Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015
Ψυχαναγκασμοί πανικού και μωρίας
του Χρήστου Γιανναρά
Προέλευση:Καθημερινή
Στο πολιτικό αλφαβητάρι της ελληνικότητας που μάς άφησε κληρονομιά, ατίμητη και αγνοημένη, ο Οδυσσέας Ελύτης («Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά», Ικαρος 1990), αποτυπώνει και το βασανιστικό δίλημμα όσων πολιτών ομοφρονούν (ακόμα) με τον ποιητή και θα βρεθούν μπροστά στην κάλπη την ερχόμενη Κυριακή:
«Δεν τολμάς να τραβήξεις μιαν από τις αξίες που πιστεύεις ότι ικανοποιούν την εθνική σου φιλαυτία, και βλέπεις να βγαίνουν μαζί της ένα σωρό άνθρωποι των χρηματιστηρίων, που ανεβοκατεβαίνουν στην κόλαση όπως στο σπίτι τους. Δεν κοτάς ν’ αγγίξεις μιαν από τις αξίες που ικανοποιούν τα αισθήματά σου για κοινωνική δικαιοσύνη, και βρίσκεσαι να “κάνεις πορεία” μ’ ένα συρφετό ανθρώπων που δεν έχουν δική τους σκέψη αλλά την περιμένουν από τον καθοδηγητή τους. Ετσι όμως η ψυχή μας υποχρεώνεται να κυλήσει πάνω σε δύο γραμμές που αδυνατούμε να παραλληλίσουμε. Ο εκτροχιασμός είναι αναπόφευκτος. Θεέ μου! Κι εγώ που ονειρευόμουν να παραλληλιστούν άλλου είδους γραμμές, κι απέβλεπα στις συντεταγμένες του γυμνού σώματος και της δικαιοσύνης, της αλκής και της ιερότητας, του παρθενικού και του ηδυπαθούς! Που ζητούσα να καθαγιασθούν πρώτα μέσα στο άδυτον του κάθε ιδιώτη τα “κοινά” και έτσι μόνον να γίνουν κανόνες ζωής για όλους, με το ίδιο ήθος και την ίδια δύναμη».
Σήμερα η σύγχυση και παραφθορά των «αξιών» (δηλαδή των εκτιμήσεων της ποιότητας και των ιεραρχήσεων της ανάγκης) έχει οδηγήσει την ελλαδική κοινωνία σε τέτοια ασυναρτησία και παραλογισμό, που ακόμα και οι σταθερές των εννοιών έχουν αποσυντεθεί. Ο «πατριωτισμός» είναι καραμέλα στα χείλη καιροσκόπων καραγκιόζηδων ή περιθωριακών τραμπούκων. Για «κοινωνική δικαιοσύνη» μιλάνε οι βασανιστές της φτωχολογιάς και των ανήμπορων: τα συνδικαλισμένα «ρετιρέ», οι άσσοι των «απεργιών κοινωνικού κόστους», τα βλαστάρια των «καλών οικογενειών» που εκδικούνται την ανία τους καίγοντας ή καταστρέφοντας με λύσσα κάθε ίχνος κοινωνικής περιουσίας.
«Φιλολαϊκή πολιτική» επαγγέλλονται οι προστάτες των πενηντάρηδων (και κάτω) συνταξιούχων, οι φανατισμένοι αρνητές κάθε αξιοκρατίας και κάθε ελέγχου της ποιότητας και της συμπεριφοράς των λειτουργών του κράτους, οι υπερασπιστές της ασύδοτης «πελατειακής» δημοσιοϋπαλληλίας, του ολοκληρωτικού καθεστώτος της διαπλοκής κομμάτων και «νταβατζήδων». Μιλάνε για «προτεραιότητα της παιδείας» αυτοί που παρέδωσαν τα πανεπιστήμια και τα σχολειά στον κρετινισμό των «κομματικών νεολαιών», αυτοί που ετσιθελικά, με αναίσχυντη φασιστική αυθαιρεσία, επέβαλαν τη μονοτονική γραφή, δηλαδή το βίαιο τέλος της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού, γλωσσικής συνέχειας, με μπαϊράκι την καφρική «ιδεολογία της ευκολίας».
Οι νοσταλγοί του σοβιετικού «παραδείσου» συνεχίζουν να «μάχονται» δήθεν για «ελευθερίες» και «δικαιώματα», με τη νοσταλγία τους να παρακάμπτει ψυχαναγκαστικά τη φρικώδη κακουργία των Γκουλάγκ και της Κολιμά, τα εκατομμύρια των σφαγιασμένων στον βωμό του τρόμου, τη θηριωδία της πιο εφιαλτικής απανθρωπίας που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης μας. Ναι, έχουν ακόμα κόμμα στην Ελλάδα οι νοσταλγοί του ολοκληρωτισμού της παράνοιας και οπαδοί της δικτατορίας (δήθεν του προλεταριάτου), κόμμα νομιμοποιημένο από τον «εθνάρχη» Καραμανλή – ωσάν να είναι ποτέ δυνατό να νομιμοποιηθεί σε μια συντεταγμένη κοινωνία η κατάλυση των νόμων, να υποκατασταθεί το κράτος Δικαίου από το «δίκιο του εργάτη», όπως φαντάζεται αυτό το «δίκιο» το κάθε γκρουπούσκουλο μανιακών της βίας και της καταστροφής.
Αλλά το πολίτευμα στο Ελλαδιστάν είναι η απολυταρχική κομματοκρατία, γι’ αυτό δεν υπάρχει και Σύνταγμα: χάρτης που να οριοθετεί κοινωνικούς στόχους κοινά συμφωνημένους και τη διαφορά των θεσμικών τρόπων για την επιδίωξη των στόχων. Οι κυβερνήσεις κατηγορούνται από τις αντιπολιτεύσεις ότι «έχουν κάνει το Σύνταγμα κουρελόχαρτο» και ο καταλογισμός είναι τεκμηριωμένος, όχι ρητορικός. Κουρελόχαρτο, επειδή κάθε αναθεώρηση του Συντάγματος θωρακίζει πληρέστερα την απολυταρχική κομματοκρατία και κάθε αντιπολίτευση, όταν γίνεται κυβέρνηση, επιτείνει την εκδοχή του «κουρελόχαρτου» για να στήσει το δικό της πελατειακό κράτος.
Συμπληρώνει ο Σεφέρης το κληροδότημα πολιτικής αγωγής του Ελύτη, με ακόμα μεγαλύτερη πίκρα: «Βρίσκω, λέει, πως είναι θλιβερό και βαρύ, καθώς προχωρούν τα χρόνια, να καταλήγω στο συμπέρασμα πως δεν έχουμε προκόψει ούτε μια γραμμή σε αυτά τα ζητήματα (τα πολιτικά). Κι όταν ένας τόπος δε δείχνει προκοπή μέσα σε σαράντα χρόνια, αυτό σημαίνει πως πέφτει κατακόρυφα».
Σαράντα εννέα επιπλέον χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο Σεφέρης κατέθετε αυτή την πικρή πιστοποίηση (1966). Και η κατρακύλα του τόπου επιτάθηκε ακατάσχετη, πήρε την ταχύτητα χιονοστιβάδας. Φτάσαμε σήμερα σε τέτοιες επιδόσεις θρασύτητας, ώστε να δημιουργεί «καινούργιο» κόμμα διεκδικώντας και πάλι ρόλο στη διαχείριση των κοινών, ποιος; Ο ολίγιστος των Παπανδρέου, από τους κατεξοχήν υπόδικους στις συνειδήσεις για την ολοκληρωτική καταστροφή που ζει η χώρα σήμερα, πρόσωπο - σύμβολο της ανικανότητας και της διεθνούς γελοιοποίησης του ελληνικού ονόματος.
Τι θα έλεγαν άραγε σήμερα ο Σεφέρης, ο Ελύτης για το πολιτικό μας σκηνικό, τις μακάβριες φιγούρες των αμετανόητων κομματανθρώπων που οδήγησαν, τα τελευταία τρία χρόνια, την Ελλάδα στη διάλυση και στην ατίμωση. Τουλάχιστον δεν τολμούν να ζητήσουν την ψήφο μας όσοι κακούργησαν τον εξωφρενικό υπερδανεισμό της χώρας για να γιγαντώσουν το πελατειακό τους κράτος. Τη ζητούν όμως αυτοί που για να συντηρήσουν άθικτη τη χλιδή των «νταβατζήδων» και των πραιτωριανών, λήστεψαν τον αποταμιευμένο στα ασφαλιστικά ταμεία και στα ελληνικά «ομόλογα» μόχθο των πολιτών, οδήγησαν τη χώρα στον εφιάλτη της χρεοκοπίας: στις δέκα επιχειρήσεις να έχουν κλείσει οι οχτώ, η αποβιομηχάνιση να είναι σχεδόν ολοκληρωτική, η ανεργία σωστή κόλαση και ψυχολογικό μαρτύριο για τις μισές (τουλάχιστον) οικογένειες στην Ελλάδα. Η νεολαία να ξενιτεύεται, η εθνική ανεξαρτησία χαμένη, το ελληνικό όνομα ταυτισμένο διεθνικά με τον εξευτελισμό και την ντροπή.
Ρητορεύουν έξαλλοι σαν νευρόσπαστα οι ένοχοι, πανικόβλητοι μήπως χάσουν τις καρέκλες και βρεθούν στο εδώλιο, αθύρματα μιας αντιπολίτευσης που οι ίδιοι με την παραφροσύνη τους την εξέθρεψαν και τη γιγάντωσαν: μετέτρεψαν ένα συνονθύλευμα από ιδεολογικές θρησκοληψίες σε κόμμα εξουσίας με σαρωτική των πάντων δυναμική.
Οι εξελίξεις δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν. Ολόκληρη η ανάρτηση...
Προέλευση:Καθημερινή
Στο πολιτικό αλφαβητάρι της ελληνικότητας που μάς άφησε κληρονομιά, ατίμητη και αγνοημένη, ο Οδυσσέας Ελύτης («Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά», Ικαρος 1990), αποτυπώνει και το βασανιστικό δίλημμα όσων πολιτών ομοφρονούν (ακόμα) με τον ποιητή και θα βρεθούν μπροστά στην κάλπη την ερχόμενη Κυριακή:
«Δεν τολμάς να τραβήξεις μιαν από τις αξίες που πιστεύεις ότι ικανοποιούν την εθνική σου φιλαυτία, και βλέπεις να βγαίνουν μαζί της ένα σωρό άνθρωποι των χρηματιστηρίων, που ανεβοκατεβαίνουν στην κόλαση όπως στο σπίτι τους. Δεν κοτάς ν’ αγγίξεις μιαν από τις αξίες που ικανοποιούν τα αισθήματά σου για κοινωνική δικαιοσύνη, και βρίσκεσαι να “κάνεις πορεία” μ’ ένα συρφετό ανθρώπων που δεν έχουν δική τους σκέψη αλλά την περιμένουν από τον καθοδηγητή τους. Ετσι όμως η ψυχή μας υποχρεώνεται να κυλήσει πάνω σε δύο γραμμές που αδυνατούμε να παραλληλίσουμε. Ο εκτροχιασμός είναι αναπόφευκτος. Θεέ μου! Κι εγώ που ονειρευόμουν να παραλληλιστούν άλλου είδους γραμμές, κι απέβλεπα στις συντεταγμένες του γυμνού σώματος και της δικαιοσύνης, της αλκής και της ιερότητας, του παρθενικού και του ηδυπαθούς! Που ζητούσα να καθαγιασθούν πρώτα μέσα στο άδυτον του κάθε ιδιώτη τα “κοινά” και έτσι μόνον να γίνουν κανόνες ζωής για όλους, με το ίδιο ήθος και την ίδια δύναμη».
Σήμερα η σύγχυση και παραφθορά των «αξιών» (δηλαδή των εκτιμήσεων της ποιότητας και των ιεραρχήσεων της ανάγκης) έχει οδηγήσει την ελλαδική κοινωνία σε τέτοια ασυναρτησία και παραλογισμό, που ακόμα και οι σταθερές των εννοιών έχουν αποσυντεθεί. Ο «πατριωτισμός» είναι καραμέλα στα χείλη καιροσκόπων καραγκιόζηδων ή περιθωριακών τραμπούκων. Για «κοινωνική δικαιοσύνη» μιλάνε οι βασανιστές της φτωχολογιάς και των ανήμπορων: τα συνδικαλισμένα «ρετιρέ», οι άσσοι των «απεργιών κοινωνικού κόστους», τα βλαστάρια των «καλών οικογενειών» που εκδικούνται την ανία τους καίγοντας ή καταστρέφοντας με λύσσα κάθε ίχνος κοινωνικής περιουσίας.
«Φιλολαϊκή πολιτική» επαγγέλλονται οι προστάτες των πενηντάρηδων (και κάτω) συνταξιούχων, οι φανατισμένοι αρνητές κάθε αξιοκρατίας και κάθε ελέγχου της ποιότητας και της συμπεριφοράς των λειτουργών του κράτους, οι υπερασπιστές της ασύδοτης «πελατειακής» δημοσιοϋπαλληλίας, του ολοκληρωτικού καθεστώτος της διαπλοκής κομμάτων και «νταβατζήδων». Μιλάνε για «προτεραιότητα της παιδείας» αυτοί που παρέδωσαν τα πανεπιστήμια και τα σχολειά στον κρετινισμό των «κομματικών νεολαιών», αυτοί που ετσιθελικά, με αναίσχυντη φασιστική αυθαιρεσία, επέβαλαν τη μονοτονική γραφή, δηλαδή το βίαιο τέλος της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού, γλωσσικής συνέχειας, με μπαϊράκι την καφρική «ιδεολογία της ευκολίας».
Οι νοσταλγοί του σοβιετικού «παραδείσου» συνεχίζουν να «μάχονται» δήθεν για «ελευθερίες» και «δικαιώματα», με τη νοσταλγία τους να παρακάμπτει ψυχαναγκαστικά τη φρικώδη κακουργία των Γκουλάγκ και της Κολιμά, τα εκατομμύρια των σφαγιασμένων στον βωμό του τρόμου, τη θηριωδία της πιο εφιαλτικής απανθρωπίας που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης μας. Ναι, έχουν ακόμα κόμμα στην Ελλάδα οι νοσταλγοί του ολοκληρωτισμού της παράνοιας και οπαδοί της δικτατορίας (δήθεν του προλεταριάτου), κόμμα νομιμοποιημένο από τον «εθνάρχη» Καραμανλή – ωσάν να είναι ποτέ δυνατό να νομιμοποιηθεί σε μια συντεταγμένη κοινωνία η κατάλυση των νόμων, να υποκατασταθεί το κράτος Δικαίου από το «δίκιο του εργάτη», όπως φαντάζεται αυτό το «δίκιο» το κάθε γκρουπούσκουλο μανιακών της βίας και της καταστροφής.
Αλλά το πολίτευμα στο Ελλαδιστάν είναι η απολυταρχική κομματοκρατία, γι’ αυτό δεν υπάρχει και Σύνταγμα: χάρτης που να οριοθετεί κοινωνικούς στόχους κοινά συμφωνημένους και τη διαφορά των θεσμικών τρόπων για την επιδίωξη των στόχων. Οι κυβερνήσεις κατηγορούνται από τις αντιπολιτεύσεις ότι «έχουν κάνει το Σύνταγμα κουρελόχαρτο» και ο καταλογισμός είναι τεκμηριωμένος, όχι ρητορικός. Κουρελόχαρτο, επειδή κάθε αναθεώρηση του Συντάγματος θωρακίζει πληρέστερα την απολυταρχική κομματοκρατία και κάθε αντιπολίτευση, όταν γίνεται κυβέρνηση, επιτείνει την εκδοχή του «κουρελόχαρτου» για να στήσει το δικό της πελατειακό κράτος.
Συμπληρώνει ο Σεφέρης το κληροδότημα πολιτικής αγωγής του Ελύτη, με ακόμα μεγαλύτερη πίκρα: «Βρίσκω, λέει, πως είναι θλιβερό και βαρύ, καθώς προχωρούν τα χρόνια, να καταλήγω στο συμπέρασμα πως δεν έχουμε προκόψει ούτε μια γραμμή σε αυτά τα ζητήματα (τα πολιτικά). Κι όταν ένας τόπος δε δείχνει προκοπή μέσα σε σαράντα χρόνια, αυτό σημαίνει πως πέφτει κατακόρυφα».
Σαράντα εννέα επιπλέον χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο Σεφέρης κατέθετε αυτή την πικρή πιστοποίηση (1966). Και η κατρακύλα του τόπου επιτάθηκε ακατάσχετη, πήρε την ταχύτητα χιονοστιβάδας. Φτάσαμε σήμερα σε τέτοιες επιδόσεις θρασύτητας, ώστε να δημιουργεί «καινούργιο» κόμμα διεκδικώντας και πάλι ρόλο στη διαχείριση των κοινών, ποιος; Ο ολίγιστος των Παπανδρέου, από τους κατεξοχήν υπόδικους στις συνειδήσεις για την ολοκληρωτική καταστροφή που ζει η χώρα σήμερα, πρόσωπο - σύμβολο της ανικανότητας και της διεθνούς γελοιοποίησης του ελληνικού ονόματος.
Τι θα έλεγαν άραγε σήμερα ο Σεφέρης, ο Ελύτης για το πολιτικό μας σκηνικό, τις μακάβριες φιγούρες των αμετανόητων κομματανθρώπων που οδήγησαν, τα τελευταία τρία χρόνια, την Ελλάδα στη διάλυση και στην ατίμωση. Τουλάχιστον δεν τολμούν να ζητήσουν την ψήφο μας όσοι κακούργησαν τον εξωφρενικό υπερδανεισμό της χώρας για να γιγαντώσουν το πελατειακό τους κράτος. Τη ζητούν όμως αυτοί που για να συντηρήσουν άθικτη τη χλιδή των «νταβατζήδων» και των πραιτωριανών, λήστεψαν τον αποταμιευμένο στα ασφαλιστικά ταμεία και στα ελληνικά «ομόλογα» μόχθο των πολιτών, οδήγησαν τη χώρα στον εφιάλτη της χρεοκοπίας: στις δέκα επιχειρήσεις να έχουν κλείσει οι οχτώ, η αποβιομηχάνιση να είναι σχεδόν ολοκληρωτική, η ανεργία σωστή κόλαση και ψυχολογικό μαρτύριο για τις μισές (τουλάχιστον) οικογένειες στην Ελλάδα. Η νεολαία να ξενιτεύεται, η εθνική ανεξαρτησία χαμένη, το ελληνικό όνομα ταυτισμένο διεθνικά με τον εξευτελισμό και την ντροπή.
Ρητορεύουν έξαλλοι σαν νευρόσπαστα οι ένοχοι, πανικόβλητοι μήπως χάσουν τις καρέκλες και βρεθούν στο εδώλιο, αθύρματα μιας αντιπολίτευσης που οι ίδιοι με την παραφροσύνη τους την εξέθρεψαν και τη γιγάντωσαν: μετέτρεψαν ένα συνονθύλευμα από ιδεολογικές θρησκοληψίες σε κόμμα εξουσίας με σαρωτική των πάντων δυναμική.
