Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Τα παράθυρα

Εἶμαι ἕνας ἁπλός, καθημερινός, αἰσιόδοξος ἄνθρωπος.
Ἀλλά, δέν ἀντέχω τά παράθυρα χωρίς θέα.
Τά παράθυρα βρίσκονται ἐκεῖ γιά νά ταξιδεύουν τή ματιά.
Γιά ν' ἀποκαλύπτουν ὁρίζοντες.
Γιά νά ὑπόσχονται τό "παραπέρα".

Από τα «Ποιήματα» του Οδυσσέα Ελύτη, εκδόσεις Ίκαρος Ολόκληρη η ανάρτηση...

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Μελέτη "υψηλού πάθους"

Προέλευση: εφημερίδα Νέος Κόσμος

Ένα προσωπικό κείμενο έρχεται στην επιφάνεια, 34 χρόνια μετά, δια χειρός Μάνου Χατζιδάκι. Ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης το είχε γράψει στις 20 Μαΐου 1980 και το είχε γράψει κατά την περίοδο που βρισκόταν στη Μελβούρνη.

Τρεις δεκαετίες μετά και με αφορμή τη συμπλήρωση των 20 ετών από τον θάνατό του, η εφημερίδα Νέος Κόσμος το φέρνει στη δημοσιότητα. Ένα κείμενο που δείχνει το εύρος της σκέψης του Μάνου Χατζιδάκι και την αντίθεσή του σε κάθε μορφή ευτέλειας και ξεπεσμού.

Ο τίτλος του κειμένου -από τον ίδιο τον Μάνο Χατζιδάκι- είναι «Βιογραφικό σε πρώτο προσωπικό».

Ακολουθεί το κείμενο:

«Βιογραφικό σε πρώτο προσωπικό

Γεννήθηκα στις 23 Οκτώβρη του '25, στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους μεταπολεμικούς της ενδοχώρας μετανάστες.

Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη και ο πατέρας μου απ' την Κρήτη. Με φέραν το '31 στην Αθήνα απ' όπου έλαβα την Αττική παιδεία - όταν ακόμη υπήρχε στον τόπο μας και Αττική και Παιδεία.

Είμαι λοιπόν γέννημα δύο ανθρώπων που δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ' την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι' αυτό και περιέχω μέσα μου όλες τις δυσκολίες του Θεού και όλες τις αντιθέσεις. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την Ευρωπαϊκή, φέραν έν' αποτέλεσμα εντυπωσιακό. Έγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται ως ανώμαλοι.

Η κατοχική περίοδος μου συνειδητοποίησε πως δεν χρειαζόμουν τα μαθήματα της Μουσικής, γιατί με καθιστούσαν αισθηματικά ανάπηρο και ύπουλα μ' απομάκρυναν απ' τους αρχικούς μου στόχους που ήταν: Να διοχετευθώ, να επικοινωνήσω και να εξαφανιστώ. Γι' αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την κατοχή - σαν ήρθε η απελευθέρωση. Δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς δεν μοιάζω φυσιογνωμικά με μέλος του γνωστού Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου.

Ταξίδεψα πολύ. Κι αυτό με βοήθησε ν' αντιληφθώ πως η βλακεία δεν ήταν μόνο προϊόν του τόπου μας αποκλειστικό, όπως περήφανα αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σωβινιστές και οι ντόπιοι εθνικιστές. Έτσι ενισχύθηκε η έμφυτη ελληνικότητά μου και μίκραινε κατά πολύ ο ενθουσιασμός μου για τους αλλοδαπούς.

Έγραψα μουσική για το Θέατρο, για τον Κινηματογράφο και τον Χορό. Παράλληλα έγραψα πολλά τραγούδια - δύο χιλιάδες μέχρι στιγμής, - μέσ' απ' τα οποία ξεχωρίζω όλα όσα περιέχει αυτή μου η συναυλία.

To 1966 βρέθηκα στην Αμερική, και επειδή χρωστούσα στην ελληνική εφορία κάπου τρισήμιση εκατομμύρια δραχμές, αναγκάστηκα να κατοικήσω εκεί ώσπου να τα εξοφλήσω.

Εξόφλησα τα χρέη μου το '72 κι' επέστρεψα στην Αθήνα, για να κατασκευάσω το καφενείο με το όνομα «Πολύτροπο». Ήρθε όμως ο τυφώνας που ονομάστηκε «Μεταπολίτευση» με τις σειρήνες των γηπέδων και των σφαιριστηρίων και τους χιλιάδες εκ των υστέρων αντιστασιακούς, που αγανακτισμένοι τραγουδούσαν τραγούδια ενάντια στη Δικτατορία, και που με αναγκάσανε να κλείσω το «Πολύτροπο», μ' ένα παθητικό περίπου πάλι των τρισήμιση εκατομμυρίων. Μοιραίος αριθμός.

Κι' έτσι απ' το '75 αρχίζει μια διάσημη «εποχή μου» που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε η υπαλληλική, και που με κατέστησε πάλι διάσιμο σ' όλους τους απληροφόρητους συμπατριώτες μου και σ' όσους πίστεψαν πως τοποθετήθηκα χαρακτηριστικά στις όποιες θέσεις της δημόσιας ζωής. Μέσα σ' αυτή που λέτε την περίοδο, προσπάθησα ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω «ακριβές καφενειακές ιδέες» πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο ετούτοι οργανισμοί βαθύτατα διαβρωμένοι και σαθροί από τη γέννησή τους, κατάφεραν ν' αντισταθούν επιτυχώς ώσπου στο τέλος να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό, γεννήθηκε η φιλελεύθερη έννοια του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ και επιβλήθηκε σε ολόκληρο τον τόπο.

Και καταστάλαγμα μέχρι στιγμής του βίου μου είναι:

Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει στα όρια που εκείνη καθορίζει κι' όχι εγώ.

Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει κι όχι σ' αυτό που μας διασκεδάζει και μας κολακεύει εις τας βιαίως αποκτηθείσας συνήθειές μας.

Ε π ι θ υ μ ώ να έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω «εις τον διάβολον» - πού λένε - κάθε εργασία που δεν με σέβεται. Το ίδιο και τους ανθρώπους.

Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία την πάσα λογής χυδαιότητα καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου.

Aυτό το ρεσιτάλ είναι αποτέλεσμα πολύχρονης συνειδητής προσπάθειας και μελέτη «υψηλού πάθους». Γι' αυτό και το αφιερώνω στους φίλους μου.

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

Μελβούρνη 20 Μαΐου 1980».
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

Από μέρα σε μέρα

Οἱ ἴδιες ταπεινώσεις πάλι σήμερα, τά ἴδια λάθη, οἱ συμβιβασμοί,
τό δουλικό χαμόγελο μπροστά σέ κεῖνον πού περιφρονεῖς,
τό ὄρθιο μαχαίρι, πού σφάζεις μέσα σου κι αὐτόν καί τό χαμόγελό σου,
ἡ μοναξιά, ἡ μεταμέλεια, ἡ ὀδυνηρή σου ἀνάγκη γιά μεγάλες πράξεις
ποῦ δέν ἔγιναν ποτέ, τά φαγωμένα σου τακούνια,
τό ἀκαθόριστο αἴσθημα μίας τρομερῆς σου ἁξίας, μίας δύναμης ἀφανέρωτης
ποῦ τήν κρύβεις μ’ ἐπιμέλεια γιά τήν μεγάλη ὥρα, καί μαζί ἡ πικρή ὑποψία
πῶς δέν κρύβεις τίποτα, καί πώς ἐκείνη ἡ μεγάλη ὥρα δέ θα’ ρθεῖ ποτέ,
ἤ ἀκόμα πιό φριχτό, πώς πέρασε χωρίς νά τήν ἀναγνωρίσεις,
ἡ κοπέλα τοῦ ἀντικρινοῦ σπιτιοῦ πού τρέχει βιαστική στό ραντεβού της
χωρίς νά σοῦ ρίχνει οὔτε ἕνα βλέμμα. Τά ὄνειρα, ἅ, τά ὄνειρα πού ὅσο πιό ἀκατόρθωτα εἶναι
τόσο τούς δίνεσαι μέ πιό μεγάλη λύσσα, οἱ ἁμαρτίες πού φοβᾶσαι, οἱ ἁγνότητες πού δέν μπορεῖς,
ἡ σκέψη, πώς, ἐκεῖ, νά, πίσω ἀπό τήν γωνιά τοῦ δρόμου σέ προσμένουν
ὅλα τά ἐνδεχόμενα, ἐνῶ δέ συναντᾶς παρά τό ἴδιο γαλακτοπωλεῖο-
τήν ἔμαθες τή ζωή σου, χρόνια τώρα. Ἔτσι κάθε μέρα ξυπνᾶς μέ τήν πικρή ἀόριστη ἀπόφαση: ἄν ἔπεφτα ἀπ’ τό παράθυρο;
Καί κάθε βράδι κοιμᾶσαι μ’ ἕναν θησαυρό: αὐτήν τήν πολυσήμαντη αὐριανή σου μέρα.

Από τα «Ποιήματα 1958-1964» του Τάσου Λειβαδίτη εκδόσεις Κέδρος
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Τανγκό μες στον καθρέφτη

Οι τελευταίες φθινοπωρινές ημέρες στην αρχή του καλοκαιριού έφεραν στη μνήμη μου τη σκέψη πως ναι μεν μπήκε ο Ιούνιος, η άνοιξη όμως μάλλον ακόμη δεν έχει φύγει. Πολλές εποχές μπερδεύτηκαν, ένα τανγκό εποχών, αναμνήσεων, αναγνωσμάτων. Δε χρειάστηκε να ψάξω πολύ στη βιβλιοθήκη. Το τανγκό μες στον καθρέφτη περιγράφει εξαιρετικά αυτό το συνονθύλευμα. Στο βιβλίο αυτό η Μάρω Βαμβουνάκη ξεφυλλίζει θραύσματα της λογοτεχνικής της ιστορίας μέσα σε φύλλα ημερολογίου. Το βιβλίο είναι καμωμένο απ' το ημερολόγιο μιας γυναίκας, τρεις μήνες την Άνοιξη. Μέσα απ' τις σελίδες του, περνούν αποσπάσματα απ' τη ζωή της κι απ' τη ζωή πέντε φίλων της. Υπάρχουν πολλά και ενδιαφέροντα αποσπάσματα. Απ’ όλο το έργο κράτησα πρόχειρα ένα φύλλο ημερολογίου και το μοιράζομαι μαζί σας. Τώρα, στις πρώτες ημέρες του Ιούνη, με τα σύννεφα του φθινοπώρου και τις αναμνήσεις της άνοιξης που πέρασε…

29 Απριλίου

Δεν έχουμε λόγους να νιώθουμε άσχημα.
Δεν έχουμε λόγους να πιπιλίζουμε κακές σκέψεις στο μυαλό μας, να τρωγόμαστε, να θλιβόμαστε, να παραπονιόμαστε. Όλα μας τα βάσανα μες στο μυαλό μας γεννιούνται και πεθαίνουν κι οι περισσότεροι φόβοι μας, όταν φτάνει η πραγματικότητα, αποδεικνύονται άστοχοι. Τα πράγματα, όταν έρθει η ώρα τους, σχεδόν ποτέ δεν είναι ούτε όσο καλά τα ονειρευόμασταν ούτε όσο κακά τα φοβόμασταν.
Δεν προβλέπεται το μέλλον και μη φθείρεσαι με συνεχή προγνωστικά. Οι πολλές υποθέσεις, οι εικασίες, οι προβλέψεις είναι χτικιό. Κάνε αυτό που έχεις να κάνεις τώρα απλά και τίμια κι όλα τ’ άλλα θα ‘ρθουν να σε βρουν μόνα τους ανάλογα με το πόσο απλά και τίμια το ‘κανες τούτο που έπρεπε τώρα. Η σκέψη πηδάει ανόητα άλματα τιναγμένη από φοβίες και βρίσκεται πέρα, πιο πέρα από κει που θα πατήσει η πραγματικότητα.

Η ζωή η ίδια, η τωρινή ζωή, είναι πάντα πλούσια, δίκαιη κι εκπληκτική, μόνο που κι εσύ πρέπει να είσαι πλούσιος, δίκαιος κι εκπληκτικός για να το πάρεις μυρουδιά.
Η μιζέρια, η καχυποψία κι η ανία είναι η δικιά μας κόλαση που μας χαυνώνει και δεν τολμάμε να εγκαταλείψουμε μια και τη μάθαμε καλά. Τσιγκουνευόμαστε να ρισκάρουμε οτιδήποτε αποκτήσαμε. Αποταμιεύουμε ακόμα και την κακομοιριά μας. Μια κακιά συνήθεια που μας σιγοτρώει συχνά καταντάει ηδονικότερη απ’ την αλλαγή που υπόσχεται λύτρωση.

Η δειλία κι η τόλμη! Ζαρωμένοι στον καναπέ μας άπληστα παρακολουθούμε τολμηρές σκηνές, ηδονοβλεψίες της ζωής και μαραινόμαστε ψευτοϊκανοποιημένοι. Ο καιρός περνά κι εμείς ξεθωριάζουμε σα μολυβένια σημείωση πίσω από παλιά μας φωτογραφία που δεν μας μοιάζει πια.
"Είναι μεγάλη αμαρτία να ‘ναι κανείς δυστυχισμένος" έλεγε ο άγιος Φραγκίσκος κι εγώ τα γράφω αυτά γιατί τα θέλω να τα βλέπω μπροστά μου τις μαύρες, άπιστες ώρες που τα ξεχνώ και πνίγομαι στις φουρτουνιασμένες θάλασσες της ασάφειας. Κι ο πόνος; Κι ο πόνος που τόση σημασία του δίνουν οι θρησκείες και τα τραγούδια;

Ο πόνος ο αληθινός δεν είναι δυστυχία. Είναι καλός ο πόνος, είναι φιλόστοργος, δημιουργικός και καθαρτήριος. Πόνος γέννας που βγάζει σε μεγαλύτερη χαρά. Ο πόνος είναι οδηγός. Αργός, σκυφτός, με φανάρι στο χέρι. Έρχεται να σε γλιτώσει και να σε πάρει έξω απ’ το σκοτεινό, σκελετωμένο δάσος που πρέπει να εγκαταλείψεις για να σωθείς.
Αν δεν πονέσεις δεν θα καταλάβεις την ασθένειά σου και θα πεθάνεις. Τόσοι και τόσοι μεγαλώνοντας τρελαινόμαστε και χανόμαστε, γιατί σήμερα βρίσκεις παντού, αμέσως, παυσίπονα. Ο αιώνας του παυσίπονου μας μπουκώνει πρόχειρα παρασκευάσματα, άμεσης δράσης και χαμογελούμε όλο και πιο ηλίθια. Κι εγώ, ούτε να πονάω ξέρω γιατί δεν αντέχω να υπομένω. Πασαλείβω τις πληγές μου με φτηνή, βεβιασμένη λήθη, σαν αλοιφή, και μακραίνω απ’ την αλήθεια μου τσαλαβουτώντας στα ρηχά.
Τα γράφω αυτά σαν απλοϊκή, εφηβική έκθεση για να τα θυμάμαι. Να τα έχω κοντά μου όταν χάνω την εμπιστοσύνη μου και μικραίνω. Η ζωή που μας χαρίστηκε είναι ανηφορική κι εμείς αφηνόμαστε στην ευκολία της τσουλήθρας. Αν δεν είσαι επίμονα και σταθερά καλός δεν έχεις καλοσύνη.

Όσοι ζουν αληθινά, γερνώντας γίνονται πιο νέοι. Ο θάνατος κανονικά πρέπει να είναι η συνάντηση με τη δόξα του βίου μας. Η ψυχή, μέχρι τότε, να έχει γίνει τόσο δυνατή από επίγνωση ώστε να πετά πια το κορμί της όπως αχρείαστο, πολυκαιρισμένο ρούχο, χειμωνιάτικο και ασήκωτο τώρα που ήρθε καλοκαιρία.

Τη δειλία τη φοβάμαι σα ντροπή κι αρρώστεια. Αρκετές φορές, για ν’ αποδείξω πως δε φοβάμαι, έκανα κινήσεις φανταχτερά γενναίες και κραυγαλέα δυναμικές. Όμως το ξέρω, το βλέπω μετά, πολύ μετά, όταν η πραγματικότητα πετά σαν το σκουπιδοφάγο τα σκάρτα, πως πολλές απ’ τις γενναιότητές μου ήταν το άλλο πρόσωπο του πανικού μου.

Το «Τανγκό μες στον καθρέφτη» της Μάρως Βαμβουνάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φιλιππότη
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Όχι, δε θα πάω στο Μουντιάλ

Ολόκληρη η ανάρτηση...