Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Η κατά Ελύτη Μεγάλη ΕΒδομάδα

Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ
Κατάκοπος ἀπό τίς οὑράνιες περιπέτειες, ἔπεσα τίς πρωινές ὧρες νά κοιμηθῶ.
Στό τζάμι, μέ κοίταζε ἡ παλαιά Σελήνη, φορώντας τήν προσωπίδα τοῦ Ἥλιου.

Μ. ΤΡΙΤΗ
Μόλις σήμερα βρῆκα τό θάρρος καί ξεσκέπασα τό κηπάκι σάν φέρετρο.
Μέ πῆραν κατάμουτρα οἱ μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.
Ὕστερα παραμέρισα τά χρόνια, τά φρέσκα πέταλα καί νά:
ἡ μητέρα μου, μ’ ἕνα μεγάλο ἄσπρο καπέλο καί τό παλιό χρυσό ρολόι τῆς
κρεμασμένο στό στῆθος.
Θλιμμένη καί προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ἀκριβῶς πίσω ἀπό μένα.
Δέν πρόφτασα νά γυρίσω νά δῶ γιατί λιποθύμησα.

Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ
Ὁλοένα οἱ κάκτοι μεγαλώνουν κι ὁλοένα οἱ ἄνθρωποι ὀνειρεύονται σά νά ’ταν
αἰώνιοι. Ὅμως τό μέσα μέρος τοῦ Ὕπνου ἔχει ὅλο φαγωθεῖ καί μπορεῖς τώρα
νά ξεχωρίσεις καθαρά τί σημαίνει κεῖνος ὁ μαῦρος ὄγκος πού σαλεύει
Ὁ λίγες μέρες πρίν ἀκόμη μόλις ἀναστεναγμός
Καί τώρα μαῦρος αἰώνας.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ
Μέρα τρεμάμενη, ὄμορφη σάν νεκροταφεῖο
μέ κατεβασιές ψυχροῦ οὐρανοῦ
Γονατιστή Παναγία κι ἀραχνιασμένη
Τά χωμάτινα πόδια μου ἄλλοτε
(Πολύ νέος ἤ καί ἀνόητα ὄμορφος θά πρέπει
νά ἤμουν)
Οἱ καί δυό καί τρεῖς ψυχές πού δύανε
Γέμιζαν τά τζάμια ἡλιοβασίλεμα.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, β
Σωστός Θεός. Ὅμως κι αὐτός ἔπινε τό φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς τοῦ εἶχε ταχθεῖ
ἕως ὅτου ἀκούστηκε ἡ μεγάλη ἔκρηξη.
Χάθηκαν τά βουνά. Καί τότε ἀλήθεια φάνηκε
πίσω ἀπό τό πελώριο πηγούνι ὁ κύλικας
Κι ἀργότερα οἱ νεκροί μές στούς ἀτμούς, ἐκτάδην.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Σάν νά μονολογῶ, σωπαίνω.
Ἴσως καί νά ’μαι σέ κατάσταση βοτάνου ἀκόμη
φαρμακευτικοῦ ἤ φιδιοῦ μίας κρύας Παρασκευῆς
Ἤ μπορεῖ καί ζώου ἀπό κεῖνα τά ἱερά
μέ τ’ αὐτί τό μεγάλο γεμάτο ἤχους βαρεῖς
καί θόρυβο μεταλλικό ἀπό θυμιατήρια.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, β
Ἀντίς γιά Ὄνειρο
Πένθιμος πράος οὐρανός μές στό λιβάνι
ἀναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ὀρθές σάν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σέ ἀνάπαυση
μικρά σκάμματα ὀρθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.
Σάν νά ’μαι, λέει, ὁ θάνατος ὁ ἴδιος ἀλλ’
ἀκόμη νέος ἀγένειος πού μόλις ξεκινᾶ
κι ἀκούει πρώτη φορᾶ μέσα στό θάμβος τῶν κεριῶν
τό «δεῦτε λάβετε τελευταῖον ἀσπασμόν».

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ
Περαστική ἀπό τή χθεσινή ἀϋπνία μου
λίγο, γιά μία στιγμή, μοῦ χαμογέλασε
ἡ θεούλα μέ τή μώβ κορδέλα
ποῦ ἀπό παιδάκι μου κυκλοφοράει τά μυστικά
Ὕστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά
νά πάει ν’ ἀδειάσει τόν κουβά μέ τ’ ἀπορρίματά μου
- τῆς ψυχῆς ἀποτσίγαρα κι ἀποποιηματάκια -
ἐκεῖ πού βράζει ἀκόμη ὅλο παλιά νεότητα
καί ἀγέρωχο τό πέλαγος.

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, β
Πάλι μές στήν κοιλιά τῆς θάλασσας τό μαῦρο
ἐκεῖνο σύννεφο πού ἀνεβάζει κάπνες
ὅπως φωνές ἐπάνω ἀπό ναυάγιο
Χαμένοι αὐτοί πού πιάνονται ἀπό τ’ Ἄπιαστα
Ὅπως ἐγώ προχθές τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἀνήμερα
ποῦ πήα νά παραβγῶ μ’ ἀλόγατα ὄρθια
καί θωρακοφόρους
καί μοῦ χύθηκε ὅλη, ὄξω ἀπ’ τή γῆς, ἡ ἐρωτοπαθῆς
ψυχή μου.

Από το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» του Οδυσσέα Ελύτη, εκδόσεις Ίκαρος

Δεν υπάρχουν σχόλια: