
του Δημήτρη Αρκάδα
Γύρω στα 1110, όταν αυτοκράτορας του Βυζαντινού κράτους ήταν ο Αλέξιος Κομνηνός, ένας σοφός λόγιος ονόματι Ιωάννης Μαυρόπους, εισηγήθηκε και κατάφερε να καθιερωθεί ο κοινός εορτασμός, στις 30 Ιανουαρίου, τριών σημαντικών αγίων ιεραρχών: του Μεγάλου Βασιλείου, του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Γρηγορίου του Θεολόγου. Με τούτη τη γιορτή, η βυζαντινή εκκλησία αναγνώριζε επίσημα την προσφορά των τριών αυτών ανδρών στην εδραίωση της χριστιανικής πίστης. Αργότερα, κατά την εποχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η συγκεκριμένη γιορτή απέκτησε καθαρά εκπαιδευτικό χαρακτήρα για τα σχολεία των ελληνικών κοινοτήτων, καθώς τόνιζε την συναρμογή της ελληνικής κληρονομιάς με τον χριστιανισμό. Η εν λόγω παράδοση συνεχίστηκε στον καιρό του ελεύθερου ελληνικού κράτους, όταν το 1842 καθιερώνεται η 30ή Ιανουαρίου ως επίσημη σχολική εορτή. Έκτοτε, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, η κυρίαρχη εκκλησιαστική ρητορική φροντίζει πάντοτε να υπενθυμίζει πώς οι τρείς Ιεράρχες συνένωσαν τα δύο βασικά πολιτισμικά ρεύματα της εποχής τους, τον ελληνισμό και τον χριστιανισμό, δημιουργώντας το “ελληνοχριστιανικό πνεύμα”. Θεωρούνται ως οι ιδανικοί εκφραστές της αντίληψης, η οποία συμφιλιώνει την παγανιστική κουλτούρα με την χριστιανική αποκάλυψη. Γι' αυτό και η γιορτή τους εστιάζει περισσότερο στο γεγονός της ταυτότητάς τους: είναι ταυτόχρονα έλληνες και ορθόδοξοι χριστιανοί, εξιδανικεύονται ως το πρότυπο του “ρωμιού”.
Όλα τα παραπάνω, βέβαια, θα μπορούσε κανείς να τα δει με κατανόηση, ίσως και με συμπάθεια. Ωστόσο, η ιδεολογική χρήση και κατάχρησή τους, δηλαδή το γεγονός ότι μας αποκρύπτουν το κυρίαρχο γνώρισμα αυτών των τριών ανδρών, τα καθιστά μάλλον ύποπτα. Παραγνωρίζουν και υποβαθμίζουν ότι οι τρείς Ιεράρχες ήταν πριν και πάνω από όλα άγιοι.
Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι αν επιθυμούμε να προτάσσουμε τα τρία αυτά πρόσωπα ως σύμβολα και ορόσημα της παιδείας στον τόπο μας, θα ήταν καλό να διδαχθούμε όλοι οι συντελεστές της (μαθητές και δάσκαλοι πρωτίστως, αλλά κι οι γονείς ακόμα) από τον δρόμο της αγιότητας. Φυσικά, κάποιος θα υποθέσει ότι η αγιότητα, έτσι όπως την γνωρίζουμε, αφορά μόνον κάποιους ασκητές, κάποιους μοναχούς που ηθελημένα επέλεξαν αυτόν τον δρόμο και όχι την καθημερινότητά μας, και δη την εκπαιδευτική. Και επιπλέον, θα αναρωτηθεί, πώς μπορεί να “διδαχθεί” η αγιότητα; Αυτό δεν είναι δουλειά των ίδιων των αγίων; Ας είμαστε πιο ταπεινοί και προσγειωμένοι. Ας γίνουμε, όμως, ταυτόχρονα και πιο πρακτικοί.
Ο Μέγας Βασίλειος ονομάστηκε Μέγας, λόγω της μεγαλειώδους θυσίας του για τους φτωχούς και πονεμένους αδελφούς του. Προτίμησε να γίνει ολοκαύτωμα, ξοδεύοντας όλη την περιουσία του για να ελαφρύνει τους οικονομικά καταπιεσμένους, να βοηθήσει τους πολιτικά φοβισμένους, να στηρίξει τους κοινωνικά αναγκεμένους. Ποιά σχέση, εντούτοις, έχει η παιδεία μας, που ισχυρίζεται επίσημα ότι εμπνέεται από το μεγαλείο του Βασιλείου, όταν μεθοδεύει τον ολοένα και σκληρότερο σχολικό ανταγωνισμό των βαθμών ή προτάσσει πρακτικά έναν ατομικισμό ακραίων επιδόσεων, της μέγιστης επιτυχίας και της απόδοσης; Μαθαίνει το σχολείο στους μαθητές το σεβασμό προς τους άλλους; Διδάσκει την συνεργασία και με ποιόν τρόπο; Πώς δείχνει στα παιδιά την αξία της κοινότητας; Γνωρίζουν οι μαθητές, αλλά και οι καθηγητές τους, τί σημαίνει ζώ, τρώω, χαίρομαι, κλαίω μαζί με άλλους ανθρώπους; Η διανοητική και σωματική εξουθένωση του επτάωρου, η συσσώρευση βαρεμάρας και πλήξης από τους μαθητές, η τυποποίηση της διδακτικής πράξης, πού παραπέμπουν; Σίγουρα, το μεγαλείο ενός Βασιλείου δεν κατοικεί εδώ.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος δεν χαρακτηρίστηκε έτσι μόνο εξ αιτίας των όμορφων λεκτικών συλλήψεών του, αλλά επιπλέον διότι τα λόγια του που έκαιγαν τα έκανε πράξη, πολεμώντας ενάντια στις εξουσίες που χειραγωγούν και δυναστεύουν τον άνθρωπο. Ως αδέσμευτη ύπαρξη, δεν ήθελε δίπλα του πιστούς-χειροκροτητές, άβουλα όντα, αλλά ανθρώπους με κοινωνικό προβληματισμό, έτοιμους να πληρώσουν το κόστος της αλήθειας, δηλαδή της σχέσης τους με τον Χριστό. Αυτό εξ άλλου έκανε και ο ίδιος έμπρακτα, με τους διωγμούς και τις εξορίες που υπέστη. Η παιδεία μας, που υπερηφανεύεται ότι ακολουθεί την χρυσοστόμεια κληρονομιά, γιατί στερεί από όλους μας την κριτική σκέψη; Μπορούμε να διδάξουμε εφήβους και να διδαχθούμε κι εμείς μαζί τους, πώς να χτίζουμε καθημερινά την ψυχή και το σώμα μας; Είμαστε ικανοί να τους μάθουμε και να μάθουμε κι εμείς από κοντά τι είναι γνώση, συναίσθημα, λογική, βούληση; Την διαλεκτική, την οποία επαναλαμβάνουμε εκνευριστικά ως την πεμπτουσία του σχολικού τρόπου, πού και πώς έχουμε τη δυνατότητα να την εφαρμόσουμε; Γνωρίζουμε με ποιά απελευθερωτική δύναμη εξοπλίζουν όλα αυτά την ανθρώπινη προσωπικότητα, αλλά και με τί εργασία και κούραση αποκτούνται; Ποιός αγώνας χρειάζεται για να τα διατηρήσεις; Ποιοί μας τα δίδαξαν για να τα μεταβιβάσουμε με τη σειρά μας στην επόμενη γενιά; Όταν στην κοινωνική εμπειρία μας είμαστε τόσο φτωχοί από τούτα τα πρωταρχικά και τα μέγιστα, τότε διακηρύξεις του ύφους “το σχολείο θα σε μάθει πώς να μαθαίνεις”, δεν καταντούν κενολογία για τους μαθητές και θριαμβολογία για τους δασκάλους; Σίγουρα, η παρρησία ενός Χρυσοστόμου δεν κατοικεί εδώ.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος αποκλήθηκε έτσι, διότι αντιμετώπισε τη θεολογία ως ένα έργο ποιητικό. Μέσα από τον λόγο και την πράξη του έγινε ποιητής, δηλαδή δημιουργός, “εποίησε” ένα ρήγμα στα στεγανά του κόσμου, απ' όπου οι άνθρωποι μπορούν να γεύονται την Βασιλεία του Θεού. Τούτη η αγάπη του για το κάλλος και την ομορφιά του κόσμου του Θεού, την οποία μπόρεσε να υπαινιχθεί με ανθρώπινα λόγια, τον έκανε θεολόγο, ικανό να μιλήσει για την άρρητη ωραιότητα της Αγίας Τριάδας. Η σημερινή παιδεία μας, που καυχιέται ως θεματοφύλακας του Θεολόγου, πώς καλλιεργεί την έμπνευση; Με ποιόν τρόπο ενθαρρύνει τη δημιουργία; Υποψιάζεται καθόλου την ομορφιά των ανθρώπων; Ανακαλύπτει ποτέ η σχολική κοινότητα την κλίση των μαθητών της; Πώς αναδεικνύει τα ταλέντα του κάθε ενός; Με τί εργαλεία τα καλλιεργεί; Μπορούμε να διδάξουμε τους μαθητές μας να ακούνε μουσική πέρα από ήχους, να αντιλαμβάνονται ανθρώπινο λόγο πέρα από φωνές, να βλέπουν χρώματα πέρα από το άσπρο και το μαύρο; Η παραπεμπτικότητα της παιδείας μας εξαντλείται μάλλον στον εγκόσμιο χιλιασμό της επαγγελματικής αποκατάστασης, ο οποίος εξασφαλίζει δυνατό μελλοντικό εισόδημα, άρα επιτυχία. Και σε αυτό το έργο ίσως αρκείται η εκπαιδευτική μας διαδικασία. Σίγουρα, όμως, η ομορφιά ενός Γρηγορίου δεν κατοικεί εδώ.
Πέρα από αυτές τις μάλλον κοινότοπες διαπιστώσεις, τί νόημα έχει να αναπαράγουμε για άλλη μια φορά πράγματα που όλοι γνωρίζουμε ή υποψιαζόμαστε; Και μήπως τελικά όλη αυτή η γκρίνια δεν είναι παρά ένα βερμπαλιστικό και μηδενιστικό παραλήρημα ενός απογοητευμένου (μάλλον εκπαιδευτικού...), ο οποίος μέσα από την πικρόχολη κριτική του αποπειράται να κρύψει το μέγεθος της δικής του, προσωπικής και επαγγελματικής, ανεπάρκειας; Σε τελική ανάλυση, όσοι δάσκαλοι θέλουν, μπορούν να εργαστούν με ευσυνειδησία για να προσφέρουν το καλύτερο στους μαθητές τους κι αυτοί από την άλλη, όποιοι το επιθυμούν, μπορούν να αξιοποιήσουν τις λίγες ή πολλές ευκαιρίες για να προχωρήσουν.
Πιθανόν να είναι έτσι. Επειδή, όμως, τα καλά παραδείγματα γίνονται σχεδόν πάντα το βολικό άλλοθι για να μην αλλάζει τίποτα στην κοινωνία μας, και ιδίως στα πράγματα της παιδείας, ίσως, οι παραπάνω σκέψεις, να δείχνουν κι έναν άλλο τρόπο δράσης: να εργαστούμε ως υπάρξεις εν αποτυχία, δηλαδή άνθρωποι εν μετανοία. Οι τρείς Ιεράρχες, με την τρέχουσα αξιολογία του κόσμου δεν ήταν παρά μια παρέα αποτυχημένων. Ενώ ξεκίνησαν ως γόνοι εύπορων και πλούσιων οικογενειών, πανεπιστήμονες σπουδασμένοι στις καλύτερες σχολές του καιρού τους και με καταξιωμένο το μέλλον τους, αυτοί γκρεμίζουν τα είδωλα που κατασκεύασε γι' αυτούς ο κόσμος: τα είδωλα της εξουσίας, του πλούτου και της καλής φήμης, τουτέστιν της “επιτυχίας”. Προσηλώθηκαν στην “άνευ ορίων και άνευ όρων” ελευθερία του Χριστού. Και δεν δίστασαν να μεταβληθούν από δεσπότες σε διάκονοι, από ισχυροί σε ανίσχυροι, από αφεντικά σε εργάτες. Οι τρείς Ιεράρχες, με το μεγαλείο, την παρρησία και την ομορφιά τους, μας δείχνουν την καρδιά της αγιότητας, τον κρισιμότερο, ενδεχομένως, δρόμο για την παιδεία μας. Είναι σαν να μας λένε: “Μην περιμένετε προκοπή από άλλο ένα πρόγραμμα εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, καταδικασμένο κι αυτό σε μια αυτιστική ανακύκλωση. Μην μένετε στις καλές προθέσεις, αλλά στην πράξη. Γι' αυτό ας ξεκινήσουμε διαφορετικά. Ας καταθέσουμε στον Χριστό ό,τι έχουμε κατορθώσει πραγματικά να δημιουργήσουμε, έστω κι αν αυτό δεν είναι παρά η αληθινή ανημπόρια και η ιστορική αποτυχία μας”. Τότε, οι τρείς Ιεράρχες, ίσως αρχίσουν να κατοικούν εδώ. Ολόκληρη η ανάρτηση...