Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Το μυστικό

Κύριε, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, ὀνειρεύτηκα πολὺ
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη. Ἔτσι ξέχασα νὰ ζήσω.
Μόνο καμιὰ φορᾷ μ᾿ ἕνα μυστικὸ ποὺ τὸ ᾿χα μάθει ἀπὸ παιδί,
ξαναγύριζα στὸν ἀληθινὸ κόσμο, ἀλλὰ ἐκεῖ κανεὶς δὲ μὲ γνώριζε.
Σὰν τοὺς θαυματοποιοὺς ποὺ ὅλη τὴ μέρα χάρισαν τ᾿ ὄνειρα στὰ παιδιὰ
καὶ τὸ βράδυ γυρίζουν στὶς σοφίτες τους πιὸ φτωχοὶ κι ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους.

Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ.
Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο
κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί.

Τάσος Λειβαδίτης, «Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης», εκδόσεις Κέδρος
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Ερήμην

Συναντήθηκαν μάλλον τυχαία έπειτα από πολλά χρόνια. Εκείνος μόλις έβγαινε από μια κινηματογραφική αίθουσα όπου παίζονταν τα «απομεινάρια μιας μέρας» κι εκείνη επέστρεφε σπίτι με γεμάταχέρια από τα εορταστικά ψώνια που έκρυβαν την μελαγχολία της.

- Δεν άλλαξες καθόλου… - Ούτε εσύ.

Μίλησαν για έξι λεπτά και είκοσι ένα δευτερόλεπτα ώσπου εκείνη, της άρεσαν πάντα οι πρωτοβουλίες, είπε πως έπρεπε να φύγει, την περίμεναν, είχε αργήσει κι άλλα σχετικά. Έσκυψε τον φίλησε στο μάγουλο κι ευχήθηκε να είναι πάντα καλά, ανακοινώνοντάς του πως το μόνο που θέλει από αυτόν είναι να είναι καλά και ευτυχισμένος, καθώς δεν έπαψε ποτέ να το αγαπά και να νοιάζεται γι’ αυτόν.

Εκείνος ανταπέδωσε το φίλημα, σαν ηχώ βγήκαν κι από τα δικά του χείλη πως κι εκείνος το μόνο που θέλει από αυτήν είναι να είναι καλά και ευτυχισμένη, καθώς δεν έπαψε ποτέ να την αγαπά και να νοιάζεται γι’ αυτήν.

Οι φιγούρες απομακρύνθηκαν, το πεζοδρόμιο γέμισε με τα βήματα περαστικών που κάπου πήγαιναν, από κάπου γύρναγαν, όλοι άγνωστοι ανάμεσα σε αγνώστους, όλοι ξένοι, όλοι πιο ξένοι, τρομαχτικά ξένοι. Η νύχτα ήρθε. Όλα πια σκοτείνιαζαν κάτω από τους δικούς της νόμους.

Τα σώματα έφυγαν, οι ψυχές αποχωρίστηκαν, το άυλο έγινε ανάμνηση και αύρα, μόνο τα λόγια, τα λόγια που χώρεσαν σε έξι λεπτά και είκοσι ένα δευτερόλεπτα για να περιγράψουν δυο ζωές ερήμην έμειναν εκεί, ακίνητα μέσα στον φθινοπωρινό Σεπτέμβρη μια πόλης που τους ξέχασε τόσο γρήγορα, τόσο σίγουρα και τόσο άδικα.

- Έχω ανοίξει τη δική μου επιχείρηση, μετακόμισα πλέον μόνιμα στους Παξούς, τώρα επέστρεψα στην Αθήνα για να δω λίγο τη μητέρα μου, τον πατέρα τον έχασα πριν από έντεκα χρόνια. Αντιμετώπισα μια σοβαρή ασθένεια πριν τρία χρόνια αλλά ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Στους Παξούς πήρα δάνειο κι έχτισα το δικό μου σπίτι, κάνω μια φορά το χρόνο κάποιο ταξίδια στην Ευρώπη που μου αρέσει, δοκιμάζω νέες συνταγές, διαβάζω πολλά βιβλία λογοτεχνίας, βλέπω θέατρο και ξεκίνησα πριν ένα χρόνο ξεκίνησα μαθήματα ισπανικών που ήθελα από παλιά.

- Εγώ μετατέθηκα στην Σκιάθο. Πριν επτά χρόνια έχασα και τους δυο μου γονείς. Πούλησα ό,τι είχα στην Αθήνα και αποφάσισα να αρχίσω μια νέα ζωή στο νησί. Εδώ έρχομαι για καμιά θεατρική παράσταση και να δω τον αδερφό μου με την οικογένειά του. Τον άλλο μήνα θα παντρέψουμε την Ζωή, την μεγαλύτερη ανηψούλα μου. Έμαθα κολύμβηση και κάνω καθημερινά μπάνιο στη θάλασσα του νησιού, όλο σχεδόν το χρόνο. Ξοδεύω όλα μου τα χρήματα σε βιβλία και ταινίες. Στην Αθήνα ήρθα για κάποιες ιατρικές εξετάσεις που μου συνέστησε ο γιατρός μου για κάποιο πρόβλημα υγείας που έχω.

Αφού αντάλλαξαν τα νέα τους σε έξι λεπτά και είκοσι ένα δευτερόλεπτα, συνέχισαν τα παλιά τους. Η αγάπη που θύμισε ο ένας στον άλλον πως νιώθει ξανάγινε το ξεδιάντροπα ιδανικό ψέμα για να κρύβουν από τους εαυτούς τους την ευθύνη της πιθανής ευτυχίας που δείλιασαν να διακινδυνεύσουν. Βάφτισαν με ενδιαφέρον την απουσία που τόσα χρόνια έθαβε όλο και πιο βαθειά αυτό που κάποτε ανάμεσά τους μύριζε ζωή. Ένιωσαν μια βαθειά συμπάθεια, ένα αόρατο μυστικό δέσιμο για μια κοινή ζωή που πρόδωσαν, που έχασαν, για μια κοινή ζωή που τους ζητούσε τα πάντα αλλά όταν τα πήρε μαζί της τους άφησε στο τίποτα.

Κι έτσι λοιπόν, κι οι δυο τους δειλοί, κι οι δυο τους ψεύτες, κι οι δυο αξιολύπητα ανίκανοι να χαρούν το δώρο της ζωής τράβηξαν το δρόμο τους, το δρόμο της ζωής ερήμην. Ανάμεσα στα εκατομμύρια των ελάχιστων λεπτομερειών που χώρεσε ο καθένας στη ζωή του υπήρχε χώρος για μεγάλες και πολύ μεγάλες συγκινήσεις, αλλά όχι χώρος για την μεγαλύτερη. Χώρος για την παρουσία του ανθρώπου που μόνο μαζί του δεν θα ήταν πια μόνος κανείς του ποτέ.

Καθώς η νύχτα του Σεπτέμβρη προχωρούσε, οι δυο φιγούρες απομακρύνονταν. Το κρύο γινόταν πιο δυνατό κι οι δυο κουλουριάζονταν στις χοντρές τους ζακέτες, πιο μόνοι, πιο ξένοι, πιο χαμένοι. Η ζωή ερήμην τους περίμενε, η τραγική ζωή ερήμην ήταν όλη δική τους, τραγικά δική τους. Κι ο θάνατος ήταν τόσο κοντά τους, τόσο δικός τους, τόσο παντού στο κάθε τι δικό τους. Κι η νύχτα προχωρούσε και το κρύο δυνάμωνε κι αυτοί τυλίγονταν στις ερήμην ζωές τους όλο και πιο σφιχτά, όλο και πιο σφιχτά…

Από τα χείλη και των δυο οι ψεύτικες ζωές τους άκουσαν ένα απαλό ψίθυρο που θύμιζε την αγνότητα που κάποτε είχαν βρει στο μαζί τους...

- «Μην ξαναπείς σ’ αγαπώ, είναι ψέμα…»

Κι η νύχτα προχωρούσε και το κρύο δυνάμωνε κι αυτοί τυλίγονταν στις ερήμην ζωές τους όλο και πιο σφιχτά, όλο και πιο σφιχτά… Ολόκληρη η ανάρτηση...

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Κηφηνείον η Ωραία Ελλάς
(κηφηνείον - εκ του κηφήνα - αρσενική μέλισσα)

Ακούω ότι το μεγαλύτερο σήμερα πρόβλημα των νέων μας είναι η ανεργία. Διαφωνώ. Εδώ και τριάντα χρόνια είναι η ... εργασία. Ο νέος δε φοβάται την αναδουλειά, φοβάται τη δουλειά. Μια οικογενειακή αντίληψη, ότι δουλειά είναι ό,τι δεν λερώνει, επεκτάθηκε και στο νεοσουσουδιστικό σχολείο με ευθύνη των κομμάτων, που για λόγους ψηφοθηρίας απεδύθησαν σε μια χυδαία πολιτική παιδοκολακείας, η οποία μετά τη δικτατορία εξέθρεψε και διαμόρφωσε δύο γενιές «κουλοχέρηδων»...παιδιών δηλαδή που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους -πέρα από τη μούντζα- για καμιά εργασία από αυτές που ονομάζονται χειρωνακτικές, επειδή -τάχα- είναι ταπεινωτικές. Κι ας βρίσκεται μέσα στη λέξη «χειρώναξ», σαν δεύτερο συνθετικό το «άναξ» που κάνει τον δουλευτή, τον άνακτα χειρών, βασιλιά στο χώρο του, βασιλιά στο σπιτικό του, νοικοκύρη δηλαδή, λέξη άλλοτε ιερή που ποδοπατήθηκε κι αυτή μες στην ασυναρτησία μιας πολιτικής που έδειχνε αριστερά και πήγαινε δεξιά και τούμπαλιν. Γι' αυτό τουμπάραμε...

Κάποτε, ακόμη κι από τις στήλες του περιοδικού αυτού, που δεν είναι πολιτικό με την ευτελισμένη έννοια του όρου, έγραφα πως η ανεργία στον τόπον μας είναι επιλεκτική, ότι δουλειές υπάρχουν αλλά ότι δεν υπάρχουν χέρια να τις δουλέψουν. Κι έπρεπε να κατακλυσθεί ο τόπος από 1,5 εκατομμύριο λαθρομετανάστες, για να αποδειχθεί ότι στην Ελλάδα υπήρχε δουλειά πολλή αλλ' όχι διάθεση για δουλειά. Τα παιδιά -τα μεγάλα θύματα αυτής της ιστορίας- είχαν γαλουχηθεί με τη νοοτροπία του «White color workers».

Έτσι σήμερα το πιο φτηνό εργατικό και υπαλληλικό δυναμικό είναι οι πτυχιούχοι, που ζητούν εργασία ακόμη και στον ΟΤΕ ως έκτακτοι τηλεφωνητές, προσκομίζοντας στα πιστοποιητικά προσόντων ακόμη και διδακτορικά! Γέμισε ο τόπος πανεπιστήμια, σχολές επί σχολών, επιστημονικούς κλάδους αόριστους, ομιχλώδεις και ασαφείς, απροσδιορίστου αποστολής και χρησιμότητας. Πτυχία-φτερά στον άνεμο σαν τις ελπίδες των γονιών, που πιστεύουν ότι τα παιδιά και μόνον με τα «ντοκτορά» θα βρουν δουλειά.

Έτσι παράγονται επιστήμονες που είναι δεκαθλητές του τίποτα, ικανοί μόνον για το δημόσιο ή για υπάλληλοι κάποιας πολυεθνικής. Παρ' όλο που γέμισε η χώρα μας τεχνικές σχολές (τι ΤΕΛ, τι ΤΕΙ, τι ΙΕΚ!) οι πιο άτεχνοι νέοι είναι οι νέοι της Ελλάδος. Παίρνουν πτυχίο τεχνικής σχολής και δεν έχουν πιάσει κατσαβίδι οι πιο πολλοί. Δεν ξέρουν να διορθώσουν μια βλάβη στο αυτοκίνητό τους, στο ραδιόφωνο ή στο τηλέφωνό τους. Είναι άχεροι, ουσιαστικά χωρίς χέρια. Τώρα με τα ηλεκτρονικά ξέχασαν να γράφουν, ξέχασαν να διαβάζουν, εκτός φυσικά από «μηνύματα» του αφόρητου «κινητού» τους.

Τούτη η παιδεία, που όχι μόνο παιδεία δεν είναι αλλ' ούτε καν εκπαίδευση, αφού δεν καλλιεργεί καμμιά δεξιότητα, εκτός από την ραθυμία, την αναβλητικότητα και το φόβο της δουλειάς, όχι μόνο δεν καλλιεργεί τον νέο εσωτερικά αλλά τον πετρώνει δημιουργικά σαν τα παιδιά της Νιόβης. Τα κάνει άχρηστα τα παιδιά για παραγωγική εργασία, γιατί ο θεσμός της παπαγαλίας και η νοοτροπία της ήσσονος προσπάθειας, με το πρόσχημα να μην τα κουράσομε, τους αφαιρεί την αυτενέργεια, την πρωτοβουλία, τη φαντασία και την πρωτοτυπία. Το σχολείο, αντί να μαθαίνει τα παιδιά πως να μαθαίνουν, τα νεκρώνει πνευματικά. Δεν τα μαθαίνει πως να σκέπτονται αλλά με τι να σκέπτονται. Έτσι τα κάνει πτυχιούχους βλάκες. Βάζει όρια στον ορίζοντα της σκέψης και των ενδιαφερόντων. Τα χαμηλοποιεί. Τα κάνει να βλέπουν σαν τα σκαθάρια κοντά, κι όχι να θρώσκουν άνω, να έχουν έφεση για κάτι πιο πέρα, πιο τρανό και πιο μεγάλο.

Το έμβλημα πια του ελληνικού σχολείου δεν είναι η γλαύξ, είναι ο παπαγάλος, ο μαθητής - βλάξ που καταπίνει σελίδες σαν χάπια και που θεωρεί ως σωστό ό,τι γράφει το σχολικό. Και το λεγόμενο «σχολικό» είναι συνήθως αισχρό και ως λόγος και ως περιεχόμενο.

Και τολμώ να λέγω αισχρό, διότι πρωτίστως το «Αναγνωστικό» που πρέπει να είναι ευαγγέλιο πνευματικό ειδικά στο Δημοτικό, αντί να καλλιεργεί την αγάπη για τη δουλειά, καλλιεργεί την απέχθεια. Πού πια, όπως παλιά, ο έρωτας για την αγροτική, τη βουκολική και τη θαλασσινή ζωή; Ο ναύτης δεν είναι πρότυπο ζωής. Πρότυπο ζωής είναι ο «χαρτογιακάς». Όσο κι αν ήσαν κάπως ρομαντικά τα παλιά «Αναγνωστικά», καλλιεργούσαν τον έρωτα για τη δουλειά.

Ακούω πως δεν πάει καλά η οικονομία. Μα πώς να πάει, όταν με τη ναυτιλία που προσφέρει το 5,6% του ΑΕΠ ασχολείται μόνο το 1% των Ελλήνων; (Με τον αγροτικό τομέα που προσφέρει το 6,6% του ΑΕΠ ασχολείται το 14,5% του πληθυσμού). Διερωτώμαι, τι είδους ναυτικός λαός είμαστε, όταν αποστρεφόμαστε τη θάλασσα και στα ελληνικά καράβια κυριαρχούν Φιλιππινέζοι, Αλβανοί και μελαψοί κάθε αποχρώσεως; Το σχολείο καλλιεργεί τον έρωτα για την τεμπελιά, όχι για δουλειά. Τα πανεπιστήμια και οι ποικιλώνυμες σχολές επαυξάνουν τον έρωτα αυτό. Πράγματα που μπορούν να διδαχθούν εντός εξαμήνου - και μάλιστα σε σεμιναριακού τύπου μαθήματα - απαιτούν τετραετία! Βγαίνουν τα παιδιά από τις σχολές και δικαίως ζητούν εργασία με βάση τα «προσόντα» τους, αλλά τέτοιες εργασίες που ζητούν τέτοια προσόντα δεν υπάρχουν. Αν δεν απατώμαι, υπάρχουν δύο σχολές θεατρολογίας - πέρα από τις ιδιωτικές θεατρικές σχολές - που προσφέρουν άνω των 300 πτυχίων το έτος. Που θα βρουν δουλειά τα παιδιά αυτά;

Αν όμως το σχολείο από το Δημοτικό καλλιεργούσε την τόλμη, την αυτενέργεια, βράβευε την πρωτοβουλία, την ανάληψη ευθυνών, την αγάπη για την οποιαδήποτε δουλειά ακόμη και του πλανόδιου γαλατά, θα είχαμε κάνει την Ελλάδα Ελδοράδο, όπως έγινε Ελδοράδο για τους εργατικούς Αλβανούς, Βουλγάρους, Πολωνούς, Γεωργιανούς, Αιγυπτίους αλιείς, Πακιστανούς και Ουκρανούς.

Σήμερα αυτοί είναι η εργατική κι αύριο η επιχειρηματική τάξη της Ελλάδος. Κι οι Έλληνες, αφήνοντας την πατρώα γη στα χέρια των Αλβανών που την δουλεύουν, την πατρώα θάλασσα στα χέρια των Αιγυπτίων που την ψαρεύουν, θα μεταβληθούν σε νομάδες της Ευρώπης ή των ΗΠΑ ή θα τρέχουν για δουλειά στην Αλβανία που ξεπερνά σε νόμιμη και παράνομη επιχειρηματική δραστηριότητα όλες τις χώρες της Βαλκανικής. Γέμισαν τα Τίρανα ουρανοξύστες, κτήρια γιγάντια, κακόγουστα μεν, σύγχρονα δε. Περίπου 100 ιδιωτικά σχολεία λειτουργούν στην πρωτεύουσα της χώρας των αετών.

Εμείς αφήσαμε αδιαπαιδαγώγητη την εργατική και την αγροτική τάξη. Στην πρώτη περάσαμε σαν ιδεολογία - θεολογία το σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» και υποχρεώσαμε πλήθος επιχειρήσεις να κλείσουν ή να μεταφερθούν αλλού. Μετά διαφθείραμε τους αγρότες με παροχές χωρίς υποχρεώσεις και τους δημιουργήσαμε νοοτροπία μαχαραγιά. Γέμισε η επαρχία με «Κέντρα Πολιτισμού», όπου «μπαγιαντέρες» κάθε λογής και φυλής άναβαν πούρο με φωτιά πεντοχίλιαρου! Το μπουκάλι με το ουΐσκυ βαπτίστηκε ... αγροτικό! Τώρα, όμως, που έρχονται τα «εξ εσπερίας νέφη» χτυπάμε το κεφάλι μας. Και που να φθάσουν τα «εξ Ανατολής» σαν εισέλθει η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση! Θα γίνει η Ελλάς vallis flentium (=κοιλάς κλαυθμώνων) και θα κινείται quasi osculaturium inter flentium et dolorum (=σαν εκκρεμές μεταξύ θλίψεως και οδύνης).

Δεν είμαι υπέρ μιας παιδείας που θα υποτάσσεται στην οικονομία. Θεωρώ ολέθριο να χαράσσεται μια εκπαιδευτική πολιτική με κριτήρια οικονομικής αναγκαιότητας. Θεωρώ ολέθρια όμως και την παιδεία που εθίζει τα παιδιά στην οκνηρία, που τα κουράζει με την παπαγαλία και το βάρος αχρήστων μαθημάτων. Το μεγαλύτερο κεφάλαιο της χώρας είναι τα κεφάλια των παιδιών της. Τούτη η παιδεία αποκεφαλίζει τα παιδιά. Τα κάνει ικανά να μην κάνουν τίποτε. Ούτε να βλαστημήσουν. Ακόμη και η αισχρολογία τους περιορίζεται στη λέξη που τα κάνει συνονόματα. Αν τους πεις βρισιά της περασμένης 20ετίας θα νομίσουν ότι μιλάς αρχαία Ελληνικά!

Είναι θλιβερή η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα, παρουσίαζε χθες και θα παρουσιάζει κι αύριο η ελληνική κοινωνία: να υπάρχουν άνθρωποι άνω των 65 ετών, άνω των 70 ετών, που, ενώ έχουν συνταξιοδοτηθεί, εργάζονται νυχθημερόν, για να συντηρούν τα παιδιά τους μέχρι να τελειώσουν τις ατελείωτες σπουδές τους, τα παιδιά που λιώνουν τα νιάτα τους στα «κηφηνεία», που πάνε σπίτι τους να κοιμηθούν την ώρα που οι Αλβανοί πάνε για δουλειά, θα μου πείτε, τι δουλειά; Οποιαδήποτε δουλειά, αρκεί να είναι τίμια. Όταν μικροί - ακόμη στο Δημοτικό - μαθαίναμε απέξω τον Τυρταίο (ποιος τολμά σήμερα να διδάξει Τυρταίο;) δεν τον μαθαίναμε για να γίνουμε πολεμοχαρείς αλλά για να νοιώθουμε ντροπή, όταν στην μάχη της ζωής, στην πρώτη γραμμή είναι οι παλαιότεροι, οι «γεραιοί» και οι νέοι κρύβο νται πίσω από τη σκιά τους. «Αισχρόν γαρ δη τούτο... κείσθαι πρόσθε νέων άνδρα παλαιότερον».

Σήμερα, βέβαια, οι χειρωνακτικές εργασίες ελέγχονται σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα από ξένους. Στις οικοδομές μιλούν αλβανικά, στα χωράφια πακιστανικά. Σε λίγο οι χειρωνακτικές επιχειρήσεις θα περάσουν στα χέρια των Κινέζων που κατασκευάζουν ήδη το μεγαλύτερο μέρος των τουριστικών ειδών που θυμίζουν... Ελλάδα. Ακόμη και τις σημαίες μας στην Κίνα τις φτιάχνουν! Κι εμείς; Εμείς, όπως πάντα, φτιάχνουμε τα τρία κακά της μοίρας μας. «Φτιάχνουμε» τη ζωή μας στην τηλοψία, που δίνει τα μοντέρνα πρότυπα οκνηρίας στη νεολαία, ποθούμε μια χρυσίζουσα ζωή σαν αυτήν που προσφέρει το «γυαλί», αγοράζουμε πολυτελή αυτοκίνητα με δόσεις, κάνουμε διακοπές με «διακοποδάνεια», εορτάζουμε με «εορτοδάνεια» και πεθαίνουμε με «πεθανοδάνεια». Έλεγε ο Φωκίων, που πλήρωσε τέσσερις δραχμές τη δεύτερη δόση του κωνείου που χρειαζόταν για να «απέλθει», πως στην Αθήνα δεν μπορεί ούτε δωρεάν να πεθάνει κανείς. Έπρεπε να ζούσε τώρα...

Λυπάμαι που θα το πω, αλλά πρέπει να το πω: το σχολείο, οι σχολές και τα ΜΜΕ σακάτεψαν και σακατεύουν τη νεολαία, γιατί μιλούν συνεχώς για τα δικαιώματά της - δικαιώματα στην τεμπελιά - και ποτέ για υποχρεώσεις, ποτέ για χρέος, ποτέ για καθήκον. Το καθήκον έγινε άγνωστη λέξη.

Σαράντος Καργάκος

Αναδημοσίευση από το περιοδικό «ΕΥΘΥΝΗ», τεύχος 395, Νοέμβριος 2004, σσ.548-550 Ολόκληρη η ανάρτηση...

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Ο ωραίος φόβος

Φοβηθεῖτε ἐὰν θέλετε νὰ σᾶς ξυπνήσει τὸ αἴσθημα τοῦ Ὡραίου

Oδυσσέας Eλύτης, Από την Mαρία Nεφέλη, εκδόσεις Ίκαρος Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Στου δρόμου τα μισά

Στην αρχή ήμουν σχετικά προκατειλημμένος για το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου. Ο π. Φιλόθεος είναι εγγύηση αλλά το θέμα ίσως να μου φανεί ξένο. Αυτά για μια δυο μέρες. Δε χρειάζεται περισσότερο. Μια δυο ματιές στον καθρέφτη, τον εξωτερικό και τον εσωτερικό και δεν άργησα να καταλάβω πως το αύριο έχει πια έρθει, πως δεν νοηματοδοτείς ορθά τα γηρατειά εάν πεισματικά γαντζώνεσαι από τα φευγαλέα νιάτα, πως τέλος πάντων αξία έχει να ζεις τη ζωή σου με όση πληρότητα χωρά σε κάθε ηλικιακή της φάση. Το μυστικό νομίζω πως είναι τα γηρατειά να σε βρουν με άδεια χέρια και γεμάτη καρδιά, έχοντας μοιράσει την ύπαρξή σου εκεί που αξίζει φτιάχνοντας έτσι τα σωστά μέτρα του πλούτου και της φτώχειας, της πλήρους ή της μίζερης ζωής.

Το βιβλίο κάνει λόγο για μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της ζωής των ανθρώπων που είναι το γεγονός ότι διάφορες συνθήκες κοινωνικές, οικογενειακές και επαγγελματικές, τους αναγκάζουν να ζουν μία ζωή που δεν είναι δική τους, να αρνούνται τον πραγματικό εαυτό τους και να προσποιούνται ότι είναι κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι.

Η μέση ηλικία, όπως και η εφηβεία, είναι εποχή αλλαγών.

Η κρίση μέσης ηλικίας μπορεί να είναι δημιουργική. Μπορεί να είναι μία σύγκρουση που θα προκαλέσει μία εντελώς καινούργια θεώρηση της ζωής. Βιώνουμε πολλά περάσματα κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Όσοι βρίσκονται στη μέση ηλικία αναπότρεπτα θα περάσουν μία κρίση. Είναι αμφίβολο ότι μπορεί ένας άνθρωπος να περάσει τη μέση ηλικία χωρίς να έχει στιγμές σοβαρής περισυλλογής. Στη μέση ηλικία αναγνωρίζουμε όλο και περισσότερο τους περιορισμούς μας και την ανοησία να στηριζόμαστε κυρίως στις προσπάθειές μας και να θέλουμε να έχουμε εμείς τον έλεγχο. Αν ο άνθρωπος δεν εγκαταλείψει τις ναρκισσιστικές αξίες του πολιτισμού μας για επιτυχία, πλούτο, λάμψη και προβολή, με τις οποίες έχει πορευτεί το πρώτο μισό της ζωής του, τα γηρατειά του θα είναι από θλιβερά μέχρι βασανιστικά.

Το βιβλίο αυτό απευθύνεται σε όσους ανθρώπους θέλουν να αναπτυχθούν και να βελτιώσουν τη ζωή τους - ανεξάρτητα από το πόσο είναι ήδη καλή - για να κάνουν την εμπειρία της μέσης ηλικίας μία είσοδο σε ένα πιο ικανοποιητικό τρόπο ζωής, ακόμα και αν αυτή τη στιγμή δεν βιώνουν συνειδητά μία κρίση.

Καλή ανάγνωση σε όλους, νέους και λιγότερο νέους! Ολόκληρη η ανάρτηση...

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Η Αγία Εμπιστοσύνη

Τα βήματα του καθενός μας, λένε οι σοφοί, κουβαλούν στα ίχνη που αφήνουν χνάρια από διαδρομές μπλεγμένες στα συναπαντήματα της προσωπικής μας ιστορίας με εκείνες όλων όσοι εμφανίστηκαν και πέρασαν από τη ζωή μας. Τα μικρά παιδιά κι οι άδολοι άνθρωποι αναγνωρίζουν σε τούτα τα ίχνη τη διάρκεια και την ποιότητα της κάθε σχέσης, την ικανότητα του κάθε ανθρώπου στο άθλημα των σχέσεων.

Υπάρχει, όπως μου έχουν εκμυστηρευτεί τα μικρά παιδιά και οι άδολοι άνθρωποι, ένα ιδιαίτερο γνώρισμα που κάνει αξόδευτη αυτή την ποιότητα. Όταν τα ψάξεις όλα, όταν τα ονοματίσεις ξεχωριστά και πεις στον εαυτό σου πως δοκιμάζοντας τα ξέρεις πια όλα, υπάρχει κάτι που αντέχει στο ίδιο νόημα επειδή ακριβώς δεν είναι θέμα γνώσης αλλά πίστης. Στη γλώσσα μας το λέμε εμπιστοσύνη.

Όταν δυο άνθρωποι έχουν διανύσει μια έντονη πορεία στον έρωτα και είναι έτοιμοι να παντρευτούν, τη στιγμή του μυστηρίου οδηγούνται να πάρουν τη σημαντικότερη απόφαση της ζωής τους έχοντας ελάχιστες ή αβέβαιες γνώσεις. Δε ξέρουν πως ο άνθρωπος που έχουν δίπλα τους θα τους κάνει ευτυχισμένους. Συγκρίνοντας μάλιστα την διαδρομή των περισσοτέρων ζευγαριών που ύστερα από μια έντονη διαδρομή στην ιστορία του έρωτα οδηγήθηκαν στο γάμο, παρατηρούν πως μετά από λίγα χρόνια η βεβαιότητα με την οποία είχαν ερωτευτεί αυτό τον άνθρωπο έγινε κάτι άλλο˙ αγάπη, συνήθεια, βόλεμα, εξασφάλιση, «για τα παιδιά», ασφάλεια, κάλυψη και χίλια δυο άλλα που τα ξέρουν καλύτερα όσοι έχουν περάσει από τη γέφυρα του γάμου.

Αν τους ρωτήσεις εκείνη τη στιγμή γιατί βρίσκονται εκεί κι αν είναι βέβαιοι πως θα ευτυχήσουν δίπλα στο ταίρι τους, δεν ξέρουν να σου πουν. Είναι αδύνατο να το γνωρίζουν˙ απλά το πιστεύουν. Κι έτσι απλά κάνουν το σημαντικότερο βήμα της ζωής τους δίχως γνώση καμία, δίχως βεβαιότητα καμία, απλά επειδή πιστεύουν πως ο άνθρωπος δίπλα τους θα τους δώσει την πληρότητα της σχέσης που αποκαλούμε ευτυχία. Τον εμπιστεύονται κι αν διαψευστούν ή όχι πλέον δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τους ίδιους αλλά πλέον κι από κάποιον άλλον.

Σε τούτο το γνώρισμα υπάρχει κάτι το θεϊκό. Κάτι που αδυνατώ να εννοήσω πως μπορεί να χωρέσει στην ανθρώπινη αδύναμη φύση. Είναι τόσο απερίγραπτα όμορφο να εμπιστεύεσαι κάποιον αλλά και τόσο δύσκολο να το κάνεις αυτό για χρόνο. Είναι μάλλον ο αγαπημένος μας εγωισμός που ζητά βεβαιότητες κι αποδείξεις εκεί που δεν υπάρχουν, εκεί που δεν πρέπει να υπάρχουν. Είναι ακριβώς όταν κάποιος σου επιβάλλει την αγάπη του με το θαύμα ή με το κύρος. Όταν δίχως να το καταλάβεις κλέβει την ελευθερία σου για να σε κάνει να αισθανθείς κάτι που δεν είναι τίποτε άλλο από ένα άθλημα εμπιστοσύνης. Μια πορεία που κερδίζεται μέρα με τη μέρα, όταν κάθε μέρα χρειάζεται να παρατήσεις τις βεβαιότητές σου και να τις κερδίσεις από την αρχή για να τις ξαναναζητήσεις την επόμενη μέρα, όταν δηλαδή χρειάζεται να δοκιμάζεις τη σχέση σου με τους άλλους κάθε μέρα, να τις βρίσκεις λειψές και να φεύγεις ή να διακρίνεις πως εκεί θες να ανήκεις κι εσύ και να μένεις.

Μετά από πολλά χρόνια τα μικρά παιδιά και οι άδολοι άνθρωποι με έμαθαν πως η γυμναστική της εμπιστοσύνης είναι ένα πεδίο αγώνα που το δοκιμάζεις κάθε μέρα σε κάθε άνθρωπο ακόμη και στον ίδιο τον Θεό. Ό,τι επιβεβαιώνει η εμπιστοσύνη σου σημαίνει πως όντως αξίζει, πως είναι αληθινό και χρειάζεται να ριψοκινδυνεύσεις την ίδια σου τη ζωή για να μη το χάσεις. Ό,τι όμως έχεις πάψει να εμπιστεύεσαι, έχεις ήδη αρχίσει να το χάνεις, σύντομα θα γίνει ξένο από σένα και αναπόφευκτα θα βαφτιστεί στην αδιαφορία των εκτός της ζωής σου γεγονότων και νοημάτων.

Λυπάμαι όσους δεν άντεξαν να δοκιμάσουν την υπέρβαση αυτού του αθλήματος. Λυπάμαι τον εαυτό μου όταν από δειλία ή εγωισμό διστάζω να αποδειχτώ άξιος της εμπιστοσύνης ανθρώπων που προσφέρουν ό,τι πολυτιμότερο έχουν ζητώντας ένα και μόνο πράγμα, εμπιστοσύνη. Λυπάμαι όσους δε μπορούν να αναγνωρίσουν πως πιο τραγικό από το να χάνεις την εμπιστοσύνη σου είναι να μην την έχει δώσει. Λυπάμαι όσους μπερδεύουν με ολέθρια αποτελέσματα ποιον από τους εαυτούς τους πρέπει να εμπιστεύονται κάθε στιγμή. Όσους ζουν την εμπιστοσύνη ως τρόπο τους ζηλεύω και τους χαίρομαι.

Τα λιμάνια όσων γνωρίζουμε με βεβαιότητα στη ζωή μας είναι στ’ αλήθεια πανέμορφα. Οι διαδρομές όμως των μυστικών που χρειάζονται πίστη για να τα περπατήσεις μυρίζουν αιωνιότητα. Η χαρά κι η χάρη του χαρίσματος της πλήρους ζωής εν τέλει, βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην επιλογή που κάνεις αν αυτή σου τη δίνουν ή εσύ την κερδίζεις. Ολόκληρη η ανάρτηση...