
του Δημήτρη Αρκάδα
To πρόσφατα ανακινηθέν ζήτημα από το υπουργείο Παιδείας της προαιρετικής διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, χωρίς πλέον να αναφέρονται οι λόγοι που θα δικαιολογούν την απαλλαγή των μαθητών από αυτό, είναι το εφαλτήριο για να επιχειρήσουμε να αναδείξουμε τις ευθύνες ενός παραγνωρισμένου παράγοντα που έχει σοβαρές ευθύνες σχετικά με την θέση και την βαρύτητα του μαθήματος στην εκπαίδευση: των καθηγητών των Θεολογικών Σχολών.
Έχοντας κατ’ ουσίαν αναλάβει τον ρόλο του εκπροσώπου της θεσμικής εκκλησίας στον χώρο της πανεπιστημιακής διανόησης, οι καθηγητές των Θεολογικών Σχολών Αθήνας και Θεσσαλονίκης, σε όλη την ιστορική πορεία του βίου τους, εκπαίδευαν ανθρώπους για να διδάσκουν το μάθημα των Θρησκευτικών, βασιζόμενοι στην αρχή ότι τα Θρησκευτικά έπρεπε να δίνουν στους μαθητές το ιδεολογικό-πολιτικό υπόστρωμα που ενέπνεε η εκκλησιαστική ιεραρχία: πίστη στο κεφάλαιο της εκκλησιαστικής αυθεντίας (η οποία μεταρσιωνόταν σε εμπιστοσύνη στους θεσμικούς ενσαρκωτές της, το κληρικό στοιχείο του εκκλησιαστικού σώματος), έλλειψη κριτικού λόγου, η οποία αναγνωριζόταν ως πιστότητα στο «ερωτικό», τουτέστιν μη διασκεπτικό γεγονός της εκκλησιαστικής εμπειρίας του Θεού, αναγωγή της θρησκευτικής ηθικής σε όριο της πολιτικής ηθικής, ότι δηλαδή καλός έλληνας ήταν μόνο ο πιστός ορθόδοξος έλληνας. Αυτά ήταν κάποια βασικά πεδία με τα οποία η πανεπιστημιακή θεολογική σκέψη καλλιεργούσε διαμέσου των Θρησκευτικών τους πολίτες-υπηκόους του ελληνικού κράτους.
Και τώρα που το ελληνικό κράτος μετασχηματίζεται με ραγδαία ταχύτητα και αναπτύσσει χαρακτηριστικά τα οποία δεν χρειάζονται πλέον την δεξαμενή της θεσμικής εκκλησίας για να τα γονιμοποιήσει ιδεολογικά, όπως η ύπαρξη πολλών πλέον θρησκειών, ως επί το πλείστον μη χριστιανικών, η ανάδυση μιας νέας αστικής τάξης η οποία συνδέεται πλέον με ευρωπαϊκά και παγκόσμια οικονομικά δίκτυα, τα οποία της αποφέρουν αμύθητα κέρδη από χρηματιστηριακές, τραπεζικές, και εφοπλιστικές δραστηριότητες, ενώ επιπλέον δεν κερδίζουν τίποτα μένοντας στις προηγούμενες ψυχροπολεμικές ιδεολογικές σταθερές (τις προηγούμενες δεκαετίες το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» ήταν το βολικότερο κριτήριο για να επιχειρήσει το ελληνικό κεφάλαιο την αρχική του συσσώρευση μετά από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μάλιστα με κρατική-ατλαντική στήριξη), οι άτυποι «εταίροι» του ελληνικού κράτους δεν έχουν πια λόγο και συνθήκη ύπαρξης.
Η θεσμική εκκλησία και οι καθηγητές των Θεολογικών Σχολών βιώνουν την τελευταία δεκαπενταετία ένα άγχος επιβίωσης και ταυτότητας, μιας και δεν φαίνονται ικανοί να επανερμηνεύσουν και να νοηματοδοτήσουν εκ νέου την κυρίαρχη πολιτική και πολιτιστική συνθήκη. Μένοντας αυτάρεσκα εγκλωβισμένοι στην δική τους θεολογική(;) πρόσληψη της πραγματικότητας και εμμένοντας σε μια αχρονική και ανιστορική κατανόηση της Ιστορίας, πίστεψαν το πρόσκαιρο για αιώνιο, θεώρησαν το καιρικό για παντοτινό, νόμισαν την στιγμή για την αιώνια (εγκόσμια και χιλιαστική ωστόσο) Βασιλεία του Θεού. Κατάλαβαν ότι τα προνόμια και η θέση που τους επεφύλαξε μια φορά κι έναν καιρό το ελληνικό μετεμφυλιακό κράτος, ως πνευματικών ταγών της κυρίαρχης κρατικοθρησκευτικής ιδεολογίας, τουτέστιν του αντικομμουνισμού, ήταν το μοναδικό, αλλά και ευλογημένο εκκλησιαστικά, πεπρωμένο τους. Έτσι, βλέποντας το μάθημα των Θρησκευτικών, το οποίο θεμελίωσαν «κατ΄ εικόνα και καθ’ ομοίωσή τους», να εξοβελίζεται εκ των πραγμάτων από την ανταγωνιστική εκπαιδευτική πραγματικότητα, έχοντας εξαντλήσει από καιρό τον όποιο –αν υπήρξε ποτέ- δυναμισμό του, «απορούν και εξίστανται» κατακεραυνώνοντας τις αιώνιες «σκοτεινές δυνάμεις», τις οποίες ουδέποτε ομολογούν φανερά, αλλά πάντοτε ψιθυριστά: μην είναι ο σατανικός Κίσινγκερ, ο οποίος θέλει να μην είμαστε πια έλληνες, τηλαυγείς φάροι της Οικουμένης, μην είναι οι σιωνιστές, που μας κατατρέχουν επειδή μας μισούν αφόρητα, μην είναι οι μασώνοι, οι οποίοι θέλουν να επανασυστήσουν τα αρχαία ειδωλολατρικά μυστήρια και να μας κάνουν με το ζόρι λάτρεις του Απόλλωνα και της Αφροδίτης, μην είναι ο Πάπας, ο οποίος είναι πρόδρομος του αντιχρίστου, μην είναι η λέσχη Μπίλντενμπεργκ, και τα παρόμοια νεοεποχίτικα όργανα που βάλλουν ενάντια στην θρησκεία και την ελληνικότητά μας για να μας κάνει πολτό;
Απομεινάρια μιας τέτοιας ελίτ, η οποία χάνει ολοένα τα προνόμιά της, οι Καθηγητές των Θεολογικών Σχολών τα τελευταία χρόνια ξέχασαν(;) το συντεχνιακό ανταγωνισμό που σοβούσε δεκαετίες μεταξύ τους και συνδιασκέπτονται, οργανώνουν συνέδρια, βγάζουν πορίσματα επιστημονικά σχετικά με την θέση και το μέλλον των Θεολογικών Σχολών και του μαθήματος των Θρησκευτικών στην ελληνική πραγματικότητα. Αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να αναμασούν τα ίδια τετριμμένα επιχειρήματα περί «εκκλησιαστικού/ομολογιακού» χαρακτήρα του μαθήματος, περί της προσφοράς του στην ελληνική εκπαιδευτική ιστορία, περί του πόσο πολύ ανάγκη έχει η ελληνική κοινωνία την παράδοση την οποία διασώζει το μάθημα, άρα πόσο πολύ πολύτιμοι είναι και αυτοί που εκπαιδεύουν αυτούς που θα το διδάξουν. Ενώ θα μπορούσαν δεκαετίες τώρα να είχαν επιβάλλει οι ίδιοι την μετατροπή του μαθήματος σε θρησκειολογικό ή πολιτιστικό, προκειμένου να διασώσουν και αυτό αλλά και την ίδια την ύπαρξή τους στο πανεπιστημιακό γίγνεσθαι. Δεν το έκαναν. Τώρα πλέον είναι μάλλον αργά, τόσο για τους ίδιους, όσο και για το μάθημα, αλλά και για όσους το διδάσκουν στην Μέση Εκπαίδευση (ο γράφων ανήκει σε αυτήν την επαγγελματική κοινότητα). Το μάθημα των Θρησκευτικών πιθανότατα θα εξακολουθήσει να υποβαθμίζεται και μαζί μ’ αυτό και οι θεράποντές του, είτε ανήκουν στην δευτεροβάθμια είτε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ η θεσμική Εκκλησία προσπαθεί απεγνωσμένα από την πλευρά της να δώσει παράταση σε αυτό το «χρονικό του προαναγγελθέντος θανάτου» με την ίδρυση των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, σαν να μπορεί να κάνει ό,τι δεν μπόρεσαν οι μέχρι τώρα συνοδοιπόροι της.
Ωστόσο, ας μην βιαστούν να θρηνολογήσουν όσοι –ελάχιστοι μάλλον, ευτυχώς- αγάπησαν και πίστεψαν ειλικρινά στο μάθημα αυτό. Ακόμα κι αν οι ταγμένοι θεσμοφύλακές του το πρόδωσαν, έρχονται άλλοι, έντιμοι και ειλικρινείς, να το ξαναναστήσουν, από άλλα μετερίζια και άλλες θέσεις, τις οποίες ούτε που υποψιάζονται οι επαγγελματίες διαχειριστές του και να το κάνουν αυτό που πραγματικά είναι: την βίαιη και έλλογη αναμέτρηση του ανθρώπου με τον εαυτό του, την «άνευ ορίων και άνευ όρων» αυθυπέρβασή του.
Δημήτρης Αρκάδας
Θεολόγος Καθηγητής 1ου Γυμνασίου Αίγινας
Ολόκληρη η ανάρτηση...