Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2015

Αυτός που με δυσκολεύει

Συντροφικότητα. Η αίσθηση ότι είναι ο δικός μου άνθρωπος. Ο αγαπημένος. Ο σημαντικός. Αυτός που με δυσκολεύει με το να είναι διαφορετικός, ακόμη κι όταν συμφωνούμε. Αυτός που με δυσκολεύει με το να είναι παρών, ακόμη και στη μοναξιά μου. Αυτός που με δυσκολεύει με το να μη δέχεται τους συμβιβασμούς μου. Αυτός που με δυσκολεύει με την ομορφιά της αγάπης του. Αυτός που με δυσκολεύει με το να μην του φτάνει ποτέ ο κοινός μας χρόνος. Αυτός που με δυσκολεύει με το να με εμπιστεύεται απροϋπόθετα. Αυτός που με δυσκολεύει με το να μη μου επιτρέπει να εγκλωβίζομαι στα άσχημα. Αυτός που με δυσκολεύει με το να μη μου επιτρέπει να παραιτούμαι. Αυτός που με δυσκολεύει με το να με βλέπει ερωτικά, ακόμη κι όταν εγώ δεν αντέχω τον εαυτό μου. Αυτός που με δυσκολεύει με το να μου ζητά να είμαι ο εαυτός μου και μόνο αυτό.

Από το «Έρωτας ή τίποτα» του Δημήτρη Καραγιάννη, εκδόσεις Αρμός
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

«Δεν είναι αριθμολογικό το πρόβλημα της Ελλάδας, είναι αξιακό»

Προέλευση:sciencearchives.wordpress.com

Σε συζητήσεις και συνεντεύξεις με ουσία και βάθος, ο Έλληνας φιλόσοφος, διανοητής και συγγραφέας δεκάδων βιβλίων εκφράζει, χωρίς φόβο, με πάθος, απόψεις που έχουν ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα, ειδικά στις ημέρες που διανύουμε.

O Στέλιος Ράμφος αποτελεί παράδειγμα διανοουμένου, ο οποίος εδώ και χρόνια ευρίσκεται επί των επάλξεων και μετά παρρησίας παίρνει θέση, διαφωτίζοντας όλους όσους αναζητούν να κατανοήσουν καινά ερμηνεύσουν τη συλλογική πολιτισμική συμπεριφορά αυτού του έθνους. Ο Ράμφος είναι φανερό ότι άκουγε πάντα «τη βουή των πλησιαζόντων γεγονότων», κατά τον μεγάλο Αλεξανδρινό… »

«Ζούμε σήμερα και στην Ελλάδα την κρίση της μετανεωτερικότητας. Πρόκειται για ιστορικο-πολιτικό προϊόν του ‘89. Τότε έπεσαν τα σύνορα, διπλασιάστηκαν οι διαστάσεις του κόσμου, οι ταχύτητες αυξήθηκαν και η κίνηση του χρήματος έγινε ιλιγγιώδης, χάθηκε η πραγματική αντιστοιχία μεταξύ πραγματικότητας και δυνατοτήτων αφηρημένων, γεννήθηκαν οι «φούσκες» και φτάσαμε στη χώρα μας –εκτός από την οικονομική κρίση – να συνειδητοποιήσουμε επιτέλους αυτή την κρίση ταυτότητος που ταλανίζει χρόνια τον Ελληνισμό: τη σφοδρή σύγκρουση δύο βουλημάτων – της αξιολογικής αναγνώρισης στους κόλπους της ομάδας και της εσωτερικής βεβαιώσεως.

Αυτή η ακατάσχετη σύγκρουση ενεργεί στη ζωή μας αποσυνθετικά, φτάνοντας στο σημείο να προκαλεί την άγνωστη μέχρι πρότινος ανελέητη αδιαφορία για τους τρίτους (όλο και πιο πολύ αυτή μας κυριεύει!), ενώ ταυτόχρονα μας έχει καταλάβει μία ψυχωτική θέρμη για ό,τι αφορά εμάς και τους όποιους δικούς μας.

Κατέκλυσε τον τόπο μας η ασυνειδησία, επειδή ούτε στην ομάδα ανήκουμε εντελώς ούτε στον εαυτό μας. H κουλτούρα μας, όπως λένε οι ανθρωπολόγοι και οι ιστορικοί είναι μια κουλτούρα κατακερματισμού, δηλαδή μικρών ενοτήτων – οικογένεια, χωριό, μικρή πόλη κ.λπ.-, η οποία δεν διευκολύνει την ατομική ωρίμανση και η οποία, ταυτοχρόνως, είναι συνδεδεμένη και κρατάει τη συνοχή της πάντοτε με όρους συναισθήματος, πράγμα που εμποδίζει τους όρους καθολικότητας.

Οι μοναδικοί δεσμοί που έχουμε στην ελληνική κοινωνία είναι οι οικογένειες και οι παρέες. Δεν έχουμε κοινωνία πολιτών, ώστε να μας ενδιαφέρει ο τρίτος ή ο άγνωστος. Γι’ αυτό έχουμε και ιδιοτελές κράτος. Δεν έχουμε εμπιστοσύνη στο πολιτικό μας σύστημα και αυτό είναι χειρότερο από την κρίση. Ένα πολιτικό σύστημα χωρίς την εμπιστοσύνη των πολιτών είναι μετέωρο. Και δεν βλέπω να κάνει κάτι για να διεκδικήσει την εμπιστοσύνη μας, δυστυχώς».

Αναδιφώντας στα κεφάλαια της ψυχικής ιστορίας των Ελλήνων, ο Ράμφος τονίζει με έμφαση τη μακραίωνη αγωνία να βγει ο Ελληνισμός από τον ομαδικό στον αυτεξούσιο, τον ανοιχτό, ώστε να κατορθώσου με τη δική μας εξατομίκευση, άρα να αποκτήσουμε και βαθύ αίσθημα προσωπικής ευθύνης.

«Κι όμως» λέει χαμογελώντας χαρακτηριστικά με χαρμολύπη «το πρόβλημα μας το αντιλαμβανόμαστε αριθμολογικά, ενώ είναι αξιακό. Ζούσαμε, καταναλώνοντας ξένα προϊόντα. Μόνο ένας ανατολίτης – γιατί είμαστε λαός της βαθιάς θρησκευτικής παράδοσης – όταν του δίνουν λεφτά ξέρει απλώς να τα τρώει, χωρίς να τα αξιοποιεί παραγωγικά!».

Σκιαγραφώντας την ψυχική ιδιοσυστασία του ατόμου της ανατολίτικης νοοτροπίας – σε αντίθεση με τον άνθρωπο της Δύσης, ο οποίος εμφορείται από τα ιδανικά του Διαφωτισμού και εξακολουθεί να είναι επηρεασμένος -, «ο ανατολισμός» εξηγεί ο Έλληνας φιλόσοφος «έγκειται στις μεγάλες ιδέες, τις γενικές σκέψεις και την άρνηση της εργασίας. Δεν μας αρέσει να δουλεύουμε, μας αρέσει να απολαμβάνουμε τα έτοιμα. O τρόπος που αντισταθμίζουμε την τεμπελιά είναι ένα κράτος το οποίο αρμέγουμε. Δημιουργούμε πελατειακές σχέσεις μαζί του και περιμένουμε να μας συντηρεί. Όμως, οι σύγχρονες κοινωνίες, που παράγουν πλούτο, απαιτούν εργασία. O ανατολίτης έχει ένα αίσθημα πλούσιο. Οφείλουμε να διατηρήσουμε το αίσθημα μας, αλλά να του δώσουμε μορφή, ώστε να μας κάνει κοινωνικούς και όχι άγρια θηρία. Και αν θέλουμε πλούτο, πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν μπορούμε να τρώμε από τα έτοιμα!».

Σχολιάζοντας την περιβόητη ρήση “Όλοι μαζί τα φάγαμε” αναφορικά με την ευθύνη των πολιτών, ο Ράμφος επισημαίνει με εμφατικότητα:

«Δεν τα φάγαμε μαζί, γιατί δεν τα παίρναμε όλοι. Τα έπαιρνε το κράτος και μετά γινόταν η μοιρασιά σύμφωνα με τις προτιμήσεις του. Ακόμα και στο σχολείο δεν μαθαίνουμε να εργαζόμαστε, αλλά να αποστηθίζουμε. Αν είσαι εκεί παθητικός, πώς θα είσαι στη δουλειά σου παραγωγικός;» απευθύνει το εύλογο ρητορικό ερώτημα.

Επανέρχεται και επιμένει στην ψυχική σκιαγράφηση του Ελληνισμού, διότι κατά τη γνώμη του εκεί είναι κρυμμένο το κλειδί της κατανόησης, άρα και της λύσης:

«Είμαστε λαός έντονα θρησκευτικός και γι’ αυτό δεν μας αρέσει το καινούργιο. Είμαστε πολύ συντηρητικοί, με την κακή έννοια του όρου. Επιστημονική έρευνα στην Ελλάδα δεν (εν)νοείται, επειδή είμαστε ένας λαός πίστεως. H έρευνα δεν μας ενδιαφέρει. Μας νοιάζει να επιβεβαιώνουμε αυτό που πιστεύουμε. Διψάμε για επαλήθευση, μισούμε τη διάψευση. Εχουμε συνεχώς έναν μπαμπά από πάνω μας ή και μέσα μας που μας υπαγορεύει τι να κάνουμε.

H άρνηση της αναλήψεως ευθυνών είναι παιδική συμπεριφορά. H εμμονή στην παιδικότητα είναι η επιμονή του παιδιού, που έχει υποστεί τέτοια πίεση από τους γονείς του ώστε δεν θέλει να μεγαλώσει ποτέ.Έχει εθιστεί και συμβιβαστεί με την παιδικότητα του. Γι’ αυτό και έχουν παρασυρθεί και οι Ευρωπαίοι και μας αντιμετωπίζουν σαν τα άτακτα παιδιά, που πρέπει να πάνε στο αναμορφωτήριο!

Ένα φαγοπότι 35 ετών είναι φαγοπότι ψευδαισθήσεων και ο πραγματικός λογαριασμός έρχεται τώρα. Το γλέντι στήθηκε πάνω στη βάση του ότι η βασιλεία των ουρανών είναι εντός ημών. Δηλαδή στο τραπέζι επάνω, στις ψησταριές. Στο τραγούδι και στις διαδηλώσεις. Γιατί το μεγάλο τρίγωνο των τελευταίων 35 ετών ήτανε διαδηλώσεις, απεργίες, πορείες, τραγούδι πολύ και καγιέν. Αυτό το μεγάλο τρίπτυχο ήτανε εκείνο που καλούμαστε τώρα και είναι λογικό ένας λογαριασμός να πρέπει να πληρωθεί.

Αυτά τα τρία είναι σύμβολα απολυτότητας συναισθήματος. Με το καγιέν είσαι μοναδικός, με το τραγούδι εκφράζεσαι. Και με τη διαδήλωση πολιτικοποιείσαι και εκφράζεις την ευθύνη σου απέναντι στα τεκταινόμενα παγκοσμίως και εν Ελλάδι. Οπότε ολοκληρώνεται η εικόνα σου. Ό,τι κάνουμε στην Ελλάδα επειδή γίνεται για λόγους συναισθηματικούς έχει μιαν απόληξη. Ποια είναι η απόληξη; Η ανάγκη συμπτώσεως φαντασιώσεως με εικόνα. Η εικόνα μας φτιάχνεται έτσι όπως τη θέλουμε και φτιάχνοντας την εικόνα έτσι όπως τη θέλουμε φτιάχνουμε και μια πραγματικότητα την οποία παρακολουθούμε μέχρι να έρθει η ώρα του λογαριασμού.

Ο Βορράς, αλλά όχι η Πορτογαλία, η Ισπανία, η νότια Ιταλία, η Ελλάδα κ.τ.λ., έχει αντίθετη συμπεριφορά, γιατί κατάφερε στην ιστορία του ένα πράγμα: να ταιριάξει το αίσθημα με τη λογική. Κάνοντας λογική το αίσθημα μόνο σε φαγοπότι αντέχεις ή σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ή κάνεις πολέμους και κινείσαι με τρόπο τέτοιο ώστε την επομένη να μπορείς να αλληλοσφάζεσαι με τη μεγαλύτερη ευκολία. Και ακριβώς επειδή το συναίσθημα είναι το κυρίαρχο, έχεις χάσει το πρίσμα με το οποίο αρχίσαμε και το οποίο είναι στο ενδιάμεσο. Το ενδιάμεσο είναι η ζωή. Το συναίσθημα είναι τα άκρα. Έχοντας φτάσει λοιπόν στα άκρα το μόνο που σου μένει είναι ή να αυτοκτονήσεις ή να πέσεις στο κενό. Εμείς προτιμήσαμε το φαγητό. Έτσι έγινε η ιστορία.

Τι είναι όμως αυτό που μας κάνει να είμαστε διαφορετικοί από τους Γερμανούς;

Η πρώτη εντύπωση που έχει κανείς είναι ότι οι βόρειοι λαοί είναι ψυχροί. Και είναι ψυχροί γιατί έχουν και σκέψη. Και όταν περνάει κάτι από τη σκέψη παγώνει. Αλλά αυτό δεν απηχεί στην πραγματικότητα. Γιατί εκεί γεννώνται τα μεγάλα έργα τέχνης. Εκεί έχουμε τον Beethoven, τον Bach, τους μεγάλους ποιητές. Άρα δεν είναι η ψυχρότης του τύπου που εισπράττουμε στον δρόμο. Στον δρόμο μπορεί να εισπράξουμε είτε μια επιφύλαξη είτε μια ανάγκη περισκέψεως. Σε αυτό τους βοηθάει η ίδια τους η θρησκευτικότητα, η ίδια τους η κουλτούρα, όπως είπατε, η ίδια τους η νοοτροπία.

Τι είναι η νοοτροπία τώρα. Η νοοτροπία είναι μια ζωή που έχει γίνει συνήθεια. Γι’ αυτό αλλάζει. Άρα μπορούμε να ελπίζουμε, αρκεί να καταλάβουμε τους μηχανισμούς πλέον του τι μεταβάλλουμε σε συνήθεια εμείς. Και αυτό θα το καταλάβουμε αν βγούμε από τη σφαίρα της φύσεως και πάμε στη σφαίρα των σκοπών.

Οι Γερμανοί λοιπόν και οι βόρειοι έκαναν και θρησκευτικές επιλογές αντίστοιχες. Ο προτεσταντισμός τους παίζει μεγάλο ρόλο στην ψυχραιμία με την οποία αντιμετωπίζουν τον κόσμο. Ενώ οι ορθόδοξοι είναι κάτι διαφορετικό. Ο προτεσταντισμός τους λαμβάνει υπόψη την ανάγκη ενός διαμορφωμένου εγώ, όχι με την έννοια του εγωισμού, με την έννοια της οντότητας.

Πράγμα το οποίο για εμάς ήταν μονίμως καταστροφικό. Εμείς έπρεπε να είμαστε μονίμως ταπεινοί και σεμνοί. Ταπεινοί βαθύτερα με την έννοια του να έχουμε μια απώλεια εαυτού για να πλησιάσουμε τον Θεό. Τότε μοιραία το μόνο που σου μένει είναι να αγαπάς όπως μισείς, δηλαδή αδιακρίτως. Το πρόβλημά μας είναι ότι αγαπάμε όπως μισούμε.

Είμαστε αδιάκριτοι στο συναίσθημα επειδή είναι μόνο του. Η διάκριση του βορείου επειδή είναι προτεστάντης ή επειδή είναι πιο σύγχρονος καθολικός, όπως οι Γάλλοι, του δίνει τη δυνατότητα διαφορετικής στάσεως απέναντι στα πράγματα. Ενώ ο νότιος, ο παλαιο-καθολικός ή ο ορθόδοξος, έχει μια συναισθηματική αδιακρισία η οποία μετράει σε αυθεντικότητα σε μέτρο εκρηκτικό. Ένα θέμα που πρέπει να προσέξουμε πάρα πολύ είναι η έπαρσή μας στο συναίσθημα. Μέχρι τώρα το είχαμε κάνει άλλοθι.

Και τι κερδίσαμε; Κερδίζουμε μια ψευδαίσθηση του παρόντος. Γιατί το φαγοπότι είναι στο παρόν. Ούτε στην πείνα της προηγουμένης ούτε στον λογαριασμό της επομένης. Και θέλω να πω ότι ένα μεγάλο φαγοπότι και μια έμφαση στο παρόν είναι εκείνα που αποτελούν πρόβλημα για τους λαούς που είπαμε πριν, για λαούς χωρίς διάρκεια και χωρίς προοπτική. Οπότε το μόνο που τους μένει ως διάρκεια είναι θλιβερές διαδικασίες, οι οποίες πληρώνονται πολλαπλά αφού δεν υπάρχουν προοπτικές. Και αυτό το πράγμα κοστίζει. Όταν το παρόν αρχίζει να μεταβάλλεται σε αιωνιότητα, τότε πρέπει να αρχίσουμε να κοιτάμε πού είναι ο πιο κοντινός ψυχίατρος».

Ο Έλληνας φιλόσοφος πλειστάκις έχει αναφερθεί στη λογική της ήσσονος προσπάθειας, που έχει κατακυριεύσει τα τελευταία 30 χρόνια τη χώρα μας. Και την εξηγεί ιστορικά:

«Η Μεταπολίτευση ανέβασε στο προσκήνιο όσους ήταν μόλις πριν θύματα των πολιτικών διακρίσεων και διώξεων. Επίσης, μετά το ‘8ι στηρίχτηκαν οικονομικά και πολιτικά τα λαϊκότερα στρώματα. H εποχή διψούσε για ισότητα, όμως – και εδώ συνετελέσθη το μέγα ιστορικό σφάλμα! μπροστά σε αυτή τη δίψα της παρέβλεψε τον σεβασμό της αξίας. Και βεβαίως, όταν σου ζητάει κάποιος τη μικρότερη δυνατή προσπάθεια, είναι σαν να σου λέει ότι αξίζεις ανεξαρτήτως αυτού που κάνεις. Όμως, σε μια κοινωνία ίσων πολιτών υπάρχουν φυσικές ανισότητες. Δεν μπορώ εγώ να μπω στην Εθνική Μπάσκετ!

Το σύστημα των πελατειακών σχέσεων εξυπηρέτησε έτσι την παράλογη αντίληψη ότι στη δημοκρατία δεν είμαστε μόνο πολιτικά ίσοι, αλλά και φυσικά ίσοι. Αυτή η εξίσωση δημιούργησε τερατογονία και οδήγησε λαϊκιστικά σε μοιραία εξίσωση των πάντων προς τα κάτω. H αντικατάσταση της φυσικής ανισότητας έγινε με τον παράνομο ή το διεφθαρμένο χρηματισμό. Αν δεν ανατραπεί αυτό, δεν μπορούμε να βγούμε από την κρίση ακόμα κι αν ξεπληρώσου με το χρέος μας.

Ο μέσος λαϊκός φοροφυγάς είναι αυτός που δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με τους παραλογισμούς του κράτους. Το ελληνικό κράτος σχεδόν σε υποχρεώνει να παραβιάσεις και το ίδιο σου το αίσθημα περί δικαιοσύνης. Διότι, από τη μία, για να εξυπηρετήσει ημετέρους χαρίζεται και, από την άλλη, για να εισπράξει γίνεται αγιογδύτης.

Ο Έλληνας δεν αγαπάει το κράτος, αλλά και το κράτος δεν αγαπάει τον Ελληνα. O δημόσιος υπάλληλος μπορεί να φέρεται τυραννικά, γιατί επιτέλους αποκτάει κοινωνικό ρόλο. Και δυστυχώς, δεν είμαστε ακόμη οι Έλληνες άνθρωποι με ολοκληρωμένο εσωτερικό κόσμο, ώστε να παίρνουμε την εικόνα του εαυτού μας από μέσα μας.

Και φυσικά, το μέγα ερώτημα που προκύπτει εν προκειμένω είναι: Πώς αλλάζει αυτή η κατάσταση; Σε αυτό ο Ράμφος είναι κατηγορηματικός:

«Είναι ευνόητο ότι μια κοινωνία δεν μπορεί να προχωρήσει μόνο με την αγορά. Χρειάζεται και εμπιστοσύνη σε αξίες, λόγους υπάρξεως. H αυτοματοποίηση θα φέρει μεγάλες αλλαγές στην εργασία και οι άνθρωποι στο εγγύς μέλλον δεν θα έχουν απολύτως σταθερά επαγγέλματα. Για να προσαρμοστείς θα χρειάζεται να έχεις ελαστικότητα και ευρύτητα αντιλήψεως.

Αυτά δεν είναι αποτελέσματα στενού επαγγελματικού προσανατολισμού, αλλά εσωτερικής κουλτούρας. Ο άνθρωπος των ανθρωπιστικών γραμμάτων έχει το ένστικτο, που του επιτρέπει να διαισθάνεται τις τάσεις, τις ροπές και τις εξελίξεις. Μη σπεύδουμε να απαξιώσουμε την κλασική παιδεία. Οι κοινωνίες κατευθύνονται από ελίτ, οι οποίες, όμως, λειτουργούν αρνητικά όταν συνδέονται με πολύ χαμηλούς μέσους όρους καλλιέργειας και αποδίδουν όταν οι μέσοι όροι είναι υψηλοί. Και τα δύο είναι ζήτημα Παιδείας!» συμπληρώνει.

Για τη σημερινή κατάσταση

«Πίσω από την μεγάλη συζήτηση για το μνημόνιο να διαβάσουμε την θεραπευτική μέθοδο. Γιατί ένας Έλληνας που πηγαίνει να ζήσει στο εξωτερικό, σταδιακά, χάνει τις κακές συνήθειες της πατρίδας του και προσαρμόζεται; Κοινός παρονομαστής του ελληνικού προβλήματος είναι ο φόβος. Η χώρα μας δεν γνώρισε αναγέννηση και ο ιστορικός χρόνος λειτουργεί αντίστροφα: στιλβώνεται η απουσία της αυτοπεποίθησης του λαού. Έτσι επικρατούν οι ίδιες συμπεριφορές συναισθηματικής παιδικότητας. Αν ένα παιδί δεν μεγαλώσει, θα νιώθει πάντα παιδί, θα συνεχίζει να τρώει ξύλο. Πρέπει να ωριμάσεις για να μετασχηματιστείς. Αυτή η σκέψη θα μπορούσε να γίνει χρήσιμος οδηγός σε κείνους που αντιμετωπίζουν τα δύσκολα σημερινά προβλήματα.

Ως νέοι, ως φοιτητές, οι αριστερές ιδέες μάς ελκύουν. Βοηθούν τις εσωτερικές πληγές μας, την αντιμετώπιση του αισθήματος αδυναμίας, καταπίεσης από τους μεγαλύτερους. Όταν πατάμε τα τριάντα, τότε που παράγουμε και δημιουργούμε θετικότητα στην ζωή μας, το νεανικό μένος διαδέχεται η κατάφαση στη ζωή, η ανάγκη πρωτοβουλιών για δημιουργία και τα τεράστια ποσοστά εφηβικών εξεγέρσεων και αμφισβήτησης σβήνουν, ευτυχώς, γιατί πώς αλλιώς η κοινωνία θα προχωρούσε; Κάτι ανάλογο συμβαίνει με την ιστορική ενηλικίωση των λαών.

Αυτός που κυνηγά την ευκολία κι όχι την δουλειά και τον κόπο, χάνει μακροπρόθεσμα. Δείτε τους παραγωγούς της Κατερίνης, οι απολύτως εξαρτημένοι από τους μεσάζοντες, πώς αποκτούν σιγουριά. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για την πρώτη διαρθρωτική αλλαγή.

Σε μια προχωρημένη δημοκρατία ο ηγέτης αποτελεί ζωντανό παράδειγμα υπέρβασης του ελλείμματος αυτοπεποίθησης. Πρέπει να απελευθερώσει τον λαό του από ψυχολογικά δεσμά. Ναι, χρειάζεται ένας ηγέτης καθ΄ υπέρβαση, με αυτοπεποίθηση, χωρίς αμφιβολίες. Γιατί όσοι αμφιβάλλουν, απλώς κολακεύουν τον κόσμο, προσπαθούν να στηρίξουν την σχέση τους με τον λαό εκμεταλλευόμενοι ακριβώς το έλλειμμα εαυτού. Αλλά αυτό είναι που πληρώναμε μέχρι τώρα. Από την άκρα Αριστερά μέχρι την άκρα Δεξιά, με τις όποιες φαντασιώσεις τους, εκεί έχουν ποντάρει: στον λαϊκισμό.

Τόσα κόμματα, τόσοι αρχηγοί για να γλυτώσουν τη μπόρα και το λέω με αίσθηση της σοβαρότητας των πραγμάτων. Είναι επίσης ένας τρόπος να γίνεις κάτι… Για να βρίσκεσαι μέσα στο κάδρο. Γιατί αυτός κι όχι εγώ; Διεκδικείς την αρχηγία για να μπορείς να ρίξεις τις ευθύνες σε άλλους. Πρόκειται για μια «ενεργητική» στάση, μέρος της δομής της ελληνικής εξουσίας. Θα μπορούσαν αυτοί οι άνθρωποι να διαφύγουν, να απομακρυνθούν της «κακής» πολιτικής.

Έτσι ενεργητικά εκφράζεται συχνά η ανημπόρια, η ανασφάλεια, η ανεπάρκεια, ο φθόνος, η επιβεβαίωση μέσω της κριτικής των άλλων ότι είσαι σπουδαίος. Το έλλειμμα εαυτού είναι δυστυχώς το κυριαρχικό στοιχείο στο σύνολο των αντιδράσεων μας.

Θεωρεί ότι η δομή του γερμανικού πνεύματος, άρρηκτα συνδεδεμένη με τις νόρμες της λουθηρανικής πίστης έχουν ως προέκταση την «επιταγή» της βούλησης:

«Γι΄ αυτό είναι δυναμικός λαός παρότι έχασε δυο πολέμους. Οι Αγγλοσάξονες, μάγοι της ανάλυσης, ξεκινούν από την εμπειρία, ξέρουν να προβλέπουν καλύτερα».

Και ποια είναι η μεγάλη αρετή των Ελλήνων: η έμπνευση και ό,τι αυτή συνεπάγεται, κατά καιρούς:

«Σκεφτείτε το μεγαλείο του ΄40 και μετά την αλληλοσφαγή του ΄42… Ο φόβος προηγείται των γεγονότων και δίνει διαστάσεις ανεξέλεγκτες. Η ανασφάλεια, η τάση κάλυψής μας – γιατί θεωρούμε εαυτούς υποκείμενα συνωμοσιών -, αποτελεί το κεντρικό φοβικό στοιχείο της φυλής μας, έχει μάλιστα θεσμοποιηθεί απ΄ την πολιτική. Πρόκειται για την πολιτική που βασίζει την επιτυχία της στον βαθμό που θα εξάψει τον φόβο. Με σαφή επίγνωση της ψυχολογίας και υποδαυλίζοντας το νοσηρό της στοιχείο, θέλει να διατηρεί την παιδικότητα στη συμπεριφορά των πολιτών».

Info: Ο Στέλιος Ράμφος γεννήθηκε στην Αθήνα (1939). Φιλόσοφος, πανεπιστημιακός, συγγραφέας δοκιμίων. Σπούδασε στη Νομική Αθηνών ενώ συνέχισε στο Παρίσι σπουδάζοντας Φιλοσοφία. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Βενσάν. Στην εργοβιογραφία του περιλαμβάνεται πλούσια αρθρογραφία, δημοσιευμένη σε περιοδικά όπως «Ευθύνη», «Ερουρέμ», «Ινδικτος».
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Άνθρωπος στο φεγγάρι

Ολόκληρη η ανάρτηση...

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Του Μιχάλη

Μου φαίνεται παρ’ ολίγον κουτό να γράφονται τα καλύτερα λόγια εν είδει μνημοσύνου για κάποιον όταν πεθαίνει, λόγια για να ακουστούν στη κηδεία του, στις κουβέντες του μνημοσύνου, στις φιλικές συζητήσεις συμπαράστασης που ακολουθούν. Σήμερα θα σου μιλήσω για τον Μιχάλη με τα λίγα λόγια που θα ήθελα να κρυφακούει όχι όταν θα είναι αργά μα εδώ και τώρα. Ο άλλος δαίμονας κάνει μια σημαντική παρατήρηση: «δεν μπορείς να αποκαλύψεις πολλά, μα όσα εννοούνται». Όποιος ξέρει εύκολα θα καταλάβει, όποιος δεν πρέπει ή δεν αξίζει θα συνεχίσει τον αδιάφορο δρόμο του, όποιος πρέπει ή αξίζει θα εννοήσει.

Ο Μιχάλης είναι ο άνθρωπος που θες ένα βήμα για να τον αποκαλέσεις φίλο. Παρ’ όλο που τον νιώθεις έτσι, παρόλο που είναι το «καλύτερο» παιδί παρόλο που έχει κάνει όλα όσα κάνει ένας φίλος. Δεν του το έχεις πει όμως ποτέ, ποτέ δεν τον έχεις αποκαλέσει φίλο επειδή νομίζεις πως είναι από τις εκφράσεις που εύκολα εννοούνται. Είναι από την πάστα των ανθρώπων που δεν δημιουργούν πρόβλημα σε κανέναν. Με ένα περίεργο τρόπο αν και καθημερινά περιτριγυρίζει την πραγματικότητα όλων μας, δεν έχει δυσαρεστήσει κανέναν μας˙ σε κανέναν δεν έχει δώσει την παραμικρή αφορμή να στεναχωρηθούμε ή να δημιουργήσουμε κάποιο πρόβλημα ή παρεξήγηση εξαιτίας του. Δεν θυμάμαι να ζήτησε από κανέναν μας ποτέ τίποτα, ακόμη κι όταν μας έβγαζε φωτογραφίες το έκανε τόσο διακριτικά που δεν το καταλαβαίναμε καν. Ήξερε να δίνει, πολλά, λίγα, δεν θυμάμαι, θυμάμαι όμως καλά πως όποτε έδινε, έδινε πάντα μαζί και κάτι από τον εαυτό του.

Όλα αυτά δεν θα τα έγραφα εάν δεν είχε προηγηθεί εκείνη η επίσκεψη στον γιατρό και όσα ακολούθησαν. Τα επεισόδια μιας άσχημης ιατρικής επίσκεψης είναι γνωστά. Το απίθανο γίνεται βεβαιότητα, το άγνωστο σιγουριά, ποιος μπορεί να καταλάβει αν δεν τα έχει ζήσει; Τα επεισόδια μετά τις ειδήσεις της αρρώστιας παίχτηκαν πολύ γρήγορα. Όλοι κοιτούσαμε συγκλονισμένοι, βουβοί, αμήχανοι να εξηγήσουμε, να δικαιολογήσουμε να καταλάβουμε. Ο Μιχάλης; Ο δικός μας Μιχάλης; Το καλύτερο παιδί; Είναι δυνατόν; Τώρα; Έτσι; Σιωπή. Τα μεγάλα ερωτήματα απαντώνται με μεγάλες σιωπές. Υπάρχει απάντηση για την κορυφαία παράνοια της ανθρώπινης πραγματικότητας, τον θάνατο;

Το πέρασμα ενός ανθρώπου είναι δυνατόν να είναι τόσο σύντομο; Να φωτίζει τις ζωές μας κι έπειτα να χάνεται με την πρόφαση μιας διάγνωσης, μιας επιθετικής ασθένειας που έμαθε να νικά με την ισχύ του αιώνια άδικου νόμου της φθαρτής ανθρώπινης φύσης. Για μένα τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Όσα ακολουθήσουν θα είναι ακόμη πιο δύσκολα, ακόμη χειρότερα και σίγουρα πιο επώδυνα για όσους τον αγαπάμε. Δεν θα μιλάω όμως για σένα σε παρελθόν. Είσαι εδώ και θα είσαι ανάμεσά μας όχι ως ανάμνηση αλλά ως αλήθεια, ως παρουσία σε έναν κοινό κόσμο με δυο σίγουρες και διακριτές προς το παρόν διαστάσεις. Άσε με να το συνηθίσω, το ξέρω πως έτσι είναι αλλά θα μου πάρει ίσως λίγο καιρό να το συνειδητοποιήσω. Παρουσία, απουσία, ποιο μένει, τι είναι αυτό που θα λείπει; Αποκλείεται η ζωή να τελειώνει με έναν θάνατο, δίχως νόημα, έτσι ανόητα. Δεν θα ήταν ζωή.

Δεν ξέρω αν γίνεται αλλιώς ή αν στο σύνολό της κάθε σελίδα του άπειρου χειρόγραφου βιβλίου των ανθρώπινων ιστοριών γράφεται με τον ίδιο τρόπο. Πάντα λέμε λιγότερα από όσα θα θέλαμε, από όσα μπορούσαμε να πούμε, πάντα μένει κάτι ανείπωτο, ανέκφραστο, κάτι που δεν έγινε, κάτι που έπρεπε να γίνει κι όμως δε συνέβη ποτέ. Για ένα παρά κάτι γινόμαστε σαν θεοί και για ένα παρά κάτι σαν δαίμονες. Πάντα ένα ελάχιστο υπολείπεται όταν δεν υπάρχει η ουσιαστική σχέση. Αλήθεια σαν δεν είσαι πια εδώ τι να σου πω και να είναι πιστευτό; Να σου πω πόσο πολύ σε αγαπάμε και σε ευχαριστούμε όλοι; Πόσο πολύ έχει σημασία η τωρινή σου απουσία; Δε ξέρω αν πρέπει να έχει νόημα μια τέτοια αγωνία. Σημασία έχει να το δείχνεις, να βεβαιώνεσαι πως ο άλλος το ξέρει, το εισπράττει, βιώνει όχι ως υποψία αλλά ως βεβαιότητα την αγάπη και την παρουσία σου δίπλα του. Όταν φεύγεις κι ειδικά όταν φεύγεις έτσι γρήγορα όλοι λένε πολλά, ίσως περισσότερα από όσα θα ήθελες να ακούσεις όλες εκείνες τις φορές που τόσο αθόρυβα, τόσο συνηθισμένα, τόσο όμορφα συνηθισμένα περπατούσες δίπλα μας, ανάμεσά μας, τριγύρω μας. Κάποιος προχθές είπε πως στο νοσοκομείο έχασες το χαμόγελό σου. Πάντα σου άρεσαν τα αστεία. Τον κορόιδεψες κι αυτόν! Αυτό το χαμόγελο της ζεστής καρδιάς σου δεν μπορεί να σβηστεί έτσι απλά. Σε κανένα κόσμο δεν χάνεται ένα τέτοιο χαμόγελο. Πώς νομίζεις ότι ζωγραφίζουν οι άγγελοι τον Θεό στο πρόσωπό τους;

Μιχάλη θέλω να κλείσω με δυο σκέψεις που έκανα με ένα αγαπημένο μου πρόσωπο όταν μιλάγαμε για σένα. Το πόση αξία έχει στο αληθινό μέτρημα η ζωή ενός ανθρώπου φαίνεται στα σίγουρα από την απουσία του. Ποιος είπε πως οι άνθρωποι δεν είναι αναντικατάστατοι; Έπειτα την ημέρα που θα αποχαιρετήσεις το φως αυτού του ουρανού δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να κλάψει από λύπη για σένα. Μας χάρισες μιαν αιτία γι’ αυτό το πολύτιμο «κρύσταλλο για συναίσθημα». Στα «γυμνά μέτωπα», τα δάκρυα όλων μας θα είναι από περηφάνια και από μια βαθύτατα πονεμένη αγάπη, όχι από την αναλώσιμη λύπη των νεκροταφείων. Στο υπόσχομαι.

Ὅλα τά σύννεφα στή γῆ ἐξομολογήθηκαν
Τή θέση τούς ἕνας καημός δικός μου ἐπῆρε
Κι ὅταν μές στά μαλλιά μου μελαγχόλησε
Τό ἀμετανόητο χέρι
Δέθηκα σ' ἕναν κόμπο λύπης.

II
Ἡ ὥρα ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως θύμηση
Μέ τό δέντρο τῆς ἀμίλητο
Πρός τή θάλασσα
Ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως φτερούγισμα
Μέ τήν ὄψη τῆς ἀκίνητη
Πρός τή θάλασσα
Βραδιάζοντας
Δίχως ἕρωτα
Μέ τό στόμα τῆς ἀνένδοτο
Πρός τή θάλασσα
Κι ἐγώ - μές στή Γαλήνη πού σαγήνεψα.

III
Ἀπόγευμα
Κι ἡ αὐτοκρατορική του ἀπομόνωση
Κι ἡ στοργή τῶν ἀνέμων του
Κι ἡ ριψοκίνδυνη αἴγλη του
Τίποτε νά μήν ἔρχεται Τίποτε
Νά μή φεύγει
Ὅλα τά μέτωπα γυμνά
Καί γιά συναίσθημα ἕνα κρύσταλλο.

Οδυσσέας Ελύτης «κλίμα της απουσίας»

Ο Μιχάλης έφυγε από κοντά μας σήμερα 23 Νοέμβρη 2015. Μια μέρα που ξημέρωσε σαν όλες τις άλλες αλλά νύχτωσε σαν καμιά πριν στον δικό μας κόσμο. Όλοι όσοι πλουτίσαμε με την αγάπη και την παρουσία σου θα σε χαιρετίσουμε αύριο το μεσημέρι. Θα προσπαθούμε να δώσουμε με τη σιωπή και τα δάκρυά μας μιαν απάντηση στο αίνιγμα του θανάτου τόσο ιδιαίτερων ανθρώπων με τόσο ιδιαίτερο τρόπο. Θα είμαστε όλοι εκεί. Δίπλα σου. Για τη τελευταία εικόνα. Για να θυμάσαι εκεί ψηλά πόσο σ’ αγαπάμε πόσο ευγνώμονες είμαστε για τον χρόνο που περπάτησες δίπλα μας και τι σημαίνεις για μας. Αύριο, δίχως περιγραφές. Για την πιο μεγάλη απουσία, αμέτρητες παρουσίες.
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

Ώριμη ερωτική αγάπη

Η παιδαριώδης αγάπη ακολουθεί την αρχή: «Αγαπώ επειδή με αγαπούν». Η ώριμη αγάπη ακολουθεί την αρχή «με αγαπούν επειδή αγαπώ». Η ανώριμη αγάπη λέει: «Σ’ αγαπώ επειδή σε χρειάζομαι». Η ώριμη αγάπη λέει: «Σε χρειάζομαι επειδή σ’ αγαπώ».

Αν ένα πρόσωπο αγαπά μονάχα ένα άλλο πρόσωπο και αδιαφορεί για τους άλλους συνανθρώπους του, η αγάπη του δεν είναι αγάπη, αλλά μεγεθυμένος εγωισμός. Αν αγαπώ πραγματικά έναν άνθρωπο, τότε αγαπώ όλους τους ανθρώπους, αγαπώ όλον τον κόσμο, αγαπώ τη ζωή. Αυτή είναι η αδελφική αγάπη και βρίσκεται στη βάση κάθε άλλης αγάπης.

Η σεξουαλική επιθυμία μπορεί να διεγερθεί από την αγωνία της μοναξιάς. Καμιά φορά από ματαιοδοξία. Η πηγή της μπορεί να είναι η επιθυμία για κατάκτηση, για εκδίκηση ή για καταστροφή. Η αγάπη είναι μόνο ένα από τα δυνατά συναισθήματα που μπορούν να προκαλέσουν σεξουαλική επιθυμία. Οι περισσότεροι άνθρωποι εύκολα ξεγελιούνται και πιστεύουν ότι είναι ερωτευμένοι όταν επιθυμούν ο ένας τον άλλον σεξουαλικά. Η αγάπη μπορεί να εμπνεύσει την επιθυμία για σεξουαλική ένωση κι όταν γίνει αυτό, η σωματική σχέση είναι ένα με την τρυφερότητα. Αν η επιθυμία για σωματική ένωση δεν έχει προκληθεί από αγάπη, τότε ποτέ δεν οδηγεί σε κάτι πέρα από μια φευγαλέα ένωση.

Η ώριμη ερωτική αγάπη θα πρέπει να είναι, ουσιαστικά, μια πράξη θέλησης. Να δεσμεύει κανείς τη ζωή του απόλυτα στη ζωή ενός άλλου προσώπου. Το να αγαπά κανείς κάποιον δεν είναι απλώς ένα δυνατό συναίσθημα – είναι μια απόφαση, μια κρίση, μια υπόσχεση. Η αγάπη δεν είναι αποτέλεσμα σεξουαλικής ικανοποίησης. Αντίθετα, η σεξουαλική ευτυχία – ακόμα και η γνώση της λεγόμενης σεξουαλικής τεχνικής – είναι αποτέλεσμα της αγάπης. Αν ένα ανίκανο ή ψυχρό πρόσωπο μπορέσει να αναδυθεί από το φόβο ή το μίσος και να αγαπήσει, τότε τα σεξουαλικά προβλήματα του λύνονται. Αν δεν μπορέσει, τότε καμιά σεξουαλική τεχνική δεν θα τον βοηθήσει.

Οι πραγματικές συγκρούσεις δεν είναι καταστρεπτικές. Όταν αντιμετωπιστούν τίμια, οδηγούν σε ένα ξεκαθάρισμα από το οποίο και οι δύο βγαίνουν κερδισμένοι σε δύναμη και γνώση. Η αγάπη είναι εφικτή μόνο αν δυο πρόσωπα επικοινωνούν μεταξύ τους από το κέντρο του είναι τους και αν δεν προσπαθούν να αποφύγουν τα προβλήματά τους.

Μόνον ο άνθρωπος που έχει πίστη στον εαυτό του μπορεί να είναι πιστός στους άλλους. Η αγάπη είναι μια δύναμη που παράγει αγάπη. Η ικανότητα να αγαπά κανείς σαν μια πράξη δοσίματος, εξαρτάται από το κατά πόσο ο χαρακτήρας του ανθρώπου έχει εξελιχτεί πέρα από την ανάγκη της εξάρτησης, από την αγάπη του εαυτού του, από την επιθυμία να χρησιμοποιεί και να εκμεταλλεύεται τους άλλους ή να συσσωρεύει. Αγαπώ σημαίνει εγκαταλείπομαι χωρίς καμία εγγύηση, δίνομαι εντελώς ελπίζοντας ότι η αγάπη μου θα αφυπνίσει την αγάπη στον άλλον.

Από το έργο «Η τέχνη της αγάπης» του Έριχ Φρομ, εκδόσεις Διόπτρα
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Φθινοπωρινή αφιέρωση

Σ' ἐκείνους πού μέσα σέ θυελλώδεις νύχτες ἐξεγέρσεων ψάχνουν γιά ἕνα φεγγάρι παιδικό.
Σ' αὐτούς πού δέν τούς ἔμεινε...καιρός.
Σ' ἐκείνους πού τούς ξέχασαν στή γλυκύτητα τοῦ ὕπνου ὅταν ὅλοι μας εἶχαν ἐγκαταλείψει.
Στούς καθρέφτες πού κοιταχτήκαμε.
Στίς θάλασσες πού δέν θά ταξιδέψουμε.
Στά μονοπάτια πού περπατήσαμε ἐρωτευμένοι κι ἴσως νά μήν ξαναγυρίσαμε ἀπό τότε.
Στή Μοίρα.
Στήν ὡραία νεότητα.
Στούς διαβάτες / κι ἐγώ ποῦ πήγαινα; κι ἦταν τόσα πολλά αὐτά ποῦ ζήτησα;
Μά τώρα εἶναι ἀργά - ὥρα νά φεύγω/
Στ' ἀποδημητικά πουλιά.
Στίς ἀτμομηχανές πού κουράστηκαν κι ἔγειραν τό πλευρό νά κοιμηθοῦνε.
Στίς καλαμποκιές ὅταν τίς λούζει τό φεγγάρι.
Στά κορίτσια πού βγάζουν τό φουστάνι τους γιά νά μποῦν στόν οὐρανό.
Στήν ἀλληλογραφία ἑνός ἀγγέλου μ' ἕνα παιδί.
Σ' ἐκείνους πού ἄργησαν.
Σ' αὐτούς πού δέν θά ξανάρθουν.
Στή γυναίκα πού ρίχνει τά χαρτιά.
Στό γέρο πού κλαίει.
Στήν Ὀδύσσεια πού ζεῖ ὁ ποιητής γράφοντας τό πιό μικρό ποίημα.
Στή φευγαλέα στιγμή πού ἔζησε ἕνας ἄνθρωπος ζῶντας μιά ολόκληρη ΖΩΗ…

Από «Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου» του Τάσου Λειβαδίτη, εκδόσεις Κέδρος
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015

Οι στάχτες της Άντζελα

Γύρω από τα εξαντλημένα βιβλία στήνεται κάθε φορά ένας ιδιαίτερος μύθος. Ένας μύθος για να αναζητήσεις το έργο, να κάνεις την ερευνά σου, να έρθεις πολύ κοντά, να ελπίσεις πως το βρήκες, να διαψευστείς, να το κυνηγήσεις, να το ξαναψάξεις, κι έπειτα να έρθει η σπουδαία εκείνη ημέρα που θα το αποκτήσεις. Άξιζε τελικά όλην αυτή την προσπάθεια; Τον αγώνα, την ανησυχία, την φροντίδα και τις ελπίδες που ξόδεψες για το χατίρι του;

Οι στάχτες της Άντζελα είναι ένα από αυτά τα σπάνια βιβλία που δικαιωματικά μπορούν να δικαιολογήσουν κάθε σου κόπο να τα αποκτήσεις. Στην αρχή με είχε κεντρίσει η φράση του Μακ Κορτ στον πρόλογο από τον Δάσκαλο (έγινε και αντικείμενο μεταπτυχιακού ο αθεόφοβος, στη Θεσσαλονίκη) πως «αν δεν είχα γράψει τις Στάχτες της Άντζελας, θα είχα πεθάνει παρακαλώντας, Δώσε μου άλλον ένα χρόνο μόνο, Θεέ μου, άλλον ένα χρόνο μόνο, γιατί αυτό το βιβλίο είναι το ένα και μοναδικό πράγμα που θέλω να κάνω στη ζωή μου». Το μοναδικό πράγμα που ήθελε να κάνει κανείς στη ζωή του; Αυτό κι αν είναι σημαντικό. Και κάπως έτσι έζησα την απίθανη περιπέτεια ώσπου να το φέρω στα χέρια μου.

Ολοκληρώνοντάς το θεώρησα τον θαυμασμό μου πολύ φτωχό όπως και τις προσδοκίες μου μπροστά σε ένα έργο που από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα είναι μια έκπληξη. Μια έκπληξη μεστής καταγραφής αναμνήσεων, αστείρευτου χιούμορ, βαθιάς συγκίνησης και συμπύκνωσης της πιο όμορφης εποχής ενός παιδιού στα πιο δύσκολα χρόνια της ζωής του. Το βιβλίο περιλαμβάνει την εξιστόρηση των αναμνήσεων του Φρανκ Μακ Κορτ, που γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της εποχής της Μεγάλης Κρίσης από γονείς που είχαν πρόσφατα μεταναστεύσει από την Ιρλανδία και μεγάλωσε στις φτωχογειτονιές του Λίμερικ της Ιρλανδίας. Η μητέρα του Άντζελα γίνεται η ηρωίδα του μιας και είναι πάντα απένταρη λόγω της φτώχειας και της ανικανότητας του πατέρα του Μακ Κορτ να φέρει χρήματα στο σπίτι όχι μόνο λόγω της ανεργίας αλλά και του ποτού που ξόδευε συνέχεια τα χρήματά του. Ο ίδιος μεταφέρει τα βιώματά του με την λεπτομέρεια ενός ανθρώπου που τα βλέπει από δίπλα. Υπάρχουν στις σελίδες του έργου δραματικές σκηνές που διαπλέκονται με χιουμοριστικές δίχως να μπερδεύουν τον αναγνώστη μιας κι η ίδια η ζωή είναι αυτή ακριβώς η ρόδα των ασταμάτητων αλλαγών.

Πολλές φορές χρειάστηκε να συγκινηθώ, να συμπονέσω τον μικρό Μακ Κορτ, άλλες τόσες να τον θαυμάσω και να του συμπαρασταθώ αλλά ποτέ δεν έφτασα το σημείο να πιστέψω πως οι δυσκολίες της ζωής, οι κοινωνικές αθλιότητες, η εξοντωτική φτώχεια, το κλίμα όλων αυτών των δυσκολιών θα ήταν ικανά να τον καταβάλλουν. Όπως και ο ιδιαίτερος τρόπος γραφής του κι ο ίδιος έτρεχε τόσο γρήγορα ανάμεσα στα προβλήματα του που δεν επέτρεψε να τον κερδίσουν ακόμη κι όταν τον οδήγησαν ένα βήμα πριν τον θάνατο. Τελειώνοντας θέλω να κρατήσω την ερώτησή μου για ποιον κατέγραψε όλες του τις παιδικές αναμνήσεις με αυτό τον εκκωφαντικά παραστατικό τρόπο ο σπουδαίος ιρλανδός συγγραφέας. Και ακόμη γιατί «οι στάχτες της Άντζελα»; Ως έμπρακτη απόδειξη ευγνωμοσύνης για όσους τον κράτησαν ζωντανό εκείνες τις δύσκολες μέρες; Για την ίδια τη μητέρα του πρώτα απ’ όλους; Νομίζω πως όχι, καλύτερα όχι μόνο. Το έγραψε για όλους εμάς, όλα εκείνα τα μικρά και μεγάλα παιδιά που τους αρέσει ή συνήθισαν να μιλάνε για δυσκολίες και προβλήματα δικαιολογώντας πολλά ή ρίχνοντας εκεί τις ευθύνες. Ο Μακ Κορτ αντιστρέφει με τη διάθεση του παιδιού που θυμίζει θεό αυτή την πορεία. Πίσω και μέσα στα προβλήματα είμαστε εμείς, εσύ, εγώ ο καθένας μας και χρειάζεται να προσπαθούμε αντί να κλαίμε. Θα νικήσουμε τα προβλήματα, ζώντας τα και ξεπερνώντας τα όχι κρύβοντάς τα στο περιθώριο και αφήνοντάς τα να στοιχειώνουν τη ζωή μας. Λίγο εύθυμη διάθεση βοηθά πάντα σε αυτέ στις περιπτώσεις. Ο μικρός Φρανκ τουλάχιστον το ήξερε καλά αυτό.

Και κάτι τελευταίο: Εάν οι «στάχτες της Άντζελα» αποδείχτηκε τόσο θαυμάσιο ανάγνωσμα (βαφτίστηκε κλασσικό πια) άραγε τι συγκινήσεις μας περιμένουν στον «Δάσκαλο»;

Οι «στάχτες της Άντζελα» του Φρανκ Μακ Κορτ κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Λιβάνη και Scripta
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

Η πτώση

Διαβάζοντας διάφορες κριτικές για την Πτώση του Καμύ συνειδητοποίησα πως πιθανότατα εγώ είχα διαβάσει άλλο βιβλίο. Τη πρώτη στιγμή απόρησα, έπειτα χάρηκα. Το βιβλίο εννοείται δεν είναι γραμμένο για τον συγκλονιστικό μονόλογο του πετυχημένου Γάλλου δικηγόρου Ζαν Μπατίστ Κλαμάνς, ενός αλαζόνα νάρκισσου που σε κάθε σελίδα μιλά για την αντίληψη από ψηλά ενός κόσμου σε όλα υποδεεστέρου του. Η διήγηση περιστρέφεται σε μια αναδρομική πτώση από μια γέφυρα μιας κοπέλας την οποία ο ήρωας δεν βοήθησε. Αλίμονο! Ο Καμύ θα ήταν ένας συγγραφέας σαν τους πολλούς εάν έμενε σε έναν τέτοιον μονόλογο. Δεν το καταλαβαίνω. Για μένα ο μονόλογος του βιβλίου, δανείζεται τα χείλη του Ζαν Μπατίστ Κλαμάνς αλλά στην πραγματικότητα είναι αυτός ο ίδιος μονόλογος του διαβόλου. Η πτώση είναι όχι αυτή της κοπέλας που βούτηξε στα νερά του παγωμένου ποταμού αλλά την πτώσης ενός αγγέλου από τον Παράδεισο, μιας εκούσιας κίνησης, που έκανε έναν άγγελο, τον δαίμονα.

Οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο νομπελίστας Καμύ είναι χαρακτηριστικές αυτού του δαιμονικού πνεύματος. Αλαζονεία, απέχθεια σε κάθε ανθρώπινο, λυσσαλέα αυτό εξασφάλιση, εγωιστική περιχαράκωση, ένας ηθικά απογυμνωμένος ήρωας που δεν διστάζει να εκμεταλλευτεί τον καθένα και το κάθε τι μόνο και μόνο γι ανα δικαιολογεί το γεγονός πως υπάρχει. Καμία κοινωνία, καμία λύπηση ή έστω συναίσθημα οίκτου ακόμη κι όταν η νεαρή κοπέλα βουτά στη λίμνη. Το δαιμονικό στοιχείο, γνώριμο στην προσωπικότητα του καθενός μας, δίπλα στο αγγελικό αναγνωρίζεται σε όλες τις περιπτώσεις που η σκέψη μας γλιστρά σε συμπεριφορές του Κλαμάνς που θυμόμαστε ως γνώριμες. Ο καθένας κι ο άγγελος, ο καθένας και ο δαίμονας του καθώς λένε.

Υπάρχουν δυο εξαιρετικά σημεία στην ανάγνωση του βιβλίου που δεν τα παραθέτω ολόκληρα λόγω έκτασης χώρου. Στο πρώτο ο ήρωας κάνει μια σκέψη για το πώς αναγνωρίζει τους ανθρώπους που του ανήκουν, αυτοί που κατά κάποιον τρόπο είναι δικοί του. Παραδέχεται πως αυτοί είναι όσοι περιστρέφονται γύρω από την πραγματικότητα του εαυτού τους ως αξία. Χρησιμοποιεί μάλιστα ένα έξυπνο όρο που με κέντρισε. Το λέει «αυτοαναφορικότητα» λέγοντας πως οι άνθρωποι αυτοί νομίζουν πως όλα κινούνται γύρω τους, εάν τους ρωτήσεις για προβλήματα θα ξεκινήσουν από τα δικά τους πιστεύοντας πως όλος ο κόσμος κι η παγκόσμια ιστορία τους χρωστά κάποια ωφελούμενα λόγω του μοναδικού και σπάνιου χαρακτήρα τους! Παρακάτω σημειώνει για τον τρόπο με τον οποίο καταφέρνει να αναπαύει τους λογισμούς όσων θέλουν να φύγουν από την επιρροή του. Υποστηρίζει λοιπόν πως σε αυτή την περίπτωση αφαιρεί από τη σκέψη των ανθρώπων την έννοια του αγώνα και τους οδηγεί να δικαιολογήσουν κάθε σφάλμα ως αδυναμία, ως δύναμη της φύσης που δεν μπορούν να αντιπαλέψουν και δικαιολογούν πάντα πολύ εύκολα. Ο δικός μου είναι εκεί όπου απουσιάζει ο αγώνας, ισχυρίζεται ο δικηγόρος Κλαμάνς, ή ο ίδιος ο διάβολος κατά τη δική μου κρίση.

Η «Πτώση» του Αλμπέρ Καμύ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Γι' αυτό το αύριο που δεν θα έρθει ποτέ...

Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες», σαν «ανάγκες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό». Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, ν' απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατέβουμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας... Όλα, όλα, Σαλονικιέ, τ' αφήνουμε γι' αυτό το αύριο που δεν θα έρθει ποτέ...

Από το έργο: Χαμογέλα ρε,… τι σου ζητάνε; Του Χρόνη Μίσσιου, εκδόσεις Γράμματα
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Libertà o Morte (ή αλλιώς πώς έμαθα κολύμπι)

Η Μanarola είναι ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό στη Σικελία. Βρέθηκα εκεί πριν από κάποια χρόνια, όταν είχα πάει για καλοκαιρινές διακοπές και για να ξαναδώ κάποιους αγαπημένους φίλους που με συνέδεαν με το πιο παλιό χωριό των Cinque Terre. Στο παρελθόν υπηρέτησα με απόσπαση σε μια μεγάλη πόλη της Ιταλίας και είχα εκεί έναν μικρό κύκλο γνωριμιών, ενώ με κάποιους διαλεχτούς κάναμε τακτικά και κάποιες μικρές και μεγάλες εκδρομές.

Το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του αλλά η γλύκα των θερινών διακοπών είχε κρατήσει τους τελευταίους της χυμούς. Το χωριό είναι από τα πλέον γραφικά σε ολόκληρη τη Σικελία, διάσημο τόσο για το τοπικό κρασί, το Sciacchetrà που παράγουν οι ντόπιοι στους τοπικούς αμπελώνες, όσο και για τις εξαιρετικής ομορφιάς παραλίες που περιστοιχίζουν το χωριό.

Ήταν Κυριακή απόγευμα και την επόμενη μέρα θα φεύγαμε. Μαζί μου ήταν δυο νεαρά ζευγάρια, όλοι Ιταλοί, ξεχωριστοί, αγαπημένοι μου μαθητές από το σχολείο που υπηρετούσα παλιότερα. Εκείνοι ήταν πλέον φοιτητές, απολάμβαναν την υπέροχη ανέμελη περίοδο της φοιτητικής ζωής, είχαν ένα θαυμάσιο και πολλά υποσχόμενο μέλλον εμπρός τους να ζήσουν, ένα μέλλον που ήταν απλωμένο στα πόδια τους κι όλο δικό τους. Ο Lorenzo, ο ένας από τους αγαπημένους μου μαθητές είχε μόλις βγει από τη θάλασσα και έκανε νόημα στην κοπέλα του την Silvana να του πετάξει μια πετσέτα.

- Ε, συ δάσκαλε γιατί δε βουτάς; Το νερό είναι υπέροχο, perfetto…

Τον κοίταξα χαμογελώντας. Το κολύμπι αποτελούσε εκείνα τα χρόνια για μένα μια υπόθεση γέλιου και δράματος. Λόγω ενός τραυματικού επεισοδίου, παρ’ ολίγον πνιγμού στην παιδική μου ηλικία, δεν κατάφερα να μάθω κολύμπι όσο ήμουν μικρός. Όσοι κατά το παρελθόν είχαν προσπαθήσει να με μάθουν να κολυμπώ είχαν αποτύχει ή αποθαρρυνθεί. Να μάθεις σε ένα παιδί κολύμπι πάει στο καλό, σε έναν μεγάλο όμως, δεν είναι και το πιο εύκολο, ιδίως όταν αυτός είναι κακός μαθητής. Και κάπως έτσι άπλωνα για ηλιοθεραπεία τα χρόνια μου δίχως να τολμώ να τα βουτήξω στη θάλασσα. Κι αυτά πλήθαιναν. Είχα πλέον συνηθίσει. Με ενοχλούσε αλλά το είχα πλέον μάθει. Ίσως και να είχα πειστεί πως δεν θα μάθαινα ποτέ να κολυμπώ και τα υγρά ταξίδια θα έμεναν απλά όνειρα.

- Δε νομίζω… δάσκαλε δε νομίζω να μη ξέρεις να κολυμπάς…niente; Ακούστηκε ο άλλος μου μαθητής ο Marco από την διπλανή ξαπλώστρα.

Η Rafaela, η αγαπημένη απουσιολόγος εκείνης της τάξης όρθωσε το κορμί της κι έβγαλε αργά τα μεγάλα γυαλιά ηλίου που έκρυβαν τα υπέροχα μάτια της. Με κοίταξε και στο πρόσωπο της μαζεύτηκαν όλες οι απορίες που δεν είχε ως μαθήτρια. Καλά κύριε είναι δυνατόν; Non sarà immergersi;

- Όχι, της απάντησα, Rafaela, δεν θα βουτήξω.

Εκείνη την ώρα η Silvana πέταξε την πετσέτα στον Lorenzo και στράφηκε σε μένα. Γι’ αυτό κάθε μέρα βγαίνετε τόσο γρήγορα; Come circa ora ...

Ο Marco κάθισε δίπλα μου. Perché;

- Perché, δεν έχει Marco. Μη με ρωτάς. Απλά δεν έμαθα, δεν έτυχε να μάθω. Δεν κατάφερα να μάθω. Δεν είχα τους κατάλληλους δασκάλους, άσε που κι εγώ ήμουν κακός μαθητής.

- Chiunque;

- Κανείς μικρή μου Silvana. Έτσι είναι η ζωή, δεν μπορείς να τα έχεις όλα…

- Κι εσείς; Εσείς δε θέλατε να μάθετε; Δεν σας αρέσει το κολύμπι;

- Πολύ Marco, απάντησα. Πάρα πολύ. Δεν μπορώ όμως, είναι απλό.

Οι τέσσερις νέοι κοιτάχτηκαν αμέσως σαν να ήταν συνεννοημένοι. Ο Lorenzo χαμογέλασε και μίλησε πρώτος.

- Σκέφτεστε αυτό που σκέφτομαι; Οι άλλοι ανταπέδωσαν εν είδει συνεννόησης το χαμόγελο κουνώντας το κεφάλι. Η Rafaela μού πρότεινε το χέρι της. Κύριε, καιρός να σας διδάξουμε εμείς. E 'il momento !

Δεν κατάλαβα ποια ώρα είχε έρθει αλλά στη συγκινητική παρότρυνση των αισιόδοξων νέων είχα έτοιμη την πικρή πείρα του παρελθόντος.

- Το έχω ξανακούσει αυτό! Δυστυχώς όμως δεν έγινε τίποτα. Πόσοι και πόσοι απογοητεύτηκαν μαζί μου. Μην ασχολείστε, δεν θα είστε οι μόνοι…

– Κύριε είπε ο Marco, σειρά σας να μας εμπιστευτείτε. Υπάρχει ο σωστός τρόπος, έτσι δεν είναι; Οι χίλιοι τρόποι αποτυχίας στο παρελθόν δεν αποκλείουν την επιτυχία της χιλιοστής πρώτης προσπάθειας έτσι δεν λέγατε;

- Τώρα τι να του απαντήσω; Να φανώ ανακόλουθος με τα όσα τους έλεγα; Έτσι είναι Marco, μόνο που …

- Φοβάστε κύριε; Ακούστηκε η φωνή της Silvana.

- Όχι μικρή μου δεν φοβάμαι απλά, έχω μάθει να ζω με αυτό.

- Καιρός να ξεμάθετε απάντησε δυνατά ο Lorenzo παρασύροντας σε μια κραυγή επιδοκιμασίες τους συνδαιτημόνες του. Θυμάστε που μιλούσαμε για τον καθημερινό θάνατο πριν τον θάνατο της μιας φοράς; Θυμάστε που είχαμε πει πως κανείς ή θα είναι ελεύθερος ή νεκρός; Τι θέλετε εσείς; Ελευθερία ή θάνατο;

Στο μυαλό μου άστραψαν τα λάβαρα του 21, Ελευθερία ή θάνατος! Επανάσταση! Μα είναι δυνατόν στις μέρες μας συνθήματα του 21; Κι όμως άλλος τρόπος να γίνει ο φόβος παρελθόν δεν υπήρχε. Έπρεπε η ελευθερία να νικήσει τον θάνατο, τον φόβο που παραλύει και νεκρώνει ζωές που νεκρώνει επιθυμίες και λαχτάρες, ακόμη κι αν αυτές είναι τόσο αθώες όσο να μάθει κανείς να κολυμπά.

Με μια βιαστική κίνηση η Rafaela με τράβηξε από τη ξαπλώστρα μου και έκανε νόημα στον Marco να με οδηγήσουν στο μικρό παλιό λιμανάκι του χωριού, λίγα μέτρα πιο πέρα. Εκείνη η τοποθεσία ήταν πλέον ερημική μιας και το νέο λιμάνι του χωριού είχε χτιστεί σε μια άλλη τοποθεσία, από την άλλη πλευρά του μικρού βουνού.
- Κύριε την βλέπετε την προβλήτα; Από εκεί πρέπει να πηδήξετε!

- Να κάνω τι;

- Να πηδήξετε, saltare, πώς το λέτε;

- Saltare, ναι να πηδήξω, μια λέξη είναι αλλά…

- αλλά δεν έχει αλλά, σιγά το ύψος˙ και μέσα που θα πέσετε θα πατώνετε. Μια ιδέα είναι κύριε.

- Μια ιδέα;

- Μια ιδέα. Ο Marco έπιασε τον ώμο μου. Κύριε, θυμάστε τι μας λέγατε για αυτόν που νικάει τον φόβο του;

- να τον αντιμετωπίζει κατάματα.

– ακριβώς αυτό. Ένας φόβος είναι, ένας ηλίθιος φόβος και μόνο. Αντιμετωπίστε τον. Βουτήξτε!

- Και βοήθεια; Ένα σωσίβιο, κάποιος δίπλα μου;

- Η Silvana κούνησε εμφατικά τα χέρια της: nessuno, κανείς απάντησαν κι οι άλλοι. Δεν είστε στο Baywatch κύριε, εσείς κι η θάλασσα μόνο…

Έπρεπε να βουτήξω. Για μια στιγμή γύρισα το βλέμμα μου στα καταγάλανα πανέμορφα σικελικά νερά, λες να είναι αυτή η τελευταία εικόνα πριν πνιγώ; Και γιατί να πνιγώ; Είναι τόσο όμορφη η ζωή! Γύρισα έπειτα τα μάτια μου στους νέους. Τους ζήλεψα. Έτσι πρέπει να μετρά τελικά κανείς τους φόβους του. Με την σιγουριά και την αψηφισιά των νέων. Ελεύθερος ή νεκρός; Ο τρόπος δίνει την απάντηση. Βαρέθηκα, κουράστηκα να φοβάμαι. Αν κάποιος πρέπει να πεθάνει για να μάθω κολύμπι, αυτός είναι ο παλιός μου εαυτός, ο δειλός, ο γεμάτος ανασφάλειες μαθητής που συνηθίζει να φοβάται αντί να χαίρεται. Ελεύθερος να χαίρομαι να κολυμπώ ή νεκρός στη ξαπλώστρα μου να βλέπω τους άλλους να κολυμπάνε και να ζηλεύω;

- Saltare κύριε, saltare…

- «Saltare»! Αυτό ήταν λοιπόν! Έπρεπε να βουτήξω. Ο φόβος ή θα παρέμενε φόβος ή θα έπαιρνε διαζύγιο από τα άνυδρα στοιχειωμένα μου χρόνια την ώρα που με μια απογευματινή βουτιά από την προκυμαία του παλιού λιμανιού της Manarola θα βουτούσα στα σικελικά νερά. Γέλασα για λίγο, ψιθύρισα στον εαυτό μου πως μετά από αυτή τη βουτιά όλα θα είναι διαφορετικά κι έκανα μια θεατρική κίνηση πως ετοιμάζομαι για μια θεαματική βουτιά.

O Lorenzo με σταμάτησε. -Κύριε, felicimente, με χαρά, τώρα θα μάθετε να κολυμπάτε! Δεν αξίζει ένα χαμόγελο μια τέτοια στιγμή;

Ναι, μικροί μου πολύτιμοι δάσκαλοι, στ’ αλήθεια εκείνη η στιγμή που αντιπαλεύεις πρόσωπο με πρόσωπο έναν μεγάλο σου φόβο όχι για να τον νικήσεις μόνο αλλά για να κατακτήσεις αυτό που ονειρεύεσαι, ναι, ένα χαμόγελο τουλάχιστον το αξίζει. Τα περασμένα πολλά χρόνια της άνυδρης ζωής μου θα έπαιρναν πανηγυρικά εκδίκηση! Στα χρόνια που ακολούθησαν απορώ κάθε φορά που το σκέφτομαι πόσο κουτό ήταν να μην διακινδυνεύσω να μάθω κάτι τόσο απλό και συνάμα όμορφο παρά περίμενα έξωθεν βοήθεια από ανθρώπους που εύκολα αποθαρρύνονταν κι από έναν εαυτό που δύσκολα κι άκοπα τολμούσε. Εγώ κι ο φόβος μου λοιπόν!

Δε θυμάμαι πια τι σκεφτόμουν εκείνη την ώρα της θεαματικής μου πρώτης βουτιάς˙ θυμάμαι όμως καλά δυο πράγματα. Την απερίγραπτη ομορφιά από τέσσερα ιταλικά νεανικά χαμόγελα απλωμένα σε ένα πανέμορφο σικελικό παραθαλάσσιο χωριό και μια κραυγή αγάπης και σιγουριάς που συνόδευσε τα δυο δευτερόλεπτα από την απογείωσή ως τη βουτιά μου στη θάλασσα. Libertà o Morte κύριε… Libertà o Morte…

Ολόκληρη η ανάρτηση...