Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Αν αγαπάς τη λευτεριά

Αν αγαπάς τη λευτεριά
σ' άλλον να μην ελπίζεις,
μόνος σου πάρ' την αν μπορείς
αλλιώς δεν την αξίζεις

Από τα "Απομνημονεύματα" του Θ. Κολοκοτρώνη Ολόκληρη η ανάρτηση...

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Λάλημα φρικτόν

Κ' ἐνῶ πλησίαζε ἡ ὥρα τῶν Χαιρετισμῶν, παρατηροῦσα τὰ μαγαζιά, τοὺς μαγαζάτορες καὶ τοὺς ἐνσκήπτοντες νεαροὺς ἀλάστορες, ἄλλων ἄτυχων γονέων. Ὡραία καταστήματα, ποὺ ἐπιδείκνυαν προκλητικῶς ὄμορφα κατασκευάσματα, ἄλλα γοητευτικῶς ἄχρηστα κι ἄλλα ἀχρήστως γοητευτικά. Κι ἔβλεπα τοὺς νέους καὶ τὶς νέες μέσα στὰ μαγαζιὰ ἐκεῖ, μόνον νέοι σχεδὸν ἦταν ἐκεῖ μέσα, ὅλοι τους εὐσταλεῖς, χαλαροὶ μέσα στὴν κατανάλωση καὶ ὑποθερμικὰ παρόντες σ' ὅλη αὐτὴν τὴν ἀπουσία ἔντασης. Οὔτε ἢ ὀμορφιὰ τῶν πραγμάτων, οὔτε ἢ εὐειδής τους ρώμη, ἀπένειμε κάποιο νόημα στὸ τοπίο τῶν ὠνίων τῶν ὀνείρων τους.

Κι ἀναρωτιόμουν : τί στὴν εὐχή, αὐτὴ ἢ σαχλαμαροειδὴς ὁμοιομορφία τοῦ ἀγοράζω μέσα στὸ ἄντε νὰ σερνόμαστε, ὅ,τι νὰ 'ναι, ὅπου νὰ 'ναι καὶ ὅποια μέρα νὰ 'ναι; Παρασκευὴ τῶν Χαιρετισμῶν κι ὅπου νὰ 'ναι στὶς ἐκκλησιὲς παντοῦ, ἢ αἰώνια Ἑλλὰς θὰ ἐκτόξευε πάλι στὰ ὕψη, τὸ ὡραιότερο ποίημα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τὸν Ἀκάθιστο. Ἢ ζῶσα παράδοση, πρότεινε σ' αὐτὰ τὰ παιδιὰ νὰ γίνουν πυριφλεγεῖς Πύραρχοι, κι αὐτὰ τὰ ξενέρωτα χάζευαν κουρελαρίες τύπου ἄντε νὰ σὲ σινιάρουμε. Γιατί τέτοια ἀφασία; Πῶς αὐτὴ ἢ ἀκηδία; Καὶ δηλαδή, χάθηκε ὅλα αὐτὰ τὰ μηδενοπωλεία νὰ κλείνουν μισὴ ὥρα νωρίτερα, τέσσερεις Παρασκευὲς τὸν χρόνο καὶ νὰ τρέχουν ὅλοι τους μαζὶ νὰ χαζέψουνε τὸ ὡραιότερο σοῦπερ-σώου της χρονιᾶς (τῆς κάθε χρονιᾶς), τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου, ἀντὶ νὰ τ' ἀκουμπᾶνε σὰν βλαχαδερὰ στὸ Μέγαρο Μουσικῆς, ὅπου ὡς γνήσιοι Ρωμιοὶ σκυλοβαριοῦνται, μόλις παύουν νὰ ἀλληλοχαζεύουν τὰ πλουμίδια, ποῦ κρεμάσανε στὶς κρεμάστρες τῶν κορμιῶν τους; Τί πλουμίδια καὶ τί στολίδια ψάχνουν τὶς Παρασκευὲς τοῦ Ἀκαθίστου;


Από το «Χέσαιτο ει μαχέσαιτο» του Κώστα Ζουράρι, εκδόσεις Αρμός

O Κώστας Ζουράρις μένει αποσβολωμένος όταν η κόρη του, τού ζητά χρήματα να πάει για ψώνια. Μιλάει για μάρκες ξένες με άριστη χρήση αργκό και λέξεων ξένων, απευθυνόμενη στον πατέρα της. Εκείνος καταθέτει ως προβληματισμό το παραπάνω κείμενο, γενικεύοντάς το για όλα τα παιδιά της εποχής μας αφού προτιμούν την ώρα που «στις εκκλησιές παντού, η αιώνια Ελλάς θα εκτόξευε πάλι στα ύψη, το ωραιότερο ποίημα της ελληνικής γλώσσας, τον Ακάθιστο», να βρίσκονται «χαλαροί μέσα στην κατανάλωση και υποθερμικά παρόντες σ' όλη αυτήν την απουσία έντασης. Ούτε ή ομορφιά των πραγμάτων, ούτε ή ευειδής τους ρώμη, να απονέμει κάποιο νόημα στο τοπίο των ωνίων των ονείρων τους».

Κάπως έτσι, απροβλημάτιστα, ανέξοδα κι ανεύθυνα η ομορφιά από τη ζωή μας χάνεται. Μοιράζεται εκεί που γυρεύουμε αιτίες για να νιώσουμε ζωντανοί. Να νιώσουμε πως είμαστε ζωντανοί επειδή αγοράζουμε κι όχι επειδή μαθαίνουμε. Ζωντανοί επειδή καταναλώνουμε κι όχι επειδή αλλοιωνόμαστε. Ζωντανοί γιατί προτιμούμε να σερνόμαστε ξενέρωτοι προς ό,τι γυαλίζει στο μηδέν, παρά να πυρπολούμαστε από έρωτα ενώπιον της Αποκάλυψης που μπορεί να μας μεταμορφώνει.

Κάπως έτσι, με αυτή την απλοϊκή ευκολία των απερίσκεπτων γυρεύουμε την ποιότητα σε μέρη που δε μάθαμε ποτέ. Εκεί που μας υπέδειξαν κάποιοι επειδή γι’ αυτούς αυτό είναι κουλτούρα. Έτσι λοιπόν σερνόμαστε στο Μέγαρο αλλά σύντομα βαριόμαστε. Αντί να επισκεφτούμε μια Εκκλησία για να ακούσουμε αυτό το πολιτισμικό θησαυρό, προτιμούμε να ζούμε κι αυτές τις λίγες ώρες που ψάλλεται ο Ακάθιστος ύμνος, σαν όλες τις άλλες ώρες μέσα στην εβδομάδα. Τόσο αδιάκριτα, τόσο ανεύθυνα, τόσο ανυποψίαστα.

Το πρόβλημα ασφαλώς δεν είναι μόνο προσωπικό. Έχει την αφετηρία του σε όλους εκείνους που με προϊόντα «μηδενοπωλείων» προσπαθούν να μας κάνουν να κοιμόμαστε ξύπνιοι. Κι εμείς χορεύουμε όπως μας χτυπάνε το ντέφι. Χάσαμε την αίσθηση της ποιότητας γιατί απλά αυτή ζητά από εμάς κάποιον ελάχιστο κόπο που δεν μπορούμε να καταβάλουμε. Όταν μια ζωή έχεις σαν δόγμα την ήσσονα προσπάθεια για το βέλτιστο αποτέλεσμα, πώς μπορείς να μπεις στη διαδικασία να ριψοκινδυνεύσεις την απάθειά σου για να εισέλθεις σε δοκιμασίες αγώνων;

Τι να πας να ακούσεις από τον Ακάθιστο ύμνο, σε ποια γλώσσα, για ποιον Θεό; Αυτά είναι ανύπαρκτα. Μας το επιβεβαίωσαν τόσο εμφαντικά οι αδερφοί μας οι Γερμανοί αποκαλώντας τη Γλώσσα μας, μεταξύ μας συνεννοούμαστε με σημαντικά λίγες και απλές στη κατανόηση λέξεις, ενώ ο Θεός μας πέθανε από τη στιγμή που δεν ήταν σε θέση να μας προσφέρει υλικά για την ευζωία μας. Όχι. Ο Ακάθιστος ύμνος δε μας αφορά γιατί η «αφασία» που λέει ο συγγραφέας είναι λιγότερο επικίνδυνη από την «ένταση και τη ρώμη» που απαιτεί το αληθώς ζην. Ο Ακάθιστος ύμνος μιλά για έρωτα, εμείς παραμένουμε «ξενέρωτοι», μιλά για διακινδύνευση, εμείς μιλάμε για ασφάλειες, μιλά για εμπειρία της αλήθειας, εμείς ζούμε την απάθεια του δήθεν.

Με αυτό τον τρόπο, σήμερα το βράδυ που στις Εκκλησίες θα ακουστεί το «ωραιότερο σούπερ-σώου της χρονιάς», εμείς θα τρέχουμε στα «γοητευτικώς άχρηστα κι άλλα αχρήστως γοητευτικά» παντοπωλεία. Εκεί θα γυρέψουμε την έξοδο από την μιζέρια μας, εκεί θα ζητήσουμε την επιβεβαίωση του χρόνου μας, εκεί θα ανταλλάξουμε αξία δίχως τίμημα. Και θα βγαίνουμε το ίδιο κενοί, το ίδιο ανικανοποίητοι, το ίδιο μόνοι. Ο Ζουράρις το λέει πολύ εύστοχα, μάλλον σαν να λυπάται όλους εμάς και τις μικρομεγάλες νοθείες της ομορφιάς μας. Όλους εμάς που δεν είμαστε σε θέση να εννοήσουμε την ομορφιά και την ένταση από το υποκατάστατο και το ελεεινά αδιάφορο. Όλους αυτούς που... «σκυλοβαριούνται, μόλις παύουν να αλληλοχαζεύουν τα πλουμίδια, που κρεμάσανε στις κρεμάστρες των κορμιών τους; Τι πλουμίδια και τι στολίδια ψάχνουν τις Παρασκευές του Ακαθίστου»;

Ό,τι απάντηση δώσουμε κι απόψε το βράδυ, αυτή την είσοδο θα περάσουμε. Κι είτε θα μείνουμε «ξενέρωτοι» είτε θα μείνουμε ερωτεύσιμοι. Προς την αληθινή Ομορφιά λοιπόν...
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Ό,τι αξίζει

Ξέρω καλὰ πὼς ὁ θάνατος δὲ νικιέται˙ μὰ ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἡ νίκη, παρὰ ὁ ἀγώνας γιὰ τὴ Νίκη. Καὶ ξέρω ἀκόμα ἐτοῦτο, τὸ δυσκολότερο: δὲν εἶναι οὔτε ὁ ἀγώνας γιὰ τὴ Νίκη˙ ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία μονάχα, ἐτούτη: νὰ ζεῖ καὶ νὰ πεθαίνει παλικαρίσια καὶ νὰ μὴν καταδέχεται ἀμοιβή. Κι ἀκόμα ἐτοῦτο, τὸ τρίτο, ἀκόμα πιὸ δύσκολο: ἡ βεβαιότητα, πὼς δὲν ὑπάρχει ἀμοιβή, νὰ μή σου κόβει τὰ ἥπατα παρὰ νὰ σὲ γεμίζει χαρά, ὑπερηφάνια κι ἀντρεία.


Από την «Αναφορά στον Γκρέκο», του Νίκου Καζαντζάκη, εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

Ευτυχώς που υπάρχουν οι Βάρβαροι...

Σε έναν πλούσιο δήμο της Γαλλίας υπάρχει μια σχολική κοινότητα οκτώ ιδιωτικών σχολείων που λειτουργούν με τον εξής κανονισμό: Η σχολική επιτροπή διαθέτει για τις ανάγκες των οκτώ αυτών σχολείων ένα σημαντικό ποσό ετησίως (ας πούμε γύρω στα 300.000 ευρώ). Τα χρήματα εξασφαλίζονται μέσα από τα δημοτικά τέλη και την κρατική επιχορήγηση. Διανέμονται δε σε κάθε σχολείο ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών του.

Η σχολική αυτή κοινότητα προσφέρει στους μαθητές του κάθε σχολείου χωριστά, τα εξής προνόμια: Δωρεάν συγγράμματα ποιοτικών βιβλίων, άριστη υλικοτεχνική υποδομή (άριστες χωροταξικά αίθουσες διδασκαλίας, γυμναστήρια, κολυμβητήρια, αμφιθέατρα, αίθουσες προβολών), δωρεάν σίτιση (λειτουργία εστιατορίου για δωρεάν μεσημεριανή σίτιση και ατελής προσφορά δυο προϊόντων από το κυλικείο του σχολείου κάθε μέρα), άριστο εκπαιδευτικό προσωπικό (επιλογή των καθηγητών με αυστηρά κριτήρια καταλληλότητας), δωρεάν παροχή ηλεκτρονικών υπολογιστών laptops που με ευθύνη του σχολείου θα αναβαθμίζονται ετησίως, ετήσια πενθήμερη εκδρομή στο εξωτερικό με συμβολική τιμή συμμετοχής για τους μαθητές και των τριών τάξεων, δωρεάν ενισχυτική διδασκαλία και προετοιμασία για τις εξετάσεις για όσους από τους μαθητές το επιθυμούν.

Η σχολική κοινότητα πάλι, προκειμένου να παραχωρεί στα συγκεκριμένα σχολεία αυτές τις δυνατότητες, ζητά με τον κανονισμό της τρία μόνο πράγματα από τους μαθητές. Πρώτον συμμετοχή (όχι απόδοση) 80% στα διαγωνίσματα του σχολείου προκειμένου να ενισχυθεί η προετοιμασία των μαθητών για τις εξετάσεις τους στο τέλος της χρονιάς, δεύτερον όριο απουσιών 50 για κάθε σχολικό έτος. Εννοείται πως σε κάθε περίπτωση που ο μαθητής ασθενήσει και λήψει από το σχολείο, οι απουσίες αυτές δεν μετράνε αλλά υποχρεούται στα πλαίσια της ενισχυτικής διδασκαλίας που του προσφέρει το σχολείο του να αναπληρώσει τα μαθήματα που έχασε ούτως ώστε να ενταχθεί πάλι ομαλά στην ύλη του υπόλοιπου τμήματος της τάξης του. Τέλος ζητείται από τους μαθητές μια κόσμια διαγωγή αφού σε οποιαδήποτε σοβαρή παραβατική συμπεριφορά το σχολείο θα έχει το δικαίωμα να αποβάλλει τον μαθητή.

Οι πρώτες πέντε χρονιές κυλάνε ομαλά. Η σχολική κοινότητα εκπληρώνει τους παιδαγωγικούς της στόχους, καθηγητές, γονείς και μαθητές είναι ενθουσιασμένοι. Την έκτη χρονιά όμως έρχεται ο πρόεδρος αυτής της κοινότητας και θέτει στους διευθυντές των οκτώ αυτών σχολείων το εξής θέμα. Η σχολική επιτροπή αδυνατεί να συνεχίσει τη χρηματοδότηση της σχολικής κοινότητας γιατί ένα από τα σχολεία δεν πληρεί τους όρους του συμφωνητικού. Συγκεκριμένα, αυτά τα πέντε χρόνια, οι μαθητές αυτού του σχολείου έχουν συμμετοχή στα διαγωνίσματα 20% αντί για 80%, σημειώνουν κατά μέσο όρο 160 απουσίες αντί για 50 το χρόνο, ενώ έχει παρατηρηθεί πλήθος παραβατικών συμπεριφορών στους χώρους του σχολείου. Ο πρόεδρος φεύγοντας ζητά από τους διευθυντές να συζητήσουν το πρόβλημα μεταξύ τους και να του ανακοινώσουν την απόφασή τους.

Μετά από πολλή συζήτηση και λεπτομερειακή αντιμετώπιση του θέματος οι διευθυντές προτείνουν στον πρόεδρο τις εξής δυο λύσεις: Ή θα αποκλεισθεί το συγκεκριμένο σχολείο από τη σχολική κοινότητα ή θα πάρουν κάποια μέτρα στήριξής του προκειμένου να συνεχίσει η λειτουργία της κοινότητας ως έχει.

Ο πρόεδρος τους λέει τότε πως τα πράγματα αντικειμενικά έχουν ως εξής: Στην περίπτωση που αποφασίσουν να λάβουν μέτρα στήριξης του «προβληματικού» σχολείου θα σημειωθούν σημαντικές αλλαγές στις παροχές προς τους μαθητές προκειμένου να εξισορροπηθεί η οικονομική ζημιά που προκαλεί αυτό το σχολείο στη κοινότητα. Δηλαδή οι μαθητές θα πληρώνουν εφεξής τα σχολικά τους συγγράμματα, καταργείται η δωρεάν σίτιση στο σχολείο και τα δωρεάν από το κυλικείο γεύματα, δεν προσφέρεται η δυνατότητα παροχής ηλεκτρονικών υπολογιστών στο μέλλον, οι καθηγητές των σχολείων θα επιλέγονται με απλούστερες διαδικασίες καθώς δε θα μπορούν πλέον να αμείβουν και να διαλέγουν έτσι τους «καλύτερους» από αυτούς, οι εκδρομές πλέον θα είναι τριήμερες εγχώριες με αποκλειστική χρηματική συμμετοχή των μαθητών, ενώ όλα τα γυμναστήρια και κολυμβητήρια θα παραχωρηθούν στο Δήμο, αφού θα είναι πολύ δύσκολη πλέον η ετήσια συντήρηση των σχολικών χώρων.

Στην περίπτωση βέβαια που αποφασίσουν να αποκλεισθεί το «προβληματικό» σχολείο, τα υπόλοιπα επτά δεν θα έχουν καμία επιβάρυνση μιας και όλα αυτά τα χρόνια οι μαθητές τους τήρησαν απαρέγκλιτα τους κανονισμούς λειτουργίας της σχολικής κοινότητας. Είναι μάλλον πιθανό πως θα πριμοδοτηθούν και με το χρηματικό ποσό που αντιστοιχούσε στο μερίδιο του συγκεκριμένου προς αποχώρηση σχολείου.

Η απόφαση ήταν πολύ απλή και φάνηκε σε όλους δίκαιη. Το συγκεκριμένο «απροσάρμοστο» σχολείο αποκλείστηκε και η σχολική κοινότητα συνέχισε με τους πρότερους ρυθμούς της τη λειτουργία της.

Βάλτε τον εαυτό σας στη θέση ενός μαθητή από τα υπόλοιπα επτά πλην του «προβληματικού». Θα κάνατε κάτι διαφορετικό; Πώς θα ερμηνεύατε τη λέξη «δικαιοσύνη» ή την έννοια της ανάληψης ευθυνών; Διαφορετικά ίσως;

Ας ονομάσουμε λοιπόν αυτή τη σχολική κοινότητα Ευρωπαϊκή Ένωση και το «προβληματικό» σχολείο Ελλάδα. Σε τι θα διέφερε η αντιμετώπισή των άλλων από αυτή που εισπράττουμε σήμερα; Εμείς θα κάναμε κάτι διαφορετικό; Εάν στη θέση μας ήταν μια άγνωστη για εμάς οικονομικά χώρα, π.χ. η Λετονία, θα δεχόμασταν να χάσουμε τα προνόμιά μας ή να έχουμε κυρώσεις σαν τις τωρινές για υπαιτιότητες άλλων ... των Λετονών;

Η κριτική λοιπόν κι η καχυποψία με την οποία μας αντιμετωπίζουν όλοι οι άλλοι Ευρωπαϊκοί λαοί δεν είναι τυχαία. Ούτε βέβαια φύτρωσε εν αγνοία μας τα τελευταία χρόνια. Είμαστε οι πρώτοι εμείς υπεύθυνοι της μοίρας μας. Εμείς με την κρατική κακοδιαχείριση των οικονομικών μας, με τη στήριξη ανίκανων πολιτικάντηδων, με την υιοθέτηση του ρουσφετιού και της κομπίνας σε στόχο ζωής, την εκούσια παράβλεψη της κρατικής μας προόδου προκειμένου να καλύψουμε τις μικρότερες προσωπικές μας παρανομίες. Ναι κύριε πρωθυπουργέ, διοργάνωσε Ολυμπιακούς Αγώνες γιατί μπροστά στα εκατομμύρια που θα χρεώσουν την Ελλάδα τι θα κοστίσει να τη χρεώσω κι εγώ με ένα αυθαίρετο στο νησί; Ναι κύριε πρωθυπουργέ, διοργάνωσε και φέτος το καλλιτεχνικό λίκνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, τη Εurovision, γιατί μπροστά στα εκατομμύρια που θα χρεώσουν την Ελλάδα τα φορέματα της Βίσση ή τα ταξίδια του Σάκη μπροστά στο φιλοθεάμον πεπαιδευμένο κοινό, τι θα κοστίσει το δικό μου καινούριο σακάκι που αγόρασα δίχως απόδειξη;

Το πρόβλημα για εμένα δεν είναι ό,τι μας κατηγορούν. Αυτό είναι ζήτημα αναγνώρισης και χειρισμού της δικής μας ευθύνης που στο βήμα της όποιας εθνικής μας ενηλικίωσης πρέπει να κάνουμε. Το ζήτημα είναι ο τρόπος που μέρες τώρα προβάλλεται ενώπιόν μας αυτός ο δημοσιογραφικός ευτελισμός ημών και αλλήλων. Το ότι το όποιο focus μπορεί και μας ξεσηκώνει εναντίον των Γερμανών με θλίβει. Πιστεύω πως και εάν το οποιοδήποτε δικό μας κουτσομπολίστικο περιοδικό αποκαλέσει του Γερμανούς ηλίθιους, δεν θα το λάβουν καν υπόψη τους. Σε εμάς αντίθετα μέσω των δικών μας δημοσιογραφικών χειρισμών δημιουργήθηκε εθνική αντιγερμανική υστερία.

Και προσέξτε˙ εμείς οι ίδιοι που τέλος Φλεβάρη θαυμάζαμε το γερμανικό οικονομικό μοντέλο, μιλούσαμε για κράτος με πρότυπη οργάνωση, εκθειάζαμε τις αυτοκινητοβιομηχανίες και τις κινηματογραφικές ταινίες τους, εμείς οι ίδιοι πέσαμε στην παγίδα που βρίζαμε. Γίναμε σαν κι αυτούς. Τους απαξιώνουμε ή μιλάμε προσβλητικά μιμούμενοι συμπεριφορές μαθητών δημοτικού ή δημοσιογραφικού διαλόγου στο Ιράν. Και ξέρετε γιατί συμβαίνει όλο αυτό; Γιατί απλούστατα καλοί μου, μας λείπει, ή καλύτερα έχουμε χάσει, την εθνική μας αυτοσυνειδησία. Δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε και δεν μας πειράζει που οι άλλοι μας βρίζουν για κάτι που ούτε κι εμείς καταλαβαίνουμε καλά. Το δέον είναι η απάντησή μας. Η υβριστική μας απάντηση. Μόνον έτσι θα δείξουμε τι αληθινά αξίζουμε! Από τη στιγμή που το να είσαι Έλληνας κατάντησε να σημαίνει το ίδιο που σημαίνει (ρωτήστε όποιον μαθητή θέλετε) το να είσαι Ολυμπιακός ή Παναθηναϊκός, να είσαι ΠΑ.ΣΟ.Κ. ή Νέα Δημοκρατία, όταν βρίζουνε την Ελλάδα πρέπει να βρίσουμε κι εμείς όπως όταν βρίζουν την ομάδα ή το κόμμα μας.

Αυτήν ακριβώς την ευκαιρία πρέπει να αξιοποιήσουμε γόνιμα. Πρέπει δηλαδή να σταθούμε απέναντι σε κάθε ξένο (πολιτικό ηγέτη, δημοσιογράφο ή τουρίστα) με τη συνείδηση του τι είμαστε. Είμαστε οι φτωχοί συγγενείς της Ευρώπης που ζητούμε χάρη για να σώσουμε την οικονομία μας; Είμαστε αυτοί που δεν οργιζόμαστε όταν μας προτείνουν να ξεπουλήσουμε την εθνική μας κληρονομιά για να μη μας θεωρήσουν απολίτιστους; Είμαστε αυτοί που θα κάνουμε ό,τι μας υποδεικνύουν πάντα κάποιοι ξένοι εθνοσωτήρες γιατί «αγαπούν» περισσότερο την πελατειακή μας εξάρτηση από ό,τι εμείς τη πατρίδα μας; Αν ναι τότε δε χρειάζονται πολλά πράγματα. Αρκεί να συνεχίσουμε να παρακολουθούμε αυτή την εκτυλισσόμενη γύρω μας παρωδία. Τα Μ.Μ.Ε. φροντίζουν καλά γι’ αυτό.

Εάν όμως έστω και λίγο νιώθουμε θιγμένοι όχι από αντίδραση αλλά από περηφάνεια χρειάζεται να κάνουμε κάτι πιο επίπονο. Να προβληματιστούμε και να ξηλώσουμε ό,τι δεν μας κάνει περήφανους που είμαστε Έλληνες. Είναι πολύ απλό και πολύ επίμοχθο συνάμα.Από την απόδειξη που δε δώσαμε ή δεν πήραμε ως το κλείσιμο της τηλεόρασης μπροστά σε εκπομπές που μάχονται για την εθνική μας υπόληψη όταν όλες τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου χτίζουν την εθνική μας ταυτότητα μέσα από τα σκουπίδια των τηλεαστέρων και της εξίσωσης του σημαντικού με το αδιάφορο. Εξαρτάται με το τι και πώς θέλουμε να ζούμε. Επαναλαμβάνω, μόνο στην περίπτωση που έχει κάποια σημασία το γεγονός πως είμαστε Έλληνες.

Ολοκληρώνω με μια σκέψη για τη γνησιότητα της συμπεριφοράς μας. Το περίφημο Γερμανικό βίντεο που μιλούσε απαξιωτικά για τη χώρα μας χρησιμοποίησε δυο βασικά επιχειρήματα: Πρώτον πως οι Έλληνες δεν έχουμε Ιστορία αφού ό,τι κάναμε δεν ήταν παρά η επιτυχία μας στους Περσικούς πολέμους και το δεύτερον πως είμαστε ένας λαός που εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια μιλάμε την ίδια γλώσσα, κάτι που για τους Γερμανούς φαντάζει τόσο ακατανόητο και ανώμαλο σαν αν μιλούσαν οι ίδιοι γοτθικά ή λατινικά. Την σχετική απάντηση στους πολλούς της Ευρώπης την έδωσε ο μοναδικός Οδυσσέας Ελύτης στο Λόγο του στην Ακαδημία της Στοκχόλμης για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Την σχετική όμως απάντηση στους λίγους εμάς της πατρίδας μας πρέπει να τη δώσουμε οι ίδιοι όταν οι μαθητές μας στο σχολείο (ή πιθανότατα κι εμείς όταν ήμασταν μαθητές) ρωτούν, δίχως να έχουν δει το γερμανικό βίντεο, μα λέγοντας τα ίδια πράγματα, γιατί να μαθαίνουμε σήμερα στο σχολείο ιστορία και αρχαία Ελληνικά. Με τους Γερμανούς αγανακτούμε. Όταν όμως λέμε ή πρεσβεύουμε πολιτισμικά κι εμείς τα ίδια; Δύσκολος λοιπόν δρόμος η εθνική μας αυτοσυνεδησία. Αν πρόεχει η οικονομική μας πρόοδος από αυτή τότε μάλλον χάνουμε την ευκαιρία. Κι όπως είπε ο συμπαθής κατά τ’ άλλα κ. Όλι Ρεν «...καλό κουράγιο...»!
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Αυτοπροσωπογραφία

Θεὲ τῶν χαμένων ψυχῶν, ἐσὺ ποὺ εἶσαι χαμένος ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους θεούς, ἄκουσε μέ!

Ἐσύ, μοίρα γλυκιὰ πού μας παραστέκεις, κι ἐσεῖς τρελὰ περιπλανώμενα πνεύματα, ἀκοῦστε μέ:


Ἐγώ, ὁ πιὸ ἀτελής, κατοικῶ ἀνάμεσα σὲ μία τέλεια φυλή.

Ἐγώ, ἕνα ἀνθρώπινο χάος, ἕνα νεφέλωμα ἀπὸ συγκεχυμένα στοιχεῖα, περιφέρομαι ἀνάμεσα σὲ ὁλοκληρωμένους κόσμους -ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν τέλειους νόμους, ἀπαρασάλευτη τάξη καὶ συγκροτημένες σκέψεις. Ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν διευθετημένα ὄνειρα καὶ τὰ ὁράματά τους εἶναι καταγραμμένα καὶ ἀρχειοθετημένα.

Θεέ μου, οἱ ἀρετὲς τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν εἶναι μετρημένες, κι οἱ ἁμαρτίες τοὺς ζυγιασμένες. Καὶ τὰ ἀπροσμέτρητα πράγματα ποὺ διαβαίνουν στὸ θαμπὸ ἡλιοβασίλεμα, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει οὔτε ἁμαρτία οὔτε ἀρετή, εἶναι κι αὐτὰ γραμμένα σὲ κατάστιχα.

Ἐδῶ οἱ μέρες καὶ οἱ νύχτες μοιράζονται σὲ ἐποχὲς συμπεριφορᾶς καὶ κυβερνιοῦνται ἀπὸ ἄψογους, ἀκριβεῖς κανόνες.

Νὰ τρῶς, νὰ πίνεις, νὰ κοιμᾶσαι, νὰ σκεπάζεις τὴ γύμνια σου, καὶ τέλος νὰ κουράζεσαι τὴν πρεπούμενη ὤρα.

Νὰ δουλεύεις, νὰ παίζεις, νὰ τραγουδᾶς, νὰ χορεύεις, κι ὕστερα νὰ πλαγιάζεις ὥσπου τὸ ρολόι νὰ σημάνει τὴν ὥρα.

Νὰ σκέφτεσαι ἔτσι, νὰ αἰσθάνεσαι τόσο, κι ὕστερα -μόλις ἕνα καθορισμένο ἄστρο ἀνατείλει στὸν ὁρίζοντα- νὰ σταματᾶς νὰ σκέφτεσαι καὶ νὰ αἰσθάνεσαι.

Νὰ ληστεύεις τὸ γείτονά σου χαμογελώντας, νὰ προσφέρεις δῶρα χειρονομώντας κομψά, νὰ ἐπαινεῖς, νὰ κατηγορεῖς κεκαλυμμένα, νὰ καταστρέφεις ψυχὲς μὲ ἕνα σου λόγο, νὰ καῖς τοὺς ἀνθρώπους μὲ μίαν ἀνάσα σου, κι ὕστερα - μόλις τελειώνει ἡ δουλειὰ τῆς μέρας - νὰ νίπτεις τᾶς χείρας σου.

Ν' ἀγαπᾶς σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς τάξης, νὰ ψυχαγωγεῖς τὸν καλύτερο ἑαυτό σου μὲ προσχεδιασμένο τρόπο, νὰ λατρεύεις τοὺς θεοὺς ὅπως τοὺς ἀξίζει, νὰ μηχανορραφεῖς ἔντεχνα μὲ τοὺς δαίμονες, κι ὕστερα νὰ τὰ λησμονεῖς ὅλα, σὰν νὰ ἔχει πεθάνει ἡ μνήμη σου.

Νὰ σκέφτεσαι ὑστερόβουλα, νὰ στοχάζεσαι μὲ ὑπολογισμό, νὰ εἶσαι ἐλαφρὰ εὐτυχισμένος καὶ νὰ ὑποφέρεις ἀριστοκρατικὰ -κι ὕστερα ν' ἀδειάζεις τὸ ποτήρι ὡς τὴν τελευταία σταγόνα, γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ τὸ γεμίσεις πάλι αὔριο.

Ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα, Θεέ μου, ἔχουν τέλεια προβλεφτεῖ, ἔχουν ἀποφασιστικὰ γεννηθεῖ, ἔχουν γαλουχηθεῖ μὲ φροντίδα, κυβερνιοῦνται ἀπὸ κανόνες, καθοδηγοῦνται ἀπὸ τὴ λογικὴ κι ὕστερα -σύμφωνα μὲ προκαθορισμένη μέθοδο- σφαγιάζονται καὶ θάβονται.

Κι ἀκόμα, οἱ σιωπηλοί. τάφοι, ποὺ βρίσκονται μέσα στὴν ἀνθρώπινη ψυχή, εἶναι σημειωμένοι κι ἀριθμισμένοι.

Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἕνας τέλειος κόσμος, ἕνας κόσμος ὁλοκληρωμένης τελειότητας, ἕνας κόσμος τρανῶν θαυμάτων, τὸ ὠριμότερο φροῦτο στοῦ Θεοῦ τὸν κῆπο, ἡ μεγαλοφυέστερη σκέψη στὸ σύμπαν.

Ἀλλὰ γιατί, Θεέ μου, πρέπει ἐγὼ νὰ βρίσκομαι ἐδῶ; Ἐγώ, ἕνας ἄγουρος σπόρος ἀνεκπλήρωτου πάθους, μία καταιγίδα τρελή, ἐγώ, ποῦ δὲ γυρεύω οὔτε τὴν ἀνατολὴ οὔτε τὴ δύση, ἐγώ, ἕνα ἀλλοπαρμένο θραῦσμα κάποιου πλανήτη ποῦ ἐξεράγη;

Θεὲ τῶν χαμένων ψυχῶν, ἐσὺ ποὺ εἶσαι χαμένος ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους θεούς, γιατί βρίσκομαι ἐδῶ;

Από τον «Τρελό» του Χαλίλ Γκιμπράν, εκδόσεις Μπουκουμάνη

Το συγκεκριμένο αριστούργημα προέρχεται από το κεφάλαιο του τέλειου κόσμου στο βιβλίο του Γκιμπράν. Πολλές φορές σκέφτομαι τα λόγια αυτά όταν όλοι (ή σχεδόν όλοι) κι όλα (ή σχεδόν όλα) γύρω μου προσπαθούν να με πείσουν πως είμαι κάποιο γρανάζι στο δικό στους κόσμο. Όταν κάποιος κύριος Όλι Ρεν έρχεται ως σωτήρας στη χώρα μου κι οι ειδήσεις εξαντλούνται να με πείσουν για το πόσο φτωχός πρόκειται να γίνω, πόσο αναξιόπιστος απέναντι στους Δυτικοευρωπαίους εθνοσωτήρες μου αποδείχτηκα, και πόσο ανάγκη τους έχω για να ζω ανάμεσά τους, μέρος του όμορφου πολιτισμού τους.

Μαζί με τον Γκιμπράν κι εγώ αδιαφορώ. Αρνούμαι να μπω στη διαδικασία χειραγώγησης που ξεκινά από χίλιους δυο άλλους έξω από τις επιθυμίες μου. Πολύ συχνά ξεχνάμε πως είμαστε ένα κράμα μαζί πολλών ανόμοιων στοιχείων, δωμάτιο με φως που χωρά μαζί το Θεό και τον δαίμονα. Ξεχνάμε πως δεν είμαστε αυτά που λέμε ή κάνουμε αλλά αυτό που φυλάμε μυστικό στη καρδιά μας κι ο πόθος μας να το υλοποιήσουμε.

Ποιος θα μας μιλήσει για τους σιωπηλούς τάφους που έχουμε στη ψυχή ή για το πώς θα θέλαμε να είναι η ζωή μας; Ποιος ενδιαφέρεται για το τι έχει αξία στη ζωή μας, οι άνθρωποι ή ο δέκατος τέταρτος μισθός; Ποιος μπορεί να αφαιρέσει ανθρώπους από την προσωπική μας ιστορία με την ίδια προετοιμασία που προηγείται η κατάργηση των επιδομάτων από τους μισθούς; Όλα αυτά μου είναι αδιάφορα. Πραγματικά αδιάφορα. Όχι πως δεν θα επηρεαστεί σημαντικά, όπως κι όλων μας σε ένα μέτρο, η ποιότητα της ζωής μου. Αυτό όμως που αξίζει και προσέχω περισσότερο δεν είναι αυτό που οι άλλοι νομίζουν πως μέσα από τέλειους νόμους ή σωστά μέτρα μπορούν να ρυθμίσουν το τι και κυρίως πώς θα ζω.

Χρειάζεται να βγεις από αυτό που οι άλλοι θεωρούν ως μέτρο για να μπορέσεις να μετρήσεις διαφορετικά το κόσμο γύρω σου. Χρειάζεται να αρχίσεις να αμφιβάλλεις για τους ανθρώπους γύρω σου που λεν’ ότι έχουν τέλειους νόμους, απαρασάλευτη τάξη και συγκροτημένες σκέψεις. Να γελάς με όσους έχουν διευθετημένα όνειρα και τα οράματά τους είναι καταγραμμένα και αρχειοθετημένα. Αυτούς που νόμισαν πως μπορούν να χωρέσουν το ευτυχώς άπειρο.

Χρειάζεται να πάψεις να μετράς τις μέρες και τις νύχτες σα να μοιράζονται σε εποχές συμπεριφοράς που κυβερνιούνται από άψογους, ακριβείς κανόνες. Να τρως, να πίνεις, να κοιμάσαι, να σκεπάζεις τη γύμνια σου, και τέλος να κουράζεσαι, να δουλεύεις, να παίζεις, να τραγουδάς, να χορεύεις, κι ύστερα να πλαγιάζεις την ώρα που θες εσύ κι όχι την πρεπούμενη ώρα. Να μην σκέφτεσαι έτσι, να μην αισθάνεσαι τόσο, κι ύστερα -μόλις ένα καθορισμένο άστρο ανατείλει στον ορίζοντα- να σταματάς να σκέφτεσαι και να αισθάνεσαι. Αυτά άστα για τους επαγγελματίες της ρουτίνας.

Χρειάζεται πάλι να πάψεις να ληστεύεις το γείτονά σου χαμογελώντας, να προσφέρεις δώρα χειρονομώντας κομψά, να επαινείς, να κατηγορείς κεκαλυμμένα, να καταστρέφεις ψυχές με ένα σου λόγο, να καις τους ανθρώπους με μιαν ανάσα σου, κι ύστερα -μόλις τελειώνει η δουλειά της μέρας- να νίπτεις τας χείρας σου, χρειάζεται να κάνεις στροφή στο απίθανο και να σταματήσεις ν' αγαπάς σύμφωνα με τους κανόνες της τάξης, να ψυχαγωγείς τον καλύτερο εαυτό σου με προσχεδιασμένο τρόπο, να λατρεύεις τους θεούς όπως τους αξίζει, να μηχανορραφείς έντεχνα με τους δαίμονες, κι ύστερα να τα λησμονείς όλα, σαν να έχει πεθάνει η μνήμη σου. Χρειάζεται σε όλα αυτά να βρεις το δικό σου τρόπο, τον κατάδικό σου τρόπο για να είσαι εσύ αυτός που δίνεις αξία στη ζωή σου κι όχι αυτή σε σένα.

Χρειάζεται εξάλλου να σταματήσεις να σκέφτεσαι υστερόβουλα και να στοχάζεσαι με υπολογισμό, να είσαι ελαφρά ευτυχισμένος και να υποφέρεις αριστοκρατικά - κι ύστερα ν' αδειάζεις το ποτήρι ως την τελευταία σταγόνα, για να μπορείς να το γεμίσεις πάλι αύριο. Άγγιξε την ευτυχία όταν ενσαρκώνεται ή πιες τον πόνο μέχρι τη τελευταία στάλα. Αντέχεις;

Ίσως έτσι καταλάβουμε πως αυτός ο τέλειος κόσμος, ο κόσμος της ολοκληρωμένης τελειότητας που ευαγγελίζεται ο κύριος Όλι Ρεν, ένας κόσμος τρανών θαυμάτων, μας είναι ή πρέπει να μας είναι ξένος.

Εγώ τουλάχιστον του τον χαρίζω. Και σε αυτόν και στους ευρωπαίους δικτάτορες εθνοσωτήρες και στους δικτάτορες εθνοσωτήρες πολιτικούς μας και στους δικτάτορες γελοίους δημοσιογραφίσκους μας. Ζητώντας απάντηση κι εγώ από τον Θεό, μονολογώ μαζί με τον συγγραφέα: Θεέ μου, πρέπει εγώ να βρίσκομαι εδώ; Εγώ, ένας άγουρος σπόρος ανεκπλήρωτου πάθους, μια καταιγίδα τρελή, εγώ, που δε γυρεύω ούτε την ανατολή ούτε τη δύση, εγώ, ένα αλλοπαρμένο θραύσμα κάποιου πλανήτη που εξερράγη;
Θεέ των χαμένων ψυχών, εσύ που είσαι χαμένος ανάμεσα στους άλλους θεούς, γιατί βρίσκομαι εδώ;
Ολόκληρη η ανάρτηση...