Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Ερήμην

Συναντήθηκαν μάλλον τυχαία έπειτα από πολλά χρόνια. Εκείνος μόλις έβγαινε από μια κινηματογραφική αίθουσα όπου παίζονταν τα «απομεινάρια μιας μέρας» κι εκείνη επέστρεφε σπίτι με γεμάταχέρια από τα εορταστικά ψώνια που έκρυβαν την μελαγχολία της.

- Δεν άλλαξες καθόλου… - Ούτε εσύ.

Μίλησαν για έξι λεπτά και είκοσι ένα δευτερόλεπτα ώσπου εκείνη, της άρεσαν πάντα οι πρωτοβουλίες, είπε πως έπρεπε να φύγει, την περίμεναν, είχε αργήσει κι άλλα σχετικά. Έσκυψε τον φίλησε στο μάγουλο κι ευχήθηκε να είναι πάντα καλά, ανακοινώνοντάς του πως το μόνο που θέλει από αυτόν είναι να είναι καλά και ευτυχισμένος, καθώς δεν έπαψε ποτέ να το αγαπά και να νοιάζεται γι’ αυτόν.

Εκείνος ανταπέδωσε το φίλημα, σαν ηχώ βγήκαν κι από τα δικά του χείλη πως κι εκείνος το μόνο που θέλει από αυτήν είναι να είναι καλά και ευτυχισμένη, καθώς δεν έπαψε ποτέ να την αγαπά και να νοιάζεται γι’ αυτήν.

Οι φιγούρες απομακρύνθηκαν, το πεζοδρόμιο γέμισε με τα βήματα περαστικών που κάπου πήγαιναν, από κάπου γύρναγαν, όλοι άγνωστοι ανάμεσα σε αγνώστους, όλοι ξένοι, όλοι πιο ξένοι, τρομαχτικά ξένοι. Η νύχτα ήρθε. Όλα πια σκοτείνιαζαν κάτω από τους δικούς της νόμους.

Τα σώματα έφυγαν, οι ψυχές αποχωρίστηκαν, το άυλο έγινε ανάμνηση και αύρα, μόνο τα λόγια, τα λόγια που χώρεσαν σε έξι λεπτά και είκοσι ένα δευτερόλεπτα για να περιγράψουν δυο ζωές ερήμην έμειναν εκεί, ακίνητα μέσα στον φθινοπωρινό Σεπτέμβρη μια πόλης που τους ξέχασε τόσο γρήγορα, τόσο σίγουρα και τόσο άδικα.

- Έχω ανοίξει τη δική μου επιχείρηση, μετακόμισα πλέον μόνιμα στους Παξούς, τώρα επέστρεψα στην Αθήνα για να δω λίγο τη μητέρα μου, τον πατέρα τον έχασα πριν από έντεκα χρόνια. Αντιμετώπισα μια σοβαρή ασθένεια πριν τρία χρόνια αλλά ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Στους Παξούς πήρα δάνειο κι έχτισα το δικό μου σπίτι, κάνω μια φορά το χρόνο κάποιο ταξίδια στην Ευρώπη που μου αρέσει, δοκιμάζω νέες συνταγές, διαβάζω πολλά βιβλία λογοτεχνίας, βλέπω θέατρο και ξεκίνησα πριν ένα χρόνο ξεκίνησα μαθήματα ισπανικών που ήθελα από παλιά.

- Εγώ μετατέθηκα στην Σκιάθο. Πριν επτά χρόνια έχασα και τους δυο μου γονείς. Πούλησα ό,τι είχα στην Αθήνα και αποφάσισα να αρχίσω μια νέα ζωή στο νησί. Εδώ έρχομαι για καμιά θεατρική παράσταση και να δω τον αδερφό μου με την οικογένειά του. Τον άλλο μήνα θα παντρέψουμε την Ζωή, την μεγαλύτερη ανηψούλα μου. Έμαθα κολύμβηση και κάνω καθημερινά μπάνιο στη θάλασσα του νησιού, όλο σχεδόν το χρόνο. Ξοδεύω όλα μου τα χρήματα σε βιβλία και ταινίες. Στην Αθήνα ήρθα για κάποιες ιατρικές εξετάσεις που μου συνέστησε ο γιατρός μου για κάποιο πρόβλημα υγείας που έχω.

Αφού αντάλλαξαν τα νέα τους σε έξι λεπτά και είκοσι ένα δευτερόλεπτα, συνέχισαν τα παλιά τους. Η αγάπη που θύμισε ο ένας στον άλλον πως νιώθει ξανάγινε το ξεδιάντροπα ιδανικό ψέμα για να κρύβουν από τους εαυτούς τους την ευθύνη της πιθανής ευτυχίας που δείλιασαν να διακινδυνεύσουν. Βάφτισαν με ενδιαφέρον την απουσία που τόσα χρόνια έθαβε όλο και πιο βαθειά αυτό που κάποτε ανάμεσά τους μύριζε ζωή. Ένιωσαν μια βαθειά συμπάθεια, ένα αόρατο μυστικό δέσιμο για μια κοινή ζωή που πρόδωσαν, που έχασαν, για μια κοινή ζωή που τους ζητούσε τα πάντα αλλά όταν τα πήρε μαζί της τους άφησε στο τίποτα.

Κι έτσι λοιπόν, κι οι δυο τους δειλοί, κι οι δυο τους ψεύτες, κι οι δυο αξιολύπητα ανίκανοι να χαρούν το δώρο της ζωής τράβηξαν το δρόμο τους, το δρόμο της ζωής ερήμην. Ανάμεσα στα εκατομμύρια των ελάχιστων λεπτομερειών που χώρεσε ο καθένας στη ζωή του υπήρχε χώρος για μεγάλες και πολύ μεγάλες συγκινήσεις, αλλά όχι χώρος για την μεγαλύτερη. Χώρος για την παρουσία του ανθρώπου που μόνο μαζί του δεν θα ήταν πια μόνος κανείς του ποτέ.

Καθώς η νύχτα του Σεπτέμβρη προχωρούσε, οι δυο φιγούρες απομακρύνονταν. Το κρύο γινόταν πιο δυνατό κι οι δυο κουλουριάζονταν στις χοντρές τους ζακέτες, πιο μόνοι, πιο ξένοι, πιο χαμένοι. Η ζωή ερήμην τους περίμενε, η τραγική ζωή ερήμην ήταν όλη δική τους, τραγικά δική τους. Κι ο θάνατος ήταν τόσο κοντά τους, τόσο δικός τους, τόσο παντού στο κάθε τι δικό τους. Κι η νύχτα προχωρούσε και το κρύο δυνάμωνε κι αυτοί τυλίγονταν στις ερήμην ζωές τους όλο και πιο σφιχτά, όλο και πιο σφιχτά…

Από τα χείλη και των δυο οι ψεύτικες ζωές τους άκουσαν ένα απαλό ψίθυρο που θύμιζε την αγνότητα που κάποτε είχαν βρει στο μαζί τους...

- «Μην ξαναπείς σ’ αγαπώ, είναι ψέμα…»

Κι η νύχτα προχωρούσε και το κρύο δυνάμωνε κι αυτοί τυλίγονταν στις ερήμην ζωές τους όλο και πιο σφιχτά, όλο και πιο σφιχτά…

Δεν υπάρχουν σχόλια: