Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Της καληνύχτας τα φιλιά

Κι ύστερα θα έρθει το τέλος όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Οι άνθρωποι γύρω μου θα μαζευτούν ανταλλάσσοντας ευχές και φιλιά, θα μοιραστούν προσδοκίες και ελπίδες, θα αποχαιρετήσουν εύκολα τον χρόνο που πέρασε, το παλιό πεθαίνει πάντα τόσο ανέξοδα, τόσο εύκολα, το νέο είναι πάντα τόσο άγνωστο, τόσο ελπιδοφόρο, αιώνια τόσο καλύτερο από το παρελθόν!

Ύστερα οι άνθρωποι γύρω μου θα συναθροιστούν γύρω από τη βασιλόπιτα, από το εορταστικό τραπέζι, νέες ευχές, νέες ελπίδες, νέα βλέμματα, νέα χτυποκάρδια, νέοι άνθρωποι, τόσοι νέοι ωραίοι άνθρωποι, ο νέος χρόνος είναι υπέροχος, κάθε νέος χρόνος είναι υπέροχος, χρόνια πολλά, καλή χρονιά, καλύτερη από τη προηγούμενη, από τις προηγούμενες αυτός ο χρόνος είναι ο καλύτερος σίγουρα θα είναι ο καλύτερος, καλή χρονιά, ναι αυτή αναμφίβολα θα είναι η καλύτερη χρονιά!

Έπειτα τα πρώτα δευτερόλεπτα του χρόνου θα γίνουν λεπτά, τα λεπτά ώρες, οι ώρες στιγμές, οι στιγμές ώρες, κάτι πιο λίγο από χρόνο, από τα τόσα χρόνια που χωράνε στη μια και μοναδική ζωή. Η ώρα θα είναι περασμένη, πρέπει να φύγω, γιατί κάθε χρόνο πάντα φεύγω πρώτος; Νέες ευχές, νέα φιλιά, νέες ελπίδες, νέες προσδοκίες χρόνια πολλά, καλή χρονιά, καλύτερη από τη προηγούμενη, από τις προηγούμενες αυτός ο χρόνος είναι ο καλύτερος σίγουρα θα είναι ο καλύτερος, καλή χρονιά, ναι αυτή αναμφίβολα θα είναι η καλύτερη χρονιά! Της καληνύχτας τα φιλιά έχουν αλήθεια μια γλύκα τόση που κρύβουν όμορφα και τόσο πρόχειρα την χιονισμένη πίκρα και τον αγέραστο φόβο απ’ τον καθένα, ακόμη κι από τον πιο καλά κρυμμένο αγαπημένο μου εαυτό.

- Για μισό λεπτό! Ναι, εσύ άνθρωπε των σαράντα σχεδόν πρωτοχρονιάτικων φιλιών για περίμενε λίγο, για μισό λεπτό, μισό λεπτό, ανάμεσα στα τόσα αναρίθμητα του νέου χρόνου, μόνο μισό λεπτό. Σε σένα μιλώ. Πού νομίζεις πως πας; Γιατί φεύγεις, αλήθεια πάντα πρώτος, από εκεί που πρέπει να μένεις ως το τέλος; Δεν σου έχει πει κανένας αναθεματισμένος δικός σου άνθρωπος πως το πιο σημαντικό που έχεις να πεις το εξομολογείσαι σε μια αγκαλιά και ίσως για μια και μόνη φορά όσο ζεις;

Δεν σου έχει πει κανένας πως το παρελθόν σου, που τόσο εύκολα προσπερνάς, είναι αυτό που πριν ένα χρόνο σε τούτη τη σκηνή ακριβώς, έταζες όρκους σαν σε εικόνισμα σε κάποιο μακρινό αγαπημένο ξωκλήσι; Το ξέχασες κιόλας ε; Ξέχασες τις ελπίδες σου, τις υποσχέσεις και το όραμα, τον ίδιο σου τον εαυτό, ακόμη κι αυτόν το ξέχασες πως έφτασε σήμερα σ’ αυτά τα φιλιά της καληνύχτας επειδή μέρα μέρα τόσο καιρό ανέπνεε όνειρα κι αισθήματα σε τούτο το σάρκινο έλυτρο; Πόσο εύκολα σε έμαθαν να συγκρίνεις πράγματα ανόμοια, ανθρώπους ανόμοιους, ζωές ανόμοιες, ιστορίες ξένες, πόσο εύκολα έμαθες ανόητε εύκολα να συγκρίνεις…

Θυμάσαι τις πίκρες που σου έδωσα, τις διαψεύσεις, την αβάσταχτη απογοήτευση, τη ρουτίνα, την μονοτονία, τη λύπη και τον πόνο; Ξέρεις όμως γιατί απ’ τη ζωή σου δεν θα βγω; Γιατί δίχως αυτά δεν θα ήσουν εσύ τόσο πιο όμορφος από την ασχήμια της πίκρας, τόσο πιο δυνατός από την αδυναμία των διαψεύσεων, τόσο πιο ευχάριστος από την δυστυχία της αβάσταχτης απογοήτευσης, τόσο πιο νέος από τα γηρατειά της ρουτίνας, τόσο πιο φωτεινός από το σκοτεινό αδιέξοδο της μονοτονίας, τόσο πιο σίγουρος για τη ζωή από την ύπουλη δειλία της λύπης και τόσο πιο αληθινός για εσένα από τις ελεεινές υποσχέσεις του ψεύτικου πόνου. Σου έδωσα τα πάντα για να ξέρεις ποιος είσαι, πού πηγαίνεις και γιατί. Τα ξέχασες ε; Τα ξέχασες…

Κάτι τελευταίο λίγο πριν το τελευταίο φιλί της καληνύχτας. Σκύψε λίγο να με ακούσεις. Αυτό πρέπει να στο πω ψιθυριστά. Της καληνύχτας τα φιλιά, δεν είναι δώρα, δε φεύγω απόψε κι απ΄ τη ζωή σου δεν θα βγω. Όσα χρόνια και αν περάσουν εδώ θα μείνω θα σε κρατάω αγκαλιά, θα σ’ ανακρίνω. Δε πάω πουθενά δίχως εσένα. Σε κάθε νέα χρονιά πίσω από τα φιλιά για το νέο χρόνο θα κρύβονται αυτά τα αναθεματισμένα, αυτά τα πανέμορφα και τόσο δυσβάστακτα να δώσεις σε κάποιον αληθινά έξω από σένα, φιλιά της καληνύχτας. Η σχέση μας θα είναι ισόβια μισή. Το άλλο μισό το δικό σου σε κάθε τι καινούριο που ζεις θα το κουβαλάω εγώ στο παρελθόν σου, θα γίνεσαι ό,τι κάθε μέρα άφησες πίσω σου, ό,τι αγάπησες, ό,τι μίσησες, ό,τι κράτησες κι ό,τι άφησες. Την υπόλοιπη ζωή σου την έχω εγώ, εσύ έχεις δικό σου μόνο το όμορφο παρόν. Το τόσο όμορφο, λίγο και εύθραυστο, πολύτιμο παρόν. Της καληνύχτας τα φιλιά δεν είναι δώρα… Δεν σου χαρίζω τίποτα. Μου ανήκει το παν, εκτός από αυτό που τώρα ζεις, για λίγο όμως, μόνο για λίγο. Αν μ’ αγαπάς πρόσεχε τι ζεις. Αν περισσότερο αγαπάς τον εαυτό σου πάλι πρόσεχε τι ζεις.

- Καλή χρονιά …

- Καλή χρονιά! Εδώ να μείνεις της καληνύχτας τα φιλιά … μη μου τα δίνεις… Ολόκληρη η ανάρτηση...

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Το σφάλμα μου

Είναι τρεις το βράδυ μετά τα μεσάνυχτα. Τα Χριστούγεννα πέρασαν, έγιναν πια παρελθόν, ανήκουν αλλού, στους άλλους, στο παρελθόν. Τι έμεινε; Τι από όλα πίσω από τις αναρίθμητες τυπικές ευχές έμεινε; Κάθομαι στο κρεβάτι μου και με το φως ενός κεριού προσπαθώ να γράψω τις σκέψεις μου, όσες μου έμειναν μετά τις γιορτινές ευχές όλων. Τρέχω να προφτάσω το μυαλό μου μα αυτό δεν σταματά. Δεν κουράζεται να σκαρφαλώνει σε ψηλά βουνά, να ξεκουράζεται στα σύννεφα, να κυλά στα δροσερά ποτάμια και... να! Πάλι να περπατά στ' αστέρια! - Απλώνω τα χέρια μου το πιάνω με δύναμη και το βυθίζω στην καρδιά μου. Σήμερα χτυπά. Χτυπά γρήγορα για έναν άνθρωπο που με' μαθε την αγάπη. Που μ' έκανε να πιστεύω πως υπάρχει αγάπη. Ναι! Υπάρχει αγάπη! - Υπάρχει αλλά δεν φτάνει αυτό. Γιατί; Γιατί έναν χρόνο μετά διαπίστωσα πως δεν φτάνει να γνωρίσεις την αγάπη. Πρέπει να μάθεις να την διαχειρίζεσαι. Να μάθεις να παλεύεις γι' αυτήν. Πρέπει σαν την φωτιά να την κρατάς πάντα αναμμένη. Εγώ δυστυχώς από τον φόβο μην χάσω αυτό το τόσο όμορφο συναίσθημα έπεσα σε λάθη. Και αντί για ξερά ρίχνω στη φωτιά βρεγμένα ξύλα. Γιατί το κάνω αυτό; Αυτή η απορία σήμερα που φεύγουν τα Χριστούγεννα με κρατά ξύπνιο.

Κάθε φορά που βλέπω την φωτιά να τρεμοσβήνει, κλαίω. Δεν το θέλω και όμως το κάνω. Δεν αντέχω το κρύο και όμως εγώ την σβήνω. Γιατί; Γιατί από μικρός είχα κλείσει την καρδιά μου σε μέρη μυστικά μην την βρουν και μου την πάρουν άνθρωποι «κακοί» και μου την καταστρέψουν. Και να που μετά από τόσα χρόνια εκεί που δεν το περίμενα βρέθηκε ο άνθρωπος που μ' έκανε να την βγάλω και να του την χαρίσω. Να την δώσω και να πάρω την δική του. Όμως παρά τα χρόνια μου στην αγάπη... μπουσουλάω! Προσπαθώ να κάνω τα πρώτα μου βήματα και πέφτω. Πέφτω, κλαίω και σηκώνομαι. Δεν πρέπει να ξαναπέσω! Γιατί κάθε φορά που πέφτω φοβάμαι μήπως όταν σηκωθώ η φωτιά δεν θα καίει πια... - Και όμως μέχρι σήμερα συμβαίνει το αδύνατον. Η φωτιά όχι μόνο καίει αλλά και δυναμώνει. Μεγαλώνει αντί να μικραίνει. Για πόσο ακόμη; ΣΥΓΝΩΜΗ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ!!!

Από το «Γράμματα στην Έφη» του Φρήντριχ Φρέμπερ εκδόσεις Ηλακάτη Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Θέλω να μου χαρίσεις κάτι

- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι. - Ό,τι θες.
- Ό,τι θέλω; Τ' ορκίζεσαι; - Στ' ορκίζομαι.
- Είναι δύσκολο. - Δε πειράζει.
- Είναι ακριβό. - Δε με νοιάζει.
- Είναι σπάνιο. - Τόσο το καλύτερο.
- Είναι επικίνδυνο. - Δεν φοβάμαι.
- Μπορεί να καείς άμα το πιάσεις. - Θα γίνω νερό να σβήσω τη φωτιά.
- Μπορεί να σου γλιστρήσει απ' τα χέρια και να φύγει. - Θα το ξαναπιάσω.
- Μπορεί να πάει πολύ μακριά. - Θα το κυνηγήσω.
- Μπορεί να χαθεί στον ουρανό. - Θα γίνω πουλί να το ψάξω.
- Μπορεί να βυθιστεί στη θάλασσα. - Θα γίνω αγκίστρι να το πιάσω.
- Μπορεί να πνιγεί στο σκοτάδι. - Θα περιμένω τα χαράματα.
- Μα μπορεί να διαλυθεί ως τότε. - Θα φέρω τ' άστρα να φωτίσουν πιο νωρίς.
- Είναι τόσο μικρό, δεν θα μπορέσεις να το πιάσεις. - Θα ζητήσω σ' ένα μυρμήγκι να με βοηθήσει.
- Κι αν είναι μεγάλο σαν σπίτι; - Θα φέρω γερανό.
- Κι αν είναι μεγάλο σαν βουνό; - Θα φέρω ένα γερανό πιο μεγάλο από βουνό.
- Υπάρχει; - Θα τον φτιάξω.
- Που ξέρεις να φτιάχνεις γερανούς; - Δεν ξέρω.
- Τότε; - Τότε θα μάθω.
- Από που; - Από τα βιβλία.
- Κι αν δεν το λένε τα βιβλία; - Θα βρω το γέροντα που φτιάχνει γερανούς.
- Κι αν έχει πεθάνει; - Θα βρω τον άλλον γέροντα.
- Ποιον άλλον γέροντα; - Εκείνον που ξέρει όλα τα βότανα.
- Όλα τα βότανα; - Όλα τα χόρτα και τα μικρά άνθη του αγρού. Ξέρει τι μάγια κρύβουν.
- Και πως θα φέρει εκείνος το βουνό; - Όχι εκείνος, εγώ. Θα μου δώσει βότανα να πιω, να γίνω τόσο δυνατός, που θα μπορέσω να το σηκώσω το βουνό.
- Εμένα θα μπορείς να με πάρεις αγκαλιά; - Πάντα.
- Τώρα. - Τώρα. Έλα, τι θέλεις;
- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι. - Ό,τι θέλεις.
- Ό,τι, ό,τι θέλω, τ' ορκίζεσαι; - Στ' ορκίζομαι.
- Θέλω ... θέλω κάτι που δε υπάρχει πουθενά. - Να το φτιάξουμε.
- Με τι; - Με τι θέλεις;
- Δεν ξέρω. - Να το φτιάξουμε με ξύλο καρυδιάς και χρυσά καρφιά.
- Όχι, όχι δεν είναι έτσι. - Να το φτιάξουμε με πούπουλα και ψίχουλα, με σταγόνες και γαργαλήματα και να του βάλουμε ένα κλειδί να το κουρδίζεις.
- Όχι, όχι, δεν θέλω κλειδί. - Γιατί;
- Μπορεί να το χάσω. - Θα στο κρεμάσω στο λαιμό.
- Μπορεί να χαθώ κι εγώ. - Θα έρθω να σε βρω.
- Κι αν δεν μπορείς να με βρεις; - Θα μπορέσω.
- Κι αν είναι σκοτάδι; - Θ' ανάψω κερί.
- Κι αν λιώσει το κερί; - Ως τότε θα σ' έχω βρει.
- Κι αν όχι; - Θα ψάχνω ώσπου να σε βρω.
- Πόσο θα ψάχνεις; - ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ!
- Τι θα πει για πάντα; - Ότι Σ' ΑΓΑΠΩ!
- Κι εγώ τι θα κάνω ώσπου να με βρεις; - Μπορείς να κοιμηθείς.
- Που; - Κάτω από μια μυρσινιά.
- Που έχει μυρσινιές; - Παντού.
- Έχει και λιοντάρια παντού; - Όχι.
- Που έχει λιοντάρια; - Στη ζούγκλα.
- Είναι κοντά η ζούγκλα; - Πολύ μακριά. Στην άλλη άκρη του κόσμου...
- Δεν μπορούν να έρθουν εδώ ποτέ; - Ποτέ.
- Τ' ορκίζεσαι; - Στ' ορκίζομαι.
- Ξέχασα τι θα πει για πάντα. - Θα πει ότι σ' αγαπώ.
- Πόσο; - Ως τον ουρανό.
- Ναι, ναι. Να κοιμηθώ τώρα; - Ναι. - Θα με πάρεις αγκαλιά; - Ναι.
- Θέλω να μου χαρίσεις κάτι. - Ό,τι θέλεις.
- Ό,τι, ό,τι θέλω, τ' ορκίζεσαι; - Ναι.

Ανθή Δοξιάδη-Τριπ, Εκδόσεις Άγρα Ολόκληρη η ανάρτηση...

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Γυάλινα Γιάννενα

Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο.
Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως σαν καθετί που ανασαίνει.
Επειδή περνάς δύσκολες μέρες
σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς
που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω
τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,
δε θα πει πως δεν έχουμε
μοίρα στον ήλιο, έχουμε
τη δική μας μοίρα.
Επειδή πότε είσαι άνθρωπος
και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας
ψωμάκια μικρά της αποδημίας
κι ελπίζουνε τα παιδιά μας
σε καλύτερες μέρες.
Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι
και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι
για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,
μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,
αν αλλάζαμε θα ’μαστε πάλι
δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε
απ’ το άλφα.
Τώρα ξέρουμε πού πονάς
πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,
διακοπή αίματος και κρυώνουν
τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό
να φορτίσει πάλι τα μέλη
με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.
Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς
και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο
για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά
και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη
κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές
και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά
και καμένα, θέλοντας ο καθένας
να ’ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο
και πηγή, κατά τις περιστάσεις
ή και όλα μαζί στην ανάγκη,
δε θα πει πως εγώ δεν μπορώ
να γίνω κάτι απ’ αυτά ή και όλα μαζί,
κι αν είναι να περάσω
μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.

Από τα Γυάλινα Γιάννενα του Μιχάλη Γκανά, εκδόσεις Καστανιώτη Ολόκληρη η ανάρτηση...

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Παράθυρο νοσοκομείου

Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Εύκολοι άνθρωποι, δύσκολες σχέσεις

Ό,τι ήταν κάποτε δύσκολο απλουστεύτηκε. Γινόμαστε εραστές λίγες μέρες ή βδομάδες μετά τη γνωριμία μας… Όμως, ό,τι ήταν αυτονόητο έγινε προβληματικό: επιστρατεύουμε τη σοφία του Ταλμούδ για να αποφασίσουμε αν θα μείνουμε μαζί και κάτω από ποιες συνθήκες και όρους, αν θα δεχτούμε τα κλειδιά του σπιτιού του άλλου ή αν θα την κάνουμε με ελαφρά πηδηματάκια. Ο φόβος της απώλειας της ανεξαρτησίας μας είναι μεγαλύτερος από τη σεμνοτυφία του παλιού καιρού. Να ποιο είναι το στοίχημα και το δόγμα των σύγχρονων κοινωνιών: Βάζουμε τους νόμους στην υπηρεσία των παθών αντί να υποτάσσουμε τα πάθη στους νόμους. Θυσιάζουμε τη διάρκεια για χάρη της προσωρινότητας, προσαρμόζουμε τους θεσμούς στην παραμικρή τροποποίηση των ηθών. Βρίσκουμε εύκολες λύσεις σε δύσκολα προβλήματα, αφήνουμε ελεύθερο το ορμητικό ποτάμι των αισθημάτων, αντίθετα από τους προγόνους μας που το διοχέτευαν ελεγχόμενα με πλήθος απαγορεύσεων. Η φιλοδοξία μας τα τελευταία χρόνια ήταν υπέρμετρη, παραληρηματική: σήμερα αισθανόμαστε τις συνέπειες.

Απόσπασμα από το «Ο γάμος από έρωτα έχει αποτύχει;» του Πασκάλ Μπρυκνέρ, εκδόσεις Πατάκη

Σε όλη την ως τώρα ζωή μου στάθηκε αδύνατο να μάθω καλά Άλγεβρα. Η αλήθεια είναι πως δεν θυμάμαι καν ούτε μια ταυτότητα να αποδείξω. Το παράδοξο είναι πως στα σχολικά μου χρόνια έτυχε να έχω άριστους καθηγητές που δίδασκαν εξαιρετικά το αντικείμενό τους. Κι ενώ ο ίδιος καθηγητής μάς δίδασκε και Άλγεβρα και Γεωμετρία, στην Άλγεβρα, μολονότι στη τάξη νόμιζα πως είχα κατανοήσει κάθε λεπτομέρεια όσων ανέφερε ο δάσκαλος, η βαθμολογία μου στα γραπτά διαγωνίσματα μόλις και μετά πολλής βίας πλησίαζε στη βάση. Το αντίθετο συνέβαινε στη Γεωμετρία που κι αυτή μου άρεσε το ίδιο αλλά εδώ και στα διαγωνίσματα πήγαινα πολύ καλά. Ο καθηγητής σίγουρα διέκρινε αυτή την αναντιστοιχία μεταξύ ιδέας και πραγματικότητας και πάντα με πριμοδοτούσε με έναν γενναίο βαθμό και στα δυο μαθήματα. Όταν με το καλό τελείωσα το σχολείο, το θέμα με είχε απασχολήσει, περισσότερο σαν περιέργεια στις δυνάμεις του εαυτού μου. Πώς είναι δυνατόν να μη μπορώ να μάθω καλά Άλγεβρα, να μην ολοκληρώνω σωστά ούτε μια άσκηση στα διαγωνίσματα ενώ στη τάξη πίστευα πως τα είχα κατανοήσει όλα; Σοφοί επί σοφών ασχολήθηκαν με το θέμα στα αμφιθέατρα του μυαλού μου αλλά η απάντηση ήταν πολύ απλή και ήρθε μόλις τα τελευταία χρόνια.

Όταν μας μοίραζαν τα βιβλία στην αρχή της σχολικής χρονιάς, μάς έδιναν κι ένα εγχειρίδιο με τις λύσεις των ασκήσεων στα Μαθηματικά. Τη πρώτη φορά που ασχολήθηκα με τη λύση αλγεβρικής άσκησης και δεν μπόρεσα να τη λύσω, κατέφυγα σε αυτό. Όχι για να συμβουλευτώ˙ για να αντιγράψω! Κι έτσι η ευκολία της πρώτης φοράς έγινε συνήθεια κι έπειτα δεδομένο για όλα τα επόμενα χρόνια της μαθηματικής μου σταδιοδρομίας. Είχα ορίσει στον εαυτό μου την εύκολη λύση της αντιγραφής στο δύσκολο πρόβλημα της λύσης. Και κάπως έτσι Άλγεβρα δεν έμαθα ποτέ καθώς δεν γνώρισα τον κόπο και τον τρόπο να διαχειρίζεσαι τη μεθοδολογία επίλυσης του εκάστοτε προβλήματος.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον Μπρυκνέρ, θα αναρωτηθεί κανείς. Είναι το πρώτο (για να είμαι φιλαλήθης το δεύτερο) πράγμα που ήρθε στο νου μου μόλις διάβασα αυτό το απόσπασμα στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου του χαρισματικού συγγραφέα. Εύκολες λύσεις σε δύσκολα προβλήματα δεν υπάρχουν. Απλά είναι άκοποι τρόποι να διαιωνίζεις ένα πρόβλημα, γιγαντώνοντας τις διατάσεις του αντί να προσπαθείς επιτυχημένα ή ατυχώς να το επιλύσεις. Κι οι άνθρωποι; θα μου πεις. Οι άνθρωποι που στα πόδια τους απλώνουμε ανακουφισμένοι και ταυτόχρονα ανυποψίαστα γελασμένοι την ασφάλεια, τον φόβο της απώλειας της ανεξαρτησίας μας, είναι εκείνοι που με μιας υπόσχονται εύκολες λύσεις. Στο σώμα, στο νου και στη καρδιά τους όλα επιτρέπονται, όλα είναι εύκολα, προσκαλούν μιλώντας για προορισμούς μαγευτικούς αλλά προσφέροντας τα μικράς διάρκειας ταξίδια από τον εγωισμό ως τον άλλο εγωισμό, από την ερημιά ως τη κλοπή. Οι άνθρωποι που εύκολα αλλάζουν συναισθήματα, σώματα και εμπειρίες δεν μπορούν να είναι τίποτα περισσότερο από εύκολοι άνθρωποι. Δίχως όρια και κρίση τα ζουν όλα με όλους˙ τίποτα ιδιαίτερο δε γεννιέται από καμιά ζωή που δεν έχει ανακαλύψει την ιδιαιτερότητά της. Μοιραία οι σχέσεις τους με τον καθένα γίνονται το αντίθετο. Δύσκολες αν όχι καταστροφικές ή χαμένες. Πιο πέρα όμως στην πληρότητα ποτέ. Κι ως εκεί˙ τραγικά ως εκεί.

Φωτίζουμε τις ζωές των εραστών μας και όσων αποκαλούμε συντρόφους στη διάρκεια της λάμψης ενός πυροτεχνήματος πριν το ατέλειωτο σκοτάδι. Βλέπουμε λίγο, σχετιζόμαστε λίγο, νιώθουμε λίγο, ερωτευόμαστε λίγο δίνουμε το σώμα μας τροφή για λίγο, τρεφόμαστε με χάδια και κούφια μεγάλα λόγια για λίγο, επειδή ακριβώς βάζουμε τους νόμους στην υπηρεσία των παθών αντί να υποτάσσουμε τα πάθη στους νόμους. Η ελευθερία χάνει το νόημά της, ο άλλος μετατρέπεται σε μέσο, αδυνατούμε να ασφαλίσουμε κάτι γιατί οι ψυχές μας δεν κρύβουν πλέον θησαυρούς, τα δίνουμε όλα στον καθένα, όλοι γίνονται το ίδιο, όλα βιώνονται ως ίδιο, όλα σε όλους, όλα για όλους, ανεξαίρετα, αδιάκριτα, ανέξοδα, ανεπιτυχώς, ατυχώς, τραγικώς! Ο Μπρυκνέρ εδώ κάνει λόγο για απαγορεύσεις και εύκολα μπορεί να παρεξηγηθεί, ιδίως σε μια εποχή που όλα επιτρέπονται, όλα δίνονται, όλα ανήκουν αλλού. Αν δεν πιστεύεις σε θησαυρούς, εάν δεν τους έχεις ψάξει, εάν δεν τους έχεις βρει, ναι, τότε τι να δώσεις και σε ποιον; Τα δίνεις όλα επειδή ακριβώς η αξία τους είναι ανύπαρκτη. (Θεέ μου πόσο θα ενοχληθούν οι χονδρέμποροι των λεπτών αισθημάτων!) Κι αν αλήθεια ο μόνος τρόπος για να πλουτίσεις τη ζωή σου είναι να τη μοιράζεις, είναι πρώτα να της έχεις δώσει αξία, να την έχεις καταστήσει πολύτιμη, να διαχειρίζεσαι φιλότιμα την ανεκτίμητη αξία της. Μόνο τότε έχει, και πρέπει να έχει, σημασία η όποια δωρεά σου.

Το λάθος δεν υπήρξε ποτέ αδικαιολόγητο. Υπάρχει με τόση βεβαιότητα μες στη ζωή όσο και η πιθανότητα να καταλήξεις σε λάθος αποτέλεσμα όταν ξεκινάς να λύσεις μια δύσκολη μαθηματική άσκηση στην Άλγεβρα. Το λάθος είναι ο τρόπος. Ο εύκολος τρόπος. Η γελοία φαντασίωση να ίπτασαι για χάρη του άλλου από έκπληξη σε έκπληξη, γυρεύοντας να χωρέσεις στην «άγονη πλήξη μιας ζωής δίχως έρωτα» όσα δεν κατάφερες να γίνεις ο ίδιος στη ζωή σου, να υπόσχεσαι τον κόσμο όλον, να περιμένεις τον κόσμο όλον από κάποιον που δε ξέρει, που δεν τόλμησε να μπει στον πειρασμό να συνθέσει με αγωνία κι αγώνα ο ίδιος και να ζήσει υπεύθυνα και συνειδητά με την προσωπική του ταυτότητα. Οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι ταξίδια από ευχάριστες εκπλήξεις σε ευχάριστες εκπλήξεις. Είναι κάτι πιο ουσιαστικό και πιο όμορφο. Είναι μια διάρκεια αγαπητικής επικοινωνίας ανθρώπων που μέσα της χωράνε αμέτρητες ώρες μονοτονίας και «καθημερινότητας», αρκετές στιγμές κούρασης και βαρεμάρας, κάμποσες περίοδοι απογοήτευσης και θυμού και εκατοντάδες σπαρμένες διαψεύσεις και στιγμές ρουτίνας. Το όμορφο γεννάται και υπάρχει ως έκπληξη κάθε φορά που σπάει αυτό τον φαύλο κύκλο επειδή ακριβώς η πολυτιμότητα του εδράζεται σε τούτη τη σπανιότητα με την οποία εμφανίζεται. Η ποιότητα της σχέσης δεν είναι τίποτε άλλο από τον τρόπο με τον οποίον ζεις την καθημερινότητά σου με έναν άνθρωπο. Ωριμάζοντας με την πληρότητα της εμπιστοσύνης ή μένοντας άκοπος από τον εγκλεισμό στις εγωιστικές σου εξασφαλίσεις.

Γυρνώντας το χρόνο πίσω λυπάμαι που παρέμεινα ανίκανος να κατανοώ επαρκώς και να λύνω τις αλγεβρικές ασκήσεις. Πιο πολύ όμως λυπάμαι για τον τρόπο που νόμιζα πως έμαθα να λύνω επιτυχώς όλα τα δύσκολα προβλήματα της ζωής. Οι σχέσεις είναι τρόπος. Όπως ακριβώς και η ζωή, όπως ακριβώς και οι απαιτήσεις να μάθεις Άλγεβρα. Δυστυχώς όμως τα αποτελέσματα έρχονται πάντα αργά και πάντα όχι τη στιγμή που κρίνονται όλα. Μετά διαχειρίζεσαι τους λόγους, τις αιτίες και αν είσαι λίγο πιο τυχερός και τα αποτελέσματα. Άλγεβρα όμως δεν θα έχεις μάθει. Ακόμη περισσότερο σε όλα τα δύσκολα ζητήματα της ζωής θα έχεις προτείνει εύκολες λύσεις. Οι συνέπειες της παραληρηματικής φιλοδοξίας θα χαϊδεύουν ύπουλα τις σφιγμένες σου παλάμες. Μη πιέζεσαι, μη κοπιάζεις, μη τολμάς, μη προσπαθείς. Και η εύκολη λύση θα παραμένει άλυτη ευκολία και το άλυτο πρόβλημα, άλυτο πρόβλημα. Και οι εύκολοι άνθρωποι θα μπαινοβγαίνουν σε δύσκολες σχέσεις και λύση δεν θα προσφέρει κανείς. Ένας ευτυχής βιοπορισμός στη ψεύτικη γη του άκοπου τίποτα! Διαλέγεις και παίρνεις, διαλέγεις και ζεις. Ολόκληρη η ανάρτηση...

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

Τα πράγματα που δεν έκανες ...

Θυμάσαι τη μέρα που δανείστηκα το καινούργιο σου αυτοκίνητο και το τράκαρα; Νόμισα πως θα με σκότωνες, μα δεν το έκανες.

Και θυμάσαι τη φορά που επέμενα να πάμε στη θάλασσα κι εσύ έλεγες ότι θα βρέξει, και έβρεξε; Νόμιζα πως θα μου΄ λεγες, "Στο' χα πει". Μα δεν το έκανες.

Θυμάσαι τη φορά που φλερτάρισα με όλους τους άνδρες για να σε κάνω να ζηλέψεις, και συ ζήλεψες; Νόμιζα πως θα με παρατούσες, μα δεν το έκανες.

Θυμάσαι τη φορά που λέρωσα την ταπετσαρία του αυτοκινήτου σου με κρέμα φράουλα; Νόμιζα πως θα με χτυπούσες, μα δεν το έκανες.

Και θυμάσαι τη φορά που ξέχασα να σου πω πως ο χορός ήταν επίσημος κι ήρθες με το τζην; Νόμιζα πως θα 'φευγες αλλά δεν το έκανες. Ναι, υπάρχουν χιλιάδες πράγματα που δεν τα έκανες.

Αλλά με δέχτηκες και μ' αγάπησες και με προστάτεψες. Υπήρχαν χιλιάδες πράγματα που ήθελα να σου ανταποδώσω όταν θα γύριζες από το Βιετνάμ. Αλλά δεν γύρισες..."

Από το βιβλίο του Λέο Μπουσκάλια "Να ζεις ν'αγαπάς και να μαθαίνεις" εκδόσεις Γλάρος Ολόκληρη η ανάρτηση...

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012

Το πένθος

Όταν ολοκλήρωσα το Πένθος του π. Φιλόθεου Φάρου αναλογίστηκα εάν υπάρχει άλλο βιβλίο που να μπορεί να συγκριθεί ως προς τη θεματολογία και την αρτιότητα της προσέγγισής του με αυτό. Ίσως να κάνω λάθος αλλά νομίζω πως πρόκειται για τη διδακτορική διατριβή του συγγραφέα. Ήθελα να μάθω πράγματα για το πένθος, ακολούθησαν και κάποια γεγονότα που επέτειναν τη σημασία αυτής της ανάγνωσης, όλα έγιναν απόλυτα κατανοητά, απόλυτα δικαιολογημένα. Το είχα διαβάσει αργά…

Ο συγγραφέας ξεκινά το έργο του λέγοντας πως ο θάνατος αλλά κι η απώλεια κάθε είδους, έχει γεύση θανάτου με τις ίδιες επιπτώσεις στην ανθρώπινη ψυχολογία...

Το πένθος, δηλαδή ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η θλίψη που προκαλεί ο θάνατος (ή η απώλεια) είναι διαφορετικό σε κάθε πολιτισμό: κάποιοι την αντιμετωπίζουν με άρνηση που τη λένε στωικότητα, ψυχραιμία. Υπάρχουν χριστιανοί που νομίζουν πως η έκφραση θλίψης είναι απιστία! Όμως στο Ευαγγέλιο δεν υπάρχει αυτή η στάση. Αντίθετα, οι λέξεις ολοφύρομαι, κόπτομαι, επαναλαμβάνονται συχνά, λέξεις δυνατές που περιγράφουν έντονη έκφραση θλίψης! Η «στωικότητα» προέκυψε από διαστροφή της χριστιανικής παράδοσης που κατέστησε τον Θεό αίτιο του θανάτου. Κι ο θάνατος, ως θεόσταλτος, δεν κάνει να αντιμετωπιστεί με θρήνους! Αλλά η άποψη πως ο Θεός είναι αίτιος του θανάτου είναι η πιο βλάσφημη διατύπωση γιατί ο Θεός είναι η πηγή της ζωής!

Οικοδόμημα σχολαστικής θεολογίας είναι ξεκάθαρα πως ο Θεός τιμωρεί τον άνθρωπο για την παρακοή του προς Αυτόν με τον θάνατο! Αυτή η αντίληψη περί του Θεού ως αιτία θανάτου δημιούργησε πολιτισμό, αντίληψη στη Δύση αντιμετώπισης στωικής. Οι Πατέρες στην δική μας παράδοση ωστόσο, είναι σαφέστατοι πως η ασθένεια κι ο θάνατος δεν προέρχονται από τον Θεό!

Η αντιμετώπιση του θανάτου κι όποιας θλίψης είναι μετρημένο πως η πιο αποτελεσματική και υγιής είναι του θρήνου και του πένθους ως μιας συγκεκριμένης διαδικασίας της οποίας επιτομή μπορούμε να πούμε πως είναι το μοιρολόι. Αυτό το βάρβαρο πράγμα για την αγγλοσαξωνική νεύρωση που 'χει επιδράσει σ' αυτό το χώρο χρησιμοποιώντας ένα πολύ βρώμικο κι ακατανίκητο όπλο -τον χλευασμό- μας έπεισε πως ο θρήνος της Εκάβης ήταν βαρβαρότητα κι ότι ήταν πολιτισμός η περίπτωση π.χ. της Κέννεντυ που έθαβε τον δεύτερο γιο της με πλουμιστά ρούχα. Η κωμωδία εκεί είναι που την επόμενη μέρα η οικογένεια κρίνει τη δουλειά του νεκροπομπού ως προς το στόλισμα του νεκρού! Οι επισκέπτες λένε στους συγγενείς πως έγινε μια υπέροχη δουλειά κι ευχαριστούν. Αν κάποια Ελληνίδα εκφράσει θλίψη σπεύδουν οι συγγενείς να της θυμίσουν πως δεν τρέχει τίποτα!

Στο βιβλίο παρατίθεται κι ένα μοιρολόι του για τον θάνατο του ξαδέρφου του Δημήτρη Μωραϊτίδη, ως ενδεικτικό φανέρωμα πολιτισμού, γιατί το μοιρολόι παίρνει τη μορφή του τραγουδιού, είναι επικήδειος, γιατί το μοιρολόι αναφέρεται στη ζωή του νεκρού και στις σχέσεις δηλαδή ξαναθυμάται εμπειρίες του μοιρολογούντος με τον νεκρό.

Σήμερα που η απωθημένη θλίψη γίνεται κατάθλιψη, γίνεται παθολογία γιατί δεν εκφράζεται μέσα από μια διαδικασία πένθους, υπάρχει μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία: «η επεξεργασία του πένθους»: βάζει τον ψυχοθεραπευόμενο να θυμηθεί πράγματα απ' τη ζωή του νεκρού για αναπόληση των κοινών τους εμπειριών...

Από το μοιρολόι: «Πού να βρω μελάνι τόσο μαύρο όσο το πένθος της καρδιάς μου και πού χαρτί αδιάβροχο που να βρέχεται και να μη λιώνει;;»

Ο ίδιος ο π. Φιλόθεος γράφει πως το βιβλίο του είναι αφιερωμένο στη γιαγιά του που πενθούσε σ΄ όλη της τη ζωή με ένα υγιές πένθος για το χαμό των παιδιών της: είχε τάμα να φτιάχνει όποιον συγγενή ή γείτονα πέθαινε και μετά μοιρολογούσε: γενικά το πρώτο μοιρολόι ήταν τυποποιημένο κι ακολουθούσαν οι αυτοσχεδιασμοί...

Σε άλλο σημείο αναφέρεται στο ολέθριο «τον πήρε ο Θεός», κάτι που το λέμε για να δικαιολογήσουμε ένα συναίσθημα κι έναν Θεό αντίθετο με τη ζωή, κάτι αδικαιολόγητα ολέθριο και για τη ψυχοσύνθεσή μας και για την ορθή αντίληψή μας περί Θεού.

Στο έργο τονίζεται πώς σκοτώνουμε για πάντα τους νεκρούς μας και θαβόμαστε μαζί τους, στην προσπάθειά μας να μην τους δούμε σαν νεκρούς, σαν απώλειες, σαν αποκολλήσεις απ' το σώμα μας! Και με το να τους σκεπάζουμε στο φέρετρο για να απωθούμε εικόνες, συναισθήματα, πραγματικότητα!!

Η όλη διαδικασία είναι χρήσιμη και θα προσφέρει γόνιμα αποτελέσματα εάν βιωθεί με το σωστό τρόπο που δεν είναι η απώθηση αλλά η μνήμη και η κοινωνία.

Το βιβλίο ολοκληρώνεται με μια πολύ ωραία παρατήρηση που τη θυμήθηκα αρκετές φορές φέρνοντας στο νου μου όλα τα πρόσωπα που χάθηκαν από τη ζωή μου τον τελευταίο καιρό. Λέει κάπου ο π. Φιλόθεος πως το τίμημα για την πολύτιμη παρουσία κάποιων ανθρώπων στη ζωή σου είναι η απώλεια που θα δοκιμάσεις όταν φύγουν. Δε γίνεται όμως αλλιώς. Αυτή η διαδικασία είναι μονόδρομος.

Δεν ξέρω πώς θα ακουστεί η τελευταία μου εντύπωση, όμως θα ήθελα να είχα διαβάσει αυτό το βιβλίο λίγο καιρό νωρίτερα, για να μη φοβάμαι, να ξέρω το ορθό, να είμαι πιο χρήσιμος και πιο ουσιαστικός απέναντι σε ανθρώπους που πενθούν, πιο σωστός απέναντι στην ίδια τη ζωή και τα μαθήματα που μας προσφέρει. Το βιβλίο πάντως είναι εν προκειμένω εξαντλημένο στον εκδοτικό οίκο. Ελπίζω όχι για πολύ… Ολόκληρη η ανάρτηση...

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Αυτοβιογραφία

Ἄνθρωποι ποὺ δὲ γνώρισα ποτέ μου δώσαν τὸ αἷμα μου καὶ τ’ ὄνομά μου
στὴν ἡλικία μου χιονίζει, χιονίζει ἀδιάκοπα
μία κίνηση πάντα σὰ νά’ θελα νὰ προφυλαχτῶ ἀπό’ νὰ χτύπημα
δίψασα γιὰ ὅλη τη ζωή, κι ὅμως τὴν ἄφησα

γιὰ ν’ ἁρπαχτῶ ἀπ’ τὰ πελώρια ἀγκάθια τῆς αἰωνιότητας,
ἡ σάρκα μου ἕνας ἐπίδεσμος γύρω ἀπ’ τὸ αὐριανό μου τίποτα
κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσει στὸν πόνο μου
ἐκτὸς ἀπ’ τὸν ἴδιο μου τὸν πόνο –εἶμαι ἐδῶ, ἀνάμεσά σας, κι ὁλομόναχος,
κ’ ἡ ποίηση σὰ μία μεγάλη ἀλήθεια ποὺ τὴν ἀνακαλύπτεις ὓστερ’ ἀπὸ χρόνια,
ὅταν δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ χρησιμέψει πιὰ σὲ τίποτα.
Ἐπάγγελμά μου: τὸ ἀκατόρθωτο.

Από τα «Ποιήματα» του Τάσου Λειβαδίτη, εκδόσεις Κέδρος
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Έλα σε μένα

Αν κουραστείς απ' τους ανθρώπους
κι ειν' όλα γύρω γκρεμισμένα,
μην πας ταξίδι σ' άλλους τόπους,
έλα σε μένα, έλα σε μένα.

Από το Όλα τα τραγούδια του Νίκου Γκάτσου, εκδόσεις Πατάκης Ολόκληρη η ανάρτηση...

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Ο δικαστής κι ο δραπέτης

Με συνάντησε την ώρα που τριγυρνούσα στους δρόμους της μεγάλης πόλης με τους μεγάλους δρόμους. Ήταν ο επιβλητικός εκείνος γέρος δικαστής που χρόνια τώρα συντρόφευε τους μεγάλους φόβους μου κι όσα από τα όνειρά μου γλιστρούσαν από την τύψη στους εφιάλτες. Εγώ ένας κουρελιασμένος δραπέτης από μια μακρινή κόλαση που είχα φυλακίσει την ψυχή και το σώμα για χρόνια από τότε που θυμάμαι να αναπνέω, τον είδα στην αρχή με τρόμο. Τον αναγνώρισα˙ δεν τον φοβόμουν όμως πια. Τώρα ήμουν έξω, είχα δραπετεύσει από την κόλασή μου, ήμουν εδώ.

Με κοίταξε με εκείνο το βαθύ, έντονο, εξουσιαστικό βλέμμα του, νόμιζε πως ακόμη με ελέγχει, δεν γνώριζε πως ξέρω πια την απάντηση, τα χείλη του άνοιξαν, παλιά με έναν του λόγο με καθήλωνε, τώρα όμως ήμουν έξω, είχα δραπετεύσει από την κόλασή μου, ήμουν εδώ.

- Τι γυρεύεις εδώ έξω τέτοιαν ώρα εσύ; Οι σωστοί άνθρωποι κοιμούνται νωρίς, ξεκουράζονται σηκώνονται πρωί για δουλειά. Εσύ δεν έχεις τίποτε να προσφέρεις. Χρόνια σου δίναμε τον ίδιο μισθό για την ίδια εργασία με τις ίδιες συνθήκες. Εσύ δεν είσαι που μάθαμε να ορίζεις την αξία με το χρήμα, εσύ δεν είσαι που μέτραγες μόνο όταν κι όσο έδινες, μέτραγαν μόνο όταν κι όσο έδιναν; Είσαι ένοχος!

- Όχι. Είμαι έξω, έχω δραπετεύσει από την κόλασή μου, είμαι εδώ…

- Εσύ δεν είσαι που έχασες τη νιότη σου υπακούοντας στις διαθέσεις άλλων, εσύ δεν είσαι που μεγάλωσες μέσα στην γυάλα των δογματικών κεκτημένων, εσύ δεν γεννήθηκες μεγάλος, δεν μεγάλωσες γέρος, δεν πέθανες από μικρός; Εσύ δεν είσαι που δεν άνοιγες τα μάτια στο σκοτάδι από φόβο κι έτσι πίστεψες πως η ζωή ολάκερη είναι ένα ταξίδι μικρό, από τόπο σε τόπο, δίχως φως, δίχως μύθο, δίχως αίμα; Είσαι ένοχος!

- Όχι. Είμαι έξω, έχω δραπετεύσει από την κόλασή μου, είμαι εδώ…

- Εσύ δεν έχεις σώμα κουρελιασμένο από τις πληγές που άφησαν πάνω του άνθρωποι ψεύτες και σιχαμερά ανέραστοι;. Άνθρωποι που περπάτησαν στην καρδιά σου με λασπωμένα παπούτσια. Εσύ δεν είσαι ο άνθρωπος δίχως καρδιά, εσύ δεν την χάρισες σε ανθρώπους που σε κορόιδεψαν πως τάχα σε αγαπούν, τάχα θα σε αγαπούν, τάχα σε αγάπησαν; Εσύ δεν είσαι αυτός που ακόμη τριγυρνάς με πληγές ανοιχτές σε σώμα δίχως καρδιά; Είσαι ένοχος!

- Όχι. Είμαι έξω, έχω δραπετεύσει από την κόλασή μου, είμαι εδώ…

- Εσύ δεν είσαι αυτός που πάντα μιλούσες στη γλώσσα όσων μπορούσαν να σε καταλάβουν, εσύ δεν συμμορφώθηκες με τα αγοραία λόγια και τις εκφράσεις των εύκολων ανθρώπων για εύκολα συναισθήματα; Ξέχασα νομίζεις την προδοσία απέναντι στην ιδιωτική σου γλώσσα, απέναντι στο ιδιωτικό σου ακατανόητο, απέναντι στο ένα και μοναδικό φτιαγμένο μια για πάντα δικό σου κόσμο; Είσαι ένοχος!

- Όχι. Είμαι έξω, έχω δραπετεύσει από την κόλασή μου, είμαι εδώ…

- Εσύ δεν είσαι που εκείνο το φοβισμένο πλάσμα που μάθαμε να αγαπάς καθημερινά περισσότερο τον εαυτό σου, δίχως γενναία όνειρα να πεθάνεις και λυτρωτική ελευθερία να ζήσεις, γιατί μόνο μαζί του συμφωνούσες σε όλα, μόνο αυτός δεν σου έφερνε αντιρρήσεις, μόνο δίπλα του ένιωθες σπουδαίος, μόνο αυτός σε αγαπούσε όπως ήσουν, όπως ήθελες να ήσουν, όπως φοβόσουν πως ήσουν; Εσύ δεν είσαι αυτός που διαστρέβλωσες την κοινότητα σε ιδιοτέλεια, τη σχέση σε εγωισμό, την ελευθερία σε εγωπάθεια; Είσαι ένοχος!

- Όχι. Είμαι έξω, έχω δραπετεύσει από την κόλασή μου, είμαι εδώ…

- Λες ψέματα! Ακόμη κι αν πέρασαν τόσα χρόνια, ακόμη κι αν όλα έχουν αλλάξει, εσύ είσαι ακόμη ο ίδιος και είσαι ακόμη δικός μου. Ο αιώνια ένοχος της αγαπημένης μου κόλασης, του κόσμου του μοναδικού που ξέρω εγώ, του κόσμου που πρέπει να ανήκεις για να ανήκω κι εγώ κάπου! Πού πας; Τι γυρεύεις έξω τέτοιαν ώρα σε τούτη τη μεγάλη πόλη των μεγάλων δρόμων; Λυπήσου με… Σε ικετεύω γύρνα πίσω. Σε αγαπώ όσο κανείς! Μη με εγκαταλείπεις, μην εγκαταλείπεις την λατρεμένη μου κόλαση τώρα, όχι έτσι, όχι εσύ…

Η παλάμη μου χάιδεψε για λίγο το γέρικο κεφάλι του συνομιλητή μου. Πήγα για λίγο να τον συμπαθήσω, να νιώσω κάποιον οίκτο γι’ αυτόν˙ Δεν έσφαλλα όμως πάλι. Πλέον ήξερα το μυστικό! Είχα πια μάθει την απάντηση. Καθώς απομακρυνόμουν από το μέρος που κείτονταν κουλουριασμένος, ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε για πρώτη φορά στο κουρασμένο μου πρόσωπο. Τον κοίταξα για τελευταία φορά, τον λυπήθηκα για πρώτη φορά. Τα χείλη μου είχαν πια θυμηθεί τις σωστές λέξεις. Γύρισα το πρόσωπο κι έφυγα για πάντα…

- Όχι. Είμαι έξω, έχω δραπετεύσει από την κόλασή μου, είμαι εδώ. Ολόκληρη η ανάρτηση...

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Μάθημα για μικρά παιδιά

Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Τα κάτοπτρα της πραγματικότητας

"...ο κόσμος δεν είναι τόσο απλός όσο θέλουν να μας κάνουν να πιστεύουμε. Τα περιγράμματα είναι ασαφή, οι αποχρώσεις ποικίλλουν. Τίποτα δεν είναι άσπρο ή μαύρο, το κακό μπορεί να είναι μια μεταμφίεση του καλού ή της ομορφιάς και το αντίστροφο, χωρίς το ένα να αποκλείει το άλλο. Ένα ανθρώπινο πλάσμα μπορεί να αγαπάει και να προδίδει τον αγαπημένο του την ίδια στιγμή: θύμα και βασανιστής....Βάλε κι εσύ τα δικά σου παραδείγματα. Η ζωή είναι μια αβέβαιη περιπέτεια σ' ένα συγκεχυμένο τοπίο, με όρια που μετατίθενται διαρκώς, με σύνορα τεχνητά, όπου όλα μπορούν να σταματάνε και να ξεκινούν απ' την αρχή κάθε στιγμή ή να τελειώνουν εκεί που δεν το περιμένεις, σαν μια απρόσμενη τσεκουριά, πάντα και ποτέ. Εκεί η μόνη απόλυτη και χειροπιαστή πραγματικότητα, η αδιαμφισβήτητη και καθορισμένη, είναι ο θάνατος. Κι εμείς δεν είμαστε παρά μια μικρή αστραπή ανάμεσα σε δυο αιώνιες νύχτες και ο χρόνος μας, πριγκηπέσα, είναι πολύ λίγος."

Από το βιβλίο "Ο πίνακας της Φλάνδρας" του Αrturo Perez-Reverte, εκδόσεις Πατάκης

Χίλιοι άνθρωποι, χίλιες γνώμες. Ζαλίστηκα. Άλλα τόσα βιβλία, ειδήσεις, μελέτες, εκπομπές, άρθρα αστρολογίας και ψυχολογικά πειράματα, όλα και όλοι με την κατασταλαγμένη σοφία τόσων αιώνων ανθρώπινης ιστορίας φτάνουν στο αβίαστο συμπέρασμα. Ο τρόπος να ζεις τη ζωή σου είναι συγκεκριμένος. Τόσο συγκεκριμένος που είναι αόρατος στα δικά σου μάτια, φευγαλέος από τα χέρια σου, ακατάληπτος από τις αισθήσεις σου, είναι τέλος πάντων οπουδήποτε κι οτιδήποτε δεν είσαι εσύ.

Ναι, η ζωή είναι κάτι ολότελα επικίνδυνο ως προς την προβλεψιμότητα της αλλά είναι δυνατόν να της δώσω νόημα όταν το νόημα το γυρεύω έξω από εμένα; Το αστρολογικό μου φυλλάδιο το λέει ξεκάθαρα, σήμερα είναι η τυχερή μου μέρα. Ο φίλος μου πάλι διαφωνεί, δεν πας καλά, πρέπει να αλλάξεις μυαλά, τα βιβλία πάλι διαφωνούν πρέπει να διεκδικήσεις ως το αδύνατο την πλήρωση της ανευθυνότητάς σου. Βέβαια τώρα που το θυμάμαι και ο ψυχολόγος μου στη χθεσινή συνεδρίαση άλλα μου έλεγε, πως πρέπει τάχα να πιστέψω στον εαυτό μου και να ξεχάσω πως κατοικούν κι άλλοι γύρω μου.

Ο κόσμος μας σίγουρα δεν είναι ένας και σίγουρα όχι μόνο αυτός που υπάρχει με τον τρόπο που τον καταλαβαίνουμε. Ακόμη περισσότερο ο σωστός (επικίνδυνη λέξη) τρόπος να ζεις τη ζωή δεν είναι μόνο ένας. Αναρωτιέμαι πολλές φορές όλοι αυτοί που απλόχερα μοιράζουν συμβουλές, όλοι αυτοί κι όλα αυτά που ευαγγελίζονται ανάπτυξη και ισορροπία με ποια μέτρα αναγνωρίζουν την πληρότητα ή ακόμη και την ικανότητα ανάπτυξης κάποιου άλλου. Σε διαφορετική περίπτωση θα μοιάζαμε σαν προϊόντα σε ταχυφαγείο, γρήγορο φαγητό όπως το θέλω στη φθηνότερη τιμή, παραγγέλνω το παίρνω αμέσως, το καταναλώνω στη στιγμή.

Έλα όμως που ο κόσμος ευτυχώς δεν είναι ακόμη έτσι. Τουλάχιστον όχι έτσι όπως το παρουσιάζουν οι παντοδαποί ειδήμονες της ευτυχούς ισορροπίας που αδιάκριτα μοιράζουν συνταγές ευτυχίας, τις ίδιες για όλους, επειδή ακριβώς στα κριτήριά τους όλοι είναι ίδιοι.

Από τις τελευταίες κουβέντες που ακόμη ακούγονται στο νου μου είναι η φωνή του πιο κοντινού μου ανθρώπου, του συγκάτοικού στα μπαλκόνια της ψυχής. Ίσως τα πράγματα και οι άνθρωποι να είναι έτσι όπως τα λες, ίσως και όχι. Άσε με να καταλαβαίνω αλλιώς τη πραγματικότητα των δικών μου ορίων, μείνε δίπλα μου γιατί σαν αγαπάς οι δικαιολογίες είναι άχρηστες, άσε με να κάνω λάθος, αλλά να είσαι εκεί αν πέσω για να με σηκώσεις και κυρίως πες ό,τι θες, όπως το θες κι όταν το θες.

Αρκεί που ανθίζεις ομορφιά και νόημα στη ζωή μου. Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Σιγανά και ταπεινά

Τα ουράνια τα μεταξωτά και χιλιοπλουμισμένα,
που ναι με μάλαμα από φως κι ασήμι δουλεμένα,
τα γαλάζια τα διάφανα και τα βαθιά βαμμένα
με φως, νύχτα και μούχρωμα, δικά μου αν τα 'χα ωστόσο,
θα 'θελα κάτω από τα δυο σου πόδια να τ' απλώσω.
Μα είμαι φτωχός και δεν κατέχω τι άλλο απ' τα όνειρά μου,
για να διαβαίνεις τ' άπλωσα στα πόδια σου, Κυρά μου.
Πάτα αλαφρά, γιατί πατάς απάνω στα όνειρά μου...

William-Butler Yeats, 70 Ερωτικά, εκδόσεις Εστία Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Θυμήσου σώμα...

Σῶμα, θυμήσου ὄχι μόνο τὸ πόσο ἀγαπήθηκες,
ὄχι μονάχα τὰ κρεββάτια ὅπου πλάγιασες,
ἀλλὰ κ’ ἐκεῖνες τὲς ἐπιθυμίες ποὺ γιὰ σένα
γυάλιζαν μὲς στὰ μάτια φανερά,

κ’ ἐτρέμανε μὲς στὴν φωνὴ — καὶ κάποιο
τυχαῖον ἐμπόδιο τὲς ματαίωσε.
Τώρα ποὺ εἶναι ὅλα πιὰ μέσα στὸ παρελθόν,
μοιάζει σχεδὸν καὶ στὲς ἐπιθυμίες
ἐκεῖνες σὰν νὰ δόθηκες — πὼς γυάλιζαν,
θυμήσου, μὲς στὰ μάτια ποὺ σὲ κύτταζαν•
πῶς ἔτρεμαν μὲς στὴν φωνή, γιὰ σέ, θυμὴσου σῶμα.

Από τα Ποιήματα 1897-1933 του Κ. Π. Καβάφη, εκδόσεις Ίκαρος Ολόκληρη η ανάρτηση...

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Το μυστικό

Κύριε, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, ὀνειρεύτηκα πολὺ
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη. Ἔτσι ξέχασα νὰ ζήσω.
Μόνο καμιὰ φορᾷ μ᾿ ἕνα μυστικὸ ποὺ τὸ ᾿χα μάθει ἀπὸ παιδί,
ξαναγύριζα στὸν ἀληθινὸ κόσμο, ἀλλὰ ἐκεῖ κανεὶς δὲ μὲ γνώριζε.
Σὰν τοὺς θαυματοποιοὺς ποὺ ὅλη τὴ μέρα χάρισαν τ᾿ ὄνειρα στὰ παιδιὰ
καὶ τὸ βράδυ γυρίζουν στὶς σοφίτες τους πιὸ φτωχοὶ κι ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους.

Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ.
Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο
κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί.

Τάσος Λειβαδίτης, «Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης», εκδόσεις Κέδρος
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Ερήμην

Συναντήθηκαν μάλλον τυχαία έπειτα από πολλά χρόνια. Εκείνος μόλις έβγαινε από μια κινηματογραφική αίθουσα όπου παίζονταν τα «απομεινάρια μιας μέρας» κι εκείνη επέστρεφε σπίτι με γεμάταχέρια από τα εορταστικά ψώνια που έκρυβαν την μελαγχολία της.

- Δεν άλλαξες καθόλου… - Ούτε εσύ.

Μίλησαν για έξι λεπτά και είκοσι ένα δευτερόλεπτα ώσπου εκείνη, της άρεσαν πάντα οι πρωτοβουλίες, είπε πως έπρεπε να φύγει, την περίμεναν, είχε αργήσει κι άλλα σχετικά. Έσκυψε τον φίλησε στο μάγουλο κι ευχήθηκε να είναι πάντα καλά, ανακοινώνοντάς του πως το μόνο που θέλει από αυτόν είναι να είναι καλά και ευτυχισμένος, καθώς δεν έπαψε ποτέ να το αγαπά και να νοιάζεται γι’ αυτόν.

Εκείνος ανταπέδωσε το φίλημα, σαν ηχώ βγήκαν κι από τα δικά του χείλη πως κι εκείνος το μόνο που θέλει από αυτήν είναι να είναι καλά και ευτυχισμένη, καθώς δεν έπαψε ποτέ να την αγαπά και να νοιάζεται γι’ αυτήν.

Οι φιγούρες απομακρύνθηκαν, το πεζοδρόμιο γέμισε με τα βήματα περαστικών που κάπου πήγαιναν, από κάπου γύρναγαν, όλοι άγνωστοι ανάμεσα σε αγνώστους, όλοι ξένοι, όλοι πιο ξένοι, τρομαχτικά ξένοι. Η νύχτα ήρθε. Όλα πια σκοτείνιαζαν κάτω από τους δικούς της νόμους.

Τα σώματα έφυγαν, οι ψυχές αποχωρίστηκαν, το άυλο έγινε ανάμνηση και αύρα, μόνο τα λόγια, τα λόγια που χώρεσαν σε έξι λεπτά και είκοσι ένα δευτερόλεπτα για να περιγράψουν δυο ζωές ερήμην έμειναν εκεί, ακίνητα μέσα στον φθινοπωρινό Σεπτέμβρη μια πόλης που τους ξέχασε τόσο γρήγορα, τόσο σίγουρα και τόσο άδικα.

- Έχω ανοίξει τη δική μου επιχείρηση, μετακόμισα πλέον μόνιμα στους Παξούς, τώρα επέστρεψα στην Αθήνα για να δω λίγο τη μητέρα μου, τον πατέρα τον έχασα πριν από έντεκα χρόνια. Αντιμετώπισα μια σοβαρή ασθένεια πριν τρία χρόνια αλλά ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Στους Παξούς πήρα δάνειο κι έχτισα το δικό μου σπίτι, κάνω μια φορά το χρόνο κάποιο ταξίδια στην Ευρώπη που μου αρέσει, δοκιμάζω νέες συνταγές, διαβάζω πολλά βιβλία λογοτεχνίας, βλέπω θέατρο και ξεκίνησα πριν ένα χρόνο ξεκίνησα μαθήματα ισπανικών που ήθελα από παλιά.

- Εγώ μετατέθηκα στην Σκιάθο. Πριν επτά χρόνια έχασα και τους δυο μου γονείς. Πούλησα ό,τι είχα στην Αθήνα και αποφάσισα να αρχίσω μια νέα ζωή στο νησί. Εδώ έρχομαι για καμιά θεατρική παράσταση και να δω τον αδερφό μου με την οικογένειά του. Τον άλλο μήνα θα παντρέψουμε την Ζωή, την μεγαλύτερη ανηψούλα μου. Έμαθα κολύμβηση και κάνω καθημερινά μπάνιο στη θάλασσα του νησιού, όλο σχεδόν το χρόνο. Ξοδεύω όλα μου τα χρήματα σε βιβλία και ταινίες. Στην Αθήνα ήρθα για κάποιες ιατρικές εξετάσεις που μου συνέστησε ο γιατρός μου για κάποιο πρόβλημα υγείας που έχω.

Αφού αντάλλαξαν τα νέα τους σε έξι λεπτά και είκοσι ένα δευτερόλεπτα, συνέχισαν τα παλιά τους. Η αγάπη που θύμισε ο ένας στον άλλον πως νιώθει ξανάγινε το ξεδιάντροπα ιδανικό ψέμα για να κρύβουν από τους εαυτούς τους την ευθύνη της πιθανής ευτυχίας που δείλιασαν να διακινδυνεύσουν. Βάφτισαν με ενδιαφέρον την απουσία που τόσα χρόνια έθαβε όλο και πιο βαθειά αυτό που κάποτε ανάμεσά τους μύριζε ζωή. Ένιωσαν μια βαθειά συμπάθεια, ένα αόρατο μυστικό δέσιμο για μια κοινή ζωή που πρόδωσαν, που έχασαν, για μια κοινή ζωή που τους ζητούσε τα πάντα αλλά όταν τα πήρε μαζί της τους άφησε στο τίποτα.

Κι έτσι λοιπόν, κι οι δυο τους δειλοί, κι οι δυο τους ψεύτες, κι οι δυο αξιολύπητα ανίκανοι να χαρούν το δώρο της ζωής τράβηξαν το δρόμο τους, το δρόμο της ζωής ερήμην. Ανάμεσα στα εκατομμύρια των ελάχιστων λεπτομερειών που χώρεσε ο καθένας στη ζωή του υπήρχε χώρος για μεγάλες και πολύ μεγάλες συγκινήσεις, αλλά όχι χώρος για την μεγαλύτερη. Χώρος για την παρουσία του ανθρώπου που μόνο μαζί του δεν θα ήταν πια μόνος κανείς του ποτέ.

Καθώς η νύχτα του Σεπτέμβρη προχωρούσε, οι δυο φιγούρες απομακρύνονταν. Το κρύο γινόταν πιο δυνατό κι οι δυο κουλουριάζονταν στις χοντρές τους ζακέτες, πιο μόνοι, πιο ξένοι, πιο χαμένοι. Η ζωή ερήμην τους περίμενε, η τραγική ζωή ερήμην ήταν όλη δική τους, τραγικά δική τους. Κι ο θάνατος ήταν τόσο κοντά τους, τόσο δικός τους, τόσο παντού στο κάθε τι δικό τους. Κι η νύχτα προχωρούσε και το κρύο δυνάμωνε κι αυτοί τυλίγονταν στις ερήμην ζωές τους όλο και πιο σφιχτά, όλο και πιο σφιχτά…

Από τα χείλη και των δυο οι ψεύτικες ζωές τους άκουσαν ένα απαλό ψίθυρο που θύμιζε την αγνότητα που κάποτε είχαν βρει στο μαζί τους...

- «Μην ξαναπείς σ’ αγαπώ, είναι ψέμα…»

Κι η νύχτα προχωρούσε και το κρύο δυνάμωνε κι αυτοί τυλίγονταν στις ερήμην ζωές τους όλο και πιο σφιχτά, όλο και πιο σφιχτά… Ολόκληρη η ανάρτηση...

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Κηφηνείον η Ωραία Ελλάς
(κηφηνείον - εκ του κηφήνα - αρσενική μέλισσα)

Ακούω ότι το μεγαλύτερο σήμερα πρόβλημα των νέων μας είναι η ανεργία. Διαφωνώ. Εδώ και τριάντα χρόνια είναι η ... εργασία. Ο νέος δε φοβάται την αναδουλειά, φοβάται τη δουλειά. Μια οικογενειακή αντίληψη, ότι δουλειά είναι ό,τι δεν λερώνει, επεκτάθηκε και στο νεοσουσουδιστικό σχολείο με ευθύνη των κομμάτων, που για λόγους ψηφοθηρίας απεδύθησαν σε μια χυδαία πολιτική παιδοκολακείας, η οποία μετά τη δικτατορία εξέθρεψε και διαμόρφωσε δύο γενιές «κουλοχέρηδων»...παιδιών δηλαδή που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους -πέρα από τη μούντζα- για καμιά εργασία από αυτές που ονομάζονται χειρωνακτικές, επειδή -τάχα- είναι ταπεινωτικές. Κι ας βρίσκεται μέσα στη λέξη «χειρώναξ», σαν δεύτερο συνθετικό το «άναξ» που κάνει τον δουλευτή, τον άνακτα χειρών, βασιλιά στο χώρο του, βασιλιά στο σπιτικό του, νοικοκύρη δηλαδή, λέξη άλλοτε ιερή που ποδοπατήθηκε κι αυτή μες στην ασυναρτησία μιας πολιτικής που έδειχνε αριστερά και πήγαινε δεξιά και τούμπαλιν. Γι' αυτό τουμπάραμε...

Κάποτε, ακόμη κι από τις στήλες του περιοδικού αυτού, που δεν είναι πολιτικό με την ευτελισμένη έννοια του όρου, έγραφα πως η ανεργία στον τόπον μας είναι επιλεκτική, ότι δουλειές υπάρχουν αλλά ότι δεν υπάρχουν χέρια να τις δουλέψουν. Κι έπρεπε να κατακλυσθεί ο τόπος από 1,5 εκατομμύριο λαθρομετανάστες, για να αποδειχθεί ότι στην Ελλάδα υπήρχε δουλειά πολλή αλλ' όχι διάθεση για δουλειά. Τα παιδιά -τα μεγάλα θύματα αυτής της ιστορίας- είχαν γαλουχηθεί με τη νοοτροπία του «White color workers».

Έτσι σήμερα το πιο φτηνό εργατικό και υπαλληλικό δυναμικό είναι οι πτυχιούχοι, που ζητούν εργασία ακόμη και στον ΟΤΕ ως έκτακτοι τηλεφωνητές, προσκομίζοντας στα πιστοποιητικά προσόντων ακόμη και διδακτορικά! Γέμισε ο τόπος πανεπιστήμια, σχολές επί σχολών, επιστημονικούς κλάδους αόριστους, ομιχλώδεις και ασαφείς, απροσδιορίστου αποστολής και χρησιμότητας. Πτυχία-φτερά στον άνεμο σαν τις ελπίδες των γονιών, που πιστεύουν ότι τα παιδιά και μόνον με τα «ντοκτορά» θα βρουν δουλειά.

Έτσι παράγονται επιστήμονες που είναι δεκαθλητές του τίποτα, ικανοί μόνον για το δημόσιο ή για υπάλληλοι κάποιας πολυεθνικής. Παρ' όλο που γέμισε η χώρα μας τεχνικές σχολές (τι ΤΕΛ, τι ΤΕΙ, τι ΙΕΚ!) οι πιο άτεχνοι νέοι είναι οι νέοι της Ελλάδος. Παίρνουν πτυχίο τεχνικής σχολής και δεν έχουν πιάσει κατσαβίδι οι πιο πολλοί. Δεν ξέρουν να διορθώσουν μια βλάβη στο αυτοκίνητό τους, στο ραδιόφωνο ή στο τηλέφωνό τους. Είναι άχεροι, ουσιαστικά χωρίς χέρια. Τώρα με τα ηλεκτρονικά ξέχασαν να γράφουν, ξέχασαν να διαβάζουν, εκτός φυσικά από «μηνύματα» του αφόρητου «κινητού» τους.

Τούτη η παιδεία, που όχι μόνο παιδεία δεν είναι αλλ' ούτε καν εκπαίδευση, αφού δεν καλλιεργεί καμμιά δεξιότητα, εκτός από την ραθυμία, την αναβλητικότητα και το φόβο της δουλειάς, όχι μόνο δεν καλλιεργεί τον νέο εσωτερικά αλλά τον πετρώνει δημιουργικά σαν τα παιδιά της Νιόβης. Τα κάνει άχρηστα τα παιδιά για παραγωγική εργασία, γιατί ο θεσμός της παπαγαλίας και η νοοτροπία της ήσσονος προσπάθειας, με το πρόσχημα να μην τα κουράσομε, τους αφαιρεί την αυτενέργεια, την πρωτοβουλία, τη φαντασία και την πρωτοτυπία. Το σχολείο, αντί να μαθαίνει τα παιδιά πως να μαθαίνουν, τα νεκρώνει πνευματικά. Δεν τα μαθαίνει πως να σκέπτονται αλλά με τι να σκέπτονται. Έτσι τα κάνει πτυχιούχους βλάκες. Βάζει όρια στον ορίζοντα της σκέψης και των ενδιαφερόντων. Τα χαμηλοποιεί. Τα κάνει να βλέπουν σαν τα σκαθάρια κοντά, κι όχι να θρώσκουν άνω, να έχουν έφεση για κάτι πιο πέρα, πιο τρανό και πιο μεγάλο.

Το έμβλημα πια του ελληνικού σχολείου δεν είναι η γλαύξ, είναι ο παπαγάλος, ο μαθητής - βλάξ που καταπίνει σελίδες σαν χάπια και που θεωρεί ως σωστό ό,τι γράφει το σχολικό. Και το λεγόμενο «σχολικό» είναι συνήθως αισχρό και ως λόγος και ως περιεχόμενο.

Και τολμώ να λέγω αισχρό, διότι πρωτίστως το «Αναγνωστικό» που πρέπει να είναι ευαγγέλιο πνευματικό ειδικά στο Δημοτικό, αντί να καλλιεργεί την αγάπη για τη δουλειά, καλλιεργεί την απέχθεια. Πού πια, όπως παλιά, ο έρωτας για την αγροτική, τη βουκολική και τη θαλασσινή ζωή; Ο ναύτης δεν είναι πρότυπο ζωής. Πρότυπο ζωής είναι ο «χαρτογιακάς». Όσο κι αν ήσαν κάπως ρομαντικά τα παλιά «Αναγνωστικά», καλλιεργούσαν τον έρωτα για τη δουλειά.

Ακούω πως δεν πάει καλά η οικονομία. Μα πώς να πάει, όταν με τη ναυτιλία που προσφέρει το 5,6% του ΑΕΠ ασχολείται μόνο το 1% των Ελλήνων; (Με τον αγροτικό τομέα που προσφέρει το 6,6% του ΑΕΠ ασχολείται το 14,5% του πληθυσμού). Διερωτώμαι, τι είδους ναυτικός λαός είμαστε, όταν αποστρεφόμαστε τη θάλασσα και στα ελληνικά καράβια κυριαρχούν Φιλιππινέζοι, Αλβανοί και μελαψοί κάθε αποχρώσεως; Το σχολείο καλλιεργεί τον έρωτα για την τεμπελιά, όχι για δουλειά. Τα πανεπιστήμια και οι ποικιλώνυμες σχολές επαυξάνουν τον έρωτα αυτό. Πράγματα που μπορούν να διδαχθούν εντός εξαμήνου - και μάλιστα σε σεμιναριακού τύπου μαθήματα - απαιτούν τετραετία! Βγαίνουν τα παιδιά από τις σχολές και δικαίως ζητούν εργασία με βάση τα «προσόντα» τους, αλλά τέτοιες εργασίες που ζητούν τέτοια προσόντα δεν υπάρχουν. Αν δεν απατώμαι, υπάρχουν δύο σχολές θεατρολογίας - πέρα από τις ιδιωτικές θεατρικές σχολές - που προσφέρουν άνω των 300 πτυχίων το έτος. Που θα βρουν δουλειά τα παιδιά αυτά;

Αν όμως το σχολείο από το Δημοτικό καλλιεργούσε την τόλμη, την αυτενέργεια, βράβευε την πρωτοβουλία, την ανάληψη ευθυνών, την αγάπη για την οποιαδήποτε δουλειά ακόμη και του πλανόδιου γαλατά, θα είχαμε κάνει την Ελλάδα Ελδοράδο, όπως έγινε Ελδοράδο για τους εργατικούς Αλβανούς, Βουλγάρους, Πολωνούς, Γεωργιανούς, Αιγυπτίους αλιείς, Πακιστανούς και Ουκρανούς.

Σήμερα αυτοί είναι η εργατική κι αύριο η επιχειρηματική τάξη της Ελλάδος. Κι οι Έλληνες, αφήνοντας την πατρώα γη στα χέρια των Αλβανών που την δουλεύουν, την πατρώα θάλασσα στα χέρια των Αιγυπτίων που την ψαρεύουν, θα μεταβληθούν σε νομάδες της Ευρώπης ή των ΗΠΑ ή θα τρέχουν για δουλειά στην Αλβανία που ξεπερνά σε νόμιμη και παράνομη επιχειρηματική δραστηριότητα όλες τις χώρες της Βαλκανικής. Γέμισαν τα Τίρανα ουρανοξύστες, κτήρια γιγάντια, κακόγουστα μεν, σύγχρονα δε. Περίπου 100 ιδιωτικά σχολεία λειτουργούν στην πρωτεύουσα της χώρας των αετών.

Εμείς αφήσαμε αδιαπαιδαγώγητη την εργατική και την αγροτική τάξη. Στην πρώτη περάσαμε σαν ιδεολογία - θεολογία το σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» και υποχρεώσαμε πλήθος επιχειρήσεις να κλείσουν ή να μεταφερθούν αλλού. Μετά διαφθείραμε τους αγρότες με παροχές χωρίς υποχρεώσεις και τους δημιουργήσαμε νοοτροπία μαχαραγιά. Γέμισε η επαρχία με «Κέντρα Πολιτισμού», όπου «μπαγιαντέρες» κάθε λογής και φυλής άναβαν πούρο με φωτιά πεντοχίλιαρου! Το μπουκάλι με το ουΐσκυ βαπτίστηκε ... αγροτικό! Τώρα, όμως, που έρχονται τα «εξ εσπερίας νέφη» χτυπάμε το κεφάλι μας. Και που να φθάσουν τα «εξ Ανατολής» σαν εισέλθει η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση! Θα γίνει η Ελλάς vallis flentium (=κοιλάς κλαυθμώνων) και θα κινείται quasi osculaturium inter flentium et dolorum (=σαν εκκρεμές μεταξύ θλίψεως και οδύνης).

Δεν είμαι υπέρ μιας παιδείας που θα υποτάσσεται στην οικονομία. Θεωρώ ολέθριο να χαράσσεται μια εκπαιδευτική πολιτική με κριτήρια οικονομικής αναγκαιότητας. Θεωρώ ολέθρια όμως και την παιδεία που εθίζει τα παιδιά στην οκνηρία, που τα κουράζει με την παπαγαλία και το βάρος αχρήστων μαθημάτων. Το μεγαλύτερο κεφάλαιο της χώρας είναι τα κεφάλια των παιδιών της. Τούτη η παιδεία αποκεφαλίζει τα παιδιά. Τα κάνει ικανά να μην κάνουν τίποτε. Ούτε να βλαστημήσουν. Ακόμη και η αισχρολογία τους περιορίζεται στη λέξη που τα κάνει συνονόματα. Αν τους πεις βρισιά της περασμένης 20ετίας θα νομίσουν ότι μιλάς αρχαία Ελληνικά!

Είναι θλιβερή η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα, παρουσίαζε χθες και θα παρουσιάζει κι αύριο η ελληνική κοινωνία: να υπάρχουν άνθρωποι άνω των 65 ετών, άνω των 70 ετών, που, ενώ έχουν συνταξιοδοτηθεί, εργάζονται νυχθημερόν, για να συντηρούν τα παιδιά τους μέχρι να τελειώσουν τις ατελείωτες σπουδές τους, τα παιδιά που λιώνουν τα νιάτα τους στα «κηφηνεία», που πάνε σπίτι τους να κοιμηθούν την ώρα που οι Αλβανοί πάνε για δουλειά, θα μου πείτε, τι δουλειά; Οποιαδήποτε δουλειά, αρκεί να είναι τίμια. Όταν μικροί - ακόμη στο Δημοτικό - μαθαίναμε απέξω τον Τυρταίο (ποιος τολμά σήμερα να διδάξει Τυρταίο;) δεν τον μαθαίναμε για να γίνουμε πολεμοχαρείς αλλά για να νοιώθουμε ντροπή, όταν στην μάχη της ζωής, στην πρώτη γραμμή είναι οι παλαιότεροι, οι «γεραιοί» και οι νέοι κρύβο νται πίσω από τη σκιά τους. «Αισχρόν γαρ δη τούτο... κείσθαι πρόσθε νέων άνδρα παλαιότερον».

Σήμερα, βέβαια, οι χειρωνακτικές εργασίες ελέγχονται σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα από ξένους. Στις οικοδομές μιλούν αλβανικά, στα χωράφια πακιστανικά. Σε λίγο οι χειρωνακτικές επιχειρήσεις θα περάσουν στα χέρια των Κινέζων που κατασκευάζουν ήδη το μεγαλύτερο μέρος των τουριστικών ειδών που θυμίζουν... Ελλάδα. Ακόμη και τις σημαίες μας στην Κίνα τις φτιάχνουν! Κι εμείς; Εμείς, όπως πάντα, φτιάχνουμε τα τρία κακά της μοίρας μας. «Φτιάχνουμε» τη ζωή μας στην τηλοψία, που δίνει τα μοντέρνα πρότυπα οκνηρίας στη νεολαία, ποθούμε μια χρυσίζουσα ζωή σαν αυτήν που προσφέρει το «γυαλί», αγοράζουμε πολυτελή αυτοκίνητα με δόσεις, κάνουμε διακοπές με «διακοποδάνεια», εορτάζουμε με «εορτοδάνεια» και πεθαίνουμε με «πεθανοδάνεια». Έλεγε ο Φωκίων, που πλήρωσε τέσσερις δραχμές τη δεύτερη δόση του κωνείου που χρειαζόταν για να «απέλθει», πως στην Αθήνα δεν μπορεί ούτε δωρεάν να πεθάνει κανείς. Έπρεπε να ζούσε τώρα...

Λυπάμαι που θα το πω, αλλά πρέπει να το πω: το σχολείο, οι σχολές και τα ΜΜΕ σακάτεψαν και σακατεύουν τη νεολαία, γιατί μιλούν συνεχώς για τα δικαιώματά της - δικαιώματα στην τεμπελιά - και ποτέ για υποχρεώσεις, ποτέ για χρέος, ποτέ για καθήκον. Το καθήκον έγινε άγνωστη λέξη.

Σαράντος Καργάκος

Αναδημοσίευση από το περιοδικό «ΕΥΘΥΝΗ», τεύχος 395, Νοέμβριος 2004, σσ.548-550 Ολόκληρη η ανάρτηση...

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Ο ωραίος φόβος

Φοβηθεῖτε ἐὰν θέλετε νὰ σᾶς ξυπνήσει τὸ αἴσθημα τοῦ Ὡραίου

Oδυσσέας Eλύτης, Από την Mαρία Nεφέλη, εκδόσεις Ίκαρος Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Στου δρόμου τα μισά

Στην αρχή ήμουν σχετικά προκατειλημμένος για το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου. Ο π. Φιλόθεος είναι εγγύηση αλλά το θέμα ίσως να μου φανεί ξένο. Αυτά για μια δυο μέρες. Δε χρειάζεται περισσότερο. Μια δυο ματιές στον καθρέφτη, τον εξωτερικό και τον εσωτερικό και δεν άργησα να καταλάβω πως το αύριο έχει πια έρθει, πως δεν νοηματοδοτείς ορθά τα γηρατειά εάν πεισματικά γαντζώνεσαι από τα φευγαλέα νιάτα, πως τέλος πάντων αξία έχει να ζεις τη ζωή σου με όση πληρότητα χωρά σε κάθε ηλικιακή της φάση. Το μυστικό νομίζω πως είναι τα γηρατειά να σε βρουν με άδεια χέρια και γεμάτη καρδιά, έχοντας μοιράσει την ύπαρξή σου εκεί που αξίζει φτιάχνοντας έτσι τα σωστά μέτρα του πλούτου και της φτώχειας, της πλήρους ή της μίζερης ζωής.

Το βιβλίο κάνει λόγο για μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της ζωής των ανθρώπων που είναι το γεγονός ότι διάφορες συνθήκες κοινωνικές, οικογενειακές και επαγγελματικές, τους αναγκάζουν να ζουν μία ζωή που δεν είναι δική τους, να αρνούνται τον πραγματικό εαυτό τους και να προσποιούνται ότι είναι κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι.

Η μέση ηλικία, όπως και η εφηβεία, είναι εποχή αλλαγών.

Η κρίση μέσης ηλικίας μπορεί να είναι δημιουργική. Μπορεί να είναι μία σύγκρουση που θα προκαλέσει μία εντελώς καινούργια θεώρηση της ζωής. Βιώνουμε πολλά περάσματα κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Όσοι βρίσκονται στη μέση ηλικία αναπότρεπτα θα περάσουν μία κρίση. Είναι αμφίβολο ότι μπορεί ένας άνθρωπος να περάσει τη μέση ηλικία χωρίς να έχει στιγμές σοβαρής περισυλλογής. Στη μέση ηλικία αναγνωρίζουμε όλο και περισσότερο τους περιορισμούς μας και την ανοησία να στηριζόμαστε κυρίως στις προσπάθειές μας και να θέλουμε να έχουμε εμείς τον έλεγχο. Αν ο άνθρωπος δεν εγκαταλείψει τις ναρκισσιστικές αξίες του πολιτισμού μας για επιτυχία, πλούτο, λάμψη και προβολή, με τις οποίες έχει πορευτεί το πρώτο μισό της ζωής του, τα γηρατειά του θα είναι από θλιβερά μέχρι βασανιστικά.

Το βιβλίο αυτό απευθύνεται σε όσους ανθρώπους θέλουν να αναπτυχθούν και να βελτιώσουν τη ζωή τους - ανεξάρτητα από το πόσο είναι ήδη καλή - για να κάνουν την εμπειρία της μέσης ηλικίας μία είσοδο σε ένα πιο ικανοποιητικό τρόπο ζωής, ακόμα και αν αυτή τη στιγμή δεν βιώνουν συνειδητά μία κρίση.

Καλή ανάγνωση σε όλους, νέους και λιγότερο νέους! Ολόκληρη η ανάρτηση...

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Η Αγία Εμπιστοσύνη

Τα βήματα του καθενός μας, λένε οι σοφοί, κουβαλούν στα ίχνη που αφήνουν χνάρια από διαδρομές μπλεγμένες στα συναπαντήματα της προσωπικής μας ιστορίας με εκείνες όλων όσοι εμφανίστηκαν και πέρασαν από τη ζωή μας. Τα μικρά παιδιά κι οι άδολοι άνθρωποι αναγνωρίζουν σε τούτα τα ίχνη τη διάρκεια και την ποιότητα της κάθε σχέσης, την ικανότητα του κάθε ανθρώπου στο άθλημα των σχέσεων.

Υπάρχει, όπως μου έχουν εκμυστηρευτεί τα μικρά παιδιά και οι άδολοι άνθρωποι, ένα ιδιαίτερο γνώρισμα που κάνει αξόδευτη αυτή την ποιότητα. Όταν τα ψάξεις όλα, όταν τα ονοματίσεις ξεχωριστά και πεις στον εαυτό σου πως δοκιμάζοντας τα ξέρεις πια όλα, υπάρχει κάτι που αντέχει στο ίδιο νόημα επειδή ακριβώς δεν είναι θέμα γνώσης αλλά πίστης. Στη γλώσσα μας το λέμε εμπιστοσύνη.

Όταν δυο άνθρωποι έχουν διανύσει μια έντονη πορεία στον έρωτα και είναι έτοιμοι να παντρευτούν, τη στιγμή του μυστηρίου οδηγούνται να πάρουν τη σημαντικότερη απόφαση της ζωής τους έχοντας ελάχιστες ή αβέβαιες γνώσεις. Δε ξέρουν πως ο άνθρωπος που έχουν δίπλα τους θα τους κάνει ευτυχισμένους. Συγκρίνοντας μάλιστα την διαδρομή των περισσοτέρων ζευγαριών που ύστερα από μια έντονη διαδρομή στην ιστορία του έρωτα οδηγήθηκαν στο γάμο, παρατηρούν πως μετά από λίγα χρόνια η βεβαιότητα με την οποία είχαν ερωτευτεί αυτό τον άνθρωπο έγινε κάτι άλλο˙ αγάπη, συνήθεια, βόλεμα, εξασφάλιση, «για τα παιδιά», ασφάλεια, κάλυψη και χίλια δυο άλλα που τα ξέρουν καλύτερα όσοι έχουν περάσει από τη γέφυρα του γάμου.

Αν τους ρωτήσεις εκείνη τη στιγμή γιατί βρίσκονται εκεί κι αν είναι βέβαιοι πως θα ευτυχήσουν δίπλα στο ταίρι τους, δεν ξέρουν να σου πουν. Είναι αδύνατο να το γνωρίζουν˙ απλά το πιστεύουν. Κι έτσι απλά κάνουν το σημαντικότερο βήμα της ζωής τους δίχως γνώση καμία, δίχως βεβαιότητα καμία, απλά επειδή πιστεύουν πως ο άνθρωπος δίπλα τους θα τους δώσει την πληρότητα της σχέσης που αποκαλούμε ευτυχία. Τον εμπιστεύονται κι αν διαψευστούν ή όχι πλέον δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τους ίδιους αλλά πλέον κι από κάποιον άλλον.

Σε τούτο το γνώρισμα υπάρχει κάτι το θεϊκό. Κάτι που αδυνατώ να εννοήσω πως μπορεί να χωρέσει στην ανθρώπινη αδύναμη φύση. Είναι τόσο απερίγραπτα όμορφο να εμπιστεύεσαι κάποιον αλλά και τόσο δύσκολο να το κάνεις αυτό για χρόνο. Είναι μάλλον ο αγαπημένος μας εγωισμός που ζητά βεβαιότητες κι αποδείξεις εκεί που δεν υπάρχουν, εκεί που δεν πρέπει να υπάρχουν. Είναι ακριβώς όταν κάποιος σου επιβάλλει την αγάπη του με το θαύμα ή με το κύρος. Όταν δίχως να το καταλάβεις κλέβει την ελευθερία σου για να σε κάνει να αισθανθείς κάτι που δεν είναι τίποτε άλλο από ένα άθλημα εμπιστοσύνης. Μια πορεία που κερδίζεται μέρα με τη μέρα, όταν κάθε μέρα χρειάζεται να παρατήσεις τις βεβαιότητές σου και να τις κερδίσεις από την αρχή για να τις ξαναναζητήσεις την επόμενη μέρα, όταν δηλαδή χρειάζεται να δοκιμάζεις τη σχέση σου με τους άλλους κάθε μέρα, να τις βρίσκεις λειψές και να φεύγεις ή να διακρίνεις πως εκεί θες να ανήκεις κι εσύ και να μένεις.

Μετά από πολλά χρόνια τα μικρά παιδιά και οι άδολοι άνθρωποι με έμαθαν πως η γυμναστική της εμπιστοσύνης είναι ένα πεδίο αγώνα που το δοκιμάζεις κάθε μέρα σε κάθε άνθρωπο ακόμη και στον ίδιο τον Θεό. Ό,τι επιβεβαιώνει η εμπιστοσύνη σου σημαίνει πως όντως αξίζει, πως είναι αληθινό και χρειάζεται να ριψοκινδυνεύσεις την ίδια σου τη ζωή για να μη το χάσεις. Ό,τι όμως έχεις πάψει να εμπιστεύεσαι, έχεις ήδη αρχίσει να το χάνεις, σύντομα θα γίνει ξένο από σένα και αναπόφευκτα θα βαφτιστεί στην αδιαφορία των εκτός της ζωής σου γεγονότων και νοημάτων.

Λυπάμαι όσους δεν άντεξαν να δοκιμάσουν την υπέρβαση αυτού του αθλήματος. Λυπάμαι τον εαυτό μου όταν από δειλία ή εγωισμό διστάζω να αποδειχτώ άξιος της εμπιστοσύνης ανθρώπων που προσφέρουν ό,τι πολυτιμότερο έχουν ζητώντας ένα και μόνο πράγμα, εμπιστοσύνη. Λυπάμαι όσους δε μπορούν να αναγνωρίσουν πως πιο τραγικό από το να χάνεις την εμπιστοσύνη σου είναι να μην την έχει δώσει. Λυπάμαι όσους μπερδεύουν με ολέθρια αποτελέσματα ποιον από τους εαυτούς τους πρέπει να εμπιστεύονται κάθε στιγμή. Όσους ζουν την εμπιστοσύνη ως τρόπο τους ζηλεύω και τους χαίρομαι.

Τα λιμάνια όσων γνωρίζουμε με βεβαιότητα στη ζωή μας είναι στ’ αλήθεια πανέμορφα. Οι διαδρομές όμως των μυστικών που χρειάζονται πίστη για να τα περπατήσεις μυρίζουν αιωνιότητα. Η χαρά κι η χάρη του χαρίσματος της πλήρους ζωής εν τέλει, βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην επιλογή που κάνεις αν αυτή σου τη δίνουν ή εσύ την κερδίζεις. Ολόκληρη η ανάρτηση...

Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Η Επιστροφή

Στο Γράμματα σε έναν νέο ποιητή ο Ρίλκε κάνει μια ερώτηση απαντώντας στην αγωνία του νεαρού συνομιλητή του για την επιθυμία του να γίνει συγγραφέας αλλά δεν ξέρει αν αυτά που γράφει είναι ποιοτικά ή μη. Τον ρωτά λοιπόν αν μπορεί να μη γράφει. Όταν εκείνος του απαντά αρνητικά ο Ρίλκε τον καθησυχάζει πως είναι στο σωστό δρόμο. «Ε,τότε συνέχισε αυτό που δεν μπορείς να μην κάνεις».

Το Υπουργείο ονείρων έμεινε ανενημέρωτο για ενάμιση περίπου χρόνο. Δε μπορούσε όμως να γίνει διαφορετικά. Είναι ανάμεσα στην ανάγκη και στη νοσταλγία ευτυχισμένων παλιών καιρών που γίνεται το αναπόφευκτο. Κάθε επιστροφή βέβαια έχει μέσα της ελπίδα, πόνο, αγωνία, παρελθόν και ερωτηματικά. Δεν παύει ωστόσο να προσφέρει πολλά την ίδια στιγμή που ενδεχομένως να μην ζητά τίποτα. Ακριβώς σαν το ταξίδι που πάντα χρώσταγες στον εαυτό σου, το ταξίδι που ζητούσε να ανακαλύψεις εάν όλα όσα κάποτε άφησες σε χέρια αγαπημένα, βρίσκονται ακόμη στη θέση τους, εάν και πώς έχουν αλλάξει, εάν σου θυμίζουν κάτι, αν βρίσκεσαι σε αυτά κι εσύ κάπου ανάμεσα.

Η επιστροφή του Υπουργείου ονείρων ανάμεσα στα βήματα των δικών σας ιστοριών κρύβει μνήμες από μοναχικούς περιπάτους και συντροφικές διαδρομές πλήρεις έκστασης. Δεν μπερδεύεται κανείς. Δεν πιέζεται. Ο καθένας ακολουθεί, απλά κοιτά, σχολιάζει, κρίνει και κατακρίνει, σιωπά ή μιλά, βρίσκεται οπουδήποτε αλλού και δίπλα σε έναν κόσμο που χωρά τις αμέτρητες λεπτομέρειες των ανθρώπινων συναισθημάτων και του λίγου χρόνου για να χωρέσουν σε μια ζωή.

Το Υπουργείο ονείρων επέστρεψε έως την επόμενη διακοπή. Γύρισε γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Γλυκές οι ήττες από τις αδιάψευστες επιθυμίες μας. Θα γυρίσω θα ξαναδώ τα πρόσωπα και τα σημάδια του χρόνου πάνω μας και μέσα μας κι όταν ξαναφύγω για το επόμενο εκτός διαδικτύου ταξίδι θα κουβαλώ τις παντοδύναμες αναμνήσεις από το μαζί που υπόσχονται οι συγκινήσεις και τη μοναξιά που χαρίζει η σιγουριά πως κάνεις το σωστό ανάμεσα στο λείπω και στο περισσεύω.

Από ταξίδι σε ταξίδι η ευχή πώς πρέπει να είναι; Ακούστε πρώτα αυτή. Ολόκληρη η ανάρτηση...