με ονόματα που δήλωναν οικογενειακές σχέσεις, Πατήρ, Υιός και Πνεύμα˙ ήταν τέλος πάντων κάτι εντελώς διαφορετικό από το αρχαιοελληνικό δωδεκάθεο ή τον πολυθεϊσμό των ανατολικών θρησκειών. Μεγαλώνοντας έμαθα στο σχολείο τις δέκα εντολές, πρώτη και κύρια η μοναδικότητα του ενός θεού, ενώ κάθε φορά που αποστήθιζα το Σύμβολο της Πίστης για το μάθημα των θρησκευτικών είχα συνδυάσει πως μετά από την ομολογία πίστης ακολουθεί η αποκλειστικότητα του ενός θεού. Πιστεύω εις ένα θεό…
Τα χρόνια πέρασαν και ουδέποτε χρειάστηκε να αμφιβάλω για τις περί θεού γνώσεις μου. Ο θεός των κατηχητικών, της θείας μου και των θεολογικών σχολών κρατούσε δίχως την παραμικρή αμφιβολία τα σκήπτρα μιας επιβλητικής και σίγουρης για τη μοναδικότητά της παρουσίας. Όλα κυλούσαν ήρεμα, δίχως την παραμικρή υποψία αμφιβολίας. Ο ένας θεός, εκείνος που μαζί με τους γύρω μου ομολογούσα κάθε Κυριακή στην εκκλησία, χαμογελούσε σίγουρος για τη θέση του στο μυαλό και στην καρδιά μου. Δεν γινόταν αλλιώς, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Τόσοι άγιοι, τόσοι πατέρες διδάσκαλοι, μια παράδοση χιλιετιών, τόσοι πιστοί στις εκκλησίες, δε γινόταν διαφορετικά, ο ένας και μοναδικός θεός είχε θρονιαστεί για τα καλά στη ζωή μου. Έμαθα να ζω μαζί του, με έμαθε κι αυτός καλά, τα πηγαίναμε μια χαρά οι δυο μας, και με τις καλές και με τις δύσκολες στιγμές μας. Όλα κυλούσαν καλά μέχρι την ημέρα που χρειάστηκε να του μιλήσω όπως δεν του είχα μιλήσει ποτέ. Να απευθυνθώ σε αυτόν ως πρόσωπο σε πρόσωπο, ως ένας άνθρωπος στον θεό του, στον ένα και μοναδικό θεό του.
Η ανάγκη μου ήταν μεγάλη. Ξεπερνούσε τις επιθυμίες και τα παρακάλια με τα οποία τον φόρτωνα όλα τα πολλά προηγούμενα χρόνια της ζωής μου. Παλιότερα ζητούσα κάτι απλό ή κάτι πιο σημαντικό. Αυτός άλλοτε ανταποκρίνονταν άλλοτε όχι, άλλοτε απαντούσε στις προσευχές μου άλλοτε αδιαφορούσε επιδεικτικά, άλλοτε πάλι μου έδινε μια άλλη λύση, μια λίγο καλύτερη ή λίγο χειρότερη λύση. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν οριακά. Αυτό που λέμε ζήτημα ζωής ή θανάτου. Θα το έχουν ζήσει όλοι νομίζω οι άνθρωποι σε κάποια στιγμή της ζωής τους, να απευθύνονται στον Θεό που ενσαρκώνει την όποια ελπίδα τους, σαν να είναι η τελευταία φορά που μιλάνε μαζί Του, ή τώρα ή ποτέ, ή μου απαντάς ή δεν υπάρχεις, ή είσαι εδώ ή Σε ξεχνώ. Κι Αυτός δεν απάντησε! Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου! Πήγα να τρελαθώ εάν δεν το δοκίμασα τότε. Ξαναπαρακάλεσα για μιαν απάντηση, ξανά σιωπή κι άλλα παρακάλια κι άλλη σιωπή, κλάματα, φωνές, ζητιανιά στο έλεός του, απόκριση καμία. Ο ένας και μοναδικός Θεός μου απλά δεν υπήρχε. Τουλάχιστον στη δική μου ζωή ήταν απών.
Στα πολλά χρόνια ήρθαν κι άλλα χρόνια. Κύλησαν κι αυτά στο ποτάμι της ιστορίας κάνοντάς με πιο σίγουρο για την πραγματικότητα της ανυπαρξίας του ενός και μοναδικού Θεού, δίνοντάς μου μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, πιο μεγάλη σιγουριά για τις ικανότητές μου για την αίσθηση της ευθύνης να διαμορφώνω εγώ ο ίδιος τη ζωή μου, δίχως την καταφυγή σε κάποιον θεό, ούτε στον έναν και μοναδικό, κυρίως όχι σε αυτόν. Χίλιες φορές έξω από τον Παράδεισο παρά ζώντας με την ψευδαίσθηση μιας δήθεν παρουσίας. Έστω κι αργά είχα γλιτώσει από τα ψέματα. Έστω κι αργά καταλάβαινα γιατί τότε δεν απαντούσε ή γιατί απαντούσε με άλλες λύσεις από αυτές που του ζητούσα. Εάν ήταν αληθινός, εάν αληθινά με αγαπούσε θα με άκουγε. Αυτός σχεδίαζε τη ζωή μου ερήμην μου. Όχι τέτοιον θεό δεν τον ήθελα, δεν τον ήξερα, πολύ απλά και να υπήρχε κάπου, δεν υπήρχε για εμένα. Δεν τον ήξερα αυτόν τον Θεό.
Μεγαλώνοντας με την ασφάλεια μιας τέτοιας σιγουριάς είχα ξεχάσει πως το τυχαίο είναι ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης στη ζωή μας. Παλιότερα τα περίμενα όλα από τον έναν και μοναδικό θεό, του απέδιδα επιτυχίες κι αποτυχίες, αποτελέσματα και επιλογές, όλα είχαν μια αναφορά. Τώρα όμως ένα σημαντικό ζήτημα υγείας με έκανε να τον θυμηθώ και πάλι. Η ασφάλεια του εαυτού μου έμπαζε από παντού. Οι γιατροί είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά. Η επιστήμη μού επιδείκνυε ανήμπορη τα όριά της. Αυτό λοιπόν ήταν; Μια αρρώστια, μια σοβαρή αρρώστια νικά τα πάντα; Ο θάνατος πάνω από το κάθε τι; Όλα προκαθορισμένα, όλα μοιρολατρικά αποδεκτά; Δίχως θεό; Δίχως προσευχή, δίχως αλλαγή; Τούτη η ήττα περνά πάνω μου σαν συντριβή. Εξευτελίζει και το μυαλό και το κορμί και την ψυχή μου. Τόσο ανήμπορος να επέμβω στη ζωή μου δεν είχα νιώσει ποτέ. Τραγικός. Μόνος. Συντριμμένος. Ταπεινωμένος. Ταπεινωμένος ως τα όρια της αβύσσου.
Και τότε ήρθε Αυτός. Ήρθε πάλι με την απουσία Του. Εμφανίστηκε δίχως να δώσει απάντηση στην προσευχή μου, ήρθε όχι με τις βροντές της επιθυμίας μου μα με την λεπτή αύρα της αγάπης του. Δεν υπάρχει γιατρικό γιατί δεν έχεις ανάγκη από γιατρικό. Και να υπάρχει δεν είναι για σένα! Άκουσα καλά; Όχι για μένα; Εσύ το λες; Ο Θεός; Και τότε, για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα τον έναν και μοναδικό Θεό! Αυτός ο Θεός με τον οποίο είχα μεγαλώσει όλα αυτά τα χρόνια ήταν ένας άλλος Θεός. Ένας μικρός θεός στον οποίο απευθυνόμουν ακριβώς σαν να ήταν μικρός. Είχα απέναντί μου έναν Θεό και εγώ του ζητούσα μια δουλειά, λίγα χρήματα, λίγα χρόνια ζωής παραπάνω, μια γυναίκα, μια αύξηση, ένα εξοχικό, υγεία για τα παιδιά μου. Όπως ακριβώς ζητά κανείς ένα ρουσφέτι, μια χάρη για να περνά καλύτερα. Κι αυτός από αγάπη, σίγουρα γελώντας μαζί μου, άλλοτε τα έδινε άλλοτε όχι. Δεν προσβάλλονταν που τον αντιμετώπιζα σαν ένα μικρό θεό, έναν υπάλληλο σε γραφείο εξυπηρέτησης πελατών, που του υποδείκνυα την επιτακτική εκπλήρωση των μικρών μου επιθυμιών απέναντι στο θεϊκό του σχέδιο για μένα.
Δίπλα σε αυτόν τον θεό, τον μικρό θεό που άκουγε τις δικές μου επιθυμίες μού φανερώθηκε ένας άλλος Θεός. Ο αληθινός ένας και μοναδικός Θεός. Ένας μεγάλος θεός που τις μικρές μου επιθυμίες τις έκανε μεγάλες. Που στα δικά μου σχέδια είχε έτοιμο ένα σχέδιο θεϊκό. Που στους κοντόφθαλμους ορίζοντές μου καταργούσε τα σύνορα, που αντί για ένα ευτυχισμένο άνθρωπο ήθελε να με κάνει θεό. Να μου χαρίσει αυτό που είναι. Κι εγώ ζητούσα χρήματα, υγεία, ευτυχία κι Αυτός μου μιλούσε για αιωνιότητα και βασιλεία, για νόημα και πληρότητα ζωής, μου χάριζε μια μοίρα θεϊκή με όρους που δεν είχα φανταστεί πως υπήρχαν κι εγώ επέμενα να ζητάω τα μικρά κι ασήμαντα που ορίζουν μια μικρή μίζερη ευτυχία να χωρά στα δικά μου ανθρώπινα ασφαλή μέτρα. Να γεννηθώ να ζήσω και να πεθάνω σαν άνθρωπος. Σαν τα κατοικίδια που τους χαρίζουν οι ιδιοκτήτες λίγα χρόνια ευτυχίας και μετά το τέλος. Να γεννηθώ σαν άνθρωπος , να ζήσω σαν θεός και να μη πεθάνω ποτέ δεν χωρούσε στις προσδοκίες μου. Ο μεγάλος Θεός είχε το δικό Του σχέδιο για μένα αλλά εγώ του φερόμουν σαν να ήταν μικρός, σαν να υπήρχε μόνο ένας μικρός θεός. Κι αυτός, όντως δεν υπήρχε. Δεν ήταν Θεός. Ανάμεσα στους δυο Θεούς ο αληθινός ήταν ο Μεγάλος!
Τότε σιώπησα. Έπρεπε να συντριβώ για να χάσω τη μιλιά μου. Για να δω το πρόσωπο του Θεού έπρεπε να μάθω την ύπαρξή Του. Να τολμήσω να ζητάω μεγάλα και σπουδαία πράγματα από τον μεγάλο και σπουδαίο Θεό. Η εποχή που παρακαλούσα μικρές επιτυχίες από τον μικρό Θεό είχε παρέλθει. Κι αν στο σχέδιό του μου ζητούσε μεγαλύτερα πράγματα από όσα ήμουν ικανός να αντέξω; Εάν μου ζητούσε να τα παρατήσω όλα, να γίνω μοναχός, να πάω στην άκρη του κόσμου για έναν σημαντικό σκοπό, να χαρίσω την περιουσία μου, να εγκαταλείψω την οικογένειά μου; Φοβόμουν έναν τέτοιο Θεό ή τον γύρευα; Τα μεγάλα σχέδιά ενός Μεγάλου Θεού δεν μπορεί να μην έχουν κι αγάπη πάνω από σοφία. Ο αληθινός Θεός, σου δίνει την θεότητά του, σε κάνει θεό με ένα τρόπο που ξέρει Αυτός. Αρκεί να τον εμπιστευτείς και να υπακούσεις στο δικό Του σχέδιο. Ακόμη κι όταν δεν απαντούσε σε ό,τι ζητούσα ή απαντούσε διαφορετικά από τις επιθυμίες μου, κατάλαβα πως το έκανε επειδή ακριβώς η αγάπη του δικού Του σχεδίου ήταν κάτι ασύλληπτα ανώτερο και τιμητικό για εμένα. Ξανακοίταγα το παρελθόν μου και σκεφτόμουν πόσο αλήθεια κρίμα είναι να έχεις δίπλα σου έναν Μεγάλο Θεό για μεγάλα σχέδια και μεγάλες χαρές κι εσύ να τον αντιμετωπίζεις σαν μικρό υπάλληλο, σαν έναν μικρό θεό για τα ψώνια της καθημερινής σου μικροευτυχίας. Να σου τάζει μια αιωνιότητα σαν θεός, από εδώ και για πάντα κι εσύ να του ζητάς δυο τρία κιλά ευτυχίας. Είχα απέναντί μου έναν Θεό, τον έναν Θεό. Έπρεπε λοιπόν να τον αντιμετωπίσω έτσι. Σαν Θεό!
Δεν είχε νόημα πια να του ζητάω παρά μόνο να μάθω να τον ακούω. Να εμπιστεύομαι τα μεγάλα, τα θεϊκά σχέδιά Του για εμένα, να προσπαθώ να χωρέσω την δίχως όρια αγάπη σε ένα σενάριο που αξίζει να ζει την αιωνιότητα ως δώρο από εδώ και τώρα. Τι νόημα έχουν άραγε δέκα, είκοσι ή και πενήντα χρόνια ευτυχισμένης ζωής μπροστά σε μια τέτοια προοπτική; Ο Μεγάλος Θεός μου αποκαλύφθηκε στη θέση του μικρού όταν τόλμησα να ριψοκινδυνεύσω την πραγματικότητα μια μεγάλης ζωής. Θεϊκής, δίχως θάνατο, γεμάτης νόημα. Μιας ζωής φτιαγμένης με σχέδια θεϊκά, σπουδαία, μεγάλα. Αυτής της μιας και μοναδικής ζωής, τέτοιας που μόνο ο ένας και μοναδικός Θεός μπορεί να χαρίσει. Ολόκληρη η ανάρτηση...
Τα χρόνια πέρασαν και ουδέποτε χρειάστηκε να αμφιβάλω για τις περί θεού γνώσεις μου. Ο θεός των κατηχητικών, της θείας μου και των θεολογικών σχολών κρατούσε δίχως την παραμικρή αμφιβολία τα σκήπτρα μιας επιβλητικής και σίγουρης για τη μοναδικότητά της παρουσίας. Όλα κυλούσαν ήρεμα, δίχως την παραμικρή υποψία αμφιβολίας. Ο ένας θεός, εκείνος που μαζί με τους γύρω μου ομολογούσα κάθε Κυριακή στην εκκλησία, χαμογελούσε σίγουρος για τη θέση του στο μυαλό και στην καρδιά μου. Δεν γινόταν αλλιώς, δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Τόσοι άγιοι, τόσοι πατέρες διδάσκαλοι, μια παράδοση χιλιετιών, τόσοι πιστοί στις εκκλησίες, δε γινόταν διαφορετικά, ο ένας και μοναδικός θεός είχε θρονιαστεί για τα καλά στη ζωή μου. Έμαθα να ζω μαζί του, με έμαθε κι αυτός καλά, τα πηγαίναμε μια χαρά οι δυο μας, και με τις καλές και με τις δύσκολες στιγμές μας. Όλα κυλούσαν καλά μέχρι την ημέρα που χρειάστηκε να του μιλήσω όπως δεν του είχα μιλήσει ποτέ. Να απευθυνθώ σε αυτόν ως πρόσωπο σε πρόσωπο, ως ένας άνθρωπος στον θεό του, στον ένα και μοναδικό θεό του.
Η ανάγκη μου ήταν μεγάλη. Ξεπερνούσε τις επιθυμίες και τα παρακάλια με τα οποία τον φόρτωνα όλα τα πολλά προηγούμενα χρόνια της ζωής μου. Παλιότερα ζητούσα κάτι απλό ή κάτι πιο σημαντικό. Αυτός άλλοτε ανταποκρίνονταν άλλοτε όχι, άλλοτε απαντούσε στις προσευχές μου άλλοτε αδιαφορούσε επιδεικτικά, άλλοτε πάλι μου έδινε μια άλλη λύση, μια λίγο καλύτερη ή λίγο χειρότερη λύση. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν οριακά. Αυτό που λέμε ζήτημα ζωής ή θανάτου. Θα το έχουν ζήσει όλοι νομίζω οι άνθρωποι σε κάποια στιγμή της ζωής τους, να απευθύνονται στον Θεό που ενσαρκώνει την όποια ελπίδα τους, σαν να είναι η τελευταία φορά που μιλάνε μαζί Του, ή τώρα ή ποτέ, ή μου απαντάς ή δεν υπάρχεις, ή είσαι εδώ ή Σε ξεχνώ. Κι Αυτός δεν απάντησε! Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου! Πήγα να τρελαθώ εάν δεν το δοκίμασα τότε. Ξαναπαρακάλεσα για μιαν απάντηση, ξανά σιωπή κι άλλα παρακάλια κι άλλη σιωπή, κλάματα, φωνές, ζητιανιά στο έλεός του, απόκριση καμία. Ο ένας και μοναδικός Θεός μου απλά δεν υπήρχε. Τουλάχιστον στη δική μου ζωή ήταν απών.
Στα πολλά χρόνια ήρθαν κι άλλα χρόνια. Κύλησαν κι αυτά στο ποτάμι της ιστορίας κάνοντάς με πιο σίγουρο για την πραγματικότητα της ανυπαρξίας του ενός και μοναδικού Θεού, δίνοντάς μου μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, πιο μεγάλη σιγουριά για τις ικανότητές μου για την αίσθηση της ευθύνης να διαμορφώνω εγώ ο ίδιος τη ζωή μου, δίχως την καταφυγή σε κάποιον θεό, ούτε στον έναν και μοναδικό, κυρίως όχι σε αυτόν. Χίλιες φορές έξω από τον Παράδεισο παρά ζώντας με την ψευδαίσθηση μιας δήθεν παρουσίας. Έστω κι αργά είχα γλιτώσει από τα ψέματα. Έστω κι αργά καταλάβαινα γιατί τότε δεν απαντούσε ή γιατί απαντούσε με άλλες λύσεις από αυτές που του ζητούσα. Εάν ήταν αληθινός, εάν αληθινά με αγαπούσε θα με άκουγε. Αυτός σχεδίαζε τη ζωή μου ερήμην μου. Όχι τέτοιον θεό δεν τον ήθελα, δεν τον ήξερα, πολύ απλά και να υπήρχε κάπου, δεν υπήρχε για εμένα. Δεν τον ήξερα αυτόν τον Θεό.
Μεγαλώνοντας με την ασφάλεια μιας τέτοιας σιγουριάς είχα ξεχάσει πως το τυχαίο είναι ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης στη ζωή μας. Παλιότερα τα περίμενα όλα από τον έναν και μοναδικό θεό, του απέδιδα επιτυχίες κι αποτυχίες, αποτελέσματα και επιλογές, όλα είχαν μια αναφορά. Τώρα όμως ένα σημαντικό ζήτημα υγείας με έκανε να τον θυμηθώ και πάλι. Η ασφάλεια του εαυτού μου έμπαζε από παντού. Οι γιατροί είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά. Η επιστήμη μού επιδείκνυε ανήμπορη τα όριά της. Αυτό λοιπόν ήταν; Μια αρρώστια, μια σοβαρή αρρώστια νικά τα πάντα; Ο θάνατος πάνω από το κάθε τι; Όλα προκαθορισμένα, όλα μοιρολατρικά αποδεκτά; Δίχως θεό; Δίχως προσευχή, δίχως αλλαγή; Τούτη η ήττα περνά πάνω μου σαν συντριβή. Εξευτελίζει και το μυαλό και το κορμί και την ψυχή μου. Τόσο ανήμπορος να επέμβω στη ζωή μου δεν είχα νιώσει ποτέ. Τραγικός. Μόνος. Συντριμμένος. Ταπεινωμένος. Ταπεινωμένος ως τα όρια της αβύσσου.
Και τότε ήρθε Αυτός. Ήρθε πάλι με την απουσία Του. Εμφανίστηκε δίχως να δώσει απάντηση στην προσευχή μου, ήρθε όχι με τις βροντές της επιθυμίας μου μα με την λεπτή αύρα της αγάπης του. Δεν υπάρχει γιατρικό γιατί δεν έχεις ανάγκη από γιατρικό. Και να υπάρχει δεν είναι για σένα! Άκουσα καλά; Όχι για μένα; Εσύ το λες; Ο Θεός; Και τότε, για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα τον έναν και μοναδικό Θεό! Αυτός ο Θεός με τον οποίο είχα μεγαλώσει όλα αυτά τα χρόνια ήταν ένας άλλος Θεός. Ένας μικρός θεός στον οποίο απευθυνόμουν ακριβώς σαν να ήταν μικρός. Είχα απέναντί μου έναν Θεό και εγώ του ζητούσα μια δουλειά, λίγα χρήματα, λίγα χρόνια ζωής παραπάνω, μια γυναίκα, μια αύξηση, ένα εξοχικό, υγεία για τα παιδιά μου. Όπως ακριβώς ζητά κανείς ένα ρουσφέτι, μια χάρη για να περνά καλύτερα. Κι αυτός από αγάπη, σίγουρα γελώντας μαζί μου, άλλοτε τα έδινε άλλοτε όχι. Δεν προσβάλλονταν που τον αντιμετώπιζα σαν ένα μικρό θεό, έναν υπάλληλο σε γραφείο εξυπηρέτησης πελατών, που του υποδείκνυα την επιτακτική εκπλήρωση των μικρών μου επιθυμιών απέναντι στο θεϊκό του σχέδιο για μένα.
Δίπλα σε αυτόν τον θεό, τον μικρό θεό που άκουγε τις δικές μου επιθυμίες μού φανερώθηκε ένας άλλος Θεός. Ο αληθινός ένας και μοναδικός Θεός. Ένας μεγάλος θεός που τις μικρές μου επιθυμίες τις έκανε μεγάλες. Που στα δικά μου σχέδια είχε έτοιμο ένα σχέδιο θεϊκό. Που στους κοντόφθαλμους ορίζοντές μου καταργούσε τα σύνορα, που αντί για ένα ευτυχισμένο άνθρωπο ήθελε να με κάνει θεό. Να μου χαρίσει αυτό που είναι. Κι εγώ ζητούσα χρήματα, υγεία, ευτυχία κι Αυτός μου μιλούσε για αιωνιότητα και βασιλεία, για νόημα και πληρότητα ζωής, μου χάριζε μια μοίρα θεϊκή με όρους που δεν είχα φανταστεί πως υπήρχαν κι εγώ επέμενα να ζητάω τα μικρά κι ασήμαντα που ορίζουν μια μικρή μίζερη ευτυχία να χωρά στα δικά μου ανθρώπινα ασφαλή μέτρα. Να γεννηθώ να ζήσω και να πεθάνω σαν άνθρωπος. Σαν τα κατοικίδια που τους χαρίζουν οι ιδιοκτήτες λίγα χρόνια ευτυχίας και μετά το τέλος. Να γεννηθώ σαν άνθρωπος , να ζήσω σαν θεός και να μη πεθάνω ποτέ δεν χωρούσε στις προσδοκίες μου. Ο μεγάλος Θεός είχε το δικό Του σχέδιο για μένα αλλά εγώ του φερόμουν σαν να ήταν μικρός, σαν να υπήρχε μόνο ένας μικρός θεός. Κι αυτός, όντως δεν υπήρχε. Δεν ήταν Θεός. Ανάμεσα στους δυο Θεούς ο αληθινός ήταν ο Μεγάλος!
Τότε σιώπησα. Έπρεπε να συντριβώ για να χάσω τη μιλιά μου. Για να δω το πρόσωπο του Θεού έπρεπε να μάθω την ύπαρξή Του. Να τολμήσω να ζητάω μεγάλα και σπουδαία πράγματα από τον μεγάλο και σπουδαίο Θεό. Η εποχή που παρακαλούσα μικρές επιτυχίες από τον μικρό Θεό είχε παρέλθει. Κι αν στο σχέδιό του μου ζητούσε μεγαλύτερα πράγματα από όσα ήμουν ικανός να αντέξω; Εάν μου ζητούσε να τα παρατήσω όλα, να γίνω μοναχός, να πάω στην άκρη του κόσμου για έναν σημαντικό σκοπό, να χαρίσω την περιουσία μου, να εγκαταλείψω την οικογένειά μου; Φοβόμουν έναν τέτοιο Θεό ή τον γύρευα; Τα μεγάλα σχέδιά ενός Μεγάλου Θεού δεν μπορεί να μην έχουν κι αγάπη πάνω από σοφία. Ο αληθινός Θεός, σου δίνει την θεότητά του, σε κάνει θεό με ένα τρόπο που ξέρει Αυτός. Αρκεί να τον εμπιστευτείς και να υπακούσεις στο δικό Του σχέδιο. Ακόμη κι όταν δεν απαντούσε σε ό,τι ζητούσα ή απαντούσε διαφορετικά από τις επιθυμίες μου, κατάλαβα πως το έκανε επειδή ακριβώς η αγάπη του δικού Του σχεδίου ήταν κάτι ασύλληπτα ανώτερο και τιμητικό για εμένα. Ξανακοίταγα το παρελθόν μου και σκεφτόμουν πόσο αλήθεια κρίμα είναι να έχεις δίπλα σου έναν Μεγάλο Θεό για μεγάλα σχέδια και μεγάλες χαρές κι εσύ να τον αντιμετωπίζεις σαν μικρό υπάλληλο, σαν έναν μικρό θεό για τα ψώνια της καθημερινής σου μικροευτυχίας. Να σου τάζει μια αιωνιότητα σαν θεός, από εδώ και για πάντα κι εσύ να του ζητάς δυο τρία κιλά ευτυχίας. Είχα απέναντί μου έναν Θεό, τον έναν Θεό. Έπρεπε λοιπόν να τον αντιμετωπίσω έτσι. Σαν Θεό!
Δεν είχε νόημα πια να του ζητάω παρά μόνο να μάθω να τον ακούω. Να εμπιστεύομαι τα μεγάλα, τα θεϊκά σχέδιά Του για εμένα, να προσπαθώ να χωρέσω την δίχως όρια αγάπη σε ένα σενάριο που αξίζει να ζει την αιωνιότητα ως δώρο από εδώ και τώρα. Τι νόημα έχουν άραγε δέκα, είκοσι ή και πενήντα χρόνια ευτυχισμένης ζωής μπροστά σε μια τέτοια προοπτική; Ο Μεγάλος Θεός μου αποκαλύφθηκε στη θέση του μικρού όταν τόλμησα να ριψοκινδυνεύσω την πραγματικότητα μια μεγάλης ζωής. Θεϊκής, δίχως θάνατο, γεμάτης νόημα. Μιας ζωής φτιαγμένης με σχέδια θεϊκά, σπουδαία, μεγάλα. Αυτής της μιας και μοναδικής ζωής, τέτοιας που μόνο ο ένας και μοναδικός Θεός μπορεί να χαρίσει. Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ετικέτες
Μποτίλιες στο πέλαγος
Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017
Ο νόμος του Θεού
- Τί ἔπαθες Μουσταφά μπαμπά, τί μέ κοιτᾶς ξαφνιασμένος;
Ὁ γέρος ἔκαμε τεμενά: - εἶσαι πολλά ὄμορφος σήμερα Νουρήμπεή μου, ἀποκρίθηκε ἀποθαμάζοντας.
Σώπασε λίγο: - Περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι πρέπει.. πρόστεσε χαμηλώνοντας τή φωνή.
Ὁ Νουρήμπεης γέλασε: - Μή γελᾶς μπέη μου, ἔκαμε ὁ γέρος. Ἔχει σύνορα ὁ ἄνθρωπος˙ ἁμαρτία νά τά ξεπερνάει.
- Ἁμαρτία να’ σαί πολλά ὄμορφος, πολλά καλός, πολλά τίμιος;
- Ἁμαρτία, μπέη μου, ἀποκρίθηκε στενάζοντας ὁ γέρος.
- Μά γιατί; Δέν καταλαβαίνω Μουσταφά μπαμπά.
- Μήτε κι ἐγώ παιδί μου˙ μά τέτοιος ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ˙ ἔχε τό νοῦ σου Νουρήμπεη.
Από τον «Καπετάν Μιχάλη» του Νίκου Καζαντζάκη, εκδόσεις Καζαντζάκη.
Το παραπάνω απόσπασμα το έχω θυμηθεί αναρίθμητες φορές σε στιγμές που ένιωθα να κρατώ στα χέρια μου τον κόσμο όλο. Την έχω απευθύνει σε αγαπημένους μου ανθρώπους όσες φορές ένιωθαν κι οι ίδιοι παντοδύναμοι. Την έχω διαβάσει σε ανθρώπους που ήθελαν μια αντιπροσωπευτική δόση της συγγραφικής αίγλης του Καζαντζάκη. Τα χρόνια περνάνε κι η αλήθεια των λόγων του παραμένει άσβηστη. Τα ανθρώπινα σύνορα, η αμαρτία, ο νόμος του Θεού, η ευτυχία, η δικαιοσύνη και το ακατανόητο είναι λίγες από τις εικόνες που συμπυκνώνει εκφραστικά σε τούτο το μικρό απόσπασμα ο μεγάλος Κρητικός.
Ο καπετάν Μιχάλης, ένα από τα κορυφαία έργα του Νίκου Καζαντζάκη φιλοξενεί ως φίλο του κεντρικού ήρωα τον Νουρήμπεη, έναν άνθρωπο που είναι πάνω από τα συνηθισμένα όρια και στην ευγένεια και στα πλούτη και στην αρχοντιά και στην εμφάνιση, γενικότερα έναν ευλογημένο άνθρωπο που οι μοίρες στάθηκαν απέναντί του εξαιρετικά γενναιόδωρες. Συν τοις άλλοις έχει και την ομορφότερη γυναίκα της περιοχής, αν όχι του νησιού ολόκληρου. Μια μέρα λοιπόν ενώ διασχίζει έφιππος τους δρόμους της πόλης, μαγνητίζοντας τα σχόλια και τα βλέμματα θαυμασμού των περίοικων, ένας ζητιάνος γέρος, ο Μουσταφά κοιτάζοντάς τον με θαυμασμό κάνει μαζί του τον παραπάνω διάλογο. Όταν ο Νουρήμπεης απορεί δικαιολογημένα για την έκπληξη που προκαλεί στον συνομιλητή του να είναι κανείς πολύ όμορφος, ο γέρος σοφός απαντά πως είναι μεν θαυμαστό αλλά συνάμα συνιστά αμαρτία. Ύβρη απέναντι στην δίκαιη τάξη του σύμπαντος, απέναντι στους άγραφους ηθικούς νόμους της ζωής. Ένα δώρο που μεταφέρει και μια κατάρα, κάτι που θα προκαλέσει την συντριβή εκείνου που το στολίστηκε για χρόνια. Όντως σε λίγες σελίδες ο ήρωας δολοφονείται άγρια επαληθεύοντας τον φόβο και τη γνώση του Μουσταφά μπαμπά.
Κάθε ένας δηλαδή πολύ όμορφος, πολύ καλός, πολύ προικισμένος, ευλογημένος από τη θεία εύνοια θα τιμωρείται ή πρέπει να τιμωρείται; Τι δώρο τότε είναι αυτό που η ίδια η φύση ή η θεία βούληση πρόσφερε; Το πρόβλημα είναι σε όλα η διαχείριση. Η συνειδητοποίηση πώς είναι να είσαι όχι απλά όμορφος μα «πολλά ὄμορφος», όχι να είσαι «πολλά καλός, πολλά τίμιος» μα να ξεπερνάς τα ανθρώπινα μέτρα γιατί: «Ἔχει σύνορα ὁ ἄνθρωπος˙ ἁμαρτία νά τά ξεπερνάει». Κάθε φορά που τα γεγονότα γλιστρούν από τα δάχτυλά μου η ίδια η ζωή με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έρχεται να το θυμίσει. Η υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων συνιστά ύβρη, αυτό που πολύ ωραία εκφράζει ο Μουσταφά ως αμαρτία. Αμαρτία σε ποιον, εξαιτίας ποιου; Γιατί εν τέλει κάποιος αγγελικά πλασμένος που διάγει και βίο ισάγγελο να καταδικάζεται ακουσίως να συντρίβεται λόγω των προτερημάτων του; Τι είδους δικαιοκρισία είναι αυτή και ποιος ο δικαστής; Ακόμη πιο τραγική γίνεται η ερώτηση εάν τύχει και ο δικαστής με τον δωρητή είναι ο ίδιος.
Ο Καζαντζάκης δεν γράφει τυχαία. Γνωρίζει πολύ καλά τους πανάρχαιους νόμους της ζωής και τους μεταφέρει στα χείλη ενός ασήμαντου γέρου που έχει ενώπιόν του το θαυμάσιο θέαμα. Κι αυτό ακριβώς θα τιμωρηθεί. Λόγω της ασέβειάς του, επειδή απλά ξεπέρασε το μέτρο, το μέτρο της ανθρώπινης κατάντιας ή μετριότητας, αυτό που δεν ανέχεται το υψηλό, το πολύ υψηλό, το μοναδικά ιδιαίτερο, το ξεχωριστό ως τα πόδια του Θεού, απλά και μόνο επειδή η θεία δικαιοσύνη, οι νόμοι της ζωής δεν αντέχουν τέτοια ασύγκριτα όρια στην ύπαρξη ανθρώπων με περιορισμένη φύση.
Τότε ποιος τιμωρεί; Ο Θεός; Η ζωή; Η φύση; Είναι αυτό το πράγμα δικαιοσύνη; Η απονομή δικαιοσύνης στις σελίδες του Καπετάν Μιχάλη έρχεται από ανθρώπους. Από συντοπίτες του Νουρήμπεη που δεν αντέχουν την απερίγραπτη αρχοντιά και τιμιότητα του, την ιδανική ομορφιά, την ηρωική γενναιότητα και αξιοθαύμαστη ευγένειά του, που τον ζηλεύουν μέχρι θανάτου γιατί στη δική του αγκαλιά θρονιάζεται η πιο όμορφη γυναίκα της Κρήτης. Και έτσι τον δολοφονούν. Η ίδια η ζωή έρχεται με άγριο τρόπο να επιβεβαιώσει τον πανάρχαιο νόμο της πως το κακό υπάρχει επειδή ακριβώς υπάρχει το καλό. Και το εχθρεύεται, μέχρι θανάτου, ακριβώς γι’ αυτό: επειδή δίχως την δική του ύπαρξη δεν έχει λόγο να αναπνέει, δε σημαίνει τίποτα, δεν αναφέρεται πουθενά, δεν έχει καν λόγο ύπαρξης. Κάθε φορά που γίνεσαι όμορφος, θα σε θαυμάζουν οι άλλοι αλλά θα σε ζηλεύει και το κακό.
Στον καθένα από εμάς η μοίρα είναι μάλλον πιο φειδωλή. Δεν μας γεννά και δεν μας μεγαλώνει όπως τον Νουρήμπεη. Μας χαρίζει όμως σίγουρα κάποιες σπάνιες στιγμές, ίσως και ολόκληρες χρονικές περιόδους, που το θαύμα μοιάζει να πλημμυρίζει την καθημερινότητά μας. Ποιος νέος που πέρασε στη Σχολή των ονείρων του δεν ένιωσε για ένα καλοκαίρι τουλάχιστον ως ο βασιλιάς του κόσμου; ποιος νέος δεν μοιράστηκε τον πρώτο καιρό του έρωτά του τα κλειδιά της βασιλείας με τον φύλακα του Παραδείσου; Ποιος γονιός δεν ξεχείλισε από πληρότητα ευγνωμοσύνης και περηφάνιας οδηγώντας το παιδί του στα σκαλιά της Εκκλησίας, ποιος γονιός δεν ένιωσε μια υποψία θεϊκής καταγωγής κρατώντας για πρώτη φορά στην αγκαλιά του το νεογέννητο παιδί του; Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα. Η ζωή απέναντι στον κάθε άνθρωπο είναι μεν γενναιόδωρη αλλά στα γρανάζια της δεν κυλά το μέλι δίχως το φαρμάκι μαζί. Το να κρατάς τον κόσμο όλον στη χούφτα σου συνιστά τεράστια ευθύνη γιατί εάν με όποιο τρόπο σου γλιστρήσει τότε δεν χάνεις κάτι εύκολα αναλώσιμο αλλά τον κόσμο όλον. Άλλη το λένε ευτυχία, άλλη ζωή. Ο καθένας το βαφτίζει με διαφορετικές λέξεις ανάλογα με ό,τι αγάπησε σε αυτή την επίγεια περιπέτεια περισσότερο.
Ο τρόπος που ο Μουσταφά κλείνει τον διάλογο με τον χαριτωμένο συνομιλητή του είναι εντυπωσιακός. Όταν ο Νουρήμπεης ζητά μια εξήγηση γιατί όσα έχει και είναι, όλα καλά και άγια, να αποτελούν αμαρτία ο γέρος δηλώνει την άγνοιά του. Όχι μόνοι δεν ξέρει, όχι μόνο μιλά με απόλυτη βεβαιότητα για κάτι που δεν μπορεί ν αποδείξει αλλά φτάνει σε σημείο να πει πως: «τέτοιος ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ». Είναι δηλαδή νόμος του ίδιου του Θεού να συντρίβεται ο αγαθός; Μήπως κάτι ανάλογο δεν άκουσε ο ίδιος ο δαίμονας την ώρα που ξέπεφτε από την παραδείσια ζωή; Μήπως εντέλει ο καθένας από εμάς που ένιωσε για λίγο Θεός ξέχασε πως είναι άνθρωπος; Άραγε υπάρχει ευτυχία στα μέτρα του ανθρώπου που να κρατά αιώνια;
Μια τέτοια αρνητική απάντηση δεν σημαίνει μια αναγκαία παραδοχή με την συντριπτική καθολικότητά και την ανυπέρβλητη ισχύ της; Κάθε φορά που ο άνθρωπος θα νομίζει πως έγινε Θεός, δίχως Θεό, θα έρχεται η ίδια η ζωή να του θυμίζει το ανθρώπινο της φύσης και της ιστορίας του. Σε εμάς ταιριάζει ο δρόμος, ο αγώνας, η απερίγραπτα δύσκολη μα πανέμορφη πορεία μέσα από αναντικατάστατες σχέσεις και χρονικά περάσματα. Το τέλειο στην κάθε είδους ομορφιά το ζηλεύει το κάθε είδους κακό και δεν το νικά πάντοτε. Στην πληρότητα του όποιου Παραδείσου μας κατοικεί κι ένας όφις υπεράνω πάσης υποψίας. Γι’ αυτό κι ο Μουσταφά προειδοποιεί όχι μόνο τον Νουρήμπεη αλλά τον κάθε έναν από εμάς που βάδισε στα χνάρια του Νουρήμπεη: «ἔχε τό νοῦ σου». Η απόλυτη ευτυχία, η τελειότητα δεν είναι του ανθρώπου, του καιρού ημών. Μάθε να διαχειρίζεσαι τα ψήγματά της γιατί αύριο η δικαιοσύνη του κόσμου ετούτου, θα σε τιμωρήσει κάνοντάς την ανάμνηση, απώλεια, παρελθόν˙ οτιδήποτε άλλο από ζωή. Όσοι πολλά όμορφοι… «ἔχετε τό νοῦ σας»! Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ὁ γέρος ἔκαμε τεμενά: - εἶσαι πολλά ὄμορφος σήμερα Νουρήμπεή μου, ἀποκρίθηκε ἀποθαμάζοντας.
Σώπασε λίγο: - Περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι πρέπει.. πρόστεσε χαμηλώνοντας τή φωνή.
Ὁ Νουρήμπεης γέλασε: - Μή γελᾶς μπέη μου, ἔκαμε ὁ γέρος. Ἔχει σύνορα ὁ ἄνθρωπος˙ ἁμαρτία νά τά ξεπερνάει.
- Ἁμαρτία να’ σαί πολλά ὄμορφος, πολλά καλός, πολλά τίμιος;
- Ἁμαρτία, μπέη μου, ἀποκρίθηκε στενάζοντας ὁ γέρος.
- Μά γιατί; Δέν καταλαβαίνω Μουσταφά μπαμπά.
- Μήτε κι ἐγώ παιδί μου˙ μά τέτοιος ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ˙ ἔχε τό νοῦ σου Νουρήμπεη.
Από τον «Καπετάν Μιχάλη» του Νίκου Καζαντζάκη, εκδόσεις Καζαντζάκη.
Το παραπάνω απόσπασμα το έχω θυμηθεί αναρίθμητες φορές σε στιγμές που ένιωθα να κρατώ στα χέρια μου τον κόσμο όλο. Την έχω απευθύνει σε αγαπημένους μου ανθρώπους όσες φορές ένιωθαν κι οι ίδιοι παντοδύναμοι. Την έχω διαβάσει σε ανθρώπους που ήθελαν μια αντιπροσωπευτική δόση της συγγραφικής αίγλης του Καζαντζάκη. Τα χρόνια περνάνε κι η αλήθεια των λόγων του παραμένει άσβηστη. Τα ανθρώπινα σύνορα, η αμαρτία, ο νόμος του Θεού, η ευτυχία, η δικαιοσύνη και το ακατανόητο είναι λίγες από τις εικόνες που συμπυκνώνει εκφραστικά σε τούτο το μικρό απόσπασμα ο μεγάλος Κρητικός.
Ο καπετάν Μιχάλης, ένα από τα κορυφαία έργα του Νίκου Καζαντζάκη φιλοξενεί ως φίλο του κεντρικού ήρωα τον Νουρήμπεη, έναν άνθρωπο που είναι πάνω από τα συνηθισμένα όρια και στην ευγένεια και στα πλούτη και στην αρχοντιά και στην εμφάνιση, γενικότερα έναν ευλογημένο άνθρωπο που οι μοίρες στάθηκαν απέναντί του εξαιρετικά γενναιόδωρες. Συν τοις άλλοις έχει και την ομορφότερη γυναίκα της περιοχής, αν όχι του νησιού ολόκληρου. Μια μέρα λοιπόν ενώ διασχίζει έφιππος τους δρόμους της πόλης, μαγνητίζοντας τα σχόλια και τα βλέμματα θαυμασμού των περίοικων, ένας ζητιάνος γέρος, ο Μουσταφά κοιτάζοντάς τον με θαυμασμό κάνει μαζί του τον παραπάνω διάλογο. Όταν ο Νουρήμπεης απορεί δικαιολογημένα για την έκπληξη που προκαλεί στον συνομιλητή του να είναι κανείς πολύ όμορφος, ο γέρος σοφός απαντά πως είναι μεν θαυμαστό αλλά συνάμα συνιστά αμαρτία. Ύβρη απέναντι στην δίκαιη τάξη του σύμπαντος, απέναντι στους άγραφους ηθικούς νόμους της ζωής. Ένα δώρο που μεταφέρει και μια κατάρα, κάτι που θα προκαλέσει την συντριβή εκείνου που το στολίστηκε για χρόνια. Όντως σε λίγες σελίδες ο ήρωας δολοφονείται άγρια επαληθεύοντας τον φόβο και τη γνώση του Μουσταφά μπαμπά.
Κάθε ένας δηλαδή πολύ όμορφος, πολύ καλός, πολύ προικισμένος, ευλογημένος από τη θεία εύνοια θα τιμωρείται ή πρέπει να τιμωρείται; Τι δώρο τότε είναι αυτό που η ίδια η φύση ή η θεία βούληση πρόσφερε; Το πρόβλημα είναι σε όλα η διαχείριση. Η συνειδητοποίηση πώς είναι να είσαι όχι απλά όμορφος μα «πολλά ὄμορφος», όχι να είσαι «πολλά καλός, πολλά τίμιος» μα να ξεπερνάς τα ανθρώπινα μέτρα γιατί: «Ἔχει σύνορα ὁ ἄνθρωπος˙ ἁμαρτία νά τά ξεπερνάει». Κάθε φορά που τα γεγονότα γλιστρούν από τα δάχτυλά μου η ίδια η ζωή με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έρχεται να το θυμίσει. Η υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων συνιστά ύβρη, αυτό που πολύ ωραία εκφράζει ο Μουσταφά ως αμαρτία. Αμαρτία σε ποιον, εξαιτίας ποιου; Γιατί εν τέλει κάποιος αγγελικά πλασμένος που διάγει και βίο ισάγγελο να καταδικάζεται ακουσίως να συντρίβεται λόγω των προτερημάτων του; Τι είδους δικαιοκρισία είναι αυτή και ποιος ο δικαστής; Ακόμη πιο τραγική γίνεται η ερώτηση εάν τύχει και ο δικαστής με τον δωρητή είναι ο ίδιος.
Ο Καζαντζάκης δεν γράφει τυχαία. Γνωρίζει πολύ καλά τους πανάρχαιους νόμους της ζωής και τους μεταφέρει στα χείλη ενός ασήμαντου γέρου που έχει ενώπιόν του το θαυμάσιο θέαμα. Κι αυτό ακριβώς θα τιμωρηθεί. Λόγω της ασέβειάς του, επειδή απλά ξεπέρασε το μέτρο, το μέτρο της ανθρώπινης κατάντιας ή μετριότητας, αυτό που δεν ανέχεται το υψηλό, το πολύ υψηλό, το μοναδικά ιδιαίτερο, το ξεχωριστό ως τα πόδια του Θεού, απλά και μόνο επειδή η θεία δικαιοσύνη, οι νόμοι της ζωής δεν αντέχουν τέτοια ασύγκριτα όρια στην ύπαρξη ανθρώπων με περιορισμένη φύση.
Τότε ποιος τιμωρεί; Ο Θεός; Η ζωή; Η φύση; Είναι αυτό το πράγμα δικαιοσύνη; Η απονομή δικαιοσύνης στις σελίδες του Καπετάν Μιχάλη έρχεται από ανθρώπους. Από συντοπίτες του Νουρήμπεη που δεν αντέχουν την απερίγραπτη αρχοντιά και τιμιότητα του, την ιδανική ομορφιά, την ηρωική γενναιότητα και αξιοθαύμαστη ευγένειά του, που τον ζηλεύουν μέχρι θανάτου γιατί στη δική του αγκαλιά θρονιάζεται η πιο όμορφη γυναίκα της Κρήτης. Και έτσι τον δολοφονούν. Η ίδια η ζωή έρχεται με άγριο τρόπο να επιβεβαιώσει τον πανάρχαιο νόμο της πως το κακό υπάρχει επειδή ακριβώς υπάρχει το καλό. Και το εχθρεύεται, μέχρι θανάτου, ακριβώς γι’ αυτό: επειδή δίχως την δική του ύπαρξη δεν έχει λόγο να αναπνέει, δε σημαίνει τίποτα, δεν αναφέρεται πουθενά, δεν έχει καν λόγο ύπαρξης. Κάθε φορά που γίνεσαι όμορφος, θα σε θαυμάζουν οι άλλοι αλλά θα σε ζηλεύει και το κακό.
Στον καθένα από εμάς η μοίρα είναι μάλλον πιο φειδωλή. Δεν μας γεννά και δεν μας μεγαλώνει όπως τον Νουρήμπεη. Μας χαρίζει όμως σίγουρα κάποιες σπάνιες στιγμές, ίσως και ολόκληρες χρονικές περιόδους, που το θαύμα μοιάζει να πλημμυρίζει την καθημερινότητά μας. Ποιος νέος που πέρασε στη Σχολή των ονείρων του δεν ένιωσε για ένα καλοκαίρι τουλάχιστον ως ο βασιλιάς του κόσμου; ποιος νέος δεν μοιράστηκε τον πρώτο καιρό του έρωτά του τα κλειδιά της βασιλείας με τον φύλακα του Παραδείσου; Ποιος γονιός δεν ξεχείλισε από πληρότητα ευγνωμοσύνης και περηφάνιας οδηγώντας το παιδί του στα σκαλιά της Εκκλησίας, ποιος γονιός δεν ένιωσε μια υποψία θεϊκής καταγωγής κρατώντας για πρώτη φορά στην αγκαλιά του το νεογέννητο παιδί του; Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα. Η ζωή απέναντι στον κάθε άνθρωπο είναι μεν γενναιόδωρη αλλά στα γρανάζια της δεν κυλά το μέλι δίχως το φαρμάκι μαζί. Το να κρατάς τον κόσμο όλον στη χούφτα σου συνιστά τεράστια ευθύνη γιατί εάν με όποιο τρόπο σου γλιστρήσει τότε δεν χάνεις κάτι εύκολα αναλώσιμο αλλά τον κόσμο όλον. Άλλη το λένε ευτυχία, άλλη ζωή. Ο καθένας το βαφτίζει με διαφορετικές λέξεις ανάλογα με ό,τι αγάπησε σε αυτή την επίγεια περιπέτεια περισσότερο.
Ο τρόπος που ο Μουσταφά κλείνει τον διάλογο με τον χαριτωμένο συνομιλητή του είναι εντυπωσιακός. Όταν ο Νουρήμπεης ζητά μια εξήγηση γιατί όσα έχει και είναι, όλα καλά και άγια, να αποτελούν αμαρτία ο γέρος δηλώνει την άγνοιά του. Όχι μόνοι δεν ξέρει, όχι μόνο μιλά με απόλυτη βεβαιότητα για κάτι που δεν μπορεί ν αποδείξει αλλά φτάνει σε σημείο να πει πως: «τέτοιος ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ». Είναι δηλαδή νόμος του ίδιου του Θεού να συντρίβεται ο αγαθός; Μήπως κάτι ανάλογο δεν άκουσε ο ίδιος ο δαίμονας την ώρα που ξέπεφτε από την παραδείσια ζωή; Μήπως εντέλει ο καθένας από εμάς που ένιωσε για λίγο Θεός ξέχασε πως είναι άνθρωπος; Άραγε υπάρχει ευτυχία στα μέτρα του ανθρώπου που να κρατά αιώνια;
Μια τέτοια αρνητική απάντηση δεν σημαίνει μια αναγκαία παραδοχή με την συντριπτική καθολικότητά και την ανυπέρβλητη ισχύ της; Κάθε φορά που ο άνθρωπος θα νομίζει πως έγινε Θεός, δίχως Θεό, θα έρχεται η ίδια η ζωή να του θυμίζει το ανθρώπινο της φύσης και της ιστορίας του. Σε εμάς ταιριάζει ο δρόμος, ο αγώνας, η απερίγραπτα δύσκολη μα πανέμορφη πορεία μέσα από αναντικατάστατες σχέσεις και χρονικά περάσματα. Το τέλειο στην κάθε είδους ομορφιά το ζηλεύει το κάθε είδους κακό και δεν το νικά πάντοτε. Στην πληρότητα του όποιου Παραδείσου μας κατοικεί κι ένας όφις υπεράνω πάσης υποψίας. Γι’ αυτό κι ο Μουσταφά προειδοποιεί όχι μόνο τον Νουρήμπεη αλλά τον κάθε έναν από εμάς που βάδισε στα χνάρια του Νουρήμπεη: «ἔχε τό νοῦ σου». Η απόλυτη ευτυχία, η τελειότητα δεν είναι του ανθρώπου, του καιρού ημών. Μάθε να διαχειρίζεσαι τα ψήγματά της γιατί αύριο η δικαιοσύνη του κόσμου ετούτου, θα σε τιμωρήσει κάνοντάς την ανάμνηση, απώλεια, παρελθόν˙ οτιδήποτε άλλο από ζωή. Όσοι πολλά όμορφοι… «ἔχετε τό νοῦ σας»! Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ετικέτες
Μποτίλιες στο πέλαγος
Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016
Το μικρό Μοναστηράκι
Οι στίχοι του τραγουδιού είναι σαφείς: Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο! Τούτο βέβαια σημαίνει πως ο χωρισμός σε μεταφέρει αυτόματα στην αντίπερα όχθη, οπότε για να είναι η παλιά σου αγάπη στον Παράδεισο τότε μάλλον εσύ θα βρίσκεσαι στην κόλαση. Τέτοιες σκέψεις στριφογυρνούσαν στο μυαλό μου όταν τις προάλλες κατηφορίζοντας τη Γραβιάς στο κέντρο της Αθήνας κοντοστάθηκα στο βιβλιοπωλείο που για δυο σχεδόν δεκαετίες είχε φιλοξενήσει κάποια από τα πιο όμορφα ταξίδια μου στην αγορά των βιβλίων.
Η ώρα ήταν περασμένη οπότε πλησίασα το τζάμι και φέρνοντας την παλάμη στο μέτωπο άγγιξα το σιδερένιο ρολό που φύλαγε την γυάλινη προθήκη των σύγχρονων εκδόσεων Δωδώνη. Πίσω από τα τζάμια και τις ανάμενες λάμπες φθορίου είδα να ζωντανεύει το παρελθόν και να κυριεύει κάθε μου αίσθηση. Στην καρέκλα πίσω από το ταμείο κάθονταν η κ. Μαρία, με τα γυαλιά της, έχοντας ανοιχτή την οθόνη του υπολογιστή, σιγομουρμουρίζοντας κάποιους στίχους από το έντεχνο τραγούδι που γέμιζε το χώρο κι έχοντας ένα παλιό βιβλίο στα χέρια της μοίραζε τις ματιές της πότε σ’ αυτό και πότε στον συνομιλητή της. Απέναντί της η εμβληματική μορφή του κ. Άρη, παλιού ιδιοκτήτη του βιβλιοπωλείου, ψυχή κυριολεκτικά της πορείας του παλαιοβιβλιοπωλείου σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό εμπορικά περιβάλλον. Ο ίδιος έπινε αργά τον ελληνικό καφέ του, στολίζοντας με το χαρακτηριστικό χαμόγελό του τα βήματα των περαστικών που βιαστικά περνούσαν διασχίζοντας την Γραβιάς. Συχνά, σαν το παραγάδι, έπιανε με αυτό κάποιον πελάτη που δήθεν από περιέργεια δήθεν για να πει μια καλημέρα έμπαινε μέσα.
Την ίδια ώρα ανέβαινε από το υπόγειο η Νίκη η κόρη της κ. Μαρίας χαιρετώντας με την χαρακτηριστικά εύθυμη διάθεση και φωνή της όσους γνωστούς έβλεπε ανοίγοντας μια μικρή συζήτηση με κάποιον από αυτούς. Πιο πίσω στο βάθος του ισογείου, κρυμμένοι πίσω από ράφια με βιβλία, σαν τους πολεμιστές στα χαρακώματα ο Κώστας με τον Δημήτρη, να κρυφογελούν σφίγγοντας στα χέρια τους κάποια παλιά, ξεχασμένη και πολύτιμα δυσεύρετη έκδοση ενός σπάνιου βιβλίου που έψαχναν για πολλά χρόνια. Τον συγγραφέα τον γνώριζαν μάλλον μόνο οι δυο τους και τούτο έκανε την ανακάλυψή τους πιο πολύτιμη. Στην άλλη άκρη εγώ συγκινημένος από τη ευκαιρία της απόκτησης του τόμου του Albin Lesky για την αρχαία ελληνική λογοτεχνία με ένα μικρό σχετικά αντίτιμο. Άλλοι πελάτες έπαιρναν κι άφηναν από τα ράφια διάφορα βιβλία, άλλοι ανέβαιναν από το υπόγειο με μια αγκαλιά από αυτά, άλλοι ξεφύλλιζαν κι όλοι μαζί σαν σε όνειρο προσδοκούσαμε την μεγάλη έκπληξη που με το όνομα ενός τίτλου θα χρωμάτιζε τις μέρες μας.
Όλα αυτά τα πολλά χρόνια που επισκεπτόμασταν το Μικρό Μοναστηράκι, σπάνια να φύγαμε με άδεια χέρια. Κι όταν λέω σπάνια εννοώ σχεδόν ποτέ. Εκτός από τις εκπτώσεις σε τελευταίες κυκλοφορίες στο ισόγειο, στο υπόγειο έβρισκες ένα θησαυρό από παλαιότερες εκδόσεις και έργα σε προκλητικά χαμηλές τιμές. Ο ορισμός της ευκαιρίας για κάθε βιβλιόφιλο. Μπορούσες παράλληλα να παραγγείλεις κάποιο βιβλίο ή να ζητήσεις ένα άλλο που θεωρούνταν εξαντλημένο. Ο βασιλιάς των παλαιοβιβλιοπωλών, ο κ. Άρης θα έκανε τα αδύνατα δυνατά να φέρει ως λάφυρο πολύτιμο ακόμη και το πιο δυσεύρετο βιβλίο. Εάν δεν το έβρισκε αυτός, τότε σίγουρα υπήρχε πρόβλημα. Το εν λόγω βιβλίο ανέβαζε απότομα τις μετοχές του στο αναγνωστικό χρηματιστήριο κάνοντας το κυνήγι του ακόμη πιο συναρπαστικό.
Κοντεύουν ήδη δυο χρόνια από τότε που η παλιά αγάπη του παλαιοβιβλιοπωλείου μας βρήκε μια δική της γωνιά στον Παράδεισο των νοσταλγικών μας αναμνήσεων. Η κ. Μαρία βγήκε στη σύνταξη κι η Νίκη ακολούθησε άλλη επαγγελματική οδό, ξέχωρη από το άμεσο μέλλον του αγαπημένου μαγαζιού που σε λίγο καιρό φιλοξένησε ένα νέο εμπορικό σχήμα, τις εκδόσεις Δωδώνη. Έκανα αργά ένα βήμα πίσω, έσφιξα πιο δυνατά τις τσάντες που κρατούσα στα χέρια μου κι έστριψα στη γωνία προς την πλατεία Κάνιγγος. Σαν να ήταν χθες! Σαν να μη θες να το δεχτείς, να μάθεις να ζεις με την απώλειά του, να μετράς μαζί την ευγνωμοσύνη και την πίκρα της φυγής, να εννοείς την απώλεια ως ανάγκη, να συνεχίζεις εν τέλει τα βήματά σου σε έναν, σε πολλούς, νέους προορισμούς. Στη ζυγαριά των αισθημάτων ό,τι σε δένει με ένα μέρος δε σβήνει ποτέ. Κρατά ες αεί τη δική του ταυτότητα, το δικό του χώρο στον κήπο των αναμνήσεών σου, φυλά τα δικά του μυστικά βαθιά μέσα σου και τα δικά σου στους δικούς του χώρους.
Τα βιβλιοπωλεία που έκλεισαν στην Αθήνα έκτοτε, κυρίως λόγω της κρίσης, ήταν σίγουρα πολλά και η παύση της λειτουργίας τους έκανε σίγουρα κάποιες μικρές ή μεγάλες παρελάσεις από δελτία ειδήσεων, ηλεκτρονικά μέσα και στήλες περιοδικών ή εφημερίδων. Η σημασία κάθε τέτοιας είδησης υπήρξε σίγουρα βαρύνουσα καθώς με αυτή συνδέονταν όχι μόνο οι οικογένειες των εργαζομένων στα βιβλιοπωλεία, όχι απλά η ιστορία κι η παράδοση κάθε επαγγελματικού χώρου αλλά και το σύνολο όλων εκείνων που για χρόνια πολλά δέθηκαν με τα μέρη, τα βιβλία και τα πρόσωπα που φιλοξενούσαν. Το Μικρό Μοναστηράκι δεν έκανε τον ίδιο εκκωφαντικό θόρυβο στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Ίσως να φταίει το προδιαγεγραμμένο της απόφασης κλεισίματός του λόγω συνταξιοδότησης, ή ακόμη το ότι ως εμπορικό σχήμα δεν είχε την ίδια εμβέλεια με άλλα γνωστά μεγάλα αθηναϊκά βιβλιοπωλεία. Δεν γίνεται να μετράνε όλα το ίδιο για τον καθένα. Ούτε στην παρουσία ούτε στην απουσία.
Όπως σε κάθε απώλεια ωστόσο, για εμάς που το Μικρό Μοναστηράκι υπήρξε αγαπημένος τόπος που τίμησε πολλές από τις αναγνωστικές αναζητήσεις μας και φιλοξένησε αναρίθμητα χτυποκάρδια βιβλιοθηρικής έκπληξης, οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ πρώτα στους ανθρώπους που δίνοντας της ψυχή τους για τη λειτουργία του, μας χάρισαν κάποιες από τις ομορφότερες στιγμές μας στα ποιητικά, επιστημονικά, λογοτεχνικά, και κάθε είδους αναγνωστικά ταξίδια που σχεδιάζαμε με χάρτες βιβλία και καπετάνιους συγγραφείς. Ξεχωριστά στην κ. Μαρία, στον κ. Άρη, στη Νίκη κι ύστερα στον Αντώνη, την αδερφή της κ. Μαρίας και στη Ναταλία.
Την επόμενη φορά που θα περάσω από το τέρμα της οδού Γραβιάς στην Αθήνα, θα μπω δήθεν τυχαία στο νέο βιβλιοπωλείο της Δωδώνης και για χάρη όσων αγαπήσαμε το Μικρό Μοναστηράκι θα κάνω ένα τελευταίο βιβλιοθηρικό μνημόσυνο της παλιάς αγάπης που πήγε στον Παράδεισο. Όλο και κάποιο εξαντλημένο βιβλίο θα εμφανιστεί στα χέρια μου, είμαι βέβαιος! Ολόκληρη η ανάρτηση...
Η ώρα ήταν περασμένη οπότε πλησίασα το τζάμι και φέρνοντας την παλάμη στο μέτωπο άγγιξα το σιδερένιο ρολό που φύλαγε την γυάλινη προθήκη των σύγχρονων εκδόσεων Δωδώνη. Πίσω από τα τζάμια και τις ανάμενες λάμπες φθορίου είδα να ζωντανεύει το παρελθόν και να κυριεύει κάθε μου αίσθηση. Στην καρέκλα πίσω από το ταμείο κάθονταν η κ. Μαρία, με τα γυαλιά της, έχοντας ανοιχτή την οθόνη του υπολογιστή, σιγομουρμουρίζοντας κάποιους στίχους από το έντεχνο τραγούδι που γέμιζε το χώρο κι έχοντας ένα παλιό βιβλίο στα χέρια της μοίραζε τις ματιές της πότε σ’ αυτό και πότε στον συνομιλητή της. Απέναντί της η εμβληματική μορφή του κ. Άρη, παλιού ιδιοκτήτη του βιβλιοπωλείου, ψυχή κυριολεκτικά της πορείας του παλαιοβιβλιοπωλείου σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό εμπορικά περιβάλλον. Ο ίδιος έπινε αργά τον ελληνικό καφέ του, στολίζοντας με το χαρακτηριστικό χαμόγελό του τα βήματα των περαστικών που βιαστικά περνούσαν διασχίζοντας την Γραβιάς. Συχνά, σαν το παραγάδι, έπιανε με αυτό κάποιον πελάτη που δήθεν από περιέργεια δήθεν για να πει μια καλημέρα έμπαινε μέσα.
Την ίδια ώρα ανέβαινε από το υπόγειο η Νίκη η κόρη της κ. Μαρίας χαιρετώντας με την χαρακτηριστικά εύθυμη διάθεση και φωνή της όσους γνωστούς έβλεπε ανοίγοντας μια μικρή συζήτηση με κάποιον από αυτούς. Πιο πίσω στο βάθος του ισογείου, κρυμμένοι πίσω από ράφια με βιβλία, σαν τους πολεμιστές στα χαρακώματα ο Κώστας με τον Δημήτρη, να κρυφογελούν σφίγγοντας στα χέρια τους κάποια παλιά, ξεχασμένη και πολύτιμα δυσεύρετη έκδοση ενός σπάνιου βιβλίου που έψαχναν για πολλά χρόνια. Τον συγγραφέα τον γνώριζαν μάλλον μόνο οι δυο τους και τούτο έκανε την ανακάλυψή τους πιο πολύτιμη. Στην άλλη άκρη εγώ συγκινημένος από τη ευκαιρία της απόκτησης του τόμου του Albin Lesky για την αρχαία ελληνική λογοτεχνία με ένα μικρό σχετικά αντίτιμο. Άλλοι πελάτες έπαιρναν κι άφηναν από τα ράφια διάφορα βιβλία, άλλοι ανέβαιναν από το υπόγειο με μια αγκαλιά από αυτά, άλλοι ξεφύλλιζαν κι όλοι μαζί σαν σε όνειρο προσδοκούσαμε την μεγάλη έκπληξη που με το όνομα ενός τίτλου θα χρωμάτιζε τις μέρες μας.
Όλα αυτά τα πολλά χρόνια που επισκεπτόμασταν το Μικρό Μοναστηράκι, σπάνια να φύγαμε με άδεια χέρια. Κι όταν λέω σπάνια εννοώ σχεδόν ποτέ. Εκτός από τις εκπτώσεις σε τελευταίες κυκλοφορίες στο ισόγειο, στο υπόγειο έβρισκες ένα θησαυρό από παλαιότερες εκδόσεις και έργα σε προκλητικά χαμηλές τιμές. Ο ορισμός της ευκαιρίας για κάθε βιβλιόφιλο. Μπορούσες παράλληλα να παραγγείλεις κάποιο βιβλίο ή να ζητήσεις ένα άλλο που θεωρούνταν εξαντλημένο. Ο βασιλιάς των παλαιοβιβλιοπωλών, ο κ. Άρης θα έκανε τα αδύνατα δυνατά να φέρει ως λάφυρο πολύτιμο ακόμη και το πιο δυσεύρετο βιβλίο. Εάν δεν το έβρισκε αυτός, τότε σίγουρα υπήρχε πρόβλημα. Το εν λόγω βιβλίο ανέβαζε απότομα τις μετοχές του στο αναγνωστικό χρηματιστήριο κάνοντας το κυνήγι του ακόμη πιο συναρπαστικό.
Κοντεύουν ήδη δυο χρόνια από τότε που η παλιά αγάπη του παλαιοβιβλιοπωλείου μας βρήκε μια δική της γωνιά στον Παράδεισο των νοσταλγικών μας αναμνήσεων. Η κ. Μαρία βγήκε στη σύνταξη κι η Νίκη ακολούθησε άλλη επαγγελματική οδό, ξέχωρη από το άμεσο μέλλον του αγαπημένου μαγαζιού που σε λίγο καιρό φιλοξένησε ένα νέο εμπορικό σχήμα, τις εκδόσεις Δωδώνη. Έκανα αργά ένα βήμα πίσω, έσφιξα πιο δυνατά τις τσάντες που κρατούσα στα χέρια μου κι έστριψα στη γωνία προς την πλατεία Κάνιγγος. Σαν να ήταν χθες! Σαν να μη θες να το δεχτείς, να μάθεις να ζεις με την απώλειά του, να μετράς μαζί την ευγνωμοσύνη και την πίκρα της φυγής, να εννοείς την απώλεια ως ανάγκη, να συνεχίζεις εν τέλει τα βήματά σου σε έναν, σε πολλούς, νέους προορισμούς. Στη ζυγαριά των αισθημάτων ό,τι σε δένει με ένα μέρος δε σβήνει ποτέ. Κρατά ες αεί τη δική του ταυτότητα, το δικό του χώρο στον κήπο των αναμνήσεών σου, φυλά τα δικά του μυστικά βαθιά μέσα σου και τα δικά σου στους δικούς του χώρους.
Τα βιβλιοπωλεία που έκλεισαν στην Αθήνα έκτοτε, κυρίως λόγω της κρίσης, ήταν σίγουρα πολλά και η παύση της λειτουργίας τους έκανε σίγουρα κάποιες μικρές ή μεγάλες παρελάσεις από δελτία ειδήσεων, ηλεκτρονικά μέσα και στήλες περιοδικών ή εφημερίδων. Η σημασία κάθε τέτοιας είδησης υπήρξε σίγουρα βαρύνουσα καθώς με αυτή συνδέονταν όχι μόνο οι οικογένειες των εργαζομένων στα βιβλιοπωλεία, όχι απλά η ιστορία κι η παράδοση κάθε επαγγελματικού χώρου αλλά και το σύνολο όλων εκείνων που για χρόνια πολλά δέθηκαν με τα μέρη, τα βιβλία και τα πρόσωπα που φιλοξενούσαν. Το Μικρό Μοναστηράκι δεν έκανε τον ίδιο εκκωφαντικό θόρυβο στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Ίσως να φταίει το προδιαγεγραμμένο της απόφασης κλεισίματός του λόγω συνταξιοδότησης, ή ακόμη το ότι ως εμπορικό σχήμα δεν είχε την ίδια εμβέλεια με άλλα γνωστά μεγάλα αθηναϊκά βιβλιοπωλεία. Δεν γίνεται να μετράνε όλα το ίδιο για τον καθένα. Ούτε στην παρουσία ούτε στην απουσία.
Όπως σε κάθε απώλεια ωστόσο, για εμάς που το Μικρό Μοναστηράκι υπήρξε αγαπημένος τόπος που τίμησε πολλές από τις αναγνωστικές αναζητήσεις μας και φιλοξένησε αναρίθμητα χτυποκάρδια βιβλιοθηρικής έκπληξης, οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ πρώτα στους ανθρώπους που δίνοντας της ψυχή τους για τη λειτουργία του, μας χάρισαν κάποιες από τις ομορφότερες στιγμές μας στα ποιητικά, επιστημονικά, λογοτεχνικά, και κάθε είδους αναγνωστικά ταξίδια που σχεδιάζαμε με χάρτες βιβλία και καπετάνιους συγγραφείς. Ξεχωριστά στην κ. Μαρία, στον κ. Άρη, στη Νίκη κι ύστερα στον Αντώνη, την αδερφή της κ. Μαρίας και στη Ναταλία.
Την επόμενη φορά που θα περάσω από το τέρμα της οδού Γραβιάς στην Αθήνα, θα μπω δήθεν τυχαία στο νέο βιβλιοπωλείο της Δωδώνης και για χάρη όσων αγαπήσαμε το Μικρό Μοναστηράκι θα κάνω ένα τελευταίο βιβλιοθηρικό μνημόσυνο της παλιάς αγάπης που πήγε στον Παράδεισο. Όλο και κάποιο εξαντλημένο βιβλίο θα εμφανιστεί στα χέρια μου, είμαι βέβαιος! Ολόκληρη η ανάρτηση...
Αναρτήθηκε από
Υπουργός Ονείρων
στις
5:48 μ.μ.
Τι έχεις να πεις;
1 ΕΚΑΝΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ. ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΣΧΟΛΙΟ.

Ετικέτες
Μποτίλιες στο πέλαγος
Σάββατο 23 Ιουλίου 2016
Κάτι παλιόπαιδα
Η πρώτη εικόνα που είχα γι’ αυτήν μου θύμισε τις γιαγιάδες εκείνες που ξεπηδούν από διάφορες ενσαρκώσεις σε ξεχωριστά διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Άλλοτε της γιαγιάς που επιστρέφει από το χωράφι, άλλοτε εκείνης που ανάβει το καντήλι στο ξωκλήσι, της ηλικιωμένης που γυρνά από το χωράφι ή αυτής που ταΐζει τα εγγόνια της μετά τις δουλειές του σπιτιού. Σε μια άλλη εκδοχή που έδωσα χρόνια μετά την συνέκρινα εμφανισιακά με τη Δέσποινα Αχλαδιώτη, την κυρά της Ρω. Μόνο που η δική μου ηρωίδα παρέμεινε άγνωστη. Καμία διαφημιστική επίστρωση, ούτε στο παρουσιαστικό ούτε στη συμπεριφορά της. Απλός άνθρωπος με τα κατάμαυρα ρούχα των γιαγιάδων της επαρχίας ή καλύτερα των χωριών μιας μακρινής πια εποχής. Το σημερινό μνημόσυνο της το χρωστούσα χρόνια. Αυτό που ακόμη με βασανίζει είναι πως δεν ξέρω ούτε το πραγματικό της όνομά της να σας πω.
Πρέπει να έχουν περάσει γύρω στα δέκα χρόνια από τότε που την συνάντησα. Είχα επισκεφτεί τα Γυάλινα Γιάννενα κι είχα προγραμματίσει μια επίσκεψη στο νησί της Λίμνης. Τη Μονή Φιλανθρωπηνών την ήξερα μόνο από διαδικτυακές περιηγήσεις και αναφορές στις σπάνιες αγιογραφίες αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων που φιλοξενεί σε κάποιον από τους εξωνάρθηκές της. Τίποτε άλλο. Το νησί εξάλλου είναι μάλλον γνωστό για τη δράση του Αλή πασά και η επίσκεψη στη Μονή αποτελεί κατά κανόνα δεύτερη ή τρίτη επιλογή. Κάπως έτσι κι εγώ. Αφού είχα περιηγηθεί όλα τα αξιοθέατα του νησιού, ανηφόρισα το πετρόχτιστο δρομάκι για τη Μονή.
Το θέαμα ήταν υποβλητικό. Η Μονή Φιλανθρωπηνών ένα αληθινό κόσμημα για το νησί και την πόλη των Ιωαννίνων. Η αρμονία της πέτρας με το ξύλο ήταν εντυπωσιακή και άπλωνε σε κάθε υποψία ενδιαφέροντος συναισθήματος που γεννιόταν μια εκκωφαντική επιβεβαίωση καλαισθησίας. Η όραση έβγαινε πρωταθλήτρια ανάμεσα στις άλλες αισθήσεις μαζεύοντας με τις αχόρταγες ματιές της αμέτρητες εικόνες αρχοντικής ομορφιάς. Γλίστραγα στους εσωτερικούς χώρους του Ναού περιεργαζόμενος τις αριστουργηματικές εικόνες της μεταβυζαντινής περιόδου του 16ου αιώνα όταν για μια στιγμή ένιωσα να ζαλίζομαι. Έτριψα γρήγορα τα μάτια μου, κάτι απίθανο μού συνέβαινε, δεν ήμουν καλά˙ έβλεπα τις αγιογραφίες να ζωντανεύουν.
Τότε εμφανίστηκε αυτή! Έτριψα τα μάτια μου πιο δυνατά, -Θεέ μου μονολόγησα, μιλούν οι εικόνες; Δεν είμαι καλά, έπρεπε να είχα ξεκουραστεί περισσότερο πριν ανηφορίσω εδώ. –Είσαι καλά; Σταμάτησα να τρίβω τα μάτια μου και τα άνοιξα διάπλατα. Μα ναι, βέβαια, αυτή η μορφή που είδα να κινείται δεν ξεπήδησε από τοιχογραφία, ήταν μια γιαγιά, μια απλή λεπτή μικροκαμωμένη γιαγιά που στέκονταν αθόρυβα τόσην ώρα ανάμεσα σε μένα και στους αγίους καμουφλαρισμένη με μια απερίγραπτη φυσικότητα από το φως των κεριών και την γαλήνη του μέρους. Ξαφνιάστηκα ευχάριστα. -Όχι, όχι σας ευχαριστώ, είμαι μια χαρά. Η γιαγιά επέστρεψε στη θέση της, έκανα πάλι λίγα δευτερόλεπτα να την διακρίνω ανάμεσα στις έγχρωμες φιγούρες των βυζαντινών τοιχογραφιών. Χαμογέλασα. Εκείνη παρέμενε σιωπηλά ανέκφραστη. Χαμήλωσε το βλέμμα, ξαναμπήκε στη λίμνη δίπλα από τους σαράντα μάρτυρες. Δίπλα στην μάνα του νεαρού στρατιώτη.
Αφού περιηγήθηκα για λίγο ακόμη στους άλλους χώρους του Καθολικού προχώρησα μέσα από ένα στενό μικρό πέρασμα σε έναν από τους εξωνάρθηκες. Τότε ένιωσα την παρουσία της πολύ κοντά μου, σχεδόν δίπλα μου. Γύρισα απότομα. Ναι, η μικροκαμωμένη γιαγιά στέκονταν πίσω μου, διακριτικά με ακολούθησε ως εδώ. Έστρεψα το βλέμμα μου δήθεν αδιάφορα στις αγιογραφίες κι αφού τις παρατήρησα για λίγο είπα με το δήθεν υπεροπτικό γνωστικό μου ύφος. -Αυτές οι τοιχογραφίες είναι σίγουρα της πρώτης περιόδου, φαίνεται από τα χρώματα. Τι στο καλό με αυτή μου την διαπίστωση, που λίγο πριν είχα ξεσηκώσει από έναν σχετικό τουριστικό οδηγό θα την εντυπωσιάσω τη γιαγιά. Εξάλλου μια απλή χωριάτισσα είναι, φαίνεται πως είναι αγράμματη. Στην ηλικία της δεν θα κατάφερε να πάει σχολείο, θα ήταν πόλεμος, τι άλλο. Θα με περνά για λαμπρό επιστήμονα!
- Μπα, έτσι λένε όσοι δεν ξέρουν. Είναι ξεκάθαρα της τρίτης περιόδου αλλά πού να τα ξέρεις κι εσύ αυτά. Πού να σε ενδιαφέρουν... Γύρισα το έκπληκτο βλέμμα μου στο μέρος της. Ακολούθησε, κάπως καθυστερημένα είναι η αλήθεια και το έκπληκτο μαρμαρωμένο μου σώμα. – Τι είπατε; Τρίτης περιόδου; - Ναι τρίτης. Δεν το βλέπεις ξεκάθαρα; Τα χρώματα είναι διαφορετικά. Κι οι μορφές, η θεματική τους είναι διαφορετική. – Η θεματική τους! παραμίλησα για λίγο. Είναι δυνατόν μια γιαγιά αγράμματη να ξέρει τι είναι θεματική και να διακρίνει έτσι άνετα τις καλλιτεχνικές περιόδους των τοιχογραφιών σε έναν βυζαντινό ναό;
-Σας ζητώ συγγνώμη. Εσείς είστε κάτι εδώ; - Εδώ μένω. – Εδώ; Μα τότε είχα δίκιο! Πήγα να πω ανάμεσα στις τοιχογραφίες, αλλά πρόλαβα τη γλώσσα μου. – Εδώ δηλαδή που; Η γερόντισσα έκανε δυο αργά βήματα και μου έδειξε ένα πέτρινο μικρό δωμάτιο δίπλα στο Ναό που παλιότερα μάλλον χρησίμευε ως αποθήκη. – Εδώ; Μα αυτό είναι ένα απλό δωμάτιο, ούτε καν σπίτι. Μήπως το σπίτι σας είναι στο χωριό στο νησί, με τα παιδιά, την οικογένειά σας; – Όχι. Δεν έχω παιδιά, ούτε οικογένεια. Μένω εδώ. Ταράχτηκα. -Και τότε πώς; - Πώς ζω; Όχι δεν παίρνω κανέναν μισθό, ούτε υπάλληλος είμαι. Απλά φυλάω το Ναό, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι πριν από μένα. – Τόσοι και τόσοι πριν από σας; - Ναι τούτος ο Ναός είναι δικός μας, στο νησί, τον έχουμε σαν σπίτι μας. Και από γενιά σε γενιά ένας από εμάς τον φρουρεί, τον προσέχει. – Τον προσέχει; Μα καλά, τη ρώτησα, παλιότερα υπήρχε ίσως κάποιος λόγος. Από Τούρκους από άλλους εχθρούς. Τώρα από ποιον τη φυλάτε;
Η μαυροφορεμένη γιαγιά κούνησε απελπισμένη το κεφάλι της ψιθυρίζοντάς μου: κρίμα και φαίνεσαι και σπουδαγμένος. Οι Τούρκοι γιε μου το σεβάστηκαν το μέρος, το προστάτευαν το Μοναστήρι. Δεν πείραξαν τίποτε. Ίσα ίσα. Οι εχθροί είναι άλλοι. – Άλλοι; Δηλαδή; Η γιαγιά μού έκανε νόημα να την ακολουθήσω. Περάσαμε από μια πέτρινη μικρή καμάρα και βρεθήκαμε σε έναν διάδρομο ενός άλλου εξωνάρθηκα. -Αυτοί είναι οι εχθροί. Γι’ αυτούς είμαι φύλακας εδώ ώσπου να πεθάνω. Γύρισα το πρόσωπο στην τοιχογραφία που μου έδειχνε το αδυνατισμένο χέρι της γιαγιάς. Σε ένα μεγάλο μέρος του εξωτερικού τοίχου, κάτω από τις μορφές του αγίου Συμεών και του αγίου Ιωάννη υπήρχαν χαραγμένα κάποια ονόματα, τυχαίες ζωγραφικές ασυναρτησίες, συνθήματα και καρδιές σαν κι αυτά που βλέπεις σε παγκάκια ή τοίχους παλιών σπιτιών. Πλησίασα κι άλλο και ταξίδεψα στην ανορθογραφία της αρχοντικής απεικόνισης. Γιώργος και Αγγελική, Θρύλος ολέ, Για πάντα μαζί, Νίκος 2003, Metallica, ΠΑΟΚ θρησκεία, καρδούλες, βέλη, αδιευκρίνιστης τεχνοτροπίας και προθέσεων χαραγματιές και φθορά στην βυζαντινή αγιογραφία.
Έκανα να απλώσω το χέρι μου να τα αγγίξω, να χαϊδέψω το λευκό σοβά πίσω από τα βεβηλωμένα χρώματα μιας άλλης μακρινής εποχής. Η γιαγιά με εμπόδισε. - Μη σε παρακαλώ μη, μην το αγγίζεις, αρκετά έχουν φθαρεί. Μη τα καταστρέφουμε κι άλλο. -Με ένα άγγιγμα; Σκέφτηκα, -με ένα άγγιγμα. Ας μείνει μόνο σε αυτό των ματιών. Γύρισα να της πως πόσο λυπάμαι. Είχε δακρύσει και με κοίταγε με ένα παράπονο αγιάτρευτο. Ο πόνος της έδειχνε τόσο μεγάλος που ούτε στην αγκαλιά μου δεν χωρούσε. – Μη κλαίτε σας παρακαλώ. –Δεν κλαίω απάντησε. Μόνο οργίζομαι. Πικραίνομαι. Πικραίνομαι που πέρασαν τόσοι αιώνες, ήρθαν εδώ ξένοι Τούρκοι και Γερμανοί και χίλιοι δυο και σεβάστηκαν τούτο τον θησαυρό. Και όσα βλέπεις σήμερα επέζησαν για αιώνες, το ακούς; για αιώνες! Για να τα βλέπουμε, να τα θαυμάζουμε και για να προσευχόμαστε σε αυτά. Να προσευχόμαστε! Θεέ μου… Κι εμείς; Να ποιοι είμαστε εμείς. Ο Νίκος κι ο φίλος του κι ο Γιώργος με την Αγγελική κι ένας Πάοκ και τόσοι άλλοι που δεν σεβάστηκαν τα ιερά και τα όσιά μας. Απλά για να μας θυμίζουν πόσο μπορεί να ντρέπεται ο άνθρωπος για τον διπλανό του.
Ένιωσα να βουρκώνω κι εγώ. Δεν ήξερα τι να πω, πώς να την παρηγορήσω. – Και δεν βρήκατε ποτέ έναν; Δεν τον πιάσατε δεν τον καταγγείλατε; Δεν ξέρετε ποιοι είναι; - Ποιοι είναι; Κάτι παλιόπαιδα! Που έρχονται εδώ για εκδρομές και αντί να πάρουν αναμνήσεις, παίρνουν κομμάτια από την ιστορία, την παράδοση, την ομορφιά αυτού του τόπου. Έτσι ξεδιάντροπα κι ανεύθυνα ξεριζώνουν την καρδιά μας. Ούτε οι Τούρκοι έτσι γιε μου, ούτε οι Τούρκοι που τους λέγαμε βάρβαρους, ούτε αυτοί. Δεν άντεξα άνοιξα τα χέρια μου και την αγκάλιασα συμπονετικά. – Μη κλαίτε, δε φταίτε εσείς, ό,τι έγινε έγινε. Άλλωστε θα μπορούσε να υπάρχει κάποιος φύλακας από το Κράτος – Φύλακας από το Κράτος; Και θα το αγαπάει αυτός σαν εμάς ή θα πληρώνεται για να κάνει τη δουλειά του; Όχι εγώ πρώτα φταίω. Αν φυλούσα καλύτερα, εάν είχα το νου μου να τρέχω πιο γρήγορα ανάμεσα στα παιδιά που περιφέρονται άτακτα, άλλα είναι μέσα άλλα έξω κι άλλα σκαλίζουν τους αγίους, θα τα προλάβαινα. Αλλά δεν τα κατάφερα, η ανάξια δεν κατάφερα να τα προλάβω. – Δε φταίτε εσείς για την αλητεία των άλλων. – Όχι εγώ φταίω. Εγώ. Αυτός που μού έδωσε τη φύλαξη μού έδωσε τον ναό σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Εγώ σαν πεθάνω πώς θα τον παραδώσω με τέτοιες βρωμιές; Τέτοια καταστροφή δε φτιάχνεται παιδί μου, δε διορθώνεται ποτέ. Στη Δευτέρα Παρουσία θα δώσω λόγο γι’ αυτά. Ούτε οι Τούρκοι γιέ μου, ούτε οι Τούρκοι…
Κάποια βήματα επισκεπτών που ακούστηκαν στο εσωτερικό του Ναού έκαναν τη γερόντισσα να βιαστεί να επιστρέψει στις αγιογραφίες της στο εσωτερικό της Μονής. Έμεινα να κοιτώ τους βανδαλισμούς που κάποιοι ασυνείδητοι, νικημένοι από το βάρος της ασημαντότητάς τους είχαν κάνει στις μορφές των αγίων. Είναι άραγε ανυπόφορη στη ψυχή τους τόση αρχοντική ομορφιά; Τόση παράδοση και ποτισμένη από τις έμπονες θυσίες, τις στερήσεις και την αγάπη των ντόπιων συμπόρευση, πώς μπορεί να αφήνει ασυγκίνητο τον οποιονδήποτε νέο που περνά από εδώ; Και καλά όλα τα άλλα, έστω και δίχως ίχνος καλλιτεχνικής ή ιστορικής ευαισθησίας, ποιο άθλιο κίνητρο είναι αυτό που σε ωθεί να καταστρέψεις την ίδια σου την ιστορία; Πιθανότατα αυτά τα παλιόπαιδα που υπαινίχθηκε η γιαγιά να βλέπουν την ομορφιά στο Μυκονιάτικο life style κι όχι στην καλλιτεχνική απλότητα μιας βυζαντινής Μονής. Φταίνε άραγε μόνο αυτοί; Μάλλον όχι. Κι από την άλλη δες˙ η γιαγιά θα μπορούσε να τους βρίσει πιο άσχημα, να νιώθει εξοργισμένη από την προσβολή τους, όπως καλή ώρα τώρα εγώ, μα αυτή όχι. Απλά: κάτι παλιόπαιδα. Δεν γίνεται αλλιώς πρέπει κι η ίδια, τόσο καλλιεργημένη, αν και δείχνει απλή αγράμματη χωριάτισσα, να έχει ποτιστεί από την τόση αρχοντιά του μέρους. Όμοια με τους αγίους της κι αυτή.
Γύρισα να φύγω. Πέρασα από το εσωτερικό του Καθολικού. Άνοιξα διάπλατα τα μάτια, αυτή τη φορά δεν θα μπερδευόμουν, θα τη διέκρινα καλά, μα ναι, αυτή τη φορά είχε καθίσει δίπλα στη τοιχογραφία του αγίου Χριστοφόρου. Την πλησίασα σιωπηλά την ώρα που κάποιοι ξένοι τουρίστες ρύθμιζαν τις φωτογραφικές τους μηχανές πριν ανοίξουν πυρ κατά των αγιογραφιών του ναού. Της φίλησα τα χέρια. – Τι κάνεις εκεί; Χαζό είσαι; Στους παπάδες φιλάνε τα χέρια - Και στους αγίους. Συγχωρήστε εκ μέρους αυτών των παιδιών όλους μας που δεν ξέρουμε να τιμούμε και να αγαπάμε όπως πρέπει. –Κι εγώ τι νομίζεις κάνω όλα αυτά τα χρόνια εδώ; Γι αυτά τα παλιόπαιδα προσεύχομαι. Να μην τους μετρηθεί αυτό που έκαναν. Την αγκάλιασα θερμά. – Και τ’ όνομά σας; - Δεν έχω, είμαι απλά η φύλακας της Μονής. Με μια απότομη κίνηση ξέφυγε από την αγκαλιά μου και προχώρησε στο κέντρο του Ναού, -Όχι φωτογραφίες παρακαλώ, απαγορεύεται! Οι ξένοι τουρίστες, απόρησαν και γύρισαν με μια κίνηση στο μέρος της με τις κάμερα ανά χείρας. -No photos please, no photos! Γύρισε στο μέρος μου και σήκωσε τους ώμους. -Ξένοι, δεν καταλαβαίνουν αλλιώς! Της απάντησα με ένα δάκρυ ποτισμένο από τα κατάβαθα της καρδιάς μου. -Θα ξανάρθω της είπα, για σας, ευχαριστώ για όλα, να είστε καλά.
Και την επόμενη χρονιά ξαναπήγα, μα αυτή δεν ήταν εκεί. Είχε προλάβει τον Απρίλη του ίδιου χρόνου να μετοικήσει στις ψηλότερες τοιχογραφίες της Μονής, εκεί που εμφανίζονται οι άγγελοι και οι σκηνές του Παραδείσου. Η μικροκαμωμένη γερόντισσα που για όλη της τη ζωή δεν είχε κάνει οικογένεια και φύλαγε τιμώντας μια ιερή παράδοση αιώνων τη Μονή είχε πεθάνει πλήρης ημερών ανάμεσα στους αγαπημένους της αγίους. Την βρήκαν στην τοιχογραφία του αγίου Συμεών και Ιωάννη, ακουμπισμένη σαν να προσεύχεται στο πεζούλι που βρίσκεται δίπλα. Τα χέρια της ήταν όπως λένε ενωμένα πολύ σφιχτά αλλά κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά ποιον μελετούσε. Η νέα φύλακας της Μονής, ηλικιωμένη και μαυροφορεμένη κι αυτή με άφησε να πάω μόνος στην τοιχογραφία των αγίων. Εκεί ξαναντίκρυσα με τα μάτια της ψυχής, κάτω από τις εικόνες των αγίων και τους βανδαλισμούς κάποιων νέων, τη γλυκύτατη μορφή της γερόντισσας μου, την ώρα που πλημμυρισμένη από ευχαριστία δοξολογούσε τον Δημιουργό της που της έδωσε τέτοια ισόβια αποστολή κι ευθύνη. Έσκυψα και της φίλησα το μάγουλο. -Για ποιον προσεύχεσαι γιαγιά; -Για κάτι παλιόπαιδα γιε μου, για κάτι παλιόπαιδα… Ολόκληρη η ανάρτηση...
Πρέπει να έχουν περάσει γύρω στα δέκα χρόνια από τότε που την συνάντησα. Είχα επισκεφτεί τα Γυάλινα Γιάννενα κι είχα προγραμματίσει μια επίσκεψη στο νησί της Λίμνης. Τη Μονή Φιλανθρωπηνών την ήξερα μόνο από διαδικτυακές περιηγήσεις και αναφορές στις σπάνιες αγιογραφίες αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων που φιλοξενεί σε κάποιον από τους εξωνάρθηκές της. Τίποτε άλλο. Το νησί εξάλλου είναι μάλλον γνωστό για τη δράση του Αλή πασά και η επίσκεψη στη Μονή αποτελεί κατά κανόνα δεύτερη ή τρίτη επιλογή. Κάπως έτσι κι εγώ. Αφού είχα περιηγηθεί όλα τα αξιοθέατα του νησιού, ανηφόρισα το πετρόχτιστο δρομάκι για τη Μονή.
Το θέαμα ήταν υποβλητικό. Η Μονή Φιλανθρωπηνών ένα αληθινό κόσμημα για το νησί και την πόλη των Ιωαννίνων. Η αρμονία της πέτρας με το ξύλο ήταν εντυπωσιακή και άπλωνε σε κάθε υποψία ενδιαφέροντος συναισθήματος που γεννιόταν μια εκκωφαντική επιβεβαίωση καλαισθησίας. Η όραση έβγαινε πρωταθλήτρια ανάμεσα στις άλλες αισθήσεις μαζεύοντας με τις αχόρταγες ματιές της αμέτρητες εικόνες αρχοντικής ομορφιάς. Γλίστραγα στους εσωτερικούς χώρους του Ναού περιεργαζόμενος τις αριστουργηματικές εικόνες της μεταβυζαντινής περιόδου του 16ου αιώνα όταν για μια στιγμή ένιωσα να ζαλίζομαι. Έτριψα γρήγορα τα μάτια μου, κάτι απίθανο μού συνέβαινε, δεν ήμουν καλά˙ έβλεπα τις αγιογραφίες να ζωντανεύουν.
Τότε εμφανίστηκε αυτή! Έτριψα τα μάτια μου πιο δυνατά, -Θεέ μου μονολόγησα, μιλούν οι εικόνες; Δεν είμαι καλά, έπρεπε να είχα ξεκουραστεί περισσότερο πριν ανηφορίσω εδώ. –Είσαι καλά; Σταμάτησα να τρίβω τα μάτια μου και τα άνοιξα διάπλατα. Μα ναι, βέβαια, αυτή η μορφή που είδα να κινείται δεν ξεπήδησε από τοιχογραφία, ήταν μια γιαγιά, μια απλή λεπτή μικροκαμωμένη γιαγιά που στέκονταν αθόρυβα τόσην ώρα ανάμεσα σε μένα και στους αγίους καμουφλαρισμένη με μια απερίγραπτη φυσικότητα από το φως των κεριών και την γαλήνη του μέρους. Ξαφνιάστηκα ευχάριστα. -Όχι, όχι σας ευχαριστώ, είμαι μια χαρά. Η γιαγιά επέστρεψε στη θέση της, έκανα πάλι λίγα δευτερόλεπτα να την διακρίνω ανάμεσα στις έγχρωμες φιγούρες των βυζαντινών τοιχογραφιών. Χαμογέλασα. Εκείνη παρέμενε σιωπηλά ανέκφραστη. Χαμήλωσε το βλέμμα, ξαναμπήκε στη λίμνη δίπλα από τους σαράντα μάρτυρες. Δίπλα στην μάνα του νεαρού στρατιώτη.
Αφού περιηγήθηκα για λίγο ακόμη στους άλλους χώρους του Καθολικού προχώρησα μέσα από ένα στενό μικρό πέρασμα σε έναν από τους εξωνάρθηκες. Τότε ένιωσα την παρουσία της πολύ κοντά μου, σχεδόν δίπλα μου. Γύρισα απότομα. Ναι, η μικροκαμωμένη γιαγιά στέκονταν πίσω μου, διακριτικά με ακολούθησε ως εδώ. Έστρεψα το βλέμμα μου δήθεν αδιάφορα στις αγιογραφίες κι αφού τις παρατήρησα για λίγο είπα με το δήθεν υπεροπτικό γνωστικό μου ύφος. -Αυτές οι τοιχογραφίες είναι σίγουρα της πρώτης περιόδου, φαίνεται από τα χρώματα. Τι στο καλό με αυτή μου την διαπίστωση, που λίγο πριν είχα ξεσηκώσει από έναν σχετικό τουριστικό οδηγό θα την εντυπωσιάσω τη γιαγιά. Εξάλλου μια απλή χωριάτισσα είναι, φαίνεται πως είναι αγράμματη. Στην ηλικία της δεν θα κατάφερε να πάει σχολείο, θα ήταν πόλεμος, τι άλλο. Θα με περνά για λαμπρό επιστήμονα!
- Μπα, έτσι λένε όσοι δεν ξέρουν. Είναι ξεκάθαρα της τρίτης περιόδου αλλά πού να τα ξέρεις κι εσύ αυτά. Πού να σε ενδιαφέρουν... Γύρισα το έκπληκτο βλέμμα μου στο μέρος της. Ακολούθησε, κάπως καθυστερημένα είναι η αλήθεια και το έκπληκτο μαρμαρωμένο μου σώμα. – Τι είπατε; Τρίτης περιόδου; - Ναι τρίτης. Δεν το βλέπεις ξεκάθαρα; Τα χρώματα είναι διαφορετικά. Κι οι μορφές, η θεματική τους είναι διαφορετική. – Η θεματική τους! παραμίλησα για λίγο. Είναι δυνατόν μια γιαγιά αγράμματη να ξέρει τι είναι θεματική και να διακρίνει έτσι άνετα τις καλλιτεχνικές περιόδους των τοιχογραφιών σε έναν βυζαντινό ναό;
-Σας ζητώ συγγνώμη. Εσείς είστε κάτι εδώ; - Εδώ μένω. – Εδώ; Μα τότε είχα δίκιο! Πήγα να πω ανάμεσα στις τοιχογραφίες, αλλά πρόλαβα τη γλώσσα μου. – Εδώ δηλαδή που; Η γερόντισσα έκανε δυο αργά βήματα και μου έδειξε ένα πέτρινο μικρό δωμάτιο δίπλα στο Ναό που παλιότερα μάλλον χρησίμευε ως αποθήκη. – Εδώ; Μα αυτό είναι ένα απλό δωμάτιο, ούτε καν σπίτι. Μήπως το σπίτι σας είναι στο χωριό στο νησί, με τα παιδιά, την οικογένειά σας; – Όχι. Δεν έχω παιδιά, ούτε οικογένεια. Μένω εδώ. Ταράχτηκα. -Και τότε πώς; - Πώς ζω; Όχι δεν παίρνω κανέναν μισθό, ούτε υπάλληλος είμαι. Απλά φυλάω το Ναό, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι πριν από μένα. – Τόσοι και τόσοι πριν από σας; - Ναι τούτος ο Ναός είναι δικός μας, στο νησί, τον έχουμε σαν σπίτι μας. Και από γενιά σε γενιά ένας από εμάς τον φρουρεί, τον προσέχει. – Τον προσέχει; Μα καλά, τη ρώτησα, παλιότερα υπήρχε ίσως κάποιος λόγος. Από Τούρκους από άλλους εχθρούς. Τώρα από ποιον τη φυλάτε;
Η μαυροφορεμένη γιαγιά κούνησε απελπισμένη το κεφάλι της ψιθυρίζοντάς μου: κρίμα και φαίνεσαι και σπουδαγμένος. Οι Τούρκοι γιε μου το σεβάστηκαν το μέρος, το προστάτευαν το Μοναστήρι. Δεν πείραξαν τίποτε. Ίσα ίσα. Οι εχθροί είναι άλλοι. – Άλλοι; Δηλαδή; Η γιαγιά μού έκανε νόημα να την ακολουθήσω. Περάσαμε από μια πέτρινη μικρή καμάρα και βρεθήκαμε σε έναν διάδρομο ενός άλλου εξωνάρθηκα. -Αυτοί είναι οι εχθροί. Γι’ αυτούς είμαι φύλακας εδώ ώσπου να πεθάνω. Γύρισα το πρόσωπο στην τοιχογραφία που μου έδειχνε το αδυνατισμένο χέρι της γιαγιάς. Σε ένα μεγάλο μέρος του εξωτερικού τοίχου, κάτω από τις μορφές του αγίου Συμεών και του αγίου Ιωάννη υπήρχαν χαραγμένα κάποια ονόματα, τυχαίες ζωγραφικές ασυναρτησίες, συνθήματα και καρδιές σαν κι αυτά που βλέπεις σε παγκάκια ή τοίχους παλιών σπιτιών. Πλησίασα κι άλλο και ταξίδεψα στην ανορθογραφία της αρχοντικής απεικόνισης. Γιώργος και Αγγελική, Θρύλος ολέ, Για πάντα μαζί, Νίκος 2003, Metallica, ΠΑΟΚ θρησκεία, καρδούλες, βέλη, αδιευκρίνιστης τεχνοτροπίας και προθέσεων χαραγματιές και φθορά στην βυζαντινή αγιογραφία.
Έκανα να απλώσω το χέρι μου να τα αγγίξω, να χαϊδέψω το λευκό σοβά πίσω από τα βεβηλωμένα χρώματα μιας άλλης μακρινής εποχής. Η γιαγιά με εμπόδισε. - Μη σε παρακαλώ μη, μην το αγγίζεις, αρκετά έχουν φθαρεί. Μη τα καταστρέφουμε κι άλλο. -Με ένα άγγιγμα; Σκέφτηκα, -με ένα άγγιγμα. Ας μείνει μόνο σε αυτό των ματιών. Γύρισα να της πως πόσο λυπάμαι. Είχε δακρύσει και με κοίταγε με ένα παράπονο αγιάτρευτο. Ο πόνος της έδειχνε τόσο μεγάλος που ούτε στην αγκαλιά μου δεν χωρούσε. – Μη κλαίτε σας παρακαλώ. –Δεν κλαίω απάντησε. Μόνο οργίζομαι. Πικραίνομαι. Πικραίνομαι που πέρασαν τόσοι αιώνες, ήρθαν εδώ ξένοι Τούρκοι και Γερμανοί και χίλιοι δυο και σεβάστηκαν τούτο τον θησαυρό. Και όσα βλέπεις σήμερα επέζησαν για αιώνες, το ακούς; για αιώνες! Για να τα βλέπουμε, να τα θαυμάζουμε και για να προσευχόμαστε σε αυτά. Να προσευχόμαστε! Θεέ μου… Κι εμείς; Να ποιοι είμαστε εμείς. Ο Νίκος κι ο φίλος του κι ο Γιώργος με την Αγγελική κι ένας Πάοκ και τόσοι άλλοι που δεν σεβάστηκαν τα ιερά και τα όσιά μας. Απλά για να μας θυμίζουν πόσο μπορεί να ντρέπεται ο άνθρωπος για τον διπλανό του.
Ένιωσα να βουρκώνω κι εγώ. Δεν ήξερα τι να πω, πώς να την παρηγορήσω. – Και δεν βρήκατε ποτέ έναν; Δεν τον πιάσατε δεν τον καταγγείλατε; Δεν ξέρετε ποιοι είναι; - Ποιοι είναι; Κάτι παλιόπαιδα! Που έρχονται εδώ για εκδρομές και αντί να πάρουν αναμνήσεις, παίρνουν κομμάτια από την ιστορία, την παράδοση, την ομορφιά αυτού του τόπου. Έτσι ξεδιάντροπα κι ανεύθυνα ξεριζώνουν την καρδιά μας. Ούτε οι Τούρκοι έτσι γιε μου, ούτε οι Τούρκοι που τους λέγαμε βάρβαρους, ούτε αυτοί. Δεν άντεξα άνοιξα τα χέρια μου και την αγκάλιασα συμπονετικά. – Μη κλαίτε, δε φταίτε εσείς, ό,τι έγινε έγινε. Άλλωστε θα μπορούσε να υπάρχει κάποιος φύλακας από το Κράτος – Φύλακας από το Κράτος; Και θα το αγαπάει αυτός σαν εμάς ή θα πληρώνεται για να κάνει τη δουλειά του; Όχι εγώ πρώτα φταίω. Αν φυλούσα καλύτερα, εάν είχα το νου μου να τρέχω πιο γρήγορα ανάμεσα στα παιδιά που περιφέρονται άτακτα, άλλα είναι μέσα άλλα έξω κι άλλα σκαλίζουν τους αγίους, θα τα προλάβαινα. Αλλά δεν τα κατάφερα, η ανάξια δεν κατάφερα να τα προλάβω. – Δε φταίτε εσείς για την αλητεία των άλλων. – Όχι εγώ φταίω. Εγώ. Αυτός που μού έδωσε τη φύλαξη μού έδωσε τον ναό σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Εγώ σαν πεθάνω πώς θα τον παραδώσω με τέτοιες βρωμιές; Τέτοια καταστροφή δε φτιάχνεται παιδί μου, δε διορθώνεται ποτέ. Στη Δευτέρα Παρουσία θα δώσω λόγο γι’ αυτά. Ούτε οι Τούρκοι γιέ μου, ούτε οι Τούρκοι…
Κάποια βήματα επισκεπτών που ακούστηκαν στο εσωτερικό του Ναού έκαναν τη γερόντισσα να βιαστεί να επιστρέψει στις αγιογραφίες της στο εσωτερικό της Μονής. Έμεινα να κοιτώ τους βανδαλισμούς που κάποιοι ασυνείδητοι, νικημένοι από το βάρος της ασημαντότητάς τους είχαν κάνει στις μορφές των αγίων. Είναι άραγε ανυπόφορη στη ψυχή τους τόση αρχοντική ομορφιά; Τόση παράδοση και ποτισμένη από τις έμπονες θυσίες, τις στερήσεις και την αγάπη των ντόπιων συμπόρευση, πώς μπορεί να αφήνει ασυγκίνητο τον οποιονδήποτε νέο που περνά από εδώ; Και καλά όλα τα άλλα, έστω και δίχως ίχνος καλλιτεχνικής ή ιστορικής ευαισθησίας, ποιο άθλιο κίνητρο είναι αυτό που σε ωθεί να καταστρέψεις την ίδια σου την ιστορία; Πιθανότατα αυτά τα παλιόπαιδα που υπαινίχθηκε η γιαγιά να βλέπουν την ομορφιά στο Μυκονιάτικο life style κι όχι στην καλλιτεχνική απλότητα μιας βυζαντινής Μονής. Φταίνε άραγε μόνο αυτοί; Μάλλον όχι. Κι από την άλλη δες˙ η γιαγιά θα μπορούσε να τους βρίσει πιο άσχημα, να νιώθει εξοργισμένη από την προσβολή τους, όπως καλή ώρα τώρα εγώ, μα αυτή όχι. Απλά: κάτι παλιόπαιδα. Δεν γίνεται αλλιώς πρέπει κι η ίδια, τόσο καλλιεργημένη, αν και δείχνει απλή αγράμματη χωριάτισσα, να έχει ποτιστεί από την τόση αρχοντιά του μέρους. Όμοια με τους αγίους της κι αυτή.
Γύρισα να φύγω. Πέρασα από το εσωτερικό του Καθολικού. Άνοιξα διάπλατα τα μάτια, αυτή τη φορά δεν θα μπερδευόμουν, θα τη διέκρινα καλά, μα ναι, αυτή τη φορά είχε καθίσει δίπλα στη τοιχογραφία του αγίου Χριστοφόρου. Την πλησίασα σιωπηλά την ώρα που κάποιοι ξένοι τουρίστες ρύθμιζαν τις φωτογραφικές τους μηχανές πριν ανοίξουν πυρ κατά των αγιογραφιών του ναού. Της φίλησα τα χέρια. – Τι κάνεις εκεί; Χαζό είσαι; Στους παπάδες φιλάνε τα χέρια - Και στους αγίους. Συγχωρήστε εκ μέρους αυτών των παιδιών όλους μας που δεν ξέρουμε να τιμούμε και να αγαπάμε όπως πρέπει. –Κι εγώ τι νομίζεις κάνω όλα αυτά τα χρόνια εδώ; Γι αυτά τα παλιόπαιδα προσεύχομαι. Να μην τους μετρηθεί αυτό που έκαναν. Την αγκάλιασα θερμά. – Και τ’ όνομά σας; - Δεν έχω, είμαι απλά η φύλακας της Μονής. Με μια απότομη κίνηση ξέφυγε από την αγκαλιά μου και προχώρησε στο κέντρο του Ναού, -Όχι φωτογραφίες παρακαλώ, απαγορεύεται! Οι ξένοι τουρίστες, απόρησαν και γύρισαν με μια κίνηση στο μέρος της με τις κάμερα ανά χείρας. -No photos please, no photos! Γύρισε στο μέρος μου και σήκωσε τους ώμους. -Ξένοι, δεν καταλαβαίνουν αλλιώς! Της απάντησα με ένα δάκρυ ποτισμένο από τα κατάβαθα της καρδιάς μου. -Θα ξανάρθω της είπα, για σας, ευχαριστώ για όλα, να είστε καλά.
Και την επόμενη χρονιά ξαναπήγα, μα αυτή δεν ήταν εκεί. Είχε προλάβει τον Απρίλη του ίδιου χρόνου να μετοικήσει στις ψηλότερες τοιχογραφίες της Μονής, εκεί που εμφανίζονται οι άγγελοι και οι σκηνές του Παραδείσου. Η μικροκαμωμένη γερόντισσα που για όλη της τη ζωή δεν είχε κάνει οικογένεια και φύλαγε τιμώντας μια ιερή παράδοση αιώνων τη Μονή είχε πεθάνει πλήρης ημερών ανάμεσα στους αγαπημένους της αγίους. Την βρήκαν στην τοιχογραφία του αγίου Συμεών και Ιωάννη, ακουμπισμένη σαν να προσεύχεται στο πεζούλι που βρίσκεται δίπλα. Τα χέρια της ήταν όπως λένε ενωμένα πολύ σφιχτά αλλά κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά ποιον μελετούσε. Η νέα φύλακας της Μονής, ηλικιωμένη και μαυροφορεμένη κι αυτή με άφησε να πάω μόνος στην τοιχογραφία των αγίων. Εκεί ξαναντίκρυσα με τα μάτια της ψυχής, κάτω από τις εικόνες των αγίων και τους βανδαλισμούς κάποιων νέων, τη γλυκύτατη μορφή της γερόντισσας μου, την ώρα που πλημμυρισμένη από ευχαριστία δοξολογούσε τον Δημιουργό της που της έδωσε τέτοια ισόβια αποστολή κι ευθύνη. Έσκυψα και της φίλησα το μάγουλο. -Για ποιον προσεύχεσαι γιαγιά; -Για κάτι παλιόπαιδα γιε μου, για κάτι παλιόπαιδα… Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ετικέτες
Μποτίλιες στο πέλαγος
Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016
Πολιτισμός ανόργανης ύλης
Στην ταινία «Η πηγή της ζωής» (The Fountain), σε μια από τις τελευταίες σκηνές της σπονδυλωτής ταινίας ο ήρωας γιατρός Τόμι Κρέο, αφού έχει πασχίσει μέσω εξαντλητικών επιστημονικών μελετών, να εντοπίσει το γιατρικό του καρκίνου, ώστε να θεραπεύσει τη λατρεμένη του σύζυγο, Ίζι, βρίσκεται πάνω από το μνήμα της την ώρα της κηδείας. Προσπαθώντας να εννοήσει το νόημα της ύπαρξης και τη σημασία της αγάπης για τη ζωή θα καταλήξει σε κάτι που του έμαθε η ίδια η γυναίκα του, πως τώρα, με τη ταφή της, το σώμα της θα αλλοιωθεί, θα εμπλουτίσει το χώμα κι αυτό θα γίνει λίπασμα για τα φυτά και τα δέντρα που με τη σειρά τους θα καρπίσουν και θα προσφέρουν τροφή σε άλλους οργανισμούς. Η ύπαρξη έτσι μοιράζεται, ταξιδεύει μέσα στους αιώνες και αποκτά νόημα μεγαλύτερο από αυτό που χωρά στην ημερομηνία ενός τάφου.
Αυτή τη σπονδυλωτή ταινία ύμνο για τη ζωή θυμήθηκα κλείνοντας τα δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση και τους καυγάδες που παρέλασαν σε αυτή για το σύμφωνο συμβίωσης και το δικαίωμα στην αποτέφρωση. Ζήτω τα ανθρώπινα δικαιώματα! Ζήτω ο selfie πολιτισμός μας! Επιτέλους εκπολιτιστήκαμε, αδερφές και παλικάρια φιληθείτε ελεύθερα μες στη Βουλή, ιερείς καταδικάστε απρόσωπα, εσείς ως αναμάρτητοι ρίξτε πρώτοι τον λίθο, ο Νίτσε ήταν πιο σοφός, κάτι ήξερε, ο Θεός πέθανε, ας αποτεφρωθούμε με τυμπανοκρουσίες, εδώ ολόκληροι νησιώτες βγάζουν φωτογραφίες την ώρα που βοηθούν πρόσφυγες για να αθροίσουν likes στον ιστολογαριασμό του facebook, εμείς θα μείνουμε πίσω; Όλα για τη δημοσιότητα, όλα για την πάρτη μας, τα πάντα επιτρέπονται, όλα για έναν, εμάς.
Γράφω τα παρακάτω με την ελπίδα πως ο όποιος αναγνώστης θα μπορεί να διακρίνει την διαφορετικότητα της άποψης. Δίχως να προσβάλει κανείς τον οποιονδήποτε, αποδεχόμενος με σεβασμό τη διαφορετικότητά του αλλά αναγνωρίζοντας πως αυτή η διαφορετικότητα μπορεί να εκφράζεται δίχως αλληλοκατηγορίες, χωρίς υπονοούμενα και βρισιές. Υπάρχει διάλογος; Ξέρουμε, μπορούμε να συνομιλήσουμε, γίνεται να καταλήγουμε κάπου ή μόνο να ακούμε τους παράλληλους μονολόγους μας; Γράφω αδυνατώντας να ερμηνεύσω θετικά το σύμφωνο τον θόρυβο γύρω από το σύμφωνο συμβίωσης, το δικαίωμα στην αποτέφρωση αλλά και τους τηλεοπτικούς σωτήρες που κατέκλυσαν το διαδίκτυο. Γράφω αναγνωρίζοντας την άρνηση όσο και τον σεβασμό στο διαφορετικό. Τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο.
Το σύμφωνο συμβίωσης φαντάζει στα μάτια μου σαν αυτό το βήμα που δεν παράγει τίποτα. Ακριβώς όπως και η στάχτη του νεκρού που αποτεφρώθηκε. Δυο άνθρωποι δεσμεύονται με μια συμφωνία δίχως να παράγουν ζωή. Δεν είναι αυτό το κριτήριο. Τι είδους συμφωνία απαιτείται για να συνταιριάξει τη ζωή δυο ανθρώπων όταν δεν υπάρχει καμία διάθεση να δημιουργήσουν οικογένεια; Κι ας μην πει κάποιος για την υιοθέτηση παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια γιατί αυτό είναι κάτι που ξεπερνά τη δυνατότητά μου να το παρακολουθήσω. Δεν μπορώ να το δικαιολογήσω. Για μένα είναι αφύσικο. Αν κάποιος μπορεί και το χωρά υπεύθυνα στη ζωή του καλά κάνει. Αυτός σίγουρα θα ξέρει τι θα πει και στο παιδί που θα αναθρέψει. Για ποιο λόγο να μην αρκεί ένα δικαστικό σύμφωνο, μια επίσημη πράξη κληρονομιάς για τα όποια κληρονομικά δικαιώματα και να βαφτίζουμε την όποια τέτοια σχέση ως σχέση ζωής, ως οικογένεια; Δεν είναι άδικο για όλους; Μια σχέση είναι λειψή όταν οι άνθρωποι της μοιράζονται αυτό που είναι ή αυτό που έχουν; Για να το προχωρήσουμε αυτό που είναι ή που δεν είναι; Αυτό που έχουν ή αυτό που δεν έχουν; Γιατί μου φαίνεται πως δίπλα στις νεαρές κουκλίτσες που μπλέκουν με πάμπλουτους υπερήλικες θα χωρέσουν πλέον και νεαροί σύντροφοι δίπλα σε υπερήλικες ομόφυλους προς εξασφάλιση αμφοτέρων.
Το ενοχλητικό ωστόσο, δεν είναι αν πρέπει να γίνει νόμος ή όχι, δε νομίζω να έχει και τόση σημασία ή αν θα ασχολούνταν κανείς εάν δεν πούλαγε τόσο πολύ στα κουτσομπολίστικα τηλεπεριοδικά. Το ενοχλητικό είναι η τεράστια δημοσιότητα που πήρε το θέμα κι από την πλευρά των υποστηρικτών κι από την πλευρά των πολεμίων. Λες κι όλα στην Ελλάδα γίνονται εν ονόματι μιας δημοσιότητας, όλα για μια φωτογραφία, για μια δημοσιοποίηση, για μια εντύπωση, εν τέλει. Ποιος κερδίζει τη μάχη είναι το ζητούμενο και με ποιο κόστος. Η νεοελληνική μας βιοτή μπορεί να μην παράγει πολιτισμό, παράγει όμως εντυπώσεις. Κι εκεί πρέπει να δώσουν όλοι τον καλύτερό τους εαυτό. Τον καλύτερο τους εαυτό! Αυτόν που πίσω από τον άνθρωπο που τελεί ένα Μυστήριο, καταδικάζει και στέλνει στην κόλαση κάποιους που είναι σαν κι αυτόν. Αδέρφια (ακούγεται υποτιμητικό). Αυτό τον εαυτό που πλημυρισμένος από κόμπλεξ στέκεται στη Βουλή για να αστράψουν τα φλας την ώρα που φιλιέται με τον ομόφυλό του και την επομένη ντύνεται με τα ράσα που βρίζει για να ειρωνευτεί έξω από τη Μητρόπολη. Αν αυτό δεν είναι κομπλεξισμός τότε τι; Αυτός που μιλά για ανθρώπινα δικαιώματα μέσα από βρισιές και προσβολές, αυτός που δεν αναγνωρίζει να κάνει διακρίσεις, να βάζει όρια ή να υπηρετεί μιαν ηθική. Δίχως κανόνες είναι όλα ευκολότερα. Ας ονομάσουμε την ευκολία ελευθερία, ας δώσουμε στο τίποτα μιαν υπόσταση, ας το κάνουμε από τίποτα κάτι, αυτό μετρά, έτσι πια θα μετράμε κι εμείς.
Ο πολιτισμός μας όμως δεν αρκείται σε αυτά. Δεν ξέρει να γεννά κάτι, να δίνει, να παράγει. Μόνο να του δίνουν, μόνο να χαίρεται, (ή καλύτερα να ηδονίζεται;), να υπάρχει μόνο για τον εαυτό του κι όταν πεθαίνει να σβήνουν τα πάντα, ποιο το νόημα στον κόσμο εάν εγώ δεν είμαι ανάμεσά του; Στάχτη να γίνουν όλα στάχτη κι εγώ. Ούτε λίπασμα για τα σκουλήκια για τα λουλούδια που θα ανθίσουν, για τους καρπούς των δέντρων; Όχι. Τέφρα, στάχτη, ανόργανη ύλη. Αφού θα γυρίσω στην ανυπαρξία, τι άλλο μπορεί να υπάρξει στο μηδέν; Αν όλα δεν με υπηρετούν ας χαθούν. Ούτε το μνήμα, ούτε να με θυμούνται, ούτε ως ανάμνηση, μια σκέψη, μια ανάρτηση στο facebook κι ως εκεί. Δεν θα γίνω εγώ σαν όλους τους άλλους τροφή για τα σκουλήκια, δεν έμαθα να δίνω, δε ξέρω να μοιράζομαι, τι θες; Τι ζητάς; Εδώ δεν έγινα φωτιά όσο ζούσα να θερμάνω τους άλλους ή να φωτίσω τη ζωή τους, τώρα ας καώ για πάρτη μου. Η παραισθητική μου ζωή έτσι με έμαθε να κάνω.
Ολοκληρώνοντας τις εικόνες του πολιτισμού ανόργανης ύλης έφερα στο νου μου την πρόταση για το νόμπελ ειρήνης στους νησιώτες για τη συμπαράσταση στους πρόσφυγες. Προσπαθούσα να χωνέψω το πόσο αδικούμε τους λίγους εκείνους αληθινούς ήρωες των νησιών που μένουν στην αφάνεια, πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας, που βοηθούν κρυμμένοι από κάμερες και αναρτήσεις στο instagram ή στο twitter. Τη στιγμή που για να ξεφύγουμε από μια χολιγουντιανή αντίληψη της πραγματικότητας ντυνόμαστε ρόλους σωτήρων, δήθεν σωτήρων. Δίνοντας ένα ενδιαφέρον, μια ταυτότητα φιλανθρωπίας στην μέχρι χθες ισοπεδωμένη ζωή μας, φοράμε τη μάσκα του αγωνιστή, του φιλάνθρωπου, του ακτιβιστή που επιτέλους ζει την περιπέτεια των ταινιών δράσης, κάποιας δράσης, (δράσης έστω), το σενάριο καλύτερα από το φάντασμα της ζωής που επιθυμούσαμε πριν πεθάνουμε. Ε, αυτή η καθημερινότητα δεν αξίζει έναν τριψήφιο (τουλάχιστον) αριθμό likes το facebook και ένα όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας, συγγνώμη, ένα νόμπελ ειρήνης; Όχι κυρίες και κύριοι, δήθεν φιλάνθρωποι και τζάμπα πολιτισμένοι. Στον πολιτισμό των παππούδων και των γιαγιάδων μας δε χωρά καμία ανταμοιβή και καμία γνωστοποίηση. Δεν υπάρχουν φλας, φωτογραφίες, κάμερες και δημοσιογράφοι δίπλα σε χολιγουντιανές τηλεπερσόνες. Χωρά μόνο μια πράξη εκκωφαντικά απλή, μια βοήθεια που δε χρειάζεται διαφήμιση για να είναι Προσφορά. Η δωρεά των προγόνων μας δεν προϋπόθετε κανέναν μηχανισμό εντυπώσεων. Ο πολιτισμός τους ήταν η καθημερινότητά τους, το πώς μιλούσαν και το πώς πρόσφεραν την φιλοξενία, όχι το πώς έφτιαχναν για το θεαθήναι το σήμα της ειρήνης με σωσίβια.
Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό αλλά ο πολιτισμός των ομόφυλων ζευγαριών, των αποτεφρωμένων νεκρών, των τηλεοπτικών ακτιβιστών δεν παράγει τίποτα. Στάχτη, ανόργανη ύλη, το τίποτε από το τίποτε για το τίποτε. Κι εμείς προσπαθούμε αυτό το τίποτα να το κάνουμε σημαντικό, να του δώσουμε μια ταυτότητα ένα λόγο να υπάρχει για να χωρέσουμε μέσα σε τούτο κι εμείς ως νόημα, πώς αλλιώς να δικαιολογηθεί μια ζωή που το μεγαλύτερό της ταξίδι είναι γύρω από τον εαυτό της; Ερήμην της δεν ανήκουμε πουθενά. Κι αυτό είναι ανυπόφορο και κάνει και τη ζωή μας ανυπόφορη. Σε ένα καταπληκτικό δημοσίευμα ο Χρήστος Βακαλόπουλος αναρωτιόταν τι μας χρειάζεται σήμερα ο Παπαδιαμάντης κι έδινε την παρακάτω απάντηση. Νομίζω ιδανικότερος επίλογος για τον πολιτισμό της ανόργανης ύλης δεν θα μπορούσε να υπάρξει: «Η εποχή βοά για την ανάγκη μιας ψευδοκατασκευής, μιας παραισθητικής ζωής, ενός τέλειου σεναρίου που θα σφίξει τον σύγχρονο κόσμο στα πλοκάμια του και θα τον αποτελειώσει μέσα στη νάρκη της ηδονής. Εμείς οι ίδιοι έχουμε προσχωρήσει σ’ αυτή την αισθητική αντιμετώπιση των πάντων, σε μια σεναριακή αντίληψη της πραγματικότητας, δεν πιστεύουμε σε τίποτα η μάλλον πιστεύουμε βαθύτατα ότι συμμετέχουμε σε μια πλοκή που καθρεφτίζει τον εαυτό της και μόνο. Οι σύγχρονοι τύραννοι μας, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, διαμορφώνουν έναν κόσμο – λαβύρινθο όπου η απλούστερη ανθρώπινη δραστηριότητα ανάγεται σε κάποιο μηχανισμό εντυπώσεων με μοναδικό σκοπό τη σαγήνη. Η ζωή μας δεν μας αφορά, το μόνο που μας ερεθίζει είναι μια άλλη ζωή που θα μπορούσαμε να ζήσουμε, δεχόμαστε από παντού προτάσεις σεναρίων για το φάντασμα της ζωής που επιθυμούμε και τις συζητάμε μέχρι να πεθάνουμε». (Από τη συλλογή κειμένων του Χρήστου Βακαλόπουλου με τίτλο: Από το χάος στο χαρτί, εκδόσεις Εστία). Ολόκληρη η ανάρτηση...
Αυτή τη σπονδυλωτή ταινία ύμνο για τη ζωή θυμήθηκα κλείνοντας τα δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση και τους καυγάδες που παρέλασαν σε αυτή για το σύμφωνο συμβίωσης και το δικαίωμα στην αποτέφρωση. Ζήτω τα ανθρώπινα δικαιώματα! Ζήτω ο selfie πολιτισμός μας! Επιτέλους εκπολιτιστήκαμε, αδερφές και παλικάρια φιληθείτε ελεύθερα μες στη Βουλή, ιερείς καταδικάστε απρόσωπα, εσείς ως αναμάρτητοι ρίξτε πρώτοι τον λίθο, ο Νίτσε ήταν πιο σοφός, κάτι ήξερε, ο Θεός πέθανε, ας αποτεφρωθούμε με τυμπανοκρουσίες, εδώ ολόκληροι νησιώτες βγάζουν φωτογραφίες την ώρα που βοηθούν πρόσφυγες για να αθροίσουν likes στον ιστολογαριασμό του facebook, εμείς θα μείνουμε πίσω; Όλα για τη δημοσιότητα, όλα για την πάρτη μας, τα πάντα επιτρέπονται, όλα για έναν, εμάς.
Γράφω τα παρακάτω με την ελπίδα πως ο όποιος αναγνώστης θα μπορεί να διακρίνει την διαφορετικότητα της άποψης. Δίχως να προσβάλει κανείς τον οποιονδήποτε, αποδεχόμενος με σεβασμό τη διαφορετικότητά του αλλά αναγνωρίζοντας πως αυτή η διαφορετικότητα μπορεί να εκφράζεται δίχως αλληλοκατηγορίες, χωρίς υπονοούμενα και βρισιές. Υπάρχει διάλογος; Ξέρουμε, μπορούμε να συνομιλήσουμε, γίνεται να καταλήγουμε κάπου ή μόνο να ακούμε τους παράλληλους μονολόγους μας; Γράφω αδυνατώντας να ερμηνεύσω θετικά το σύμφωνο τον θόρυβο γύρω από το σύμφωνο συμβίωσης, το δικαίωμα στην αποτέφρωση αλλά και τους τηλεοπτικούς σωτήρες που κατέκλυσαν το διαδίκτυο. Γράφω αναγνωρίζοντας την άρνηση όσο και τον σεβασμό στο διαφορετικό. Τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο.
Το σύμφωνο συμβίωσης φαντάζει στα μάτια μου σαν αυτό το βήμα που δεν παράγει τίποτα. Ακριβώς όπως και η στάχτη του νεκρού που αποτεφρώθηκε. Δυο άνθρωποι δεσμεύονται με μια συμφωνία δίχως να παράγουν ζωή. Δεν είναι αυτό το κριτήριο. Τι είδους συμφωνία απαιτείται για να συνταιριάξει τη ζωή δυο ανθρώπων όταν δεν υπάρχει καμία διάθεση να δημιουργήσουν οικογένεια; Κι ας μην πει κάποιος για την υιοθέτηση παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια γιατί αυτό είναι κάτι που ξεπερνά τη δυνατότητά μου να το παρακολουθήσω. Δεν μπορώ να το δικαιολογήσω. Για μένα είναι αφύσικο. Αν κάποιος μπορεί και το χωρά υπεύθυνα στη ζωή του καλά κάνει. Αυτός σίγουρα θα ξέρει τι θα πει και στο παιδί που θα αναθρέψει. Για ποιο λόγο να μην αρκεί ένα δικαστικό σύμφωνο, μια επίσημη πράξη κληρονομιάς για τα όποια κληρονομικά δικαιώματα και να βαφτίζουμε την όποια τέτοια σχέση ως σχέση ζωής, ως οικογένεια; Δεν είναι άδικο για όλους; Μια σχέση είναι λειψή όταν οι άνθρωποι της μοιράζονται αυτό που είναι ή αυτό που έχουν; Για να το προχωρήσουμε αυτό που είναι ή που δεν είναι; Αυτό που έχουν ή αυτό που δεν έχουν; Γιατί μου φαίνεται πως δίπλα στις νεαρές κουκλίτσες που μπλέκουν με πάμπλουτους υπερήλικες θα χωρέσουν πλέον και νεαροί σύντροφοι δίπλα σε υπερήλικες ομόφυλους προς εξασφάλιση αμφοτέρων.
Το ενοχλητικό ωστόσο, δεν είναι αν πρέπει να γίνει νόμος ή όχι, δε νομίζω να έχει και τόση σημασία ή αν θα ασχολούνταν κανείς εάν δεν πούλαγε τόσο πολύ στα κουτσομπολίστικα τηλεπεριοδικά. Το ενοχλητικό είναι η τεράστια δημοσιότητα που πήρε το θέμα κι από την πλευρά των υποστηρικτών κι από την πλευρά των πολεμίων. Λες κι όλα στην Ελλάδα γίνονται εν ονόματι μιας δημοσιότητας, όλα για μια φωτογραφία, για μια δημοσιοποίηση, για μια εντύπωση, εν τέλει. Ποιος κερδίζει τη μάχη είναι το ζητούμενο και με ποιο κόστος. Η νεοελληνική μας βιοτή μπορεί να μην παράγει πολιτισμό, παράγει όμως εντυπώσεις. Κι εκεί πρέπει να δώσουν όλοι τον καλύτερό τους εαυτό. Τον καλύτερο τους εαυτό! Αυτόν που πίσω από τον άνθρωπο που τελεί ένα Μυστήριο, καταδικάζει και στέλνει στην κόλαση κάποιους που είναι σαν κι αυτόν. Αδέρφια (ακούγεται υποτιμητικό). Αυτό τον εαυτό που πλημυρισμένος από κόμπλεξ στέκεται στη Βουλή για να αστράψουν τα φλας την ώρα που φιλιέται με τον ομόφυλό του και την επομένη ντύνεται με τα ράσα που βρίζει για να ειρωνευτεί έξω από τη Μητρόπολη. Αν αυτό δεν είναι κομπλεξισμός τότε τι; Αυτός που μιλά για ανθρώπινα δικαιώματα μέσα από βρισιές και προσβολές, αυτός που δεν αναγνωρίζει να κάνει διακρίσεις, να βάζει όρια ή να υπηρετεί μιαν ηθική. Δίχως κανόνες είναι όλα ευκολότερα. Ας ονομάσουμε την ευκολία ελευθερία, ας δώσουμε στο τίποτα μιαν υπόσταση, ας το κάνουμε από τίποτα κάτι, αυτό μετρά, έτσι πια θα μετράμε κι εμείς.
Ο πολιτισμός μας όμως δεν αρκείται σε αυτά. Δεν ξέρει να γεννά κάτι, να δίνει, να παράγει. Μόνο να του δίνουν, μόνο να χαίρεται, (ή καλύτερα να ηδονίζεται;), να υπάρχει μόνο για τον εαυτό του κι όταν πεθαίνει να σβήνουν τα πάντα, ποιο το νόημα στον κόσμο εάν εγώ δεν είμαι ανάμεσά του; Στάχτη να γίνουν όλα στάχτη κι εγώ. Ούτε λίπασμα για τα σκουλήκια για τα λουλούδια που θα ανθίσουν, για τους καρπούς των δέντρων; Όχι. Τέφρα, στάχτη, ανόργανη ύλη. Αφού θα γυρίσω στην ανυπαρξία, τι άλλο μπορεί να υπάρξει στο μηδέν; Αν όλα δεν με υπηρετούν ας χαθούν. Ούτε το μνήμα, ούτε να με θυμούνται, ούτε ως ανάμνηση, μια σκέψη, μια ανάρτηση στο facebook κι ως εκεί. Δεν θα γίνω εγώ σαν όλους τους άλλους τροφή για τα σκουλήκια, δεν έμαθα να δίνω, δε ξέρω να μοιράζομαι, τι θες; Τι ζητάς; Εδώ δεν έγινα φωτιά όσο ζούσα να θερμάνω τους άλλους ή να φωτίσω τη ζωή τους, τώρα ας καώ για πάρτη μου. Η παραισθητική μου ζωή έτσι με έμαθε να κάνω.
Ολοκληρώνοντας τις εικόνες του πολιτισμού ανόργανης ύλης έφερα στο νου μου την πρόταση για το νόμπελ ειρήνης στους νησιώτες για τη συμπαράσταση στους πρόσφυγες. Προσπαθούσα να χωνέψω το πόσο αδικούμε τους λίγους εκείνους αληθινούς ήρωες των νησιών που μένουν στην αφάνεια, πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας, που βοηθούν κρυμμένοι από κάμερες και αναρτήσεις στο instagram ή στο twitter. Τη στιγμή που για να ξεφύγουμε από μια χολιγουντιανή αντίληψη της πραγματικότητας ντυνόμαστε ρόλους σωτήρων, δήθεν σωτήρων. Δίνοντας ένα ενδιαφέρον, μια ταυτότητα φιλανθρωπίας στην μέχρι χθες ισοπεδωμένη ζωή μας, φοράμε τη μάσκα του αγωνιστή, του φιλάνθρωπου, του ακτιβιστή που επιτέλους ζει την περιπέτεια των ταινιών δράσης, κάποιας δράσης, (δράσης έστω), το σενάριο καλύτερα από το φάντασμα της ζωής που επιθυμούσαμε πριν πεθάνουμε. Ε, αυτή η καθημερινότητα δεν αξίζει έναν τριψήφιο (τουλάχιστον) αριθμό likes το facebook και ένα όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας, συγγνώμη, ένα νόμπελ ειρήνης; Όχι κυρίες και κύριοι, δήθεν φιλάνθρωποι και τζάμπα πολιτισμένοι. Στον πολιτισμό των παππούδων και των γιαγιάδων μας δε χωρά καμία ανταμοιβή και καμία γνωστοποίηση. Δεν υπάρχουν φλας, φωτογραφίες, κάμερες και δημοσιογράφοι δίπλα σε χολιγουντιανές τηλεπερσόνες. Χωρά μόνο μια πράξη εκκωφαντικά απλή, μια βοήθεια που δε χρειάζεται διαφήμιση για να είναι Προσφορά. Η δωρεά των προγόνων μας δεν προϋπόθετε κανέναν μηχανισμό εντυπώσεων. Ο πολιτισμός τους ήταν η καθημερινότητά τους, το πώς μιλούσαν και το πώς πρόσφεραν την φιλοξενία, όχι το πώς έφτιαχναν για το θεαθήναι το σήμα της ειρήνης με σωσίβια.
Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό αλλά ο πολιτισμός των ομόφυλων ζευγαριών, των αποτεφρωμένων νεκρών, των τηλεοπτικών ακτιβιστών δεν παράγει τίποτα. Στάχτη, ανόργανη ύλη, το τίποτε από το τίποτε για το τίποτε. Κι εμείς προσπαθούμε αυτό το τίποτα να το κάνουμε σημαντικό, να του δώσουμε μια ταυτότητα ένα λόγο να υπάρχει για να χωρέσουμε μέσα σε τούτο κι εμείς ως νόημα, πώς αλλιώς να δικαιολογηθεί μια ζωή που το μεγαλύτερό της ταξίδι είναι γύρω από τον εαυτό της; Ερήμην της δεν ανήκουμε πουθενά. Κι αυτό είναι ανυπόφορο και κάνει και τη ζωή μας ανυπόφορη. Σε ένα καταπληκτικό δημοσίευμα ο Χρήστος Βακαλόπουλος αναρωτιόταν τι μας χρειάζεται σήμερα ο Παπαδιαμάντης κι έδινε την παρακάτω απάντηση. Νομίζω ιδανικότερος επίλογος για τον πολιτισμό της ανόργανης ύλης δεν θα μπορούσε να υπάρξει: «Η εποχή βοά για την ανάγκη μιας ψευδοκατασκευής, μιας παραισθητικής ζωής, ενός τέλειου σεναρίου που θα σφίξει τον σύγχρονο κόσμο στα πλοκάμια του και θα τον αποτελειώσει μέσα στη νάρκη της ηδονής. Εμείς οι ίδιοι έχουμε προσχωρήσει σ’ αυτή την αισθητική αντιμετώπιση των πάντων, σε μια σεναριακή αντίληψη της πραγματικότητας, δεν πιστεύουμε σε τίποτα η μάλλον πιστεύουμε βαθύτατα ότι συμμετέχουμε σε μια πλοκή που καθρεφτίζει τον εαυτό της και μόνο. Οι σύγχρονοι τύραννοι μας, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, διαμορφώνουν έναν κόσμο – λαβύρινθο όπου η απλούστερη ανθρώπινη δραστηριότητα ανάγεται σε κάποιο μηχανισμό εντυπώσεων με μοναδικό σκοπό τη σαγήνη. Η ζωή μας δεν μας αφορά, το μόνο που μας ερεθίζει είναι μια άλλη ζωή που θα μπορούσαμε να ζήσουμε, δεχόμαστε από παντού προτάσεις σεναρίων για το φάντασμα της ζωής που επιθυμούμε και τις συζητάμε μέχρι να πεθάνουμε». (Από τη συλλογή κειμένων του Χρήστου Βακαλόπουλου με τίτλο: Από το χάος στο χαρτί, εκδόσεις Εστία). Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ετικέτες
Μποτίλιες στο πέλαγος
Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015
Libertà o Morte (ή αλλιώς πώς έμαθα κολύμπι)
Η Μanarola είναι ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό στη Σικελία. Βρέθηκα εκεί πριν από κάποια χρόνια, όταν είχα πάει για καλοκαιρινές διακοπές και για να ξαναδώ κάποιους αγαπημένους φίλους που με συνέδεαν με το πιο παλιό χωριό των Cinque Terre. Στο παρελθόν υπηρέτησα με απόσπαση σε μια μεγάλη πόλη της Ιταλίας και είχα εκεί έναν μικρό κύκλο γνωριμιών, ενώ με κάποιους διαλεχτούς κάναμε τακτικά και κάποιες μικρές και μεγάλες εκδρομές.
Το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του αλλά η γλύκα των θερινών διακοπών είχε κρατήσει τους τελευταίους της χυμούς. Το χωριό είναι από τα πλέον γραφικά σε ολόκληρη τη Σικελία, διάσημο τόσο για το τοπικό κρασί, το Sciacchetrà που παράγουν οι ντόπιοι στους τοπικούς αμπελώνες, όσο και για τις εξαιρετικής ομορφιάς παραλίες που περιστοιχίζουν το χωριό.
Ήταν Κυριακή απόγευμα και την επόμενη μέρα θα φεύγαμε. Μαζί μου ήταν δυο νεαρά ζευγάρια, όλοι Ιταλοί, ξεχωριστοί, αγαπημένοι μου μαθητές από το σχολείο που υπηρετούσα παλιότερα. Εκείνοι ήταν πλέον φοιτητές, απολάμβαναν την υπέροχη ανέμελη περίοδο της φοιτητικής ζωής, είχαν ένα θαυμάσιο και πολλά υποσχόμενο μέλλον εμπρός τους να ζήσουν, ένα μέλλον που ήταν απλωμένο στα πόδια τους κι όλο δικό τους. Ο Lorenzo, ο ένας από τους αγαπημένους μου μαθητές είχε μόλις βγει από τη θάλασσα και έκανε νόημα στην κοπέλα του την Silvana να του πετάξει μια πετσέτα.
- Ε, συ δάσκαλε γιατί δε βουτάς; Το νερό είναι υπέροχο, perfetto…
Τον κοίταξα χαμογελώντας. Το κολύμπι αποτελούσε εκείνα τα χρόνια για μένα μια υπόθεση γέλιου και δράματος. Λόγω ενός τραυματικού επεισοδίου, παρ’ ολίγον πνιγμού στην παιδική μου ηλικία, δεν κατάφερα να μάθω κολύμπι όσο ήμουν μικρός. Όσοι κατά το παρελθόν είχαν προσπαθήσει να με μάθουν να κολυμπώ είχαν αποτύχει ή αποθαρρυνθεί. Να μάθεις σε ένα παιδί κολύμπι πάει στο καλό, σε έναν μεγάλο όμως, δεν είναι και το πιο εύκολο, ιδίως όταν αυτός είναι κακός μαθητής. Και κάπως έτσι άπλωνα για ηλιοθεραπεία τα χρόνια μου δίχως να τολμώ να τα βουτήξω στη θάλασσα. Κι αυτά πλήθαιναν. Είχα πλέον συνηθίσει. Με ενοχλούσε αλλά το είχα πλέον μάθει. Ίσως και να είχα πειστεί πως δεν θα μάθαινα ποτέ να κολυμπώ και τα υγρά ταξίδια θα έμεναν απλά όνειρα.
- Δε νομίζω… δάσκαλε δε νομίζω να μη ξέρεις να κολυμπάς…niente; Ακούστηκε ο άλλος μου μαθητής ο Marco από την διπλανή ξαπλώστρα.
Η Rafaela, η αγαπημένη απουσιολόγος εκείνης της τάξης όρθωσε το κορμί της κι έβγαλε αργά τα μεγάλα γυαλιά ηλίου που έκρυβαν τα υπέροχα μάτια της. Με κοίταξε και στο πρόσωπο της μαζεύτηκαν όλες οι απορίες που δεν είχε ως μαθήτρια. Καλά κύριε είναι δυνατόν; Non sarà immergersi;
- Όχι, της απάντησα, Rafaela, δεν θα βουτήξω.
Εκείνη την ώρα η Silvana πέταξε την πετσέτα στον Lorenzo και στράφηκε σε μένα. Γι’ αυτό κάθε μέρα βγαίνετε τόσο γρήγορα; Come circa ora ...
Ο Marco κάθισε δίπλα μου. Perché;
- Perché, δεν έχει Marco. Μη με ρωτάς. Απλά δεν έμαθα, δεν έτυχε να μάθω. Δεν κατάφερα να μάθω. Δεν είχα τους κατάλληλους δασκάλους, άσε που κι εγώ ήμουν κακός μαθητής.
- Chiunque;
- Κανείς μικρή μου Silvana. Έτσι είναι η ζωή, δεν μπορείς να τα έχεις όλα…
- Κι εσείς; Εσείς δε θέλατε να μάθετε; Δεν σας αρέσει το κολύμπι;
- Πολύ Marco, απάντησα. Πάρα πολύ. Δεν μπορώ όμως, είναι απλό.
Οι τέσσερις νέοι κοιτάχτηκαν αμέσως σαν να ήταν συνεννοημένοι. Ο Lorenzo χαμογέλασε και μίλησε πρώτος.
- Σκέφτεστε αυτό που σκέφτομαι; Οι άλλοι ανταπέδωσαν εν είδει συνεννόησης το χαμόγελο κουνώντας το κεφάλι. Η Rafaela μού πρότεινε το χέρι της. Κύριε, καιρός να σας διδάξουμε εμείς. E 'il momento !
Δεν κατάλαβα ποια ώρα είχε έρθει αλλά στη συγκινητική παρότρυνση των αισιόδοξων νέων είχα έτοιμη την πικρή πείρα του παρελθόντος.
- Το έχω ξανακούσει αυτό! Δυστυχώς όμως δεν έγινε τίποτα. Πόσοι και πόσοι απογοητεύτηκαν μαζί μου. Μην ασχολείστε, δεν θα είστε οι μόνοι…
– Κύριε είπε ο Marco, σειρά σας να μας εμπιστευτείτε. Υπάρχει ο σωστός τρόπος, έτσι δεν είναι; Οι χίλιοι τρόποι αποτυχίας στο παρελθόν δεν αποκλείουν την επιτυχία της χιλιοστής πρώτης προσπάθειας έτσι δεν λέγατε;
- Τώρα τι να του απαντήσω; Να φανώ ανακόλουθος με τα όσα τους έλεγα; Έτσι είναι Marco, μόνο που …
- Φοβάστε κύριε; Ακούστηκε η φωνή της Silvana.
- Όχι μικρή μου δεν φοβάμαι απλά, έχω μάθει να ζω με αυτό.
- Καιρός να ξεμάθετε απάντησε δυνατά ο Lorenzo παρασύροντας σε μια κραυγή επιδοκιμασίες τους συνδαιτημόνες του. Θυμάστε που μιλούσαμε για τον καθημερινό θάνατο πριν τον θάνατο της μιας φοράς; Θυμάστε που είχαμε πει πως κανείς ή θα είναι ελεύθερος ή νεκρός; Τι θέλετε εσείς; Ελευθερία ή θάνατο;
Στο μυαλό μου άστραψαν τα λάβαρα του 21, Ελευθερία ή θάνατος! Επανάσταση! Μα είναι δυνατόν στις μέρες μας συνθήματα του 21; Κι όμως άλλος τρόπος να γίνει ο φόβος παρελθόν δεν υπήρχε. Έπρεπε η ελευθερία να νικήσει τον θάνατο, τον φόβο που παραλύει και νεκρώνει ζωές που νεκρώνει επιθυμίες και λαχτάρες, ακόμη κι αν αυτές είναι τόσο αθώες όσο να μάθει κανείς να κολυμπά.
Με μια βιαστική κίνηση η Rafaela με τράβηξε από τη ξαπλώστρα μου και έκανε νόημα στον Marco να με οδηγήσουν στο μικρό παλιό λιμανάκι του χωριού, λίγα μέτρα πιο πέρα. Εκείνη η τοποθεσία ήταν πλέον ερημική μιας και το νέο λιμάνι του χωριού είχε χτιστεί σε μια άλλη τοποθεσία, από την άλλη πλευρά του μικρού βουνού.
- Κύριε την βλέπετε την προβλήτα; Από εκεί πρέπει να πηδήξετε!
- Να κάνω τι;
- Να πηδήξετε, saltare, πώς το λέτε;
- Saltare, ναι να πηδήξω, μια λέξη είναι αλλά…
- αλλά δεν έχει αλλά, σιγά το ύψος˙ και μέσα που θα πέσετε θα πατώνετε. Μια ιδέα είναι κύριε.
- Μια ιδέα;
- Μια ιδέα. Ο Marco έπιασε τον ώμο μου. Κύριε, θυμάστε τι μας λέγατε για αυτόν που νικάει τον φόβο του;
- να τον αντιμετωπίζει κατάματα.
– ακριβώς αυτό. Ένας φόβος είναι, ένας ηλίθιος φόβος και μόνο. Αντιμετωπίστε τον. Βουτήξτε!
- Και βοήθεια; Ένα σωσίβιο, κάποιος δίπλα μου;
- Η Silvana κούνησε εμφατικά τα χέρια της: nessuno, κανείς απάντησαν κι οι άλλοι. Δεν είστε στο Baywatch κύριε, εσείς κι η θάλασσα μόνο…
Έπρεπε να βουτήξω. Για μια στιγμή γύρισα το βλέμμα μου στα καταγάλανα πανέμορφα σικελικά νερά, λες να είναι αυτή η τελευταία εικόνα πριν πνιγώ; Και γιατί να πνιγώ; Είναι τόσο όμορφη η ζωή! Γύρισα έπειτα τα μάτια μου στους νέους. Τους ζήλεψα. Έτσι πρέπει να μετρά τελικά κανείς τους φόβους του. Με την σιγουριά και την αψηφισιά των νέων. Ελεύθερος ή νεκρός; Ο τρόπος δίνει την απάντηση. Βαρέθηκα, κουράστηκα να φοβάμαι. Αν κάποιος πρέπει να πεθάνει για να μάθω κολύμπι, αυτός είναι ο παλιός μου εαυτός, ο δειλός, ο γεμάτος ανασφάλειες μαθητής που συνηθίζει να φοβάται αντί να χαίρεται. Ελεύθερος να χαίρομαι να κολυμπώ ή νεκρός στη ξαπλώστρα μου να βλέπω τους άλλους να κολυμπάνε και να ζηλεύω;
- Saltare κύριε, saltare…
- «Saltare»! Αυτό ήταν λοιπόν! Έπρεπε να βουτήξω. Ο φόβος ή θα παρέμενε φόβος ή θα έπαιρνε διαζύγιο από τα άνυδρα στοιχειωμένα μου χρόνια την ώρα που με μια απογευματινή βουτιά από την προκυμαία του παλιού λιμανιού της Manarola θα βουτούσα στα σικελικά νερά. Γέλασα για λίγο, ψιθύρισα στον εαυτό μου πως μετά από αυτή τη βουτιά όλα θα είναι διαφορετικά κι έκανα μια θεατρική κίνηση πως ετοιμάζομαι για μια θεαματική βουτιά.
O Lorenzo με σταμάτησε. -Κύριε, felicimente, με χαρά, τώρα θα μάθετε να κολυμπάτε! Δεν αξίζει ένα χαμόγελο μια τέτοια στιγμή;
Ναι, μικροί μου πολύτιμοι δάσκαλοι, στ’ αλήθεια εκείνη η στιγμή που αντιπαλεύεις πρόσωπο με πρόσωπο έναν μεγάλο σου φόβο όχι για να τον νικήσεις μόνο αλλά για να κατακτήσεις αυτό που ονειρεύεσαι, ναι, ένα χαμόγελο τουλάχιστον το αξίζει. Τα περασμένα πολλά χρόνια της άνυδρης ζωής μου θα έπαιρναν πανηγυρικά εκδίκηση! Στα χρόνια που ακολούθησαν απορώ κάθε φορά που το σκέφτομαι πόσο κουτό ήταν να μην διακινδυνεύσω να μάθω κάτι τόσο απλό και συνάμα όμορφο παρά περίμενα έξωθεν βοήθεια από ανθρώπους που εύκολα αποθαρρύνονταν κι από έναν εαυτό που δύσκολα κι άκοπα τολμούσε. Εγώ κι ο φόβος μου λοιπόν!
Δε θυμάμαι πια τι σκεφτόμουν εκείνη την ώρα της θεαματικής μου πρώτης βουτιάς˙ θυμάμαι όμως καλά δυο πράγματα. Την απερίγραπτη ομορφιά από τέσσερα ιταλικά νεανικά χαμόγελα απλωμένα σε ένα πανέμορφο σικελικό παραθαλάσσιο χωριό και μια κραυγή αγάπης και σιγουριάς που συνόδευσε τα δυο δευτερόλεπτα από την απογείωσή ως τη βουτιά μου στη θάλασσα. Libertà o Morte κύριε… Libertà o Morte…
Ολόκληρη η ανάρτηση...
Το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του αλλά η γλύκα των θερινών διακοπών είχε κρατήσει τους τελευταίους της χυμούς. Το χωριό είναι από τα πλέον γραφικά σε ολόκληρη τη Σικελία, διάσημο τόσο για το τοπικό κρασί, το Sciacchetrà που παράγουν οι ντόπιοι στους τοπικούς αμπελώνες, όσο και για τις εξαιρετικής ομορφιάς παραλίες που περιστοιχίζουν το χωριό.
Ήταν Κυριακή απόγευμα και την επόμενη μέρα θα φεύγαμε. Μαζί μου ήταν δυο νεαρά ζευγάρια, όλοι Ιταλοί, ξεχωριστοί, αγαπημένοι μου μαθητές από το σχολείο που υπηρετούσα παλιότερα. Εκείνοι ήταν πλέον φοιτητές, απολάμβαναν την υπέροχη ανέμελη περίοδο της φοιτητικής ζωής, είχαν ένα θαυμάσιο και πολλά υποσχόμενο μέλλον εμπρός τους να ζήσουν, ένα μέλλον που ήταν απλωμένο στα πόδια τους κι όλο δικό τους. Ο Lorenzo, ο ένας από τους αγαπημένους μου μαθητές είχε μόλις βγει από τη θάλασσα και έκανε νόημα στην κοπέλα του την Silvana να του πετάξει μια πετσέτα.
- Ε, συ δάσκαλε γιατί δε βουτάς; Το νερό είναι υπέροχο, perfetto…
Τον κοίταξα χαμογελώντας. Το κολύμπι αποτελούσε εκείνα τα χρόνια για μένα μια υπόθεση γέλιου και δράματος. Λόγω ενός τραυματικού επεισοδίου, παρ’ ολίγον πνιγμού στην παιδική μου ηλικία, δεν κατάφερα να μάθω κολύμπι όσο ήμουν μικρός. Όσοι κατά το παρελθόν είχαν προσπαθήσει να με μάθουν να κολυμπώ είχαν αποτύχει ή αποθαρρυνθεί. Να μάθεις σε ένα παιδί κολύμπι πάει στο καλό, σε έναν μεγάλο όμως, δεν είναι και το πιο εύκολο, ιδίως όταν αυτός είναι κακός μαθητής. Και κάπως έτσι άπλωνα για ηλιοθεραπεία τα χρόνια μου δίχως να τολμώ να τα βουτήξω στη θάλασσα. Κι αυτά πλήθαιναν. Είχα πλέον συνηθίσει. Με ενοχλούσε αλλά το είχα πλέον μάθει. Ίσως και να είχα πειστεί πως δεν θα μάθαινα ποτέ να κολυμπώ και τα υγρά ταξίδια θα έμεναν απλά όνειρα.
- Δε νομίζω… δάσκαλε δε νομίζω να μη ξέρεις να κολυμπάς…niente; Ακούστηκε ο άλλος μου μαθητής ο Marco από την διπλανή ξαπλώστρα.
Η Rafaela, η αγαπημένη απουσιολόγος εκείνης της τάξης όρθωσε το κορμί της κι έβγαλε αργά τα μεγάλα γυαλιά ηλίου που έκρυβαν τα υπέροχα μάτια της. Με κοίταξε και στο πρόσωπο της μαζεύτηκαν όλες οι απορίες που δεν είχε ως μαθήτρια. Καλά κύριε είναι δυνατόν; Non sarà immergersi;
- Όχι, της απάντησα, Rafaela, δεν θα βουτήξω.
Εκείνη την ώρα η Silvana πέταξε την πετσέτα στον Lorenzo και στράφηκε σε μένα. Γι’ αυτό κάθε μέρα βγαίνετε τόσο γρήγορα; Come circa ora ...
Ο Marco κάθισε δίπλα μου. Perché;
- Perché, δεν έχει Marco. Μη με ρωτάς. Απλά δεν έμαθα, δεν έτυχε να μάθω. Δεν κατάφερα να μάθω. Δεν είχα τους κατάλληλους δασκάλους, άσε που κι εγώ ήμουν κακός μαθητής.
- Chiunque;
- Κανείς μικρή μου Silvana. Έτσι είναι η ζωή, δεν μπορείς να τα έχεις όλα…
- Κι εσείς; Εσείς δε θέλατε να μάθετε; Δεν σας αρέσει το κολύμπι;
- Πολύ Marco, απάντησα. Πάρα πολύ. Δεν μπορώ όμως, είναι απλό.
Οι τέσσερις νέοι κοιτάχτηκαν αμέσως σαν να ήταν συνεννοημένοι. Ο Lorenzo χαμογέλασε και μίλησε πρώτος.
- Σκέφτεστε αυτό που σκέφτομαι; Οι άλλοι ανταπέδωσαν εν είδει συνεννόησης το χαμόγελο κουνώντας το κεφάλι. Η Rafaela μού πρότεινε το χέρι της. Κύριε, καιρός να σας διδάξουμε εμείς. E 'il momento !
Δεν κατάλαβα ποια ώρα είχε έρθει αλλά στη συγκινητική παρότρυνση των αισιόδοξων νέων είχα έτοιμη την πικρή πείρα του παρελθόντος.
- Το έχω ξανακούσει αυτό! Δυστυχώς όμως δεν έγινε τίποτα. Πόσοι και πόσοι απογοητεύτηκαν μαζί μου. Μην ασχολείστε, δεν θα είστε οι μόνοι…
– Κύριε είπε ο Marco, σειρά σας να μας εμπιστευτείτε. Υπάρχει ο σωστός τρόπος, έτσι δεν είναι; Οι χίλιοι τρόποι αποτυχίας στο παρελθόν δεν αποκλείουν την επιτυχία της χιλιοστής πρώτης προσπάθειας έτσι δεν λέγατε;
- Τώρα τι να του απαντήσω; Να φανώ ανακόλουθος με τα όσα τους έλεγα; Έτσι είναι Marco, μόνο που …
- Φοβάστε κύριε; Ακούστηκε η φωνή της Silvana.
- Όχι μικρή μου δεν φοβάμαι απλά, έχω μάθει να ζω με αυτό.
- Καιρός να ξεμάθετε απάντησε δυνατά ο Lorenzo παρασύροντας σε μια κραυγή επιδοκιμασίες τους συνδαιτημόνες του. Θυμάστε που μιλούσαμε για τον καθημερινό θάνατο πριν τον θάνατο της μιας φοράς; Θυμάστε που είχαμε πει πως κανείς ή θα είναι ελεύθερος ή νεκρός; Τι θέλετε εσείς; Ελευθερία ή θάνατο;
Στο μυαλό μου άστραψαν τα λάβαρα του 21, Ελευθερία ή θάνατος! Επανάσταση! Μα είναι δυνατόν στις μέρες μας συνθήματα του 21; Κι όμως άλλος τρόπος να γίνει ο φόβος παρελθόν δεν υπήρχε. Έπρεπε η ελευθερία να νικήσει τον θάνατο, τον φόβο που παραλύει και νεκρώνει ζωές που νεκρώνει επιθυμίες και λαχτάρες, ακόμη κι αν αυτές είναι τόσο αθώες όσο να μάθει κανείς να κολυμπά.
Με μια βιαστική κίνηση η Rafaela με τράβηξε από τη ξαπλώστρα μου και έκανε νόημα στον Marco να με οδηγήσουν στο μικρό παλιό λιμανάκι του χωριού, λίγα μέτρα πιο πέρα. Εκείνη η τοποθεσία ήταν πλέον ερημική μιας και το νέο λιμάνι του χωριού είχε χτιστεί σε μια άλλη τοποθεσία, από την άλλη πλευρά του μικρού βουνού.
- Κύριε την βλέπετε την προβλήτα; Από εκεί πρέπει να πηδήξετε!
- Να κάνω τι;
- Να πηδήξετε, saltare, πώς το λέτε;
- Saltare, ναι να πηδήξω, μια λέξη είναι αλλά…
- αλλά δεν έχει αλλά, σιγά το ύψος˙ και μέσα που θα πέσετε θα πατώνετε. Μια ιδέα είναι κύριε.
- Μια ιδέα;
- Μια ιδέα. Ο Marco έπιασε τον ώμο μου. Κύριε, θυμάστε τι μας λέγατε για αυτόν που νικάει τον φόβο του;
- να τον αντιμετωπίζει κατάματα.
– ακριβώς αυτό. Ένας φόβος είναι, ένας ηλίθιος φόβος και μόνο. Αντιμετωπίστε τον. Βουτήξτε!
- Και βοήθεια; Ένα σωσίβιο, κάποιος δίπλα μου;
- Η Silvana κούνησε εμφατικά τα χέρια της: nessuno, κανείς απάντησαν κι οι άλλοι. Δεν είστε στο Baywatch κύριε, εσείς κι η θάλασσα μόνο…
Έπρεπε να βουτήξω. Για μια στιγμή γύρισα το βλέμμα μου στα καταγάλανα πανέμορφα σικελικά νερά, λες να είναι αυτή η τελευταία εικόνα πριν πνιγώ; Και γιατί να πνιγώ; Είναι τόσο όμορφη η ζωή! Γύρισα έπειτα τα μάτια μου στους νέους. Τους ζήλεψα. Έτσι πρέπει να μετρά τελικά κανείς τους φόβους του. Με την σιγουριά και την αψηφισιά των νέων. Ελεύθερος ή νεκρός; Ο τρόπος δίνει την απάντηση. Βαρέθηκα, κουράστηκα να φοβάμαι. Αν κάποιος πρέπει να πεθάνει για να μάθω κολύμπι, αυτός είναι ο παλιός μου εαυτός, ο δειλός, ο γεμάτος ανασφάλειες μαθητής που συνηθίζει να φοβάται αντί να χαίρεται. Ελεύθερος να χαίρομαι να κολυμπώ ή νεκρός στη ξαπλώστρα μου να βλέπω τους άλλους να κολυμπάνε και να ζηλεύω;
- Saltare κύριε, saltare…
- «Saltare»! Αυτό ήταν λοιπόν! Έπρεπε να βουτήξω. Ο φόβος ή θα παρέμενε φόβος ή θα έπαιρνε διαζύγιο από τα άνυδρα στοιχειωμένα μου χρόνια την ώρα που με μια απογευματινή βουτιά από την προκυμαία του παλιού λιμανιού της Manarola θα βουτούσα στα σικελικά νερά. Γέλασα για λίγο, ψιθύρισα στον εαυτό μου πως μετά από αυτή τη βουτιά όλα θα είναι διαφορετικά κι έκανα μια θεατρική κίνηση πως ετοιμάζομαι για μια θεαματική βουτιά.
O Lorenzo με σταμάτησε. -Κύριε, felicimente, με χαρά, τώρα θα μάθετε να κολυμπάτε! Δεν αξίζει ένα χαμόγελο μια τέτοια στιγμή;
Ναι, μικροί μου πολύτιμοι δάσκαλοι, στ’ αλήθεια εκείνη η στιγμή που αντιπαλεύεις πρόσωπο με πρόσωπο έναν μεγάλο σου φόβο όχι για να τον νικήσεις μόνο αλλά για να κατακτήσεις αυτό που ονειρεύεσαι, ναι, ένα χαμόγελο τουλάχιστον το αξίζει. Τα περασμένα πολλά χρόνια της άνυδρης ζωής μου θα έπαιρναν πανηγυρικά εκδίκηση! Στα χρόνια που ακολούθησαν απορώ κάθε φορά που το σκέφτομαι πόσο κουτό ήταν να μην διακινδυνεύσω να μάθω κάτι τόσο απλό και συνάμα όμορφο παρά περίμενα έξωθεν βοήθεια από ανθρώπους που εύκολα αποθαρρύνονταν κι από έναν εαυτό που δύσκολα κι άκοπα τολμούσε. Εγώ κι ο φόβος μου λοιπόν!
Δε θυμάμαι πια τι σκεφτόμουν εκείνη την ώρα της θεαματικής μου πρώτης βουτιάς˙ θυμάμαι όμως καλά δυο πράγματα. Την απερίγραπτη ομορφιά από τέσσερα ιταλικά νεανικά χαμόγελα απλωμένα σε ένα πανέμορφο σικελικό παραθαλάσσιο χωριό και μια κραυγή αγάπης και σιγουριάς που συνόδευσε τα δυο δευτερόλεπτα από την απογείωσή ως τη βουτιά μου στη θάλασσα. Libertà o Morte κύριε… Libertà o Morte…
Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ετικέτες
Μποτίλιες στο πέλαγος
Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015
Ένα νησί για όλες τις απαντήσεις
Ο Φιλάρετος ήταν τέσσερα χρόνια δόκιμος. Όχι ένα και δυο. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια στο κοινόβιο της Παντοκράτορος στο Άγιον Όρος ασκήτευε στη μοναστική πολιτεία επιχειρώντας την εκπλήρωση της μεγαλύτερης συντριβής που είχε γνωρίσει έως τότε η ψυχή του, την γνωριμία του με τον Θεό. Εδώ και πέντε μήνες, στην αλλαγή του χρόνου ο ηγούμενος του είχε αναθέσει το διακόνημα του υποτακτικού στο γηροκομείο της Μονής. Τρία γεροντάκια όλα κι όλα, που δεν τα έπιανε το μάτι σου πως ήταν ανήμπορα να συγυρίσουν τον εαυτό τους, το πρόσωπό τους ήταν φωτεινό και πρόσχαρο όλη την ώρα παρά την ασθένεια που φιλοξενούσε σε τούτο το χαρούμενο πρόσωπο η ταλαιπωρημένη τους σάρκα.
Στην αρχή ο Φιλάρετος είχε εκφράσει τη δυσαρέσκειά του στον Γέροντα. Μα είναι δυνατόν αυτός, ένας ικανότατος ψάλτης, από τους λίγους στο Όρος, ακόμη θυμούνται το ψάλσιμό του στην αναστάσιμη πανήγυρη στη σκήτη του προφήτη Ηλία, ένας εξαίρετος γνώστης των θεολογικών σπουδών, ένας επιδέξιος τραπεζάρης τα τελευταία τρία χρόνια να καταλήξει στο γηροκομείο της Μονής; Τόσο λίγα περίμενε ο Γέροντας πια από αυτόν; Τέσσερα χρόνια δόκιμος κάτι τέτοιο φάνταζε στο μυαλό του μάλλον σαν πισωγύρισμα παρά σαν πρόοδος στην πνευματική ζωή. Μα δεν ήταν δυνατόν, έπρεπε πια να μιλήσει στον Γέροντα. Να του υποδείξει το λάθος του, να ηρεμήσει τους λογισμούς του, δεν είναι δυνατόν, ο Γέροντας κάποιο λάθος θα έκανε, κάτι άλλο θα είχε στο μυαλό του και μπερδεύτηκε τότε που ανακοίνωνε τα διακονήματα της νέας χρονιάς. Σήμερα κιόλας μετά το απόδειπνο θα ζητήσει να δει τον Γέροντα, να μιλήσει μαζί του, να τον ρωτήσει μήπως θέλει να διορθώσει το λάθος του, είναι δυνατόν να αδικείται τόσο κατάφωρα ένας τέτοιος ψάλτης, ένας τόσο ικανός τραπεζάρης στη φροντίδα τριών γερόντων.
- Φιλάρετε, Φιλάρετε έλα λίγο σε παρακαλώ.
Από το γωνιακό δωμάτιο ακούστηκε η φωνή του γεροΙακώβου. Ενός γέροντα από την Ήπειρο που ήρθε σε μεγάλη ηλικία, μετά τα σαράντα στο μοναστήρι και συμπλήρωσε ήδη άλλα τόσα κλεισμένος στα τείχη του μεγάλου μοναστηριού, χωρίς να χρειαστεί να βγει ποτέ πια από το Όρος, ούτε για γιατρό, ούτε κι όταν πέθαναν κάποια συγγενικά πρόσωπα της οικογένειά του. Η οικογένειά του τώρα, έλεγε, ήταν αυτή, δεν ήθελε να βγει έξω, δεν τολμούσε, φοβόταν, ποιος ξέρει, μόνο αυτός κι οι δυο γέροντες που γνώρισε στη μοναστική του ζωή, αυτοί ήξεραν γιατί αυτό το λιγνό γεροντάκι δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ τα αγιορείτικα σύνορα.
- Φαίνεται καθαρά η Θάσος παιδί μου;
Ο δόκιμος έστρεψε το βλέμμα του στο παράθυρο προσπαθώντας να διακρίνει τη γραμμή του νησιού στον ορίζοντα. Μα ναι, ο ουρανός ήταν ξάστερος, θρέμμα μιας θαυμάσιας μαγιάτικης μέρας, ναι το δίχως άλλο η Θάσος φαίνονταν μια χαρά. Κουνώντας ελαφρά το κεφάλι έδειξε την κατάφασή του στον κατάκοιτο γέροντα.
- Τίποτε άλλο; Θες να φέρω τη σούπα σου να φας τώρα και να ξεκουραστείς;
- Τίποτε άλλο παιδί μου, αρκεί που φαίνεται το νησί. Αρκεί που όλα είναι καθαρά και ξάστερα. Δε θέλω τίποτε άλλο, πήγαινε στην ευχή του Θεού, σ’ ευχαριστώ.
- Μα καλά γεροΙάκωβε για αυτό με κάλεσες; Να με ρωτήσεις για το αν φαίνεται ένα νησί;
- Για τι άλλο παιδί μου; Όλα τα άλλα τα έχω λυμένα. Δεν υπάρχουν ερωτήσεις σε αυτό τον κόσμο γιε μου, είσαι μικρός ακόμη αλλά θα καταλάβεις.
- Δεν υπάρχουν ερωτήσεις; Ο δόκιμος τέντωσε το κορμί του έκπληκτος. Είναι δυνατόν; Όλα μπορούσε να τα συγχωρέσει σε τούτο το διακόνημα και καθημερινά έκανε τεράστιες θυσίες στην υπομονή και στην άσκησή του μα τούτο δίχως άλλο ήταν μια ξεκάθαρη πρόκληση του πειρασμού. Ο νέος ήταν βέβαιος, έτσι τουλάχιστον ήξερε από τους άλλου πατέρες, πως ο γεροΙάκωβος δεν είχε τελειώσει καν το Γυμνάσιο. Είναι ποτέ δυνατόν ένας τέτοιος άνθρωπος να τα ξέρει όλα; Να μην έχει ερωτήματα; Μικρά έστω; Τόσο οίηση; Τόση έπαρση πια; Άκου: όλα τα άλλα τα έχω λυμένα! Τι θα έλεγε γι’ αυτόν ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης; Πού θα τον κατέτασσε; Σίγουρα στα τελευταία σκαλιά της ουρανοδρόμου κλίμακας. Μα όχι αυτός ο δύστυχος γεράκος είναι κοντά στον τερματισμό της επίγειας ζωής του, πρέπει να πάει έτοιμος στην θύρα της άλλης ζωής, όχι με τόση έπαρση, όχι με τόσο κομπασμό, τι μπελάδες είναι αυτοί που ξετυλίγονται στο μυαλό του νεαρού διακονητή; Λες γι’ αυτό ο Γέροντας να τον τοποθέτησε εδώ σε τούτη τη γωνιά του Μοναστηριού για να ετοιμάζει με την παιδεία του τους απαίδευτους γέροντες της Μονής για το πέρασμά τους στην άλλη ζωή; Μα ναι, το δίχως άλλο αυτή είναι η μεγάλη του πρόκληση, η ευκαιρία να αποδείξει στον Γέροντα πως είναι έτοιμος πια να φορέσει το σχήμα του μοναχού, να συγκαταλεχθεί κι αυτός στη μεγάλη χορεία των μοναχών που αφιέρωσαν τη ζωή τους σε τούτο τον αγιασμένο παραθαλάσσιο βράχο.
- Την ευχή σου γέροντα μα είναι δυνατόν να μην έχεις ερωτήματα; Να τα ξέρεις όλα και να ρωτάς μόνο για το αν φαίνεται ένα νησί στον ορίζοντα; Είναι δυνατόν; Αυτό το ξέρει κι ένα μικρό παιδί, το βλέπει, το καταλαβαίνει. Κι εσύ εάν ήσουν υγιής και σηκωνόσουν όρθιος θα μπορούσες να διακρίνεις τη γραμμή της Θάσου στον ορίζοντα. Τα άλλα δηλαδή τα ξέρεις όλα;
- Όχι. Ίσα ίσα που αυτά που ξέρω είναι λίγα, πολύ λίγα. Πώς φτιάχνεται ένα αμάξι για παράδειγμα, αυτό το ξέρω καλά, αυτή τη δουλειά έκανα έξω στον κόσμο.
- Μα αυτό είναι κάτι ελάχιστο που το ξέρει ο καθένας. Υπάρχουν όμως χιλιάδες πράγματα για τα οποία πρέπει να ρωτάς.
- Όπως για παράδειγμα;
- Ο δόκιμος έγειρε λίγο το κεφάλι του κατά τον ανοιχτό ορίζοντα. Τι απλόχερα ήταν απλωμένο τούτο το μπλε στον ουρανό στη φύση στη θάλασσα στα μάτια του, στο βλέμμα του. Σπάταλος ο Θεός για να κρύβεται, δίκιο είχε ο ποιητής.
- Πώς πρέπει να ζει ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος, οι μοναχοί για να κληρονομήσουν την αιώνια Βασιλεία, οι σύζυγοι για να έχουν μια ολοκληρωμένη συζυγική ζωή, ο καθένας για να βρει την ευτυχία. Αυτά δεν είναι κορυφαία ερωτήματα;
Ο ξαπλωμένος γέροντας έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να χαμογελάσει ευγενικά, συγκρατώντας περισσότερο την έκπληξη του σε κάτι που του ακούστηκε τόσο άξιο γέλιου. Έπρεπε όμως να συγκρατηθεί. Ίσως και η ασθένειά του να μην του επέτρεπε να είναι τόσο εκδηλωτικός με τις κινήσεις του προσώπου του.
- Καλό μου παιδί. Δεν σε παρεξηγώ. Είσαι πολύ μικρός ακόμη. Αυτά που λες όμως δεν είναι ερωτήματα. Ή αν θες καλύτερα δεν είναι ερωτήματα που μπορούν να απασχολούν κάποιον σώφρονα άνθρωπο. Είναι… να πώς να το πω; Έτσι απλά για να περνά η ώρα.
Το βλέμμα του συνομιλητή σκοτείνιασε. Ανάξιο λόγου να ρωτά κανείς πώς να ζει για να ζει ολοκληρωμένα να κυνηγήσει την ευτυχία, τη Βασιλεία του Θεού; Μάλλον τούτος ο γέροντας δεν έχει υπόψη του τις σπουδές, την εμβρίθεια, τις θεολογικές ανησυχίες τούτου του νεαρού φιλοπρόοδου καλόγερου. Η καταιγίδα στο βλέμμα, απλώθηκε στο πρόσωπο, απλώθηκε στο κορμί, τρύπωσε με μια απότομη κι έντονη κίνηση βαθιά και σκοτείνιασε με μιας την ψυχή του Φιλάρετου. Αλλά βέβαια πώς να γίνει αλλιώς, να προσποιείται τον αδιάφορο όταν ένας άλλος μοναχός δηλώνει αδιαφορία για τις ανησυχίες των συνανθρώπων του ασφαλισμένος σε μια εγωιστική διατύπωση πως γνωρίζει ήδη τα πάντα; Και από την άλλη είναι λογικό ένας άνθρωπος του Θεού, έτσι δεν λένε οι πολλοί για τους μοναχούς, να μην ενδιαφέρεται για την προσέγγιση του Θεού, την ολοκληρωμένη πρόταση που ως επίγεια ευτυχία καταθέτει η διδασκαλία του Κυρίου στον σύγχρονο άνθρωπο;
- Μη σκοτεινιάζεις Φιλάρετε, έτσι είναι. Θα περάσει λίγο ο καιρός και θα δεις κι εσύ. Αυτό που λες ευτυχία είναι απλά μια λέξη, ένα λιμάνι σε ένα ταξίδι δίχως τέλος, κάτι που οι άνθρωποι θέλουν να κυνηγούν για να ξεχνούν την αγωνία από τις ευθύνες της ζωής τους, τίποτε άλλο. Για εμάς τους ανθρώπους αυτή η ζωή είναι ένα άθλημα, μια δοκιμασία με αμέτρητες δυσκολίες και σπάνιες χαρές. Σπάνιες και για τούτο πολύτιμες κι ανεκτίμητες.
- Κι αν είναι έτσι, ο άνθρωπος δεν έχει ερωτήματα; Δεν πρέπει να τον ενδιαφέρει τίποτα; Τα ξέρει όλα ή πρέπει να είναι αδιάφορος;
- Κάπως έτσι. Ένα μόνο ερώτημα υπάρχει παιδί μου. Ένα μόνο. Κι από την απάντηση που δίνει ο καθένας μας καταλαβαίνεις τι ζωή περνά.
Ο νεαρός μοναχός άνοιξε τα μάτια με έκπληξη! Ένα; Μόνο ένα ερώτημα; Μόνο ένα το ερώτημα; Και αυτός τότε γιατί κοπιάζει μια ζωή; Γιατί εάν τα πράγματα είναι τόσο απλά που καθορίζονται από μια απάντηση ο Γέροντάς του τον υποβάλλει σε τόσες καθημερινές δοκιμασίες; Μα είναι στ’ αλήθεια ξεκάθαρο˙ τούτο το γεροντάκι έχει απωλέσει και την τελευταία στάλα λογικής και ορθής κρίσης, η αρρώστια του έχει καταβάλει και το μυαλό του.
- Δε θες να μάθεις την ερώτηση;
Ο Φιλάρετος έστρεψε γρήγορα την πλάτη ανοίγοντας το βήμα του προς την έξοδο.
- Όχι γεροΙάκωβε, δε χρειάζεται˙ λοιπόν η Θάσος είναι στη θέση της, φαίνεται μια χαρά, ο ουρανός είναι καταγάλανος όπως κι η θάλασσα, λοιπόν εάν θες κάτι άλλο, όποτε θες τη σούπα σου κάλεσέ με, την ευχή σου…
- Υπάρχει Θεός; Αυτό είναι το ερώτημα παιδί μου, στο καλό, η Παναγία μαζί σου…
Το κορμί του νέου πάγωσε με τον μοναδικό τρόπο που οι ήχοι κάποιων λέξεων έχουν την ικανότητα να αδρανοποιούν αυτόν που δεν είναι υποψιασμένος πως μπορεί να τις ακούσει. Το χέρι του έμεινε καρφωμένο στο ξύλινο δοκάρι της πόρτας. Γύρισε απλά το βλέμμα στο μέρος από όπου ακούστηκε το ένα και μόνο ερώτημα του κόσμου. Αν υπάρχει Θεός! Να το ρωτά ένας μοναχός και μάλιστα ένας υπερήλικας μεγαλόσχημος μοναχός λίγο πριν εκδημήσει εις Κύριον, μα στ’ αλήθεια τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια σε τούτα τα βράχια αυτό το φιλήσυχο γεροντάκι; Αν υπάρχει Θεός; Αυτό είναι το ερώτημα; Είναι δυνατόν;
- Το ξέρω πως σου φαίνεται παιδιάστικη η διατύπωσή του όμως στα αλήθεια καλέ μου Φιλάρετε όλη η ανθρώπινη περιπέτειά μας σε τούτο τον κόσμο δεν είναι τίποτε άλλο από την αντανάκλαση της απάντησης που δίνουμε σε τούτο το απλό ερώτημα. Αν και πόσο πιστεύεις.
- Μα εδώ στο μοναστήρι δεν υπάρχει κανείς που να μην πιστεύει, ή τουλάχιστον δεν πρέπει να υπάρχει. Ο δόκιμος έστρεψε το κορμί στο παράθυρο και πλησίασε με βήματα αργά το κρεβάτι του συνομιλητή του.
- Φιλάρετε, από τη στιγμή που ο καθένας μας μαθαίνει τον εαυτό του καλείται να δώσει μια τίμια απάντηση στο μεγάλο ερώτημα. Εάν υπάρχει Θεός του αξίζουν τα πάντα, εάν όχι μπορεί να ζήσει όπως θέλει.
- Κι αν υπάρχει Θεός δε ζει όπως θέλει; Η ελευθερία μας; - Μπορεί να ζήσει όπως θέλει, το μυστικό αυτής τη ζωής είναι τούτο: ζήσε όπως θες, αρκεί να ξέρει πως ό,τι κι αν κάνεις είσαι μες στη χούφτα του Θεού.
- Αν πιστεύω στον Θεό.
- Βέβαια. Εάν πιστεύεις στον Θεό.
- Κι αν όχι; Εάν πως θα ζω όπως θέλω και δεν με ενδιαφέρει αν υπάρχει Θεός;
- Δεν αλλάζει κάτι, ζήσε όπως θες δίχως να σε ενδιαφέρει για το εάν υπάρχει Θεός.
- Και τι είδους σχέση τότε έχω; Εάν δεν τον αγαπώ, δεν ενδιαφέρομαι γι αυτόν;
- Δεν πειράζει παιδί μου, αρκεί που σε αγαπά Αυτός. Δε πειράζει που δεν τον αγαπάς και δεν ξέρεις τίποτα για Αυτόν, σημασία έχει πως σε αγαπά Αυτός και ξέρει τα πάντα για σένα.
Ο μαθητής της μοναστικής πολιτείας πλησίασε το κρεβάτι του ηλικιωμένου μεγαλόσχημου, έσυρε ένα μικρό ξύλινο καρεκλάκι που βρίσκονταν δίπλα και κάθισε πιο κοντά του, γέρνοντας το πρόσωπο στο μέρος του σαν να συνομιλούσαν κρυφά.
- Κι έπειτα κοίτα πόσο απλά τα κάνει ο Θεός με την αγάπη του τα πράγματα για εμάς. Σου λέει κάνε ό,τι θες, ό,τι θες το ακούς; Αρκεί να ξέρεις πως υπάρχω και είμαι δίπλα σου κάθε φορά που χάνεις τον προορισμό σου ή αστοχείς.
- Κι αρκεί αυτό; Και να αμαρτήσω είμαι ελεύθερος από τον Θεό;
- Προπάντων αυτό. Θυμήσου Φιλάρετε πως μια στιγμή μετάνοιας μπορεί να νικήσει μια ζωή αμαρτίας. Αρκεί να θυμηθείς την κατάλληλη στιγμή πού βρίσκεσαι.
- Στην χούφτα του Θεού…
- Στην χούφτα του Θεού, ακριβώς!
- Μα πώς να το ξέρω; Γνωρίζεται αυτό;
Ο γέροντας χαμογέλασε με μια γλυκύτητα που συμπύκνωνε μια βεβαιωμένη εμπειρία χτισμένη με το βάρος των χρόνων στις πλάτες του.
- Υπάρχει κάτι ανώτερο από τη γνώση παιδί μου. Λέγεται πίστη. Με τη γνώση απλά μαθαίνεις κάτι που μπορεί να μαθευτεί, κάτι που έχει όρια, με τη πίστη το ξεπερνάς, ζεις το θαύμα κατάσαρκα, τον Θεό μέσα σου, όπως το καταλαβαίνει κανείς αυτό…
- Τον Θεό μέσα σου…
Ο νεαρός δόκιμος σηκώθηκε αργά από το καρεκλάκι. Η σιωπή υποδέχτηκε τα γλυκά χρώματα από το ηλιοβασίλεμα που έσταξαν στον καθαρό ουρανό. Τα βλέμματα των δυο αντρών συναντήθηκαν σαν αγκαλιά και σαν ευχαριστία κάπου στο κέντρο του δωματίου. Το δείλι αποκαθήλωνε σιγά σιγά όλα τα περιττά από τούτες τις στιγμές.
- Λυπάμαι τους επιστήμονες, είπε ο δόκιμος τραβώντας κατά την έξοδο. Αφιερώνουν μια ζωή για να μάθουν κάτι που υπάρχει ήδη. Το θαύμα όμως ξεκινά με μια απάντηση, μόνο μια…
- Έτσι είναι παιδί μου, δεν υπάρχουν ερωτήσεις σε αυτή τη ζωή. Μόνο ένα είναι το ερώτημα. Μόνο ένα…
Τα βήματα του μικρού καλόγερου έσυραν τις σκέψεις του ως την πόρτα. Ξανάβαλε το χέρι του στο ξύλινο δοκάρι μα αυτή τη φορά όχι από έκπληξη, δεν είχε πια απορίες, δεν υπήρχαν απορίες, όλα είχαν τακτοποιηθεί τόσο όμορφα και γαλήνια μέσα και γύρω του. Ούτε ερωτήματα στον Γέροντα, ούτε στον εαυτό του, καμία απορία να λυθεί, κανένα ζήτημα αξεδιάλυτο. Όλα στη θέση τους, για το χατίρι μιας και μόνο απάντησης που έκανε κάθε ερωτηματικό κάτι παντελώς άγνωστο από τη γραμματική των ανθρώπινων ανησυχιών. Όλα είναι στη θέση τους, όπως πρέπει να γίνονται, με τη σοφία που η ίδια η ζωή τα στολίζει.
- Την ευχή σου γέροντα! Η Θάσος φαίνεται πεντακάθαρα…
- Του Κυρίου παιδί μου, αυτό αρκεί, δόξα τω Θεώ… αυτό αρκεί… Ολόκληρη η ανάρτηση...
Στην αρχή ο Φιλάρετος είχε εκφράσει τη δυσαρέσκειά του στον Γέροντα. Μα είναι δυνατόν αυτός, ένας ικανότατος ψάλτης, από τους λίγους στο Όρος, ακόμη θυμούνται το ψάλσιμό του στην αναστάσιμη πανήγυρη στη σκήτη του προφήτη Ηλία, ένας εξαίρετος γνώστης των θεολογικών σπουδών, ένας επιδέξιος τραπεζάρης τα τελευταία τρία χρόνια να καταλήξει στο γηροκομείο της Μονής; Τόσο λίγα περίμενε ο Γέροντας πια από αυτόν; Τέσσερα χρόνια δόκιμος κάτι τέτοιο φάνταζε στο μυαλό του μάλλον σαν πισωγύρισμα παρά σαν πρόοδος στην πνευματική ζωή. Μα δεν ήταν δυνατόν, έπρεπε πια να μιλήσει στον Γέροντα. Να του υποδείξει το λάθος του, να ηρεμήσει τους λογισμούς του, δεν είναι δυνατόν, ο Γέροντας κάποιο λάθος θα έκανε, κάτι άλλο θα είχε στο μυαλό του και μπερδεύτηκε τότε που ανακοίνωνε τα διακονήματα της νέας χρονιάς. Σήμερα κιόλας μετά το απόδειπνο θα ζητήσει να δει τον Γέροντα, να μιλήσει μαζί του, να τον ρωτήσει μήπως θέλει να διορθώσει το λάθος του, είναι δυνατόν να αδικείται τόσο κατάφωρα ένας τέτοιος ψάλτης, ένας τόσο ικανός τραπεζάρης στη φροντίδα τριών γερόντων.
- Φιλάρετε, Φιλάρετε έλα λίγο σε παρακαλώ.
Από το γωνιακό δωμάτιο ακούστηκε η φωνή του γεροΙακώβου. Ενός γέροντα από την Ήπειρο που ήρθε σε μεγάλη ηλικία, μετά τα σαράντα στο μοναστήρι και συμπλήρωσε ήδη άλλα τόσα κλεισμένος στα τείχη του μεγάλου μοναστηριού, χωρίς να χρειαστεί να βγει ποτέ πια από το Όρος, ούτε για γιατρό, ούτε κι όταν πέθαναν κάποια συγγενικά πρόσωπα της οικογένειά του. Η οικογένειά του τώρα, έλεγε, ήταν αυτή, δεν ήθελε να βγει έξω, δεν τολμούσε, φοβόταν, ποιος ξέρει, μόνο αυτός κι οι δυο γέροντες που γνώρισε στη μοναστική του ζωή, αυτοί ήξεραν γιατί αυτό το λιγνό γεροντάκι δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ τα αγιορείτικα σύνορα.
- Φαίνεται καθαρά η Θάσος παιδί μου;
Ο δόκιμος έστρεψε το βλέμμα του στο παράθυρο προσπαθώντας να διακρίνει τη γραμμή του νησιού στον ορίζοντα. Μα ναι, ο ουρανός ήταν ξάστερος, θρέμμα μιας θαυμάσιας μαγιάτικης μέρας, ναι το δίχως άλλο η Θάσος φαίνονταν μια χαρά. Κουνώντας ελαφρά το κεφάλι έδειξε την κατάφασή του στον κατάκοιτο γέροντα.
- Τίποτε άλλο; Θες να φέρω τη σούπα σου να φας τώρα και να ξεκουραστείς;
- Τίποτε άλλο παιδί μου, αρκεί που φαίνεται το νησί. Αρκεί που όλα είναι καθαρά και ξάστερα. Δε θέλω τίποτε άλλο, πήγαινε στην ευχή του Θεού, σ’ ευχαριστώ.
- Μα καλά γεροΙάκωβε για αυτό με κάλεσες; Να με ρωτήσεις για το αν φαίνεται ένα νησί;
- Για τι άλλο παιδί μου; Όλα τα άλλα τα έχω λυμένα. Δεν υπάρχουν ερωτήσεις σε αυτό τον κόσμο γιε μου, είσαι μικρός ακόμη αλλά θα καταλάβεις.
- Δεν υπάρχουν ερωτήσεις; Ο δόκιμος τέντωσε το κορμί του έκπληκτος. Είναι δυνατόν; Όλα μπορούσε να τα συγχωρέσει σε τούτο το διακόνημα και καθημερινά έκανε τεράστιες θυσίες στην υπομονή και στην άσκησή του μα τούτο δίχως άλλο ήταν μια ξεκάθαρη πρόκληση του πειρασμού. Ο νέος ήταν βέβαιος, έτσι τουλάχιστον ήξερε από τους άλλου πατέρες, πως ο γεροΙάκωβος δεν είχε τελειώσει καν το Γυμνάσιο. Είναι ποτέ δυνατόν ένας τέτοιος άνθρωπος να τα ξέρει όλα; Να μην έχει ερωτήματα; Μικρά έστω; Τόσο οίηση; Τόση έπαρση πια; Άκου: όλα τα άλλα τα έχω λυμένα! Τι θα έλεγε γι’ αυτόν ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης; Πού θα τον κατέτασσε; Σίγουρα στα τελευταία σκαλιά της ουρανοδρόμου κλίμακας. Μα όχι αυτός ο δύστυχος γεράκος είναι κοντά στον τερματισμό της επίγειας ζωής του, πρέπει να πάει έτοιμος στην θύρα της άλλης ζωής, όχι με τόση έπαρση, όχι με τόσο κομπασμό, τι μπελάδες είναι αυτοί που ξετυλίγονται στο μυαλό του νεαρού διακονητή; Λες γι’ αυτό ο Γέροντας να τον τοποθέτησε εδώ σε τούτη τη γωνιά του Μοναστηριού για να ετοιμάζει με την παιδεία του τους απαίδευτους γέροντες της Μονής για το πέρασμά τους στην άλλη ζωή; Μα ναι, το δίχως άλλο αυτή είναι η μεγάλη του πρόκληση, η ευκαιρία να αποδείξει στον Γέροντα πως είναι έτοιμος πια να φορέσει το σχήμα του μοναχού, να συγκαταλεχθεί κι αυτός στη μεγάλη χορεία των μοναχών που αφιέρωσαν τη ζωή τους σε τούτο τον αγιασμένο παραθαλάσσιο βράχο.
- Την ευχή σου γέροντα μα είναι δυνατόν να μην έχεις ερωτήματα; Να τα ξέρεις όλα και να ρωτάς μόνο για το αν φαίνεται ένα νησί στον ορίζοντα; Είναι δυνατόν; Αυτό το ξέρει κι ένα μικρό παιδί, το βλέπει, το καταλαβαίνει. Κι εσύ εάν ήσουν υγιής και σηκωνόσουν όρθιος θα μπορούσες να διακρίνεις τη γραμμή της Θάσου στον ορίζοντα. Τα άλλα δηλαδή τα ξέρεις όλα;
- Όχι. Ίσα ίσα που αυτά που ξέρω είναι λίγα, πολύ λίγα. Πώς φτιάχνεται ένα αμάξι για παράδειγμα, αυτό το ξέρω καλά, αυτή τη δουλειά έκανα έξω στον κόσμο.
- Μα αυτό είναι κάτι ελάχιστο που το ξέρει ο καθένας. Υπάρχουν όμως χιλιάδες πράγματα για τα οποία πρέπει να ρωτάς.
- Όπως για παράδειγμα;
- Ο δόκιμος έγειρε λίγο το κεφάλι του κατά τον ανοιχτό ορίζοντα. Τι απλόχερα ήταν απλωμένο τούτο το μπλε στον ουρανό στη φύση στη θάλασσα στα μάτια του, στο βλέμμα του. Σπάταλος ο Θεός για να κρύβεται, δίκιο είχε ο ποιητής.
- Πώς πρέπει να ζει ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος, οι μοναχοί για να κληρονομήσουν την αιώνια Βασιλεία, οι σύζυγοι για να έχουν μια ολοκληρωμένη συζυγική ζωή, ο καθένας για να βρει την ευτυχία. Αυτά δεν είναι κορυφαία ερωτήματα;
Ο ξαπλωμένος γέροντας έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να χαμογελάσει ευγενικά, συγκρατώντας περισσότερο την έκπληξη του σε κάτι που του ακούστηκε τόσο άξιο γέλιου. Έπρεπε όμως να συγκρατηθεί. Ίσως και η ασθένειά του να μην του επέτρεπε να είναι τόσο εκδηλωτικός με τις κινήσεις του προσώπου του.
- Καλό μου παιδί. Δεν σε παρεξηγώ. Είσαι πολύ μικρός ακόμη. Αυτά που λες όμως δεν είναι ερωτήματα. Ή αν θες καλύτερα δεν είναι ερωτήματα που μπορούν να απασχολούν κάποιον σώφρονα άνθρωπο. Είναι… να πώς να το πω; Έτσι απλά για να περνά η ώρα.
Το βλέμμα του συνομιλητή σκοτείνιασε. Ανάξιο λόγου να ρωτά κανείς πώς να ζει για να ζει ολοκληρωμένα να κυνηγήσει την ευτυχία, τη Βασιλεία του Θεού; Μάλλον τούτος ο γέροντας δεν έχει υπόψη του τις σπουδές, την εμβρίθεια, τις θεολογικές ανησυχίες τούτου του νεαρού φιλοπρόοδου καλόγερου. Η καταιγίδα στο βλέμμα, απλώθηκε στο πρόσωπο, απλώθηκε στο κορμί, τρύπωσε με μια απότομη κι έντονη κίνηση βαθιά και σκοτείνιασε με μιας την ψυχή του Φιλάρετου. Αλλά βέβαια πώς να γίνει αλλιώς, να προσποιείται τον αδιάφορο όταν ένας άλλος μοναχός δηλώνει αδιαφορία για τις ανησυχίες των συνανθρώπων του ασφαλισμένος σε μια εγωιστική διατύπωση πως γνωρίζει ήδη τα πάντα; Και από την άλλη είναι λογικό ένας άνθρωπος του Θεού, έτσι δεν λένε οι πολλοί για τους μοναχούς, να μην ενδιαφέρεται για την προσέγγιση του Θεού, την ολοκληρωμένη πρόταση που ως επίγεια ευτυχία καταθέτει η διδασκαλία του Κυρίου στον σύγχρονο άνθρωπο;
- Μη σκοτεινιάζεις Φιλάρετε, έτσι είναι. Θα περάσει λίγο ο καιρός και θα δεις κι εσύ. Αυτό που λες ευτυχία είναι απλά μια λέξη, ένα λιμάνι σε ένα ταξίδι δίχως τέλος, κάτι που οι άνθρωποι θέλουν να κυνηγούν για να ξεχνούν την αγωνία από τις ευθύνες της ζωής τους, τίποτε άλλο. Για εμάς τους ανθρώπους αυτή η ζωή είναι ένα άθλημα, μια δοκιμασία με αμέτρητες δυσκολίες και σπάνιες χαρές. Σπάνιες και για τούτο πολύτιμες κι ανεκτίμητες.
- Κι αν είναι έτσι, ο άνθρωπος δεν έχει ερωτήματα; Δεν πρέπει να τον ενδιαφέρει τίποτα; Τα ξέρει όλα ή πρέπει να είναι αδιάφορος;
- Κάπως έτσι. Ένα μόνο ερώτημα υπάρχει παιδί μου. Ένα μόνο. Κι από την απάντηση που δίνει ο καθένας μας καταλαβαίνεις τι ζωή περνά.
Ο νεαρός μοναχός άνοιξε τα μάτια με έκπληξη! Ένα; Μόνο ένα ερώτημα; Μόνο ένα το ερώτημα; Και αυτός τότε γιατί κοπιάζει μια ζωή; Γιατί εάν τα πράγματα είναι τόσο απλά που καθορίζονται από μια απάντηση ο Γέροντάς του τον υποβάλλει σε τόσες καθημερινές δοκιμασίες; Μα είναι στ’ αλήθεια ξεκάθαρο˙ τούτο το γεροντάκι έχει απωλέσει και την τελευταία στάλα λογικής και ορθής κρίσης, η αρρώστια του έχει καταβάλει και το μυαλό του.
- Δε θες να μάθεις την ερώτηση;
Ο Φιλάρετος έστρεψε γρήγορα την πλάτη ανοίγοντας το βήμα του προς την έξοδο.
- Όχι γεροΙάκωβε, δε χρειάζεται˙ λοιπόν η Θάσος είναι στη θέση της, φαίνεται μια χαρά, ο ουρανός είναι καταγάλανος όπως κι η θάλασσα, λοιπόν εάν θες κάτι άλλο, όποτε θες τη σούπα σου κάλεσέ με, την ευχή σου…
- Υπάρχει Θεός; Αυτό είναι το ερώτημα παιδί μου, στο καλό, η Παναγία μαζί σου…
Το κορμί του νέου πάγωσε με τον μοναδικό τρόπο που οι ήχοι κάποιων λέξεων έχουν την ικανότητα να αδρανοποιούν αυτόν που δεν είναι υποψιασμένος πως μπορεί να τις ακούσει. Το χέρι του έμεινε καρφωμένο στο ξύλινο δοκάρι της πόρτας. Γύρισε απλά το βλέμμα στο μέρος από όπου ακούστηκε το ένα και μόνο ερώτημα του κόσμου. Αν υπάρχει Θεός! Να το ρωτά ένας μοναχός και μάλιστα ένας υπερήλικας μεγαλόσχημος μοναχός λίγο πριν εκδημήσει εις Κύριον, μα στ’ αλήθεια τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια σε τούτα τα βράχια αυτό το φιλήσυχο γεροντάκι; Αν υπάρχει Θεός; Αυτό είναι το ερώτημα; Είναι δυνατόν;
- Το ξέρω πως σου φαίνεται παιδιάστικη η διατύπωσή του όμως στα αλήθεια καλέ μου Φιλάρετε όλη η ανθρώπινη περιπέτειά μας σε τούτο τον κόσμο δεν είναι τίποτε άλλο από την αντανάκλαση της απάντησης που δίνουμε σε τούτο το απλό ερώτημα. Αν και πόσο πιστεύεις.
- Μα εδώ στο μοναστήρι δεν υπάρχει κανείς που να μην πιστεύει, ή τουλάχιστον δεν πρέπει να υπάρχει. Ο δόκιμος έστρεψε το κορμί στο παράθυρο και πλησίασε με βήματα αργά το κρεβάτι του συνομιλητή του.
- Φιλάρετε, από τη στιγμή που ο καθένας μας μαθαίνει τον εαυτό του καλείται να δώσει μια τίμια απάντηση στο μεγάλο ερώτημα. Εάν υπάρχει Θεός του αξίζουν τα πάντα, εάν όχι μπορεί να ζήσει όπως θέλει.
- Κι αν υπάρχει Θεός δε ζει όπως θέλει; Η ελευθερία μας; - Μπορεί να ζήσει όπως θέλει, το μυστικό αυτής τη ζωής είναι τούτο: ζήσε όπως θες, αρκεί να ξέρει πως ό,τι κι αν κάνεις είσαι μες στη χούφτα του Θεού.
- Αν πιστεύω στον Θεό.
- Βέβαια. Εάν πιστεύεις στον Θεό.
- Κι αν όχι; Εάν πως θα ζω όπως θέλω και δεν με ενδιαφέρει αν υπάρχει Θεός;
- Δεν αλλάζει κάτι, ζήσε όπως θες δίχως να σε ενδιαφέρει για το εάν υπάρχει Θεός.
- Και τι είδους σχέση τότε έχω; Εάν δεν τον αγαπώ, δεν ενδιαφέρομαι γι αυτόν;
- Δεν πειράζει παιδί μου, αρκεί που σε αγαπά Αυτός. Δε πειράζει που δεν τον αγαπάς και δεν ξέρεις τίποτα για Αυτόν, σημασία έχει πως σε αγαπά Αυτός και ξέρει τα πάντα για σένα.
Ο μαθητής της μοναστικής πολιτείας πλησίασε το κρεβάτι του ηλικιωμένου μεγαλόσχημου, έσυρε ένα μικρό ξύλινο καρεκλάκι που βρίσκονταν δίπλα και κάθισε πιο κοντά του, γέρνοντας το πρόσωπο στο μέρος του σαν να συνομιλούσαν κρυφά.
- Κι έπειτα κοίτα πόσο απλά τα κάνει ο Θεός με την αγάπη του τα πράγματα για εμάς. Σου λέει κάνε ό,τι θες, ό,τι θες το ακούς; Αρκεί να ξέρεις πως υπάρχω και είμαι δίπλα σου κάθε φορά που χάνεις τον προορισμό σου ή αστοχείς.
- Κι αρκεί αυτό; Και να αμαρτήσω είμαι ελεύθερος από τον Θεό;
- Προπάντων αυτό. Θυμήσου Φιλάρετε πως μια στιγμή μετάνοιας μπορεί να νικήσει μια ζωή αμαρτίας. Αρκεί να θυμηθείς την κατάλληλη στιγμή πού βρίσκεσαι.
- Στην χούφτα του Θεού…
- Στην χούφτα του Θεού, ακριβώς!
- Μα πώς να το ξέρω; Γνωρίζεται αυτό;
Ο γέροντας χαμογέλασε με μια γλυκύτητα που συμπύκνωνε μια βεβαιωμένη εμπειρία χτισμένη με το βάρος των χρόνων στις πλάτες του.
- Υπάρχει κάτι ανώτερο από τη γνώση παιδί μου. Λέγεται πίστη. Με τη γνώση απλά μαθαίνεις κάτι που μπορεί να μαθευτεί, κάτι που έχει όρια, με τη πίστη το ξεπερνάς, ζεις το θαύμα κατάσαρκα, τον Θεό μέσα σου, όπως το καταλαβαίνει κανείς αυτό…
- Τον Θεό μέσα σου…
Ο νεαρός δόκιμος σηκώθηκε αργά από το καρεκλάκι. Η σιωπή υποδέχτηκε τα γλυκά χρώματα από το ηλιοβασίλεμα που έσταξαν στον καθαρό ουρανό. Τα βλέμματα των δυο αντρών συναντήθηκαν σαν αγκαλιά και σαν ευχαριστία κάπου στο κέντρο του δωματίου. Το δείλι αποκαθήλωνε σιγά σιγά όλα τα περιττά από τούτες τις στιγμές.
- Λυπάμαι τους επιστήμονες, είπε ο δόκιμος τραβώντας κατά την έξοδο. Αφιερώνουν μια ζωή για να μάθουν κάτι που υπάρχει ήδη. Το θαύμα όμως ξεκινά με μια απάντηση, μόνο μια…
- Έτσι είναι παιδί μου, δεν υπάρχουν ερωτήσεις σε αυτή τη ζωή. Μόνο ένα είναι το ερώτημα. Μόνο ένα…
Τα βήματα του μικρού καλόγερου έσυραν τις σκέψεις του ως την πόρτα. Ξανάβαλε το χέρι του στο ξύλινο δοκάρι μα αυτή τη φορά όχι από έκπληξη, δεν είχε πια απορίες, δεν υπήρχαν απορίες, όλα είχαν τακτοποιηθεί τόσο όμορφα και γαλήνια μέσα και γύρω του. Ούτε ερωτήματα στον Γέροντα, ούτε στον εαυτό του, καμία απορία να λυθεί, κανένα ζήτημα αξεδιάλυτο. Όλα στη θέση τους, για το χατίρι μιας και μόνο απάντησης που έκανε κάθε ερωτηματικό κάτι παντελώς άγνωστο από τη γραμματική των ανθρώπινων ανησυχιών. Όλα είναι στη θέση τους, όπως πρέπει να γίνονται, με τη σοφία που η ίδια η ζωή τα στολίζει.
- Την ευχή σου γέροντα! Η Θάσος φαίνεται πεντακάθαρα…
- Του Κυρίου παιδί μου, αυτό αρκεί, δόξα τω Θεώ… αυτό αρκεί… Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ετικέτες
Μποτίλιες στο πέλαγος
Σάββατο 20 Ιουνίου 2015
Μάνος Χατζιδάκις: ένας αστροναύτης ανάμεσά μας
Προέλευση: www.huffingtonpost.gr
Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι 23 ετών. Το θέατρο Μουσούρη στην πλατεία Καρύτση λέγεται τότε θέατρο «Αλίκη», ανήκει στην Αλίκη Θεοδωρίδου και παραχωρείται στα χρόνια αμέσως μετά τον πόλεμο στον Κάρολο Κουν και στο νεαρό ακόμη Θέατρο Τέχνης του. Η μεγάλη επιτυχία της μουσικής του Μάνου για το «Ματωμένο Γάμο» του Κουν συζητιέται σ' όλη την Αθήνα. Πολλοί μιλούν ήδη με ένα μείγμα ενόχλησης και θαυμασμού για τον λεπτό τρόπο με τον οποίο έχουν διεισδύσει μέσα στις μελωδίες του έργου δύο τραγούδια του Τσιτσάνη -το «Μπαξέ Τσιφλίκι» και η «Αρχόντισσα». Ο Τσιτσάνης δεν είναι τότε το ιερό τέρας το σημερινό, σχεδόν δε μπορείς να πεις χωρίς ντροπή τη λέξη «συνθέτης» δίπλα στο όνομά του. Ιδιαιτέρως δε μπροστά σε ένα ακροατήριο αστών ή νεαρών αριστερών διανοουμένων, που -για τους δικούς της λόγους η κάθε πλευρά- συνδυάζουν το λαϊκό τραγούδι με μιαν ανεπιθύμητη παρακμή. Ο κόσμος λοιπόν που είχε την περιέργεια να ακούσει το νεαρό σ' αυτήν την διάλεξη της 31ης Ιανουαρίου 1949 για το Ρεμπέτικο είναι πολύς και το θέατρο γεμίζει ασφυκτικά. Τότε ο Μάνος Χατζιδάκις ανάμεσα στ' άλλα λέει και τα εξής:
«Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄ ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας - παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα.
Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία του.»
Πολύ αργότερα κι ενώ το σκάνδαλο που προκαλεί στους Αθηναίους η διάλεξη αυτή έχει γίνει κοινός τόπος (όλοι πια οι συνθέτες, από τους φανατικούς αριστερούς συμφωνιστές του '49 μέχρι τους συντηρητικούς δημιουργούς τανγκό και σουίνγκ της δεκαετίας του '50 γράφουν λαϊκότροπα τραγούδια, άλλοι με ιδεολογικό και άλλοι με εμπορικό πρόσχημα), ο Μάνος Χατζιδάκις είναι πάλι μόνος του-και κάπου αλλού. Είναι στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη, ζει απέναντι ακριβώς από το Κάρνεγκι Χολ, ακούει αποκλειστικά δίσκους νεαρών μουσικών της ψυχεδελικής ροκ και βλέπει στους κινηματογράφους του Μανχάταν το «Μπλόου Απ», το «Σατυρικόν», το «Θεώρημα», τον «Καουμπόϋ του μεσονυκτίου».
Σε ένα γράμμα του στις 21 Ιουλίου του 1968 προς τον φίλο του νεαρό σκηνοθέτη Δημήτρη Βερνίκο στην Ελλάδα, λέει μεταξύ άλλων τα εξής:
« Ετούτη τη στιγμή είμαι βαθύτερα Έλληνας από κάθε άλλη φορά. Κι όταν λέω Έλληνας εννοώ στο σώμα μου, στη σκέψη μου, στο αίσθημά μου. Και για να γίνω τέτοιος Έλληνας, προετοιμάστηκα χρόνια και χρόνια μες στον τόπο μου. Κι έγινα 42 χρονών. (Που έπρεπε να διαλέξω ή να γίνω μεγάλος ή να συνεχίσω νέος. Που σημαίνει ανασφάλεια, επαναστατικότητα, αναρχισμό, πλάτος στον ορίζοντα και βάθος στο αίσθημα. Τα πάντα μέχρι θανάτου). Η λειτουργία όμως αυτής της τόσον απαιτητικής νεότητος με κανένα τρόπο δεν μπορεί να υπάρξει στον σημερινό Ελληνικό χώρο. Μοιάζω με τον Αστροναύτη που βρίσκεται εκατομμύρια μίλια μακριά απ' τη γη. Και γνωρίζεις πως η πιο επικίνδυνη αρρώστεια για έναν αστροναύτη, είναι η νοσταλγία. Μπορεί να χάσει το λογικό του και να πεθάνει. Μα σαν αντιδράσει και ανθέξει, τότες νίκησε και θετικά θα επιστρέψει στη γη. Κινδύνευα -στον πατρικό μου χώρο- να γίνω τρελλός ή σιωπηλός. Γιατί για μένα, που παραμένω πάντα ένας ευαίσθητος δέκτης της κάθε χρονικής στιγμής, είχεν παρέλθει οριστικά η εποχή του Ρεμπέτικου, των "Εξι λαϊκών ζωγραφιών", "Του Φιδιού", της "Ερημιάς" και της "Οδού Ονείρων". Κι ας τ' αναμασάν σήμερα τόσοι και τόσοι, και θα τ' αναμασήσουν για πολλά χρόνια ακόμη. Κι εφόσον δεν γεννήθηκα "ακαδημαϊκός", που σημαίνει να περιβληθώ τον μανδύα του ιστορικού μου έργου και να ζήσω "εν ειρήνη" τον θαυμάσιο βίον μου, απολαμβάνοντας τιμές και σεβασμό, εφόσον λοιπόν γεννήθηκα επαναστάτης, πρέπει να βρω τον τρόπο να συνεχίσω να υπάρχω τέτοιος, ίσαμε να πεθάνω... Και κάτι τρελλό. Έχω την εντύπωση πως από δω και μπρος θα πρέπει οι εμπειρίες μου να προέρχονται από την μελλοντική μου ζωή κι όχι από αυτήν που πέρασε. Θα μου πεις βέβαια, μα και η λέξη εμπειρία, περιέχει αυτό που πέρασε. Αρκεί -σ' απαντώ- ν' αντικαταστήσουμε την προηγούμενη πράξη με την επιθυμητή. Η εμπειρία ν' αποκτήσει την έννοια της αποκάλυψης. Να γνωρίζουμε αυτό που επιθυμούμε να κάμουμε κι από κει ν' αντλούμε χαρακτήρα, κι όχι απ' ό,τι πράξαμε. Να ένας νόμος που θα πρέπει να ψηφίσουμε, κι οι δυό για μας και για το περιβάλλον μας.»
Ανάμεσα σ' αυτά τα δυο αποσπάσματα κρύβεται το κλειδί για ν' απολαύσετε για πρώτη ή για πολλοστή φορά το έργο του Χατζιδάκι. Ο τραυματισμένος από την Κατοχή και τον Εμφύλιο νέος, που θεραπεύεται απ' την ταπεινότητα και τον ερωτισμό του μπουζουκιού και ο ελεύθερος από οποιαδήποτε ετικέτα επαναστατημένος άνθρωπος, έτοιμος για το ταξίδι στο άστρο της επιθυμητής ζωής, όχι της παρελθοντικής. Μέχρι ο ένας να συναντηθεί με τον άλλο μέσα μας σ' αυτήν τη νεοκατοχική-νεοεμφυλιακή περίοδο που ζούμε και μέχρι να βρούμε κι εμείς τη δύναμη για μια προσωπικά κατακτημένη ελευθερία, ας ξανασυναντήσουμε τη Μελισσάνθη, τη Μάγδα, τη Μαριάνθη των Ανέμων κι όλα τ' άλλα χαμένα κορίτσια της Μυθολογίας του, ας βρούμε το νήμα που ενώνει τον Αριστοφάνη και τη Μήδεια με το μπαρόκ της Κρήτης και όλ' αυτά με τη μεσοπολεμική παρακμή και με τους μύθους των επαναστάσεων του 20ού αιώνα.
Εκείνος άφησε τα ίχνη του ταξιδιού του για μας. Εμείς οφείλουμε να το συνεχίσουμε. Κι όχι μόνο αναπαράγοντας τσιτάτα και κείμενά του στο facebook, για να στηρίξουμε την όποια βέβαιη -και αφόρητα τεμπέλικη- ιδεολογία μας. Κυρίως, ακούγοντας προσεκτικά τη μουσική του και απαντώντας στους γρίφους της. Μέσα στη μουσική του υπάρχει ένα συγκεκριμένο μέρος -δεν σας λέω ποιο- που όταν το φτάσεις ή θα φοβηθείς και θα γυρίσεις πίσω τρέχοντας ή θα γίνεις ένας ελεύθερος άνθρωπος-για πάντα. Ζηλεύω αυτούς που θα βρεθούν σήμερα ανυποψίαστοι για πρώτη φορά σ' εκείνο το μέρος. Μ' αυτούς τους συγκεκριμένους είναι σίγουρο πως θα συναντηθούμε κάποια μέρα τυχαία στο δρόμο. Και θα αναγνωριστούμε. Ολόκληρη η ανάρτηση...
Αναρτήθηκε από
Υπουργός Ονείρων
στις
8:57 π.μ.
Τι έχεις να πεις;
1 ΕΚΑΝΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ. ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΣΧΟΛΙΟ.

Ετικέτες
Μποτίλιες στο πέλαγος
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)