Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Της καληνύχτας τα φιλιά

Κι ύστερα θα έρθει το τέλος όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Οι άνθρωποι γύρω μου θα μαζευτούν ανταλλάσσοντας ευχές και φιλιά, θα μοιραστούν προσδοκίες και ελπίδες, θα αποχαιρετήσουν εύκολα τον χρόνο που πέρασε, το παλιό πεθαίνει πάντα τόσο ανέξοδα, τόσο εύκολα, το νέο είναι πάντα τόσο άγνωστο, τόσο ελπιδοφόρο, αιώνια τόσο καλύτερο από το παρελθόν!

Ύστερα οι άνθρωποι γύρω μου θα συναθροιστούν γύρω από τη βασιλόπιτα, από το εορταστικό τραπέζι, νέες ευχές, νέες ελπίδες, νέα βλέμματα, νέα χτυποκάρδια, νέοι άνθρωποι, τόσοι νέοι ωραίοι άνθρωποι, ο νέος χρόνος είναι υπέροχος, κάθε νέος χρόνος είναι υπέροχος, χρόνια πολλά, καλή χρονιά, καλύτερη από τη προηγούμενη, από τις προηγούμενες αυτός ο χρόνος είναι ο καλύτερος σίγουρα θα είναι ο καλύτερος, καλή χρονιά, ναι αυτή αναμφίβολα θα είναι η καλύτερη χρονιά!

Έπειτα τα πρώτα δευτερόλεπτα του χρόνου θα γίνουν λεπτά, τα λεπτά ώρες, οι ώρες στιγμές, οι στιγμές ώρες, κάτι πιο λίγο από χρόνο, από τα τόσα χρόνια που χωράνε στη μια και μοναδική ζωή. Η ώρα θα είναι περασμένη, πρέπει να φύγω, γιατί κάθε χρόνο πάντα φεύγω πρώτος; Νέες ευχές, νέα φιλιά, νέες ελπίδες, νέες προσδοκίες χρόνια πολλά, καλή χρονιά, καλύτερη από τη προηγούμενη, από τις προηγούμενες αυτός ο χρόνος είναι ο καλύτερος σίγουρα θα είναι ο καλύτερος, καλή χρονιά, ναι αυτή αναμφίβολα θα είναι η καλύτερη χρονιά! Της καληνύχτας τα φιλιά έχουν αλήθεια μια γλύκα τόση που κρύβουν όμορφα και τόσο πρόχειρα την χιονισμένη πίκρα και τον αγέραστο φόβο απ’ τον καθένα, ακόμη κι από τον πιο καλά κρυμμένο αγαπημένο μου εαυτό.

- Για μισό λεπτό! Ναι, εσύ άνθρωπε των σαράντα σχεδόν πρωτοχρονιάτικων φιλιών για περίμενε λίγο, για μισό λεπτό, μισό λεπτό, ανάμεσα στα τόσα αναρίθμητα του νέου χρόνου, μόνο μισό λεπτό. Σε σένα μιλώ. Πού νομίζεις πως πας; Γιατί φεύγεις, αλήθεια πάντα πρώτος, από εκεί που πρέπει να μένεις ως το τέλος; Δεν σου έχει πει κανένας αναθεματισμένος δικός σου άνθρωπος πως το πιο σημαντικό που έχεις να πεις το εξομολογείσαι σε μια αγκαλιά και ίσως για μια και μόνη φορά όσο ζεις;

Δεν σου έχει πει κανένας πως το παρελθόν σου, που τόσο εύκολα προσπερνάς, είναι αυτό που πριν ένα χρόνο σε τούτη τη σκηνή ακριβώς, έταζες όρκους σαν σε εικόνισμα σε κάποιο μακρινό αγαπημένο ξωκλήσι; Το ξέχασες κιόλας ε; Ξέχασες τις ελπίδες σου, τις υποσχέσεις και το όραμα, τον ίδιο σου τον εαυτό, ακόμη κι αυτόν το ξέχασες πως έφτασε σήμερα σ’ αυτά τα φιλιά της καληνύχτας επειδή μέρα μέρα τόσο καιρό ανέπνεε όνειρα κι αισθήματα σε τούτο το σάρκινο έλυτρο; Πόσο εύκολα σε έμαθαν να συγκρίνεις πράγματα ανόμοια, ανθρώπους ανόμοιους, ζωές ανόμοιες, ιστορίες ξένες, πόσο εύκολα έμαθες ανόητε εύκολα να συγκρίνεις…

Θυμάσαι τις πίκρες που σου έδωσα, τις διαψεύσεις, την αβάσταχτη απογοήτευση, τη ρουτίνα, την μονοτονία, τη λύπη και τον πόνο; Ξέρεις όμως γιατί απ’ τη ζωή σου δεν θα βγω; Γιατί δίχως αυτά δεν θα ήσουν εσύ τόσο πιο όμορφος από την ασχήμια της πίκρας, τόσο πιο δυνατός από την αδυναμία των διαψεύσεων, τόσο πιο ευχάριστος από την δυστυχία της αβάσταχτης απογοήτευσης, τόσο πιο νέος από τα γηρατειά της ρουτίνας, τόσο πιο φωτεινός από το σκοτεινό αδιέξοδο της μονοτονίας, τόσο πιο σίγουρος για τη ζωή από την ύπουλη δειλία της λύπης και τόσο πιο αληθινός για εσένα από τις ελεεινές υποσχέσεις του ψεύτικου πόνου. Σου έδωσα τα πάντα για να ξέρεις ποιος είσαι, πού πηγαίνεις και γιατί. Τα ξέχασες ε; Τα ξέχασες…

Κάτι τελευταίο λίγο πριν το τελευταίο φιλί της καληνύχτας. Σκύψε λίγο να με ακούσεις. Αυτό πρέπει να στο πω ψιθυριστά. Της καληνύχτας τα φιλιά, δεν είναι δώρα, δε φεύγω απόψε κι απ΄ τη ζωή σου δεν θα βγω. Όσα χρόνια και αν περάσουν εδώ θα μείνω θα σε κρατάω αγκαλιά, θα σ’ ανακρίνω. Δε πάω πουθενά δίχως εσένα. Σε κάθε νέα χρονιά πίσω από τα φιλιά για το νέο χρόνο θα κρύβονται αυτά τα αναθεματισμένα, αυτά τα πανέμορφα και τόσο δυσβάστακτα να δώσεις σε κάποιον αληθινά έξω από σένα, φιλιά της καληνύχτας. Η σχέση μας θα είναι ισόβια μισή. Το άλλο μισό το δικό σου σε κάθε τι καινούριο που ζεις θα το κουβαλάω εγώ στο παρελθόν σου, θα γίνεσαι ό,τι κάθε μέρα άφησες πίσω σου, ό,τι αγάπησες, ό,τι μίσησες, ό,τι κράτησες κι ό,τι άφησες. Την υπόλοιπη ζωή σου την έχω εγώ, εσύ έχεις δικό σου μόνο το όμορφο παρόν. Το τόσο όμορφο, λίγο και εύθραυστο, πολύτιμο παρόν. Της καληνύχτας τα φιλιά δεν είναι δώρα… Δεν σου χαρίζω τίποτα. Μου ανήκει το παν, εκτός από αυτό που τώρα ζεις, για λίγο όμως, μόνο για λίγο. Αν μ’ αγαπάς πρόσεχε τι ζεις. Αν περισσότερο αγαπάς τον εαυτό σου πάλι πρόσεχε τι ζεις.

- Καλή χρονιά …

- Καλή χρονιά! Εδώ να μείνεις της καληνύχτας τα φιλιά … μη μου τα δίνεις… Ολόκληρη η ανάρτηση...

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Το σφάλμα μου

Είναι τρεις το βράδυ μετά τα μεσάνυχτα. Τα Χριστούγεννα πέρασαν, έγιναν πια παρελθόν, ανήκουν αλλού, στους άλλους, στο παρελθόν. Τι έμεινε; Τι από όλα πίσω από τις αναρίθμητες τυπικές ευχές έμεινε; Κάθομαι στο κρεβάτι μου και με το φως ενός κεριού προσπαθώ να γράψω τις σκέψεις μου, όσες μου έμειναν μετά τις γιορτινές ευχές όλων. Τρέχω να προφτάσω το μυαλό μου μα αυτό δεν σταματά. Δεν κουράζεται να σκαρφαλώνει σε ψηλά βουνά, να ξεκουράζεται στα σύννεφα, να κυλά στα δροσερά ποτάμια και... να! Πάλι να περπατά στ' αστέρια! - Απλώνω τα χέρια μου το πιάνω με δύναμη και το βυθίζω στην καρδιά μου. Σήμερα χτυπά. Χτυπά γρήγορα για έναν άνθρωπο που με' μαθε την αγάπη. Που μ' έκανε να πιστεύω πως υπάρχει αγάπη. Ναι! Υπάρχει αγάπη! - Υπάρχει αλλά δεν φτάνει αυτό. Γιατί; Γιατί έναν χρόνο μετά διαπίστωσα πως δεν φτάνει να γνωρίσεις την αγάπη. Πρέπει να μάθεις να την διαχειρίζεσαι. Να μάθεις να παλεύεις γι' αυτήν. Πρέπει σαν την φωτιά να την κρατάς πάντα αναμμένη. Εγώ δυστυχώς από τον φόβο μην χάσω αυτό το τόσο όμορφο συναίσθημα έπεσα σε λάθη. Και αντί για ξερά ρίχνω στη φωτιά βρεγμένα ξύλα. Γιατί το κάνω αυτό; Αυτή η απορία σήμερα που φεύγουν τα Χριστούγεννα με κρατά ξύπνιο.

Κάθε φορά που βλέπω την φωτιά να τρεμοσβήνει, κλαίω. Δεν το θέλω και όμως το κάνω. Δεν αντέχω το κρύο και όμως εγώ την σβήνω. Γιατί; Γιατί από μικρός είχα κλείσει την καρδιά μου σε μέρη μυστικά μην την βρουν και μου την πάρουν άνθρωποι «κακοί» και μου την καταστρέψουν. Και να που μετά από τόσα χρόνια εκεί που δεν το περίμενα βρέθηκε ο άνθρωπος που μ' έκανε να την βγάλω και να του την χαρίσω. Να την δώσω και να πάρω την δική του. Όμως παρά τα χρόνια μου στην αγάπη... μπουσουλάω! Προσπαθώ να κάνω τα πρώτα μου βήματα και πέφτω. Πέφτω, κλαίω και σηκώνομαι. Δεν πρέπει να ξαναπέσω! Γιατί κάθε φορά που πέφτω φοβάμαι μήπως όταν σηκωθώ η φωτιά δεν θα καίει πια... - Και όμως μέχρι σήμερα συμβαίνει το αδύνατον. Η φωτιά όχι μόνο καίει αλλά και δυναμώνει. Μεγαλώνει αντί να μικραίνει. Για πόσο ακόμη; ΣΥΓΝΩΜΗ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ!!!

Από το «Γράμματα στην Έφη» του Φρήντριχ Φρέμπερ εκδόσεις Ηλακάτη Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Θέλω να μου χαρίσεις κάτι

- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι. - Ό,τι θες.
- Ό,τι θέλω; Τ' ορκίζεσαι; - Στ' ορκίζομαι.
- Είναι δύσκολο. - Δε πειράζει.
- Είναι ακριβό. - Δε με νοιάζει.
- Είναι σπάνιο. - Τόσο το καλύτερο.
- Είναι επικίνδυνο. - Δεν φοβάμαι.
- Μπορεί να καείς άμα το πιάσεις. - Θα γίνω νερό να σβήσω τη φωτιά.
- Μπορεί να σου γλιστρήσει απ' τα χέρια και να φύγει. - Θα το ξαναπιάσω.
- Μπορεί να πάει πολύ μακριά. - Θα το κυνηγήσω.
- Μπορεί να χαθεί στον ουρανό. - Θα γίνω πουλί να το ψάξω.
- Μπορεί να βυθιστεί στη θάλασσα. - Θα γίνω αγκίστρι να το πιάσω.
- Μπορεί να πνιγεί στο σκοτάδι. - Θα περιμένω τα χαράματα.
- Μα μπορεί να διαλυθεί ως τότε. - Θα φέρω τ' άστρα να φωτίσουν πιο νωρίς.
- Είναι τόσο μικρό, δεν θα μπορέσεις να το πιάσεις. - Θα ζητήσω σ' ένα μυρμήγκι να με βοηθήσει.
- Κι αν είναι μεγάλο σαν σπίτι; - Θα φέρω γερανό.
- Κι αν είναι μεγάλο σαν βουνό; - Θα φέρω ένα γερανό πιο μεγάλο από βουνό.
- Υπάρχει; - Θα τον φτιάξω.
- Που ξέρεις να φτιάχνεις γερανούς; - Δεν ξέρω.
- Τότε; - Τότε θα μάθω.
- Από που; - Από τα βιβλία.
- Κι αν δεν το λένε τα βιβλία; - Θα βρω το γέροντα που φτιάχνει γερανούς.
- Κι αν έχει πεθάνει; - Θα βρω τον άλλον γέροντα.
- Ποιον άλλον γέροντα; - Εκείνον που ξέρει όλα τα βότανα.
- Όλα τα βότανα; - Όλα τα χόρτα και τα μικρά άνθη του αγρού. Ξέρει τι μάγια κρύβουν.
- Και πως θα φέρει εκείνος το βουνό; - Όχι εκείνος, εγώ. Θα μου δώσει βότανα να πιω, να γίνω τόσο δυνατός, που θα μπορέσω να το σηκώσω το βουνό.
- Εμένα θα μπορείς να με πάρεις αγκαλιά; - Πάντα.
- Τώρα. - Τώρα. Έλα, τι θέλεις;
- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι. - Ό,τι θέλεις.
- Ό,τι, ό,τι θέλω, τ' ορκίζεσαι; - Στ' ορκίζομαι.
- Θέλω ... θέλω κάτι που δε υπάρχει πουθενά. - Να το φτιάξουμε.
- Με τι; - Με τι θέλεις;
- Δεν ξέρω. - Να το φτιάξουμε με ξύλο καρυδιάς και χρυσά καρφιά.
- Όχι, όχι δεν είναι έτσι. - Να το φτιάξουμε με πούπουλα και ψίχουλα, με σταγόνες και γαργαλήματα και να του βάλουμε ένα κλειδί να το κουρδίζεις.
- Όχι, όχι, δεν θέλω κλειδί. - Γιατί;
- Μπορεί να το χάσω. - Θα στο κρεμάσω στο λαιμό.
- Μπορεί να χαθώ κι εγώ. - Θα έρθω να σε βρω.
- Κι αν δεν μπορείς να με βρεις; - Θα μπορέσω.
- Κι αν είναι σκοτάδι; - Θ' ανάψω κερί.
- Κι αν λιώσει το κερί; - Ως τότε θα σ' έχω βρει.
- Κι αν όχι; - Θα ψάχνω ώσπου να σε βρω.
- Πόσο θα ψάχνεις; - ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ!
- Τι θα πει για πάντα; - Ότι Σ' ΑΓΑΠΩ!
- Κι εγώ τι θα κάνω ώσπου να με βρεις; - Μπορείς να κοιμηθείς.
- Που; - Κάτω από μια μυρσινιά.
- Που έχει μυρσινιές; - Παντού.
- Έχει και λιοντάρια παντού; - Όχι.
- Που έχει λιοντάρια; - Στη ζούγκλα.
- Είναι κοντά η ζούγκλα; - Πολύ μακριά. Στην άλλη άκρη του κόσμου...
- Δεν μπορούν να έρθουν εδώ ποτέ; - Ποτέ.
- Τ' ορκίζεσαι; - Στ' ορκίζομαι.
- Ξέχασα τι θα πει για πάντα. - Θα πει ότι σ' αγαπώ.
- Πόσο; - Ως τον ουρανό.
- Ναι, ναι. Να κοιμηθώ τώρα; - Ναι. - Θα με πάρεις αγκαλιά; - Ναι.
- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι. - Ό,τι θέλεις.
- Ό,τι, ό,τι θέλω, τ' ορκίζεσαι; - Ναι.

Ανθή Δοξιάδη-Τριπ, Εκδόσεις Άγρα Ολόκληρη η ανάρτηση...

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Γυάλινα Γιάννενα

Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο.
Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως σαν καθετί που ανασαίνει.
Επειδή περνάς δύσκολες μέρες
σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς
που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω
τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,
δε θα πει πως δεν έχουμε
μοίρα στον ήλιο, έχουμε
τη δική μας μοίρα.
Επειδή πότε είσαι άνθρωπος
και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας
ψωμάκια μικρά της αποδημίας
κι ελπίζουνε τα παιδιά μας
σε καλύτερες μέρες.
Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι
και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι
για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,
μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,
αν αλλάζαμε θα ’μαστε πάλι
δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε
απ’ το άλφα.
Τώρα ξέρουμε πού πονάς
πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,
διακοπή αίματος και κρυώνουν
τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό
να φορτίσει πάλι τα μέλη
με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.
Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς
και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο
για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά
και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη
κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές
και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά
και καμένα, θέλοντας ο καθένας
να ’ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο
και πηγή, κατά τις περιστάσεις
ή και όλα μαζί στην ανάγκη,
δε θα πει πως εγώ δεν μπορώ
να γίνω κάτι απ’ αυτά ή και όλα μαζί,
κι αν είναι να περάσω
μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.

Από τα Γυάλινα Γιάννενα του Μιχάλη Γκανά, εκδόσεις Καστανιώτη Ολόκληρη η ανάρτηση...

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Παράθυρο νοσοκομείου

Ολόκληρη η ανάρτηση...