Οι εξελίξεις δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν. Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ετικέτες
Λόγος πολιτικός
Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015
Το Δεσποινάκι κι ο Κεμάλ
Είχα τυλίξει πολύ σφιχτά το κασκόλ μου βγαίνοντας από την κινηματογραφική αίθουσα. Εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ στη νυχτερινή Αθήνα ήταν από τα πιο παγωμένα των τελευταίων χρόνων. Από εκείνα που κρίνουν επιτακτική την ανάγκη να σφίξεις περισσότερο το κασκόλ σου, να κουλουριαστείς στο χοντρό σου παλτό, να βρεις μια γλυκιά σκέψη να ζεστάνει το μυαλό σου προτού το σκεπάσεις κι αυτό με το απαραίτητο για τέτοιες καταστάσεις σκουφί. Δεν θα είχα περπατήσει πάνω από δέκα βήματα από την έξοδο της κινηματογραφικής αίθουσας όταν ένιωσα ένα ελαφρύ χέρι να μου πιάνει τον ώμο. Γύρισα κάπως απότομα με κίνδυνο να ταρακουνήσω τις εικόνες από την ταινία που ήδη ταξίδευαν στη σκέψη μου. Πίσω από την παλάμη που φιλοξενούνταν σε ένα κατάμαυρο γάντι διέκρινα ένα γνώριμο πρόσωπο. Όταν το χέρι κατέβηκε αντίκρισα ξεκάθαρα το πρόσωπο ˙ τα μάτια μου μίκρυναν στη προσπάθειά τους να ταξιδέψουν γρήγορα στις χώρες των μακρινών αναμνήσεων. Τότε μου χαμογέλασε.
-Δεσποινάκι! Το μεγάλο χαμόγελο πίσω από το παιδικό πρόσωπο άνηκε σε ένα παιδί που πριν από οκτώ περίπου χρόνια είχε υποσχεθεί πως θα άλλαζε τον κόσμο! Ήταν η εποχή που συζητούσαμε μεθυσμένοι από στίχους, ανάμεσα σε λόγια θαυμασμού κι απορίας, για τα ποιήματα του Τσέζαρε Παβέζε και τα νυχτερινά οράματα των ασμάτων του Τζουζέπε Ουνγκαρέττι. Οι νέοι, όσο είναι ακόμη μαθητές, έχουν μια ασύλληπτης ευφυΐας ικανότητα να αντιλαμβάνονται το νόημα των σπουδαίων πραγμάτων διαφορετικά. Τι κουβέντες είχαμε κάνει τότε με τους συμμαθητές της Δέσποινας! Τι λόγια, τι υποσχέσεις τι ερωτήματα και τι απαντήσεις έβρεξαν ελπίδες εκείνες τις ώρες που στους τέσσερις τοίχους της παλιάς αίθουσας ακούγονταν τα δρομολόγια του θανάτου που θα έρθει αλλά θα έχει τα μάτια της ικανοποίησης, του έρωτα, του χωρισμού, της γεμάτης ζωής. Μιλούσαμε για ώρες για όσα αξίζει να ζει κανείς, τι είναι άραγε αυτό που σε πάει από την κόλαση στον Παράδεισο και το αντίστροφο, τι είναι τέλος πάντων αυτό που κάνει το σύμπαν ολόκληρο όμορφο.
Στο τελευταίο μάθημα κάποιος είχε φέρει κι ακούσαμε τον Κεμάλ, τον ήρωα των στίχων του Γκάτσου και της μουσικής του Χατζιδάκι, τα τελευταία λόγια χαιρετισμού προς τον γενναίο ήρωα που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο όλο, πως «αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ». Στο τέλος εκείνης της μέρας θυμάμαι πως το Δεσποινάκι είχε σηκωθεί, τελευταία αυτή ανάμεσα σε όλους, είχε πλημμυρίσει το χώρο με το φωτεινό χαμόγελό της και είχε δώσει στους παρευρισκόμενους μια μεγάλη υπόσχεση.
– Ο Κεμάλ έκανε λάθος. Ξεκίνησε από τον εαυτό του, ήθελε να τα αλλάξει όλα, αλλά δεν άλλαξε ο ίδιος. Ήταν ήρωας αλλά έμεινε ήρωας. Ως εκεί. Τίποτα πιο ουσιαστικό! Γι’ αυτό απέτυχε. Μόνο μεγάλα λόγια! Χορτάσαμε από ήρωες που δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο επειδή δεν μπορούν να αλλάξουν πρώτα τον εαυτό τους. Δε ξέρω πού θα σταματήσετε εσείς, αλλά αν κουραστείτε ή φοβηθείτε και σταματήσετε μη νιώσετε απελπισία. Αν δεν μπορείτε εσείς, τον κόσμο θα τον αλλάξω όλον εγώ!
Στο νου μου χωράνε ακόμη τα χειροκροτήματα των παιδιών, η αγκαλιά που της έδωσα με όλη την περηφάνια και την βαθιά ελπίδα συμπυκνωμένη σε αυτήν κι η αντανάκλαση της σιγουριάς, της βαθιάς πίστης πως ο κόσμος αυτός θα γίνει καλύτερος, αξίζει και πρέπει να γίνει καλύτερος γιατί τη στιγμή που όλοι θα κουραστούμε θα υπάρχει ένας μικρός αγωνιστής με μεγάλη καρδιά και ακόμη μεγαλύτερα όνειρα κι ελπίδες, ένα πλάσμα με το όνομα Δεσποινάκι που θα συνεχίζει να διορθώνει τα στραβά της ιστορίας και τα λάθη όλων μας.
Μέσα στο έντονο κρύο του χειμώνα τα δυο χαμόγελά μας ταξίδεψαν όλο γλυκύτητα πίσω από τις αγκαλιασμένες μας πλάτες. Έπειτα κοιταχτήκαμε κατά πρόσωπο και αφού της έπιασα τα χέρια δεν μπορούσα να μην την ρωτήσω: -Τον άλλαξες τον κόσμο Δεσποινάκι;
Δίχως να αλλάξει καθόλου το σχήμα του προσώπου της το χαμόγελό της έγινε ακόμη πιο φωτεινό. Με ένα της νεύμα μού έκανε νόημα να γυρίσω τη θέα μου στο παράθυρο του διπλανού αυτοκινήτου που με αναμμένα τα φώτα είχε σταθμεύσει σχεδόν δίπλα μας. Πίσω από τα χνωτισμένα του τζάμια, στα πίσω καθίσματα δυο προσωπάκια δυο μικρών αγγέλων μας κοιτούσαν απορημένα με τα χέρια ακουμπισμένα στο παράθυρο. Δεν πρέπει να ήταν και τα δυο πάνω από τριών ετών. Στο μπροστινό κάθισμα ένας νέος άντρας, ο πατέρας των παιδιών μάλλον, μού χαμογέλασε ζεστά υψώνοντας ελαφρά το χέρι σαν σε χαιρετισμό προς κάποιον άγνωστο κι όμως από κάπου γνωστό. Ανταποδίδοντας τον χαιρετισμό με χαιρετισμό και τα περίεργα παιδικά βλέμματα με ένα χαμόγελο σαν αγκαλιά γύρισα το πρόσωπό μου στο Δεσποινάκι.
- Μαμά λοιπόν.
– Ναι, μαμά. Πριν λίγα χρόνια Δεσποινάκι, εδώ και δυόμιση χρόνια μαμά. Θυμάστε ποιο είχαμε πει πως είναι το μυστικό που θα αλλάξει τον κόσμο;
Η ερώτησή της βρήκε μια κοινή απάντηση από τα χείλη και των δυο μας. -Η αγάπη που δεν θα κουραστεί! Χαμογελάσαμε μαζί. Έπειτα εκείνη μου έσφιξε τις παλάμες και συνέχισε.
– Κάποτε είχα κουραστεί κι ήμουν πολύ κοντά στην απελπισία. Έλεγα πως ο κόσμος αυτός δεν αλλάζει, δεν θα αλλάξει ποτέ, είναι πολύ μεγάλος και πολύ δυνατός για να αλλάξει από εμένα. Και τότε θυμήθηκα αυτά που λέγαμε. Πως ο κόσμος αυτός δεν θα αλλάξει παρά μόνο με την αγάπη. Θα αλλάξει από την αγάπη που δεν θα κουραστεί να δίνεται, από την αγάπη που θα εξακολουθεί να υπάρχει και να προσφέρεται εξαιτίας μας ακόμη κι όταν εμείς θα έχουμε φύγει. Αλήθεια πέστε μου, υπάρχει πιο σίγουρος τρόπος να αγαπάς τον κόσμο όλον επειδή μέσα του κατοικούν τα πρόσωπα που αγαπάς πάνω από όλα; Υπάρχει πιο μεγάλη λαχτάρα να θες να γίνει ο κόσμος καλύτερος επειδή σε αυτόν θα ζουν τα παιδιά σου; Δε θα πάψω πια να αγωνίζομαι. Δε μπορώ, δεν έχω πια το δικαίωμα να μην αγωνίζομαι.
Την αγκάλιασα ξανά δυνατά κι εκείνη ψιθύρισε με μια αίσθηση συγκίνησης: Σημασία δεν έχει να αγαπάς αλλά το πόσο αγαπάς, σωστά θυμάμαι;
-Σωστά Δεσποινάκι, σωστά θυμάσαι. Ανάμεσα στα τόσα παιδιά που υπήρξατε άριστοι μαθητές των σπουδαίων κατορθωμάτων, θυμάσαι κι εσύ μαζί τους πως η ευτυχία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια άθληση αγάπης. Μιας αγάπης που πρέπει να σχετιστεί με οτιδήποτε άλλο έξω από τον εαυτό σου, με οτιδήποτε κι οποιονδήποτε μπορεί κι αξίζει να σου δείξει τον Παράδεισο επί γης, τον Θεό στα πρόσωπα των μικρών παιδιών, των ανθρώπων αυτών που αγαπάς πολύ κι αυτών που αγαπάς πιο λίγο. Όλα είναι στην ποσότητα. Για την αγάπη ισχύει ευτυχώς πως εν τω πολλώ το ευ. Έτσι κατακτιέται και το πάντα και το όλα. Και στην ποσότητα και στον χρόνο και στον τρόπο. Εκεί είναι το μυστικό. Κι όποιος έμαθε καλά, έμαθε για πάντα.
Το Δεσποινάκι μπήκε στο αυτοκίνητο που την περίμενε κι αφού με χαιρέτησαν οικογενειακώς μού χάρισαν την πιο τρυφερή και ζεστή εικόνα εκείνης της παγωμένης χειμωνιάτικης νυχτιάς στο κέντρο της πόλης. Τέσσερις άνθρωποι που ζουν την αγάπη, που θα ζουν για την αγάπη, που θα ζουν από την αγάπη. Τέσσερις άνθρωποι που έγιναν αγάπη. Δίχως μεγάλες διακηρύξεις, μεγάλα λόγια και βαρύγδουπες προκηρύξεις. Έτσι απλά, αγαπώντας!
Σκέπασα τα λευκά μου μαλλιά με το κατάμαυρο σκουφί μου, τους ξανάφερα στο νου μου και χαμογέλασα με μια γλυκύτητα που πλημμύρισε τις αισθήσεις. Οι πρώτες νιφάδες του χιονιού άρχισαν να στροβιλίζονται γύρω μου. Άνοιξα το βήμα και εξακολουθούσα, πίσω από το σφιχτό μου κασκόλ να χαμογελώ. Καληνύχτα Κεμάλ. Σου είπαν ψέματα. Αυτός ο κόσμος έχει αλλάξει κι αλλάζει όσο υπάρχουν ακόμη Δεσποινάκια που αγαπούν αληθινά. Καληνύχτα Κεμάλ. Αυτός ο κόσμος αλλάζει! Ολόκληρη η ανάρτηση...
-Δεσποινάκι! Το μεγάλο χαμόγελο πίσω από το παιδικό πρόσωπο άνηκε σε ένα παιδί που πριν από οκτώ περίπου χρόνια είχε υποσχεθεί πως θα άλλαζε τον κόσμο! Ήταν η εποχή που συζητούσαμε μεθυσμένοι από στίχους, ανάμεσα σε λόγια θαυμασμού κι απορίας, για τα ποιήματα του Τσέζαρε Παβέζε και τα νυχτερινά οράματα των ασμάτων του Τζουζέπε Ουνγκαρέττι. Οι νέοι, όσο είναι ακόμη μαθητές, έχουν μια ασύλληπτης ευφυΐας ικανότητα να αντιλαμβάνονται το νόημα των σπουδαίων πραγμάτων διαφορετικά. Τι κουβέντες είχαμε κάνει τότε με τους συμμαθητές της Δέσποινας! Τι λόγια, τι υποσχέσεις τι ερωτήματα και τι απαντήσεις έβρεξαν ελπίδες εκείνες τις ώρες που στους τέσσερις τοίχους της παλιάς αίθουσας ακούγονταν τα δρομολόγια του θανάτου που θα έρθει αλλά θα έχει τα μάτια της ικανοποίησης, του έρωτα, του χωρισμού, της γεμάτης ζωής. Μιλούσαμε για ώρες για όσα αξίζει να ζει κανείς, τι είναι άραγε αυτό που σε πάει από την κόλαση στον Παράδεισο και το αντίστροφο, τι είναι τέλος πάντων αυτό που κάνει το σύμπαν ολόκληρο όμορφο.
Στο τελευταίο μάθημα κάποιος είχε φέρει κι ακούσαμε τον Κεμάλ, τον ήρωα των στίχων του Γκάτσου και της μουσικής του Χατζιδάκι, τα τελευταία λόγια χαιρετισμού προς τον γενναίο ήρωα που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο όλο, πως «αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ». Στο τέλος εκείνης της μέρας θυμάμαι πως το Δεσποινάκι είχε σηκωθεί, τελευταία αυτή ανάμεσα σε όλους, είχε πλημμυρίσει το χώρο με το φωτεινό χαμόγελό της και είχε δώσει στους παρευρισκόμενους μια μεγάλη υπόσχεση.
– Ο Κεμάλ έκανε λάθος. Ξεκίνησε από τον εαυτό του, ήθελε να τα αλλάξει όλα, αλλά δεν άλλαξε ο ίδιος. Ήταν ήρωας αλλά έμεινε ήρωας. Ως εκεί. Τίποτα πιο ουσιαστικό! Γι’ αυτό απέτυχε. Μόνο μεγάλα λόγια! Χορτάσαμε από ήρωες που δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο επειδή δεν μπορούν να αλλάξουν πρώτα τον εαυτό τους. Δε ξέρω πού θα σταματήσετε εσείς, αλλά αν κουραστείτε ή φοβηθείτε και σταματήσετε μη νιώσετε απελπισία. Αν δεν μπορείτε εσείς, τον κόσμο θα τον αλλάξω όλον εγώ!
Στο νου μου χωράνε ακόμη τα χειροκροτήματα των παιδιών, η αγκαλιά που της έδωσα με όλη την περηφάνια και την βαθιά ελπίδα συμπυκνωμένη σε αυτήν κι η αντανάκλαση της σιγουριάς, της βαθιάς πίστης πως ο κόσμος αυτός θα γίνει καλύτερος, αξίζει και πρέπει να γίνει καλύτερος γιατί τη στιγμή που όλοι θα κουραστούμε θα υπάρχει ένας μικρός αγωνιστής με μεγάλη καρδιά και ακόμη μεγαλύτερα όνειρα κι ελπίδες, ένα πλάσμα με το όνομα Δεσποινάκι που θα συνεχίζει να διορθώνει τα στραβά της ιστορίας και τα λάθη όλων μας.
Μέσα στο έντονο κρύο του χειμώνα τα δυο χαμόγελά μας ταξίδεψαν όλο γλυκύτητα πίσω από τις αγκαλιασμένες μας πλάτες. Έπειτα κοιταχτήκαμε κατά πρόσωπο και αφού της έπιασα τα χέρια δεν μπορούσα να μην την ρωτήσω: -Τον άλλαξες τον κόσμο Δεσποινάκι;
Δίχως να αλλάξει καθόλου το σχήμα του προσώπου της το χαμόγελό της έγινε ακόμη πιο φωτεινό. Με ένα της νεύμα μού έκανε νόημα να γυρίσω τη θέα μου στο παράθυρο του διπλανού αυτοκινήτου που με αναμμένα τα φώτα είχε σταθμεύσει σχεδόν δίπλα μας. Πίσω από τα χνωτισμένα του τζάμια, στα πίσω καθίσματα δυο προσωπάκια δυο μικρών αγγέλων μας κοιτούσαν απορημένα με τα χέρια ακουμπισμένα στο παράθυρο. Δεν πρέπει να ήταν και τα δυο πάνω από τριών ετών. Στο μπροστινό κάθισμα ένας νέος άντρας, ο πατέρας των παιδιών μάλλον, μού χαμογέλασε ζεστά υψώνοντας ελαφρά το χέρι σαν σε χαιρετισμό προς κάποιον άγνωστο κι όμως από κάπου γνωστό. Ανταποδίδοντας τον χαιρετισμό με χαιρετισμό και τα περίεργα παιδικά βλέμματα με ένα χαμόγελο σαν αγκαλιά γύρισα το πρόσωπό μου στο Δεσποινάκι.
- Μαμά λοιπόν.
– Ναι, μαμά. Πριν λίγα χρόνια Δεσποινάκι, εδώ και δυόμιση χρόνια μαμά. Θυμάστε ποιο είχαμε πει πως είναι το μυστικό που θα αλλάξει τον κόσμο;
Η ερώτησή της βρήκε μια κοινή απάντηση από τα χείλη και των δυο μας. -Η αγάπη που δεν θα κουραστεί! Χαμογελάσαμε μαζί. Έπειτα εκείνη μου έσφιξε τις παλάμες και συνέχισε.
– Κάποτε είχα κουραστεί κι ήμουν πολύ κοντά στην απελπισία. Έλεγα πως ο κόσμος αυτός δεν αλλάζει, δεν θα αλλάξει ποτέ, είναι πολύ μεγάλος και πολύ δυνατός για να αλλάξει από εμένα. Και τότε θυμήθηκα αυτά που λέγαμε. Πως ο κόσμος αυτός δεν θα αλλάξει παρά μόνο με την αγάπη. Θα αλλάξει από την αγάπη που δεν θα κουραστεί να δίνεται, από την αγάπη που θα εξακολουθεί να υπάρχει και να προσφέρεται εξαιτίας μας ακόμη κι όταν εμείς θα έχουμε φύγει. Αλήθεια πέστε μου, υπάρχει πιο σίγουρος τρόπος να αγαπάς τον κόσμο όλον επειδή μέσα του κατοικούν τα πρόσωπα που αγαπάς πάνω από όλα; Υπάρχει πιο μεγάλη λαχτάρα να θες να γίνει ο κόσμος καλύτερος επειδή σε αυτόν θα ζουν τα παιδιά σου; Δε θα πάψω πια να αγωνίζομαι. Δε μπορώ, δεν έχω πια το δικαίωμα να μην αγωνίζομαι.
Την αγκάλιασα ξανά δυνατά κι εκείνη ψιθύρισε με μια αίσθηση συγκίνησης: Σημασία δεν έχει να αγαπάς αλλά το πόσο αγαπάς, σωστά θυμάμαι;
-Σωστά Δεσποινάκι, σωστά θυμάσαι. Ανάμεσα στα τόσα παιδιά που υπήρξατε άριστοι μαθητές των σπουδαίων κατορθωμάτων, θυμάσαι κι εσύ μαζί τους πως η ευτυχία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια άθληση αγάπης. Μιας αγάπης που πρέπει να σχετιστεί με οτιδήποτε άλλο έξω από τον εαυτό σου, με οτιδήποτε κι οποιονδήποτε μπορεί κι αξίζει να σου δείξει τον Παράδεισο επί γης, τον Θεό στα πρόσωπα των μικρών παιδιών, των ανθρώπων αυτών που αγαπάς πολύ κι αυτών που αγαπάς πιο λίγο. Όλα είναι στην ποσότητα. Για την αγάπη ισχύει ευτυχώς πως εν τω πολλώ το ευ. Έτσι κατακτιέται και το πάντα και το όλα. Και στην ποσότητα και στον χρόνο και στον τρόπο. Εκεί είναι το μυστικό. Κι όποιος έμαθε καλά, έμαθε για πάντα.
Το Δεσποινάκι μπήκε στο αυτοκίνητο που την περίμενε κι αφού με χαιρέτησαν οικογενειακώς μού χάρισαν την πιο τρυφερή και ζεστή εικόνα εκείνης της παγωμένης χειμωνιάτικης νυχτιάς στο κέντρο της πόλης. Τέσσερις άνθρωποι που ζουν την αγάπη, που θα ζουν για την αγάπη, που θα ζουν από την αγάπη. Τέσσερις άνθρωποι που έγιναν αγάπη. Δίχως μεγάλες διακηρύξεις, μεγάλα λόγια και βαρύγδουπες προκηρύξεις. Έτσι απλά, αγαπώντας!
Σκέπασα τα λευκά μου μαλλιά με το κατάμαυρο σκουφί μου, τους ξανάφερα στο νου μου και χαμογέλασα με μια γλυκύτητα που πλημμύρισε τις αισθήσεις. Οι πρώτες νιφάδες του χιονιού άρχισαν να στροβιλίζονται γύρω μου. Άνοιξα το βήμα και εξακολουθούσα, πίσω από το σφιχτό μου κασκόλ να χαμογελώ. Καληνύχτα Κεμάλ. Σου είπαν ψέματα. Αυτός ο κόσμος έχει αλλάξει κι αλλάζει όσο υπάρχουν ακόμη Δεσποινάκια που αγαπούν αληθινά. Καληνύχτα Κεμάλ. Αυτός ο κόσμος αλλάζει! Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ετικέτες
Μποτίλιες στο πέλαγος
Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015
Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015
Πρωτοχρονιά στο Παρίσι
Σε άλλες εποχές ήταν η απόλυτη κοινωνική καταξίωση! Πρωτοχρονιά στο Παρίσι, στη φωτισμένη Δύση, κάπου τέλος πάντων μακριά από το καημένο βαλκανικό χωριό. Τα χρόνια άλλαξαν, η οικονομική κρίση ισοπέδωσε αξίες δεκαετιών και το όνειρο των Παρισίων έγινε πρωτοχρονιάτικη εξόρμηση στην Αράχωβα, το Μέτσοβο, άντε και μέχρι το Μπάνσκο για τους λιγοστούς ακόμη κατέχοντες τα αντίλυτρα μιας αξιοπρεπούς εορταστικής διαβίωσης! Θα μου πεις όποιος πρόλαβε πρόλαβε και τώρα αυτοί που κάποτε ξόδευαν αλόγιστα και επιπόλαια, τώρα στις δύσκολες αυτές εποχές της οικονομικής στενότητας, έχουν τουλάχιστον να θυμούνται ένα εορταστικό τετραήμερο στην Ευρώπη, Παρίσι, Λονδίνο, κάποτε πηγαίναμε και Νέα Υόρκη αλλά τι στο καλό, ένα Παρίσι κάθε μαθητευόμενος κοσμοπολίτης που σεβόταν τον εαυτό του, το έχει πραγματοποιήσει. Το πρόβλημα είναι τι γίνεται από δω και πέρα, πώς στο καλό θα ζήσουμε δίχως αυτό το μεγάλο όνειρο της Πρωτοχρονιάς σε κάποιο Παρίσι.
Το όνειρο είναι πανέμορφο όταν κρατάει λίγο. Μετά όπως λένε οι σοφότεροι, όταν κρατάει πολύ μετατρέπεται σε εφιάλτη. Οι περισσότεροι από εμάς ανατραφήκαμε πολιτισμικά με τούτο το όνειρο αναπαράγοντας την ευρύτατα διαδεδομένη νοοτροπία των παλαιότερων ετών περί της ανωτερότητας της Δύσης έναντι του φτωχού δικού μας ελληνικού χωριού. Δε ξέρω ποια γνώμη έχουν οι ψυχίατροι γι’ αυτό κι ίσως να ήταν αντικείμενο μιας πιο σημαντικής έρευνας. Θαρρώ όμως πως αξίζει να ρωτήσουμε τον εαυτό μας για αυτή την αδικαιολόγητη τάση φυγής που πίσω από ένα μεγάλο ταξίδι έκρυβε ένα ακόμη μεγαλύτερο ψέμα. Τη διακινδύνευση να δεις τον εαυτό σου κατάματα και να τον αντιμετωπίσεις. Η Πρωτοχρονιά κάτω από τον πύργο του Άιφελ υπήρξε η δικαιολογία για να είμαστε πάντα κάπου αλλού όταν τα πράγματα στένευαν κι έπρεπε να αναμετρηθούμε κατά πρόσωπο με τον εαυτό μας. Πώς να καθίσεις στο γιορτινό τραπέζι απέναντι σε άλλους γεμάτους εσωτερικά προβλήματα ανθρώπους όταν ο ίδιος δεν έχεις λύσει τα δικά σου; Καλύτερα να λείπεις από κοντά τους, να κρύψεις επιμελώς τις αποτυχίες σου κι όταν με το καλό ξανασμίξετε να αραδιάσεις στο κινητό σου πλήθος φωτογραφιών από ευτυχισμένες μουμιοποιημένες στιγμές μιας ευτυχισμένης αλλαγής του χρόνου στο εξωτερικό. Όλοι θα συζητάτε γι’ αυτό, νομίζοντας πως εκεί βρίσκεσαι κι εσύ. Αυτό δεν τους βολεύει όλους;
Ο μεγάλος Καβάφης όμως το είχε πει πολύ σοφά. Πήγαινε και στο Παρίσι, στη μακρινή Αυστραλία, ακόμη κι ως την άκρη του κόσμου. «Η πόλις θα σ’ ακολουθεί». Όπου κι αν πας, ό,τι κι αν κάνεις, η πόλις, αυτό που είσαι στ’ αλήθεια θα σε κυνηγά, θα είναι μέσα σου, δίπλα σου, γύρω σου γιατί αυτό είσαι εσύ. Τι σημασία έχει να το περιφέρεις από εδώ κι από εκεί προσπαθώντας να ξεγελάσεις τον εαυτό σου πως είσαι κάποιος άλλος; Τους άλλους μια χαρά τους ξεγελάς, τον εαυτό σου όμως; Σημασία έχει να φαίνεσαι κάτι, όχι να είσαι κάποιος. Υπήκοος; Πελάτης; Ποιος νοιάζεται; Αρκεί να ασχολούνται με την εικόνα, τη λαμπερή εικόνα, αυτή που τέλος πάντων αξίζει να μαζέψει μεγάλο αριθμό likes στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Τι νόημα έχει άλλωστε να κάνεις ταξίδια μόνο και μόνο για να πιστέψεις πως ανήκεις αλλού εκτός από την πραγματικότητά σου; Να είσαι πάντα κάπου αλλού, κάπως αλλιώς, με κάποιους άλλους, επειδή ακριβώς αυτό το εδώ και τώρα με το εσύ κι ο άλλος είναι τόσο μα τόσο δύσκολο. Για κούραση θα μιλάμε τώρα; Ετοίμασε τις βαλίτσες, ένα ταξίδι μακριά από όλους κι από όλα είναι η λύση. Και οι βαλίτσες θα φτιάχνονται, τα ψέματα θα πακετάρονται μια χαρά, στοιβαγμένα δίπλα σε αναπολόγητες διαψεύσεις και επίμοχθες αποτυχίες, το ταξίδι θα παραμένει τόπος, θα παραμένει πάντα κάπου και κάτι έξω και μακριά από εσένα και το μόνο καινούριο που θα φέρνεις με την επιστροφή θα είναι αυτές οι εκατοντάδες φωτογραφίες της επιδέξια καμουφλαρισμένης μοναξιάς σου. Τα ταξίδια μάτια μου είναι τρόπος, όχι τόπος, το έχουμε ξαναπεί.
Μα καλά θα μου πεις. Κι αν είναι έτσι; Αν η Πρωτοχρονιά στο Παρίσι δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα μεγάλο ψέμα που κυοφορήθηκε μεν στη κοιλιά της παρακμάζουσας κοσμοπολίτικης διαφημιστικής εποχής μας αλλά ζήτησε τα επίχειρα της γέννησής του από εσένα τον ίδιο; Τι να κάνω; Είμαι αναγκασμένος να περνώ τις γιορτές, την αλλαγή του χρόνου, το παγκόσμιο σύμβολο της αλλαγής δίπλα στους δικούς μου; Δίπλα σε ένα περιβάλλον που δεν αλλάζει παρά μόνο με ανακοινώσεις γέννησης ή κηδείας; Όχι. Κανείς δε προτείνει κάτι τέτοιο. Απλά θα χρειαστεί να αποδεχτείς πρώτα αυτό που είσαι με όλα τα άσχημα και όλα τα θετικά του. Θα χρειαστεί να δεις τι μπορείς και τι πρέπει να κάνεις με αυτό τον εαυτό που δεν σου φταίει σε τίποτα να τον τραβολογάς σε μακρινά ταξίδια μόνο και μόνο για να τον κάνεις να πιστέψει πως είναι κάποιος άλλος κι όχι εσύ. Όπως και στον κόσμο των μεγάλων παραισθήσεων. Εκεί χρήμα και ναρκωτικά, εδώ πολυτέλεια και φαντασία. Τι να την κάνεις την σκληρή πραγματικότητα όταν αυτή η τόσο εύκολη και τόσο χλιδάτη φαντασίωση της λαμπερής ζωής που δεν έζησες είναι τόσο βέβαιη και τόσο ανέξοδα αποκτημένη με τα εισιτήρια (μετ’ επιστροφής εννοείται κρίση έχουμε) ενός λαμπερού προορισμού. Ναι, ο προορισμός θα φωτίσει τα σκοτάδια μου, τα φώτα από τις μεγάλες λάμπες της Champs-Élysées, τα φανταχτερά στολίδια από τον πύργο του Άιφελ, τα αμέτρητα φλας από τις φωτογραφίες του κινητού μου, όλα θα αναδεικνύουν το τουριστικό χαμόγελό μου μπρος από την καλά κρυμμένη κατάδική μου πόλι που θα με ακολουθεί ισόβια κολλημένη σε κάθε ίχνος της ιστορίας μου.
Την επόμενη φορά που θα ακούσετε κάποιον να σας εξιστορεί τις εορταστικές του διακοπές σε κάποιο κοσμοπολίτικο θέρετρο του εξωτερικού ρωτήστε τον πόσο καιρό εν μέσω κρίσης μάζευε αυτά τα χρήματα για να υλοποιήσει το μεγάλο προσκύνημα στη δική του Μέκκα της ευζωίας. Αν παραδεχτεί πως δούλευε σκληρά όλο το χρόνο για αυτό το ταξίδι, χτυπήστε τον ελαφρά στον ώμο και δώστε του συλλυπητήρια. Μπορεί να μην έχετε φωτογραφίες με διαφημιστικές πόζες να του δείξετε αλλά τουλάχιστον έναν χρόνο εσείς τολμήσατε να ζήσετε όπως αυτός έζησε για ένα μόνο τετραήμερο. Στην οικονομία των αληθινών στιγμών και των συγκινητικών αναμνήσεων οι αλήθειες μετράνε αλλιώς. Ο μεγάλος Χρήστος Βακαλόπουλος σε ένα παλιό τεύχος του περιοδικού «Αντί» είχε πει κάποια λόγια τα οποία νομίζω θα ΄ταν η ιδανική συμβουλή – επίλογος. Όποτε ξανακούσετε για Πρωτοχρονιά στο Παρίσι πείτε τα πρώτα στον εαυτό σας. Από την απάντηση που θα λάβετε θα χρειαστείτε είτε απλά έναν καθρέφτη είτε αεροπορικά εισιτήρια. «Ίσως από κει να έμαθε ότι σήμερα πιο σπουδαίο είναι να φαίνεσαι παρά να είσαι κάτι, να παριστάνεις ότι ζεις ενώ στην πραγματικότητα αργοπεθαίνεις μέσα σε πολυτελείς τάφους [...] Πολυτέλεια και φαντασία: να από τι κινδυνεύουμε πραγματικά, από τη διάθεσή μας να χωθούμε, πάση θυσία, σε μια μεγάλη παραίσθηση. Οι κάθε είδους μεταμοντέρνοι μας το κοπανάνε συνεχώς: ζείτε σε μια άθλια χώρα, κινητοποιηθείτε και καταστρέψτε την πραγματική σας ζωή, πουληθείτε στις οργανωμένες φαντασιώσεις για να γλυτώσετε από τον εαυτό σας. […] Αν συμφιλιωθούμε με αυτό που είμαστε ήδη, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να γίνουμε κάτι. Διαφορετικά θα ξοδεύουμε λεφτά μόνο και μόνο για να φανταζόμαστε ότι υπάρχουμε». ( «Αντί», τ. 389) Ολόκληρη η ανάρτηση...
Το όνειρο είναι πανέμορφο όταν κρατάει λίγο. Μετά όπως λένε οι σοφότεροι, όταν κρατάει πολύ μετατρέπεται σε εφιάλτη. Οι περισσότεροι από εμάς ανατραφήκαμε πολιτισμικά με τούτο το όνειρο αναπαράγοντας την ευρύτατα διαδεδομένη νοοτροπία των παλαιότερων ετών περί της ανωτερότητας της Δύσης έναντι του φτωχού δικού μας ελληνικού χωριού. Δε ξέρω ποια γνώμη έχουν οι ψυχίατροι γι