Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Γενναιοδωρία

Χαράξου κάπου μέ ὁποιονδήποτε τρόπο καί μετά πάλι σβήσου μέ γενναιοδωρία.

Από τη Μαρία Νεφέλη του Οδυσσέα Ελύτη, εκδόσεις Ίκαρος Ολόκληρη η ανάρτηση...

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

Ο νόμος του Θεού

- Τί ἔπαθες Μουσταφά μπαμπά, τί μέ κοιτᾶς ξαφνιασμένος;
Ὁ γέρος ἔκαμε τεμενά: - εἶσαι πολλά ὄμορφος σήμερα Νουρήμπεή μου, ἀποκρίθηκε ἀποθαμάζοντας.
Σώπασε λίγο: - Περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι πρέπει.. πρόστεσε χαμηλώνοντας τή φωνή.
Ὁ Νουρήμπεης γέλασε: - Μή γελᾶς μπέη μου, ἔκαμε ὁ γέρος. Ἔχει σύνορα ὁ ἄνθρωπος˙ ἁμαρτία νά τά ξεπερνάει.
- Ἁμαρτία να’ σαί πολλά ὄμορφος, πολλά καλός, πολλά τίμιος;
- Ἁμαρτία, μπέη μου, ἀποκρίθηκε στενάζοντας ὁ γέρος.
- Μά γιατί; Δέν καταλαβαίνω Μουσταφά μπαμπά.
- Μήτε κι ἐγώ παιδί μου˙ μά τέτοιος ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ˙ ἔχε τό νοῦ σου Νουρήμπεη.

Από τον «Καπετάν Μιχάλη» του Νίκου Καζαντζάκη, εκδόσεις Καζαντζάκη.

Το παραπάνω απόσπασμα το έχω θυμηθεί αναρίθμητες φορές σε στιγμές που ένιωθα να κρατώ στα χέρια μου τον κόσμο όλο. Την έχω απευθύνει σε αγαπημένους μου ανθρώπους όσες φορές ένιωθαν κι οι ίδιοι παντοδύναμοι. Την έχω διαβάσει σε ανθρώπους που ήθελαν μια αντιπροσωπευτική δόση της συγγραφικής αίγλης του Καζαντζάκη. Τα χρόνια περνάνε κι η αλήθεια των λόγων του παραμένει άσβηστη. Τα ανθρώπινα σύνορα, η αμαρτία, ο νόμος του Θεού, η ευτυχία, η δικαιοσύνη και το ακατανόητο είναι λίγες από τις εικόνες που συμπυκνώνει εκφραστικά σε τούτο το μικρό απόσπασμα ο μεγάλος Κρητικός.

Ο καπετάν Μιχάλης, ένα από τα κορυφαία έργα του Νίκου Καζαντζάκη φιλοξενεί ως φίλο του κεντρικού ήρωα τον Νουρήμπεη, έναν άνθρωπο που είναι πάνω από τα συνηθισμένα όρια και στην ευγένεια και στα πλούτη και στην αρχοντιά και στην εμφάνιση, γενικότερα έναν ευλογημένο άνθρωπο που οι μοίρες στάθηκαν απέναντί του εξαιρετικά γενναιόδωρες. Συν τοις άλλοις έχει και την ομορφότερη γυναίκα της περιοχής, αν όχι του νησιού ολόκληρου. Μια μέρα λοιπόν ενώ διασχίζει έφιππος τους δρόμους της πόλης, μαγνητίζοντας τα σχόλια και τα βλέμματα θαυμασμού των περίοικων, ένας ζητιάνος γέρος, ο Μουσταφά κοιτάζοντάς τον με θαυμασμό κάνει μαζί του τον παραπάνω διάλογο. Όταν ο Νουρήμπεης απορεί δικαιολογημένα για την έκπληξη που προκαλεί στον συνομιλητή του να είναι κανείς πολύ όμορφος, ο γέρος σοφός απαντά πως είναι μεν θαυμαστό αλλά συνάμα συνιστά αμαρτία. Ύβρη απέναντι στην δίκαιη τάξη του σύμπαντος, απέναντι στους άγραφους ηθικούς νόμους της ζωής. Ένα δώρο που μεταφέρει και μια κατάρα, κάτι που θα προκαλέσει την συντριβή εκείνου που το στολίστηκε για χρόνια. Όντως σε λίγες σελίδες ο ήρωας δολοφονείται άγρια επαληθεύοντας τον φόβο και τη γνώση του Μουσταφά μπαμπά.

Κάθε ένας δηλαδή πολύ όμορφος, πολύ καλός, πολύ προικισμένος, ευλογημένος από τη θεία εύνοια θα τιμωρείται ή πρέπει να τιμωρείται; Τι δώρο τότε είναι αυτό που η ίδια η φύση ή η θεία βούληση πρόσφερε; Το πρόβλημα είναι σε όλα η διαχείριση. Η συνειδητοποίηση πώς είναι να είσαι όχι απλά όμορφος μα «πολλά ὄμορφος», όχι να είσαι «πολλά καλός, πολλά τίμιος» μα να ξεπερνάς τα ανθρώπινα μέτρα γιατί: «Ἔχει σύνορα ὁ ἄνθρωπος˙ ἁμαρτία νά τά ξεπερνάει». Κάθε φορά που τα γεγονότα γλιστρούν από τα δάχτυλά μου η ίδια η ζωή με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έρχεται να το θυμίσει. Η υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων συνιστά ύβρη, αυτό που πολύ ωραία εκφράζει ο Μουσταφά ως αμαρτία. Αμαρτία σε ποιον, εξαιτίας ποιου; Γιατί εν τέλει κάποιος αγγελικά πλασμένος που διάγει και βίο ισάγγελο να καταδικάζεται ακουσίως να συντρίβεται λόγω των προτερημάτων του; Τι είδους δικαιοκρισία είναι αυτή και ποιος ο δικαστής; Ακόμη πιο τραγική γίνεται η ερώτηση εάν τύχει και ο δικαστής με τον δωρητή είναι ο ίδιος.

Ο Καζαντζάκης δεν γράφει τυχαία. Γνωρίζει πολύ καλά τους πανάρχαιους νόμους της ζωής και τους μεταφέρει στα χείλη ενός ασήμαντου γέρου που έχει ενώπιόν του το θαυμάσιο θέαμα. Κι αυτό ακριβώς θα τιμωρηθεί. Λόγω της ασέβειάς του, επειδή απλά ξεπέρασε το μέτρο, το μέτρο της ανθρώπινης κατάντιας ή μετριότητας, αυτό που δεν ανέχεται το υψηλό, το πολύ υψηλό, το μοναδικά ιδιαίτερο, το ξεχωριστό ως τα πόδια του Θεού, απλά και μόνο επειδή η θεία δικαιοσύνη, οι νόμοι της ζωής δεν αντέχουν τέτοια ασύγκριτα όρια στην ύπαρξη ανθρώπων με περιορισμένη φύση.

Τότε ποιος τιμωρεί; Ο Θεός; Η ζωή; Η φύση; Είναι αυτό το πράγμα δικαιοσύνη; Η απονομή δικαιοσύνης στις σελίδες του Καπετάν Μιχάλη έρχεται από ανθρώπους. Από συντοπίτες του Νουρήμπεη που δεν αντέχουν την απερίγραπτη αρχοντιά και τιμιότητα του, την ιδανική ομορφιά, την ηρωική γενναιότητα και αξιοθαύμαστη ευγένειά του, που τον ζηλεύουν μέχρι θανάτου γιατί στη δική του αγκαλιά θρονιάζεται η πιο όμορφη γυναίκα της Κρήτης. Και έτσι τον δολοφονούν. Η ίδια η ζωή έρχεται με άγριο τρόπο να επιβεβαιώσει τον πανάρχαιο νόμο της πως το κακό υπάρχει επειδή ακριβώς υπάρχει το καλό. Και το εχθρεύεται, μέχρι θανάτου, ακριβώς γι’ αυτό: επειδή δίχως την δική του ύπαρξη δεν έχει λόγο να αναπνέει, δε σημαίνει τίποτα, δεν αναφέρεται πουθενά, δεν έχει καν λόγο ύπαρξης. Κάθε φορά που γίνεσαι όμορφος, θα σε θαυμάζουν οι άλλοι αλλά θα σε ζηλεύει και το κακό.

Στον καθένα από εμάς η μοίρα είναι μάλλον πιο φειδωλή. Δεν μας γεννά και δεν μας μεγαλώνει όπως τον Νουρήμπεη. Μας χαρίζει όμως σίγουρα κάποιες σπάνιες στιγμές, ίσως και ολόκληρες χρονικές περιόδους, που το θαύμα μοιάζει να πλημμυρίζει την καθημερινότητά μας. Ποιος νέος που πέρασε στη Σχολή των ονείρων του δεν ένιωσε για ένα καλοκαίρι τουλάχιστον ως ο βασιλιάς του κόσμου; ποιος νέος δεν μοιράστηκε τον πρώτο καιρό του έρωτά του τα κλειδιά της βασιλείας με τον φύλακα του Παραδείσου; Ποιος γονιός δεν ξεχείλισε από πληρότητα ευγνωμοσύνης και περηφάνιας οδηγώντας το παιδί του στα σκαλιά της Εκκλησίας, ποιος γονιός δεν ένιωσε μια υποψία θεϊκής καταγωγής κρατώντας για πρώτη φορά στην αγκαλιά του το νεογέννητο παιδί του; Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα. Η ζωή απέναντι στον κάθε άνθρωπο είναι μεν γενναιόδωρη αλλά στα γρανάζια της δεν κυλά το μέλι δίχως το φαρμάκι μαζί. Το να κρατάς τον κόσμο όλον στη χούφτα σου συνιστά τεράστια ευθύνη γιατί εάν με όποιο τρόπο σου γλιστρήσει τότε δεν χάνεις κάτι εύκολα αναλώσιμο αλλά τον κόσμο όλον. Άλλη το λένε ευτυχία, άλλη ζωή. Ο καθένας το βαφτίζει με διαφορετικές λέξεις ανάλογα με ό,τι αγάπησε σε αυτή την επίγεια περιπέτεια περισσότερο.

Ο τρόπος που ο Μουσταφά κλείνει τον διάλογο με τον χαριτωμένο συνομιλητή του είναι εντυπωσιακός. Όταν ο Νουρήμπεης ζητά μια εξήγηση γιατί όσα έχει και είναι, όλα καλά και άγια, να αποτελούν αμαρτία ο γέρος δηλώνει την άγνοιά του. Όχι μόνοι δεν ξέρει, όχι μόνο μιλά με απόλυτη βεβαιότητα για κάτι που δεν μπορεί ν αποδείξει αλλά φτάνει σε σημείο να πει πως: «τέτοιος ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ». Είναι δηλαδή νόμος του ίδιου του Θεού να συντρίβεται ο αγαθός; Μήπως κάτι ανάλογο δεν άκουσε ο ίδιος ο δαίμονας την ώρα που ξέπεφτε από την παραδείσια ζωή; Μήπως εντέλει ο καθένας από εμάς που ένιωσε για λίγο Θεός ξέχασε πως είναι άνθρωπος; Άραγε υπάρχει ευτυχία στα μέτρα του ανθρώπου που να κρατά αιώνια;

Μια τέτοια αρνητική απάντηση δεν σημαίνει μια αναγκαία παραδοχή με την συντριπτική καθολικότητά και την ανυπέρβλητη ισχύ της; Κάθε φορά που ο άνθρωπος θα νομίζει πως έγινε Θεός, δίχως Θεό, θα έρχεται η ίδια η ζωή να του θυμίζει το ανθρώπινο της φύσης και της ιστορίας του. Σε εμάς ταιριάζει ο δρόμος, ο αγώνας, η απερίγραπτα δύσκολη μα πανέμορφη πορεία μέσα από αναντικατάστατες σχέσεις και χρονικά περάσματα. Το τέλειο στην κάθε είδους ομορφιά το ζηλεύει το κάθε είδους κακό και δεν το νικά πάντοτε. Στην πληρότητα του όποιου Παραδείσου μας κατοικεί κι ένας όφις υπεράνω πάσης υποψίας. Γι’ αυτό κι ο Μουσταφά προειδοποιεί όχι μόνο τον Νουρήμπεη αλλά τον κάθε έναν από εμάς που βάδισε στα χνάρια του Νουρήμπεη: «ἔχε τό νοῦ σου». Η απόλυτη ευτυχία, η τελειότητα δεν είναι του ανθρώπου, του καιρού ημών. Μάθε να διαχειρίζεσαι τα ψήγματά της γιατί αύριο η δικαιοσύνη του κόσμου ετούτου, θα σε τιμωρήσει κάνοντάς την ανάμνηση, απώλεια, παρελθόν˙ οτιδήποτε άλλο από ζωή. Όσοι πολλά όμορφοι… «ἔχετε τό νοῦ σας»!
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

Πάολες και παλικάρια γινήκαμε μαλλιά κουβάρια…

Προέλευση: imerodromos.gr

H Ελλάδα θα υποκλίνεται αιώνια στο έργο του Μάνου Χατζιδάκι. Η οικουμένη επίσης. Ο ελληνικός λαός έχει το προνόμιο αυτό το έργο να ανήκει στα δικά του τιμαλφή. Και την ακόμα μεγαλύτερη τιμή να το μοιράζεται με όλον τον κόσμο.

Ο Χατζιδάκις είναι αιώνιος και αθάνατος. Θα παραμείνει στις καρδιές των ανθρώπων όσο υπάρχουν άνθρωποι. Θα παραμείνει στην καρδιά και στο μυαλό του ελληνικού λαού για όσο θα υπάρχει ελληνικός λαός.

Αυτονόητες διαπιστώσεις. Τόσο αυτονόητες όσο η διαπίστωση ότι ο Χατζιδάκις δεν έχει την ανάγκη «προστασίας» από κανέναν. Άλλοι έχουν ανάγκη να υποδύονται ότι τον «θυμούνται» και ότι «σέβονται» το έργο του την ώρα που φροντίζουν – λυσωδώς – να ρίχνουν στη λήθη το περιεχόμενό του.

Αυτό που ζούμε τις τελευταίες μέρες είναι ένας πληθωρισμός αναφορών στον συνθέτη και τούτο όχι με αφορμή το αειθαλές έργο του – που θα έπρεπε να αποτελεί καθημερινά αφορμή και έναυσμα για μια προσπάθεια πολιτιστικής ανάτασης – αλλά με αφορμή την ερμηνεία ενός τραγουδιού του από την τραγουδίστρια κυρία Πάολα στην τηλεοπτική εκπομπή του κ.Σπύρου Παπαδόπουλου.

Μεγάλη η ταραχή, λοιπόν. Μέγας και ο κοπετός. Αντιστοίχως με τα προπέρσινα όταν ο κ.Ρουβάς τραγούδησε το «Αξιον Εστί» του Μίκη: «Και είχε δικαίωμα να τραγουδήσει η Πάολα το τραγούδι»; «Και συνάδουν ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος με το είδος τραγουδιού στο οποίο αρέσκεται η κυρία Πάολα»; «Και πως το είπε η Πάολα, το είπε καλά ή το σκότωσε»;

Παρεμπιπτόντως, ανατρέχοντας στα βίντεο σύμφωνα με το δικό μας αυτί, μια χαρά το είπε η κυρία Πάολα το τραγούδι. Αλλά περί ορέξεως κολοκυθόπιτα… Όσον αφορά το θέμα τώρα ποιος έχει δικαίωμα να τραγουδάει το οτιδήποτε, αυτό κρίνεται πολλαπλώς. Ένα κριτήριο είναι, ας πούμε, αν έχει συναίσθηση τι τραγουδάει κι αυτός που τραγουδάει κι αυτοί που τον ακούνε.

Αλλά αυτό δεν λύνεται με «αστυνομικούς όρους». Διότι αν λυνόταν έτσι, τότε δεν θα ευδοκιμούσε – επί παντός του επιστητού – το φαινόμενο «Πάολες και παλικάρια γινήκαμε μαλλιά κουβάρια». Κατά τα λοιπά, προσωπικώς, θεωρούμε ως ασφαλή βάση για το δικαίωμα του καθενός να εκφράζεται με όρους καλλιτεχνικής δημιουργίας τη σκέψη του Νερούντα: Η ποίηση, έλεγε, δεν ανήκει σε αυτούς που τη γράφουν, ανήκει σε αυτούς που τη χρειάζονται.

Το ερώτημα, επομένως είναι άλλο: Το σύστημα που πουλάει, που προωθεί, που αποθεώνει το «προϊόν Πάολα» – και όχι την τραγουδίστρια ή την κοπέλα Πάολα – ποια ποίηση διδάσκει, τι καλλιεργεί, ποια εκπαιδευτική, εκπολιτιστική, ψυχαγωγική πυξίδα έχει; Τι θέλει; Ενα λαό εξοπλισμένο με τα εργαλεία που του επιτρέπουν να αναγνωρίζει τον ποιητή ή θέλει ένα λαό που θα αντιλαμβάνεται σαν «ποίηση» ό,τι μαλακία κατεβάζει ο «ποιητής εκ του προχείρου έχων τη μορφή του χοίρου»;

Τουτέστιν και επί της (κατά τη γνώμη μας) ουσίας, χωρίς πολλές κουβέντες και χωρίς φιοριτούρες: Το απίθανο, αλλά και συνάμα το αποκαλυπτικό για το που έχουν οδηγήσει τα πράγματα οι ιθύνοντες της τάξης των «εκπολιτιστών» μας που τυγχάνουν και κλειδοκράτορες της βιομηχανίας του θεάματος είναι ότι:

Το κράτος μας
  • επί δεκαετίες – και πολύ καιρό προ κρίσης – διαθέτει λιγότερο από το 0,50% των εσόδων του προϋπολογισμού για τον Πολιτισμό,
  • χρόνια τώρα έχει προχωρήσει στη διά νόμου ιδιωτικοποίηση της Τέχνης ξεπουλώντας την πολιτιστική κληρονομιά στους κάθε λογής «χορηγούς» της αρπαχτής,
  • οι «σωτήρες» του διέπρεψαν στο να εξοστρακίζουν κάθε τι το λαϊκό σαν παρωχημένο και ταυτόχρονα να ανοίγουν τα ταμεία στους φορείς της υποκουλτούρας και της αισθητικής κατάπτωσης,
  • η σχέση τους με τον πολιτισμό ήταν όπου βρίσκονταν και στέκονταν να «ξεσκονίζουν» τους κοσμικούς κυρίους που το παίζουν και ολίγον «ευεργέτες» της Τέχνης,
  • λειτούργησαν ως ενορχηστρωτές της αποβλάκωσης μέσω του σερβιρίσματος της καθημερινής ιλουστρασιόν απολίτιστης βαρβαρότητας στο «πόπολο»,
  • έφτασαν να μαγαρίζουν τους στίχους του Ρίτσου για να διαφημίζουν τα «Fame story» τους,
  • αξιοποίησαν τους τηλεβόες των δημόσιων συχνοτήτων σαν σούπερ μάρκετ διακίνησης και επιβολής του πολιτικού, πολιτιστικού και αισθητικού κατιμά.

Ε, λοιπόν, σε αυτό το κράτος με αυτό το μιντιακό ρουλεμάν είναι που ο Χατζιδάκις ακούγεται… από σπόντα. Ετσι τα κατάφεραν ώστε το θέμα να μην είναι ο Χατζιδάκις (αυτός καθ’ αυτός), το θέμα να μην είναι το έργο του (αυτό καθ’ αυτό), αλλά αν η κυρία Πάολα είχε ή δεν είχε «δικαίωμα» να τραγουδήσει Χατζιδάκι.

Έχουν φέρει, δηλαδή, τα πράγματα στο σημείο (και εδώ το μικρότερο μέρος ευθύνης προφανώς το έχει η κυρία Πάολα) που αντί να μιλάμε για τον Χατζιδάκι με αφορμή τον ίδιο τον Χατζιδάκι, να ακούγεται επι ματαίω το όνομα του Χατζιδάκι με αφορμή την Πάολα.

Ως εκ τούτου – και χωρίς καμία διάθεση υπεροψίας – δεν νιώθουμε καμία έκπληξη για όλο αυτό το κατιναριό στο οποίο επιδόθηκαν και οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος: Από τη μια οι δυσκοίλιοι της «αριστοκρατικής» διανόησης – χίλιες φορές καλύτερη η αυθεντικότητα της Πάολας από τον φραγκολεβαντινισμό τους – που ό,τι πιο λαικό και να τους δείξεις αυτοί «σκυλάδικο» και «παρακμή» θα το βαφτίσουν. Κι από την άλλη τα εξίσου σαλονάτα πεκινουά του δημόσιου λόγου που το παίζουν «αιρετικοί», «απελευθερωμένοι» και του «λιμανιού» παριστάνοντας τους πολύ «προχώ» κάθε φορά που βαφτίζουν «λαϊκότητα» το λουμπεναριό.

Έτσι κι αλλιώς, και οι προστάτες της Πάολας και οι προστάτες του Χατζιδάκι, ευκαιρία βρήκαν για να πουλήσουν μούρη στα φέισμπουκ, τη δική τους μόστρα θέλησαν να κάνουν με την ευκολία που προσφέρει στην αναξιότητά τους το «πιπεράτο» – νομίζουν – του θέματος.

Αλλά, μην τρελαθούμε κιόλας: Σιγά μην απειλείται ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Ελύτης, ο Λειβαδίτης, ο Ρίτσος από την Πάολα, ή σιγά μην έχουν ανάγκη όλοι αυτοί της συνηγορίας των αυτόκλητων «προστατών» τους.

Αντιθέτως ανάγκη προστασίας έχουμε όλοι οι υπόλοιποι. Καθότι στο ερώτημα «Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι;/ Πότε θα `ρθούνε κανούργιοι ανθρώποι/ να συνοδεύσουνε την βλακεία/ στην τελευταία της κατοικία;» (Νίκος Γκάτσος «Ελλαδογραφία»), η απάντηση παραμένει ίδια: «’Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα»…
Ολόκληρη η ανάρτηση...