
Ἂν δὲν ἦταν τόσο σκοτάδι,
θὰ καταλάβαινα ἴσως, γιατί
ἔχω μείνει τόσο μονάχος.
Πόσο ἔχω ξεχάσει.
Πρέπει ἀπ' ἀρχῆς πάλι τὸ ταξίδι
ν' ἀρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οἱ τρεῖς;
Ἢ μήπως, κάποτε, εἴχαμε ἀνταμώσει...
Μαζὺ πορευτήκαμε ἕνα διάστημα,
ὅσο μας ὁδηγοῦσε ἄστρο λαμπρό.
Αὐτὸ ἄλλαξε τὴν ὁδὸ ἢ ἐγὼ
τίποτα πιὰ νὰ δῶ δὲν μπορῶ;
Ποῦ βρίσκομαι τώρα, σὲ τέτοιον καιρό,
σκληρό, ἀνένδοτο, δύσκολο,
ἐγώ, ἀνήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι' ἡ ὥρα πλησίασε;
Ποῦ νὰ τὸ ξέρω!
Ποῦ εἶναι τὰ δῶρα;
εἴχαμε τότε τοιμάσει δῶρα
ἥμερα, ἥσυχα
δῶρα ἠμῶν τῶν ταπεινῶν, χρυσὸν
λίβανον καὶ σμύρναν ἄλλοτε
μὲ θαυμασμὸ κι' εὐλάβεια τοῦ φέρναμε.
Τώρα σ' αὐτὸν τὸν καιρὸ
σίδερο, κεραυνὸ καὶ φωτιά.
Ἤμασταν τρεῖς,
τώρα κανέναν ἄλλον δὲ βλέπω
κι' αἰσθάνομαι τὰ χέρια μου
πότε ἄδεια, πότε βαριά.
Βασιλεῖς τότε πρὸς τὸν βασιλέα
τοῦ κόσμου, τώρα κανεὶς
δὲ βασιλεύει μὲ βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιὸς μ' ὁδηγεῖ;
Δίχως συντροφιά,
δίχως ἄστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, ἡ μεγάλη ποὺ γνωρίζω,
συμφορὰ τῆς στέρησής Του.
Τί νὰ προσφέρω σημάδι εὐλάβειας
κι' ὑποταγῆς; Ἐμεῖς, ἄνθρωποι
τῆς παράφορης τούτης ἐποχῆς,
τί μποροῦμε, δικό μας, εὐτυχεῖς
νὰ Τοῦ δώσουμε; Εἶναι ἀνάγκη
νὰ βροῦμε τὴν προσφορά.
Τίποτα δὲν προσφέρει τῆς ψυχῆς μας
ὁ τόσος ἀγώνας.
Χρυσόν, λίβανον καὶ σμύρναν
ἄλλοτε, δῶρα ἁπλά.
Μᾶς παιδεύει ἡ ἀσυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα ποὺ πορεύομαι στὸ σκοτάδι,
χωρὶς τὴ χαρὰ τῶν δώρων, μονάχος,
δὲν ἔχω παρὰ τὸν ἑαυτό μου νὰ δώσω.
Ἐν συντριβῇ βαδίζοντα
Από το «Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα»της Ζωής Καρέλλη στις «εκδόσεις των Φίλων»
Ολόκληρη η ανάρτηση...