Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

Γιατί οι τρεις Ιεράρχες δεν κατοικούν εδώ


του Δημήτρη Αρκάδα

Γύρω στα 1110, όταν αυτοκράτορας του Βυζαντινού κράτους ήταν ο Αλέξιος Κομνηνός, ένας σοφός λόγιος ονόματι Ιωάννης Μαυρόπους, εισηγήθηκε και κατάφερε να καθιερωθεί ο κοινός εορτασμός, στις 30 Ιανουαρίου, τριών σημαντικών αγίων ιεραρχών: του Μεγάλου Βασιλείου, του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Γρηγορίου του Θεολόγου. Με τούτη τη γιορτή, η βυζαντινή εκκλησία αναγνώριζε επίσημα την προσφορά των τριών αυτών ανδρών στην εδραίωση της χριστιανικής πίστης. Αργότερα, κατά την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η συγκεκριμένη γιορτή απέκτησε καθαρά εκπαιδευτικό χαρακτήρα για τα σχολεία των ελληνικών κοινοτήτων, καθώς τόνιζε την συναρμογή της ελληνικής κληρονομιάς με τον χριστιανισμό. Η εν λόγω παράδοση συνεχίστηκε στον καιρό του ελεύθερου ελληνικού κράτους, όταν το 1842 καθιερώνεται η 30ή Ιανουαρίου ως επίσημη σχολική εορτή. Έκτοτε, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, η κυρίαρχη εκκλησιαστική ρητορική φροντίζει πάντοτε να υπενθυμίζει πώς οι τρείς Ιεράρχες συνένωσαν τα δύο βασικά πολιτισμικά ρεύματα της εποχής τους, τον ελληνισμό και τον χριστιανισμό, δημιουργώντας το “ελληνοχριστιανικό πνεύμα”. Θεωρούνται ως οι ιδανικοί εκφραστές της αντίληψης, η οποία συμφιλιώνει την παγανιστική κουλτούρα με την χριστιανική αποκάλυψη. Γι' αυτό και η γιορτή τους εστιάζει περισσότερο στο γεγονός της ταυτότητάς τους: είναι ταυτόχρονα έλληνες και ορθόδοξοι χριστιανοί, εξιδανικεύονται ως το πρότυπο του “ρωμιού”.

Όλα τα παραπάνω, βέβαια, θα μπορούσε κανείς να τα δει με κατανόηση, ίσως και με συμπάθεια. Ωστόσο, η ιδεολογική χρήση και κατάχρησή τους, δηλαδή το γεγονός ότι μας αποκρύπτουν το κυρίαρχο γνώρισμα αυτών των τριών ανδρών, τα καθιστά μάλλον ύποπτα. Παραγνωρίζουν και υποβαθμίζουν ότι οι τρείς Ιεράρχες ήταν πριν και πάνω από όλα άγιοι.

Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι αν επιθυμούμε να προτάσσουμε τα τρία αυτά πρόσωπα ως σύμβολα και ορόσημα της παιδείας στον τόπο μας, θα ήταν καλό να διδαχθούμε όλοι οι συντελεστές της (μαθητές και δάσκαλοι πρωτίστως, αλλά κι οι γονείς ακόμα) από τον δρόμο της αγιότητας. Φυσικά, κάποιος θα υποθέσει ότι η αγιότητα, έτσι όπως την γνωρίζουμε, αφορά μόνον κάποιους ασκητές, κάποιους μοναχούς που ηθελημένα επέλεξαν αυτόν τον δρόμο και όχι την καθημερινότητά μας, και δη την εκπαιδευτική. Και επιπλέον, θα αναρωτηθεί, πώς μπορεί να “διδαχθεί” η αγιότητα; Αυτό δεν είναι δουλειά των ίδιων των αγίων; Ας είμαστε πιο ταπεινοί και προσγειωμένοι. Ας γίνουμε, όμως, ταυτόχρονα και πιο πρακτικοί.

Ο Μέγας Βασίλειος ονομάστηκε Μέγας, λόγω της μεγαλειώδους θυσίας του για τους φτωχούς και πονεμένους αδελφούς του. Προτίμησε να γίνει ολοκαύτωμα, ξοδεύοντας όλη την περιουσία του για να ελαφρύνει τους οικονομικά καταπιεσμένους, να βοηθήσει τους πολιτικά φοβισμένους, να στηρίξει τους κοινωνικά αναγκεμένους. Ποιά σχέση, εντούτοις, έχει η παιδεία μας, που ισχυρίζεται επίσημα ότι εμπνέεται από το μεγαλείο του Βασιλείου, όταν μεθοδεύει τον ολοένα και σκληρότερο σχολικό ανταγωνισμό των βαθμών ή προτάσσει πρακτικά έναν ατομικισμό ακραίων επιδόσεων, της μέγιστης επιτυχίας και της απόδοσης; Μαθαίνει το σχολείο στους μαθητές το σεβασμό προς τους άλλους; Διδάσκει την συνεργασία και με ποιόν τρόπο; Πώς δείχνει στα παιδιά την αξία της κοινότητας; Γνωρίζουν οι μαθητές, αλλά και οι καθηγητές τους, τί σημαίνει ζώ, τρώω, χαίρομαι, κλαίω μαζί με άλλους ανθρώπους; Η διανοητική και σωματική εξουθένωση του επτάωρου, η συσσώρευση βαρεμάρας και πλήξης από τους μαθητές, η τυποποίηση της διδακτικής πράξης, πού παραπέμπουν; Σίγουρα, το μεγαλείο ενός Βασιλείου δεν κατοικεί εδώ.

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν χαρακτηρίστηκε έτσι μόνο εξ αιτίας των όμορφων λεκτικών συλλήψεών του, αλλά επιπλέον διότι τα λόγια του που έκαιγαν τα έκανε πράξη, πολεμώντας ενάντια στις εξουσίες που χειραγωγούν και δυναστεύουν τον άνθρωπο. Ως αδέσμευτη ύπαρξη, δεν ήθελε δίπλα του πιστούς-χειροκροτητές, άβουλα όντα, αλλά ανθρώπους με κοινωνικό προβληματισμό, έτοιμους να πληρώσουν το κόστος της αλήθειας, δηλαδή της σχέσης τους με τον Χριστό. Αυτό εξ άλλου έκανε και ο ίδιος έμπρακτα, με τους διωγμούς και τις εξορίες που υπέστη. Η παιδεία μας, που υπερηφανεύεται ότι ακολουθεί την χρυσοστόμεια κληρονομιά, γιατί στερεί από όλους μας την κριτική σκέψη; Μπορούμε να διδάξουμε εφήβους και να διδαχθούμε κι εμείς μαζί τους, πώς να χτίζουμε καθημερινά την ψυχή και το σώμα μας; Είμαστε ικανοί να τους μάθουμε και να μάθουμε κι εμείς από κοντά τι είναι γνώση, συναίσθημα, λογική, βούληση; Την διαλεκτική, την οποία επαναλαμβάνουμε εκνευριστικά ως την πεμπτουσία του σχολικού τρόπου, πού και πώς έχουμε τη δυνατότητα να την εφαρμόσουμε; Γνωρίζουμε με ποιά απελευθερωτική δύναμη εξοπλίζουν όλα αυτά την ανθρώπινη προσωπικότητα, αλλά και με τί εργασία και κούραση αποκτούνται; Ποιός αγώνας χρειάζεται για να τα διατηρήσεις; Ποιοί μας τα δίδαξαν για να τα μεταβιβάσουμε με τη σειρά μας στην επόμενη γενιά; Όταν στην κοινωνική εμπειρία μας είμαστε τόσο φτωχοί από τούτα τα πρωταρχικά και τα μέγιστα, τότε διακηρύξεις του ύφους “το σχολείο θα σε μάθει πώς να μαθαίνεις”, δεν καταντούν κενολογία για τους μαθητές και θριαμβολογία για τους δασκάλους; Σίγουρα, η παρρησία ενός Χρυσοστόμου δεν κατοικεί εδώ.

Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος αποκλήθηκε έτσι, διότι αντιμετώπισε τη θεολογία ως ένα έργο ποιητικό. Μέσα από τον λόγο και την πράξη του έγινε ποιητής, δηλαδή δημιουργός, “εποίησε” ένα ρήγμα στα στεγανά του κόσμου, απ' όπου οι άνθρωποι μπορούν να γεύονται την Βασιλεία του Θεού. Τούτη η αγάπη του για το κάλλος και την ομορφιά του κόσμου του Θεού, την οποία μπόρεσε να υπαινιχθεί με ανθρώπινα λόγια, τον έκανε θεολόγο, ικανό να μιλήσει για την άρρητη ωραιότητα της Αγίας Τριάδας. Η σημερινή παιδεία μας, που καυχιέται ως θεματοφύλακας του Θεολόγου, πώς καλλιεργεί την έμπνευση; Με ποιόν τρόπο ενθαρρύνει τη δημιουργία; Υποψιάζεται καθόλου την ομορφιά των ανθρώπων; Ανακαλύπτει ποτέ η σχολική κοινότητα την κλίση των μαθητών της; Πώς αναδεικνύει τα ταλέντα του κάθε ενός; Με τί εργαλεία τα καλλιεργεί; Μπορούμε να διδάξουμε τους μαθητές μας να ακούνε μουσική πέρα από ήχους, να αντιλαμβάνονται ανθρώπινο λόγο πέρα από φωνές, να βλέπουν χρώματα πέρα από το άσπρο και το μαύρο; Η παραπεμπτικότητα της παιδείας μας εξαντλείται μάλλον στον εγκόσμιο χιλιασμό της επαγγελματικής αποκατάστασης, ο οποίος εξασφαλίζει δυνατό μελλοντικό εισόδημα, άρα επιτυχία. Και σε αυτό το έργο ίσως αρκείται η εκπαιδευτική μας διαδικασία. Σίγουρα, όμως, η ομορφιά ενός Γρηγορίου δεν κατοικεί εδώ.

Πέρα από αυτές τις μάλλον κοινότοπες διαπιστώσεις, τί νόημα έχει να αναπαράγουμε για άλλη μια φορά πράγματα που όλοι γνωρίζουμε ή υποψιαζόμαστε; Και μήπως τελικά όλη αυτή η γκρίνια δεν είναι παρά ένα βερμπαλιστικό και μηδενιστικό παραλήρημα ενός απογοητευμένου (μάλλον εκπαιδευτικού...), ο οποίος μέσα από την πικρόχολη κριτική του αποπειράται να κρύψει το μέγεθος της δικής του, προσωπικής και επαγγελματικής, ανεπάρκειας; Σε τελική ανάλυση, όσοι δάσκαλοι θέλουν, μπορούν να εργαστούν με ευσυνειδησία για να προσφέρουν το καλύτερο στους μαθητές τους κι αυτοί από την άλλη, όποιοι το επιθυμούν, μπορούν να αξιοποιήσουν τις λίγες ή πολλές ευκαιρίες για να προχωρήσουν.

Πιθανόν να είναι έτσι. Επειδή, όμως, τα καλά παραδείγματα γίνονται σχεδόν πάντα το βολικό άλλοθι για να μην αλλάζει τίποτα στην κοινωνία μας, και ιδίως στα πράγματα της παιδείας, ίσως, οι παραπάνω σκέψεις, να δείχνουν κι έναν άλλο τρόπο δράσης: να εργαστούμε ως υπάρξεις εν αποτυχία, δηλαδή άνθρωποι εν μετανοία. Οι τρείς Ιεράρχες, με την τρέχουσα αξιολογία του κόσμου δεν ήταν παρά μια παρέα αποτυχημένων. Ενώ ξεκίνησαν ως γόνοι εύπορων και πλούσιων οικογενειών, πανεπιστήμονες σπουδασμένοι στις καλύτερες σχολές του καιρού τους και με καταξιωμένο το μέλλον τους, αυτοί γκρεμίζουν τα είδωλα που κατασκεύασε γι' αυτούς ο κόσμος: τα είδωλα της εξουσίας, του πλούτου και της καλής φήμης, τουτέστιν της “επιτυχίας”. Προσηλώθηκαν στην “άνευ ορίων και άνευ όρων” ελευθερία του Χριστού. Και δεν δίστασαν να μεταβληθούν από δεσπότες σε διάκονοι, από ισχυροί σε ανίσχυροι, από αφεντικά σε εργάτες. Οι τρείς Ιεράρχες, με το μεγαλείο, την παρρησία και την ομορφιά τους, μας δείχνουν την καρδιά της αγιότητας, τον κρισιμότερο, ενδεχομένως, δρόμο για την παιδεία μας. Είναι σαν να μας λένε: “Μην περιμένετε προκοπή από άλλο ένα πρόγραμμα εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, καταδικασμένο κι αυτό σε μια αυτιστική ανακύκλωση. Μην μένετε στις καλές προθέσεις, αλλά στην πράξη. Γι' αυτό ας ξεκινήσουμε διαφορετικά. Ας καταθέσουμε στον Χριστό ό,τι έχουμε κατορθώσει πραγματικά να δημιουργήσουμε, έστω κι αν αυτό δεν είναι παρά η αληθινή ανημπόρια και η ιστορική αποτυχία μας”. Τότε, οι τρείς Ιεράρχες, ίσως αρχίσουν να κατοικούν εδώ.
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Η ασάλευτη ζωή

«Τὰ τωρινὰ καὶ τ᾿ αὐριανά, βρόχοι καὶ πέλαγα, ὅλα
σύνεργα τοῦ πνιγμοῦ γιὰ σὲ καὶ ὁράματα τῆς πλάνης
μακρότερη ἀπ᾿ τὴ
δόξα σου καὶ μία τοῦ κήπου βιόλα
καὶ θὰ περάσης, μάθε το, καὶ θὰ πεθάνης!»

Κ᾿ ἐγὼ ἀποκρίθηκα: «Ἂς περάσω κι ἂς πεθάνω!
Πλάστης κ᾿ ἐγὼ μ᾿ ὅλο τὸ νοῦ καὶ μ᾿ ὅλη τὴν καρδιά μου
λάκκος κι ἂς φάῃ τὸ πλάσμα μου, ἀπὸ τ᾿ ἀθάνατα ὅλα
μπορεῖ ν᾿ ἀξίζει πιὸ πολὺ τὸ γοργοπέρασμά μου».

Από την «Ασάλευτη ζωή» του Κωστή Παλαμά, εκδόσεις Βλάσση
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο

Δείξε μου τον άνθρωπο που ξέρει να αποδίδει στο χρόνο την αξία του, να εκτιμά την κάθε ημέρα, να αντιλαμβάνεται ότι πεθαίνει κάθε στιγμή. Απατώμεθα όταν νομίζουμε ότι ο θάνατος βρίσκεται μπροστά μας. Το μεγαλύτερο μέρος του ήδη παρήλθε. Ό,τι ανήκει στο παρελθόν βρίσκεται στα χέρια του θανάτου.
Κάμε λοιπόν, αγαπητέ μου Λουκίλιε, καθώς γράφεις: γίνε κύριος όλων των ωρών σου. Θα εξαρτάσαι λιγότερο από το αύριο, αν γίνεις κύριος του σήμερα. Όσο αναβάλουμε, η ζωή μας φεύγει. Τίποτε, Λουκίλιέ μου, δεν μας ανήκει. Μόνον ο χρόνος είναι δικός μας. Αυτό είναι το μόνο φευγαλέο και τυχαίο αγαθό που μας χάρισε η φύση. Κι όμως, ο οποιοσδήποτε τρίτος μπορεί να μας το ξοδεύει.
Κοίτα πόσο μωροί είναι οι άνθρωποι: θεωρούν ως μεγάλη εξυπηρέτηση τις πλέον ελάχιστες και ευτελείς υπηρεσίες, τις μη αναγκαίες, και νιώθουν υποχρεωμένοι. Αλλά κανείς δεν νιώθει υπόχρεος για τον χρόνο που του χαρίζουμε, ενώ αυτό είναι το μόνο αγαθό που δεν μπορεί να ανταποδώσει ακόμη κι ο πιο ευγνώμων άνθρωπος.

Από τις "Επιστολές στον Λουκίλιο" του Σενέκα, εκδόσεις Στιγμή

Προσπαθώ κι εγώ μαζί με τον Σενέκα να βρω ανάμεσά μας τον άνθρωπο που ξέρει να αποδίδει στο χρόνο την αξία του, να εκτιμά την κάθε ημέρα, να αντιλαμβάνεται ότι πεθαίνει κάθε στιγμή. Δυσκολεύομαι. Είναι μάλλον η αδυναμία να αναγνωρίσεις ως πραγματικότητα κάτι που δεν έχεις αποδεχτεί ως βίωμα. Ο Σενέκας είναι σαφής. Αδυνατούμε να εκτιμήσουμε τον χρόνο επειδή νομίζουμε πως πεθαίνουμε μία φορά.

Αλήθεια πόσες φορές πεθαίνει κανείς πριν να πεθάνει; Πόσες ζωές τελειώνει και πόσες ξαναρχινά στοιβαγμένες όλες σε μια ημερολογιακή ζωή; Ό,τι έχεις ζήσει, κάθε τι περασμένο ανήκει στον χρόνο του θανάτου. Ό,τι έζησες είναι θάνατος πια. Η ζωή είναι σίγουρα εδώ και ίσως στο μετά. Η προτροπή του συγγραφέα είναι ανυπόφορη στα αυτιά όσων ματαιοπονούν ή δεν ξέρουν να γερνάνε. Γίνε κύριος όλων των ωρών σου επειδή θα εξαρτάσαι λιγότερο από το αύριο, αν γίνεις κύριος του σήμερα. Το Ευαγγέλιο το λέει ανάλογα προτρέποντας μας να μη μεριμνάμε για τα μελλοντικά καθώς το σήμερα απαιτεί από εμάς το ολοκληρωτικό δόσιμό μας σε αυτό. Κι όμως οι περισσότεροι, ανάξιοι διαχειριστές ενός τόσο ακριβού δώρου, το σπαταλάμε εδώ κι εκεί σκορπίζοντας κι όχι αξιοποιώντας το.

Η αρχή γίνεται με την αναβολή. Όσο αναβάλουμε, η ζωή μας φεύγει. Νομίζοντας πως θα ζήσουμε αιώνια φτωχαίνουμε σε στιγμές, εμπειρίες, πληρότητα, ανθρώπινες σχέσεις και άξιες εμπειρίες. Και ο μεγαλύτερος κίνδυνος πραγματοποιείται. Ο χρόνος κυλά. Κι εκεί που παίζεις με τα παιχνίδια σου, ξαφνικά βρίσκεσαι γονιός σε μια οικογένεια, τρόφιμος σε κάποιο γηροκομείο αργότερα. Κι ο χρόνος ο εντελώς δικός σου θα έχει γίνει ξένος μιας και τον χάρισες σε μια ζωή ενός άλλου που κατοίκησε στο σώμα σου επειδή ακριβώς εσύ δεν τον εκτίμησες, δίστασες ή ήσουν ανίκανος να τον αξιοποιήσεις. Κι ο θάνατος δεν αλλάζει πια τίποτε. Για να πεθάνεις αληθινά πρέπει να έχεις πρώτα ζήσει.

Κι ενώ ο χρόνος είναι το μόνο φευγαλέο και τυχαίο αγαθό που μας χάρισε η φύση, επιτρέπουμε αβίαστα στον οποιοδήποτε τρίτο να μπορεί να μας τον ξοδεύει. Μοιραζόμαστε σε λάθος ανθρώπους, σκορπάμε τον χρόνο μας με ό,τι νόημα και περιεχόμενο του έχουμε δώσει σε ανθρώπους που τους είναι ανοίκειος, ξένος, δεν τον εκτιμούν επειδή δεν μας αγαπάνε. Κι εμείς, αγνώμονες μωροί, θεωρούμε ως μεγάλη εξυπηρέτηση τις πλέον ελάχιστες και ευτελείς υπηρεσίες τους, τις μη αναγκαίες, και νιώθουμε υποχρεωμένοι. Υποχρεωμένοι επειδή αλάφρωσαν τη δική τους μοναξιά, σκόρπισαν στις αντοχές μας τις δικές τους επιθυμίες, μας χρησιμοποίησαν για κάτι δικό τους, ήθελαν μόνο κάποιες στιγμές μαζί μας, όχι τον χρόνο μας όλο, τότε που ήμασταν και δείχναμε ωραίοι. Τώρα που πια γεράσαμε λένε παντού πως δεν μας γνώρισαν ποτέ. Το λάθος είναι δικό μας. Οι ίδιοι ήταν αιώνια ανίκανοι να αγαπήσουν και να εκτιμήσουν τις στιγμές που μεγαλώναμε μαζί.

Έτσι κάπως ο Σενέκας ολοκληρώνει τη σκέψη του με μια γεύση μάλλον πικρή. «Αλλά κανείς δεν νιώθει υπόχρεος για τον χρόνο που του χαρίζουμε, ενώ αυτό είναι το μόνο αγαθό που δεν μπορεί να ανταποδώσει ακόμη κι ο πιο ευγνώμων άνθρωπος». Θα ήθελα κι εγώ μαζί του να αναζητήσω αυτούς τους ανθρώπους που είναι δίπλα μας, που πίσω από τα μεγάλα λόγια και τις ακραίες υποσχέσεις, που πίσω από μοιραίες συμπεριφορές και διακριτούς ρόλους μπαίνουν και βγαίνουν από τις ζωή μας, λες κι ο χρόνος της είναι αιώνιος. Εκεί, κρίνω πως παίζονται τα περισσότερα στην εκτίμησή μας για το ποιοι άνθρωποι σχετίζονται και σχετιζόμαστε μαζί τους. Άνθρωποι που μετράνε τον χρόνο μας σαν οριακό και τον δικό τους ως αιώνιο ή άνθρωποι που υπολογίζουν τον χρόνο μας αιώνιο και τη ζωή τους φευγαλέα;

Δυστυχώς τις περισσότερες φορές την απάντηση μας την δίνει ο ίδιος ο χρόνος προσπαθώντας να μας ανταποδώσει μια βοήθεια που εμείς αμελήσαμε να του προσφέρουμε. Έστω κι έτσι όμως το παρελθόν παραμένει θάνατος κι η ζωή σε πείσμα του «χαμένου χρόνου» συνεχίζεται.
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Μικρές χαρές

Ολόκληρη η ανάρτηση...

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Ιδιωτική ασωτία

Δὲν ξέρω ἂν ἔφυγα ἀπὸ συνέπεια
ἢ ἀπὸ ἀνάγκη νὰ ξεφύγω τὸν ἑαυτό μου,
τὴ στενὴ καὶ μικρόχαρη Ἰθάκη
μὲ τὰ χριστιανικά της σωματεῖα
καὶ τὴν ἀσφυχτική της ἠθική.

Πάντως, δὲν ἦταν λύση: ἦταν ἡμίμετρο.

Κι ἀπὸ τότε κυλιέμαι ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο
ἀποχτώντας πληγὲς κι ἐμπειρίες.
Οἱ φίλοι ποὺ
ἀγάπησα ἔχουνε πιὰ χαθεῖ
κι ἔμεινα μόνος τρέμοντας μήπως μὲ δεῖ κανένας
ποῦ κάποτε τοῦ μίλησα γιὰ ἰδανικά.

Τώρα ἐπιστρέφω μὲ μίαν ὕστατη προσπάθεια
νὰ φανῶ ἄψογος, ἀκέραιος, ἐπιστρέφω
κι εἶμαι, Θεέ μου, σὰν τὸν ἄσωτο ποὺ ἀφήνει
τὴν ἀλητεία, πικραμένος, καὶ γυρνάει
στὸν πατέρα τὸν καλόκαρδο, νὰ ζήσει
στοὺς κόλπους τοῦ μίαν ἀσωτία ἰδιωτική.

Τὸν Ποσειδώνα μέσα μου τὸν φέρνω,
ποῦ μὲ κρατάει πάντα μακριά˙
μὰ κι ἂν ἀκόμα δυνηθῶ νὰ προσεγγίσω,
τάχα ἡ Ιθάκη θά μοῦ βρεῖ τη λύση;

Από την «Εποχή των ισχνών αγελάδων», του Ντίνου Χριστιανόπουλου, εκδόσεις Κοχλίας

Έρχονται στιγμές στη ζωή που χάνεις το δρόμο σε μια επικίνδυνη στροφή. Κάτι που σου συνεπήρε το βλέμμα, που κέρδισε τη προσοχή σου έρχεται να σε βγάλει εκτός πορείας και να αλλάξει τη ζωή σου για πάντα. Στον καθένα μας υπάρχει εκ γενετής ένας διπλός εαυτός. Ένας Θεός κι ένας Δαίμονας που κατοικούν μαζί στο ίδιο σπίτι. Το ζήτημα είναι ποιον από τους δυο ακούς, από ποιον συγκινείσαι, ποιού θέλεις να είσαι δούλος και κυρίως αν δεν ξεχνάς ποτέ πως η φύση σου τους χωρά και τους δύο.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και στη προσωπική του ζωή όπως και στην αριστουργηματική «Ιθάκη» του, αναγνωρίζει τον Δαίμονα μέσα του. Δεν καταφεύγει σε κρυφτό. Δε θέλει να κρύβεται από αυτό που είναι. Είναι συνέπεια στον εαυτό μας; Ανία από μια πλήρη πλήξης ζωή; Άλλα θέλουμε κι άλλα κάνουμε; Τα άλλα που θέλουμε είναι τα εφάμαρτα; Τα καταδικαστέα από τους άλλους; Και τότε ο αληθινός μου εαυτός; Αυτός που φιλοξενεί και τον Θεό και τον Δαίμονα; Ο ποιητής φεύγει «από συνέπεια ή από ανάγκη να ξεφύγω τον εαυτό μου, τη στενή και μικρόχαρη Ιθάκη με τα χριστιανικά της σωματεία και την ασφυχτική της ηθική».

Μπορεί οι εγγυήσεις της καλής μας ζωής να μας προσφέρουν την ασφάλεια της έντιμης, της αποδεκτής ζωής. Δε θα μας προσφέρουν ωστόσο ποτέ την συνέπεια απέναντι στη φύση του εαυτού μας. Θα παραμένουμε καλοί όσο ασφυκτιούμε σε μια ζωή δίχως αλήθεια, στερώντας της πληγές και εμπειρίες από το φόβο μήπως παραστρατήσουμε από την θεωρητικά δομημένη δογματική μας ζωή και επιτρέψουμε στον εαυτό μας το αυτονόητο: να ζει αντί να ενσαρκώνει ρόλους.

Η αλήθεια έρχεται σύμφωνα με τον Χριστιανόπουλο στη μοναξιά ή στη δειλία. Εκεί που έχεις αναγνωρίσει με κόπο τον εαυτό σου έρχεται ο απαξιωτικός απαυδημός, η στιγμή να προδώσεις το δρόμο που υπεύθυνα διάλεξες, γιατί κουράστηκες ή πια έμεινες μόνος σε αυτόν και πλέον ντρέπεσαι μήπως στο διάβα «σε δει κανένας που κάποτε του μίλησες για ιδανικά». Τότε «επιστρέφεις με μιαν ύστατη προσπάθεια να φανείς άψογος, ακέραιος, επιστρέφεις σαν τον άσωτο που αφήνει την αλητεία, πικραμένος, και γυρνάει στον πατέρα τον καλόκαρδο, να ζήσει στους κόλπους του μιαν ασωτία ιδιωτική».

Εγκαταλείπεις τη δική σου ιδιωτική οδό για να ξαναβρεθείς στην ασφάλεια που σου προσφέρει απλόχερα η προδοσία του άλλου σου εαυτού. Εκεί ωστόσο γίνεσαι δυο φορές ελεεινός. Όχι μόνο γιατί πρόδωσες τις επιθυμίες σου ζώντας μια ζωή που δε θες, μα και γιατί η «στενή και μικρόχαρη Ιθάκη» θα χωρά δια βίου για σένα όλες τις περιπέτειες που θα μπορούσες να ζήσεις γυρίζοντας τον κόσμο. Θα γίνεσαι «καλός» επειδή αυτό είναι πιο εύκολο για τις σχέσεις σου με τους άλλους και θα γίνεσαι «κακός» επειδή δεν αντέχεις να φέρεις την ευθύνη να αναγνωρίσεις την όποια καλοσύνη κουβαλάς εντός σου.

Για τα μάτια του κόσμου θα παραμένεις το καλό παιδί που μετά από κάποιες περιπέτειες γύρισε εκεί όπου ανήκει. Όμως εσύ «τον Ποσειδώνα μέσα σου τον φέρνεις, που σε κρατάει πάντα μακριά»∙ Η καρδιά σου, ο εαυτός σου όλος θα είναι μοιρασμένος κάπου αλλού, θα σε φτύνει χλευαστικά κάθε μέρα που θα ξημερώνεσαι στη «στενή και μικρόχαρη Ιθάκη» γιατί δεν θα σου δίνει λύση καμία, δεν θα σε ελευθερώνει, δεν θα σε ολοκληρώνει σαν άνθρωπο. Μια ψεύτικη ασφάλεια και κάμποση κοινωνική αποδοχή θα σου δίνει. Το πρόσωπό σου στον καθρέφτη όμως δεν θα μπορείς να το δεις ποτέ. Δεν θα αντέχεις, γιατί ξεφτιλισμένος αλήτης δεν ήσουν τότε που έφυγες. Είσαι τώρα που γυρνάς πικραμένος ανάμεσά μας. Και η Ιθάκη, δεν θα σου βρει ποτέ τη λύση...
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

Τι να τα κάνω τ' άστρα...

Διαστολή της νύχτας.
Διαστολή του σώματος.
Συστολή της ψυχής.
Ένα άστρο έκαψε το σπίτι μου.
Οι νύχτες με στενεύουν στην απουσία σου.
Σε αναπνέω.
Τώρα με τη δική σου αναπνοή ρυθμίζεται το βήμα μου κι ο σφυγμός μου.

Τι να τα κάνω τα άστρα αφού λείπεις;

Από "Τα ερωτικά" του Γιάννη Ρίτσου, εκδόσεις Κέδρος
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

Η μεγαλύτερη ευτυχία

Η μεγαλύτερη ευτυχία στη ζωή είναι να ξέρεις ότι σ' αγαπούν επειδή είσαι ο εαυτός σου΄ή, σωστότερα, ότι σ' αγαπούν παρ' όλο που είσαι ο εαυτός σου.

Από το έργο "ο άνθρωπος που γελά" του Βίκτωρος Ουγκώ, εκδόσεις Σύγχρονη εποχή Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2010

Χρόνος δεσμώτης και χρόνος λυόμενος
(αντί Πρωτοχρονιάτικων ευχών)

ΤΟΝ ΕΚΛΕΙΣΑΜΕ σ' ἕνα μικρὸ κουτὶ μεταλλικὸ ποὺ τ' ὀνομάσαμε «ὡρολόγιον», καὶ ἡσυχάσαμε. Ὅμως αυτό τὸ κλασικὸ τὶκ τὰκ ποὺ ἀπασχολοῦσε τούς παλαιοὺς μυθιστοριογράφους μπορεῖ νὰ 'ναι μέτρηση, μπορεῖ καὶ διαμαρτυρία. Τίνος εἶναι, ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, δεσμώτης; Ποιός μας ἔδωσε τὸ δικαίωμα νὰ κάνουμε τὸν ἥλιο τὸν ἀνίδεο μετρητή μας; Καὶ τί 'ναι τὰ ἡμερονύχτια; κέρματα ποῦ τὰ ρίχνουμε σ' ἒναν τρύπιο κουμπαρά;

Οἱ σοφοί, μερικοὶ σοφοὶ τουλάχιστον, διατείνονται ὃτι ὁ χρόνος δὲν ὑπάρχει. Ἄλλοι τὸ ἀντίθετο. Ἂς τὰ βροῦνε μεταξύ τους. Ἔμεῖς, ποὺ δὲ διαθέτουμε παρὰ τίς γνώσεις ἐνός μέτριου μαθητῆ λυκείου, ἂς τὰ ποῦμε ἀλλιῶς. Ἁπλοϊκά. Ὅσο ἁπλοϊκὸς εἶναι κι ὁ τρόπος ποὺ βλέπουμε νὰ προσπαθοῦν οἱ περισσότεροι ν'ἀντιμετωπίσουν καὶ νὰ ἐξουδετερώσουν τὸν ὑποθετικό τους ἐχθρό, ποὺ τὸν φαντάζονται νὰ καραδοκεῖ σὲ κάποια γωνιὰ τὸ πέρασμά τους, μ'ἕνα σακούλι, γεμάτο ρυτίδες καὶ λευκὰ μαλλιά, στὸ χέρι. Ἄξίζει νὰ τοὺς ιδοῦμε.

Ὑπάρχουν, ἓν πρώτοις, οἱ εκατομμυριοῦχοι τῶν βιωμάτων, ποὺ μὲ ἀπανωτὲς περιπέτειες, ταξίδια, γάμους, ἐπιχειρήσεις, δολοπλοκίες, μυστικὲς συμφωνίες καί τὰ παρόμοια ζητοῦν νὰ τὸν γεμίσουν, νὰ τὸν στουμπώσουν σὲ τέτοιο σημεῖο, ποὺ κυριολεκτικὰ νὰ μὴ βρίσκει τρόπο νὰ ὑποδηλώσει τὴν παρουσία του' νὰ 'ναι σὰν νὰ μὴν ἀφορᾶ τουλάχιστον τὴ δική τους περίπτωση. Στὸ ἄλλο ἄκρο ὑπάρχουν οἱ μοναχικὲς ὑπάρξεις, οἱ ἀσκητές, οἱ στυλίτες στὸ ἐΐδος τους, ποὺ τοῦ ἀρνοῦνται τροφὴ κι αἰσθάνονται δτι ἔτσι τοΰ ἔχουν ἀφαιρέσει κάθε ὑπόσταση δτι ζοῦνε χωρὶς νὰ ὑπάγονται στοὺς δικούς του νόμους. Τέλος ὑπάρχουμε κι ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, ποὺ βαυκαλιζόμαστε πρὸς στιγμὴν μὲ τὴν ἴδεα οτὶ ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ὁ χρόνος θὰ μπορουσαμε νὰ 'μαστε οἱ αἰώνιοι νεόνυμφοι μίας ἄγνωστου ταυτότητας εὐτυχίας. Ὕστερα, τό βάζουμε κάτω, καὶ κάνουμε πὼς δὲν καταλαβαίνουμε.

Κανείς μας δὲν ἔδειξε τὴν πρόθεση νὰ τὸν κτυπήσει στὸ ἀδύνατο σημείο του, ποὺ εἶναι ἡ συμβατική του ὑπόσταση, αυτή ποὺ ἐμεῖς οἱ 'ίδιοι του προσδώσαμε ἁπλῶς γιά. νά διευκολύνει τίς καθημερινές μας συναλλαγές. Μᾶς τρομάζει τό ποσοστὸ τῆς αὐθαίρετης σκέψης ποὺ ἀπαιτεῖται γιά νὰ σπάσουμε τὸ φράγμα του κοινῶς νοειν καὶ ν' ἀντιληφθοῦμε ὅτι τὰ κομμάτια τῆς ζωῆς ποὺ προσκτᾶται καί συμπαρασύρει στὴν εὐθύγραμμη πορεία τοῦ ὁ χρόνος εἶναι δυνατὸν νὰ νοοῦνται ὡς ἀνεξάρτητα, ν' ἀρμόζονται ἀπό διαφορετικὲς πλευρὲς καὶ νὰ σχηματίζουν μιάν ἄλλου ἐίδους ἀλληλουχία, ἐξίσου ἂν ὄχι καί περισσότερο ἔγκυρη, ἀπό τὴν ἄποψη ὅτι προβάλλει. ἀνάγλυφη τὴν ὀνειρικὴ φύση τῆς ζωῆς μας καὶ τὴν κατακυρώνει.

Χρειάζεται ν' ἀποβάλεις τό λίπος τοῦ τυπικοῦ τῶν καθημερινῶν σου ἀναγκῶν, καθὼς καὶ ὄλα τὰ οὐδέτερα ἢ ἅχροα στοιχεῖα ποὺ παρεμβάλλονται ἀνάμεσα στὰ σημαντικὰ τῆς ζωῆς σου καὶ τ' ἀποδυναμώνουν, γιὰ νὰ νιώσεις τὶς πραγματικές σου διαστάσεις. Διαφορετικά, χάνεις τὰ μέτρα σου, περιπίπτεις ἀπὸ 'να σ' ἄλλο ἀδιέξοδο, καί στὰ ὕστερα συνθηκολογεῖς. Δέχεσαι νὰ ἐνσαρκώνεις τό περίφημο πρακτικό πνεῦμα, ποὺ μπορεῖ ν' ἀποσπᾶ τὸν ἔπαινο τῶν δικῶν σου ἐπειδὴ σου παρέχει πλουσιοπάροχα νὰ φᾶς καί νὰ πιεῖς, τὴν ἴδια στιγμὴ ὅμως σὲ προσβάλλει μὲ τὸν ἰὸ τῆς πλήξης καὶ τῆς μοναξιᾶς.

Ἀμὲ ὕστερα, ὅσο κι ἂν ξαναρίχνεις τὴν τράπουλα, νὰ βρεῖς τὴν ντάμα σπαθί τῆς ζωῆς σου. Ἔχει γίνει ἀέρας. Ψάχνεις μέσα στὸ ἀπορριμματοφόρο τῆς μνήμης σου. Τίποτα. Μόνον καμιὰ φορά, τὶς νύχτες ποὺ ἡ στεναχώρια σέ πνίγει, σὰν νὰ ὑποψιάζεσαι ὄτι κάτι μισοαρχινισμένες σκηνὲς τῆς ζωῆς σου, ποὺ δὲν τοὺς εἶχες δώσει τὴ δέουσα σημασία, παραμένουν ἀκόμα ζωντανές, σαλεύουν, καί, μόλο ποὺ τὶς διώχνεις, ἐκεῖνες ἐπανέρχονται καὶ σὲ παρενοχλοῦν μέσα στό παραΰπνι σου. Δὲν καταλαβαίνεις γιατί. Καί ὄμως. Ζητοῦν νὰ συνεχίσουν κάτι ποὺ ἀγνοεῖς ἐπειδὴ τό ἔχεις ἤδη ἀπολέσει, καί νὰ συνεχιστοῦν ἀπό κάτι ἄλλο, ποὺ ἐπίσης ἅγνοεῖς ἐπειδὴ δὲν ἔχει ἐπισυμβεῖ ἀκόμη, θὰ σημάνει ὅμως ἡ ὤρα του, ἔστω καὶ ἐρήμην τῆς δικῆς σου παρουσίας.


Από το «Εν λευκώ» του Οδυσσέα Ελύτη, εκδόσεις Ίκαρος
Ολόκληρη η ανάρτηση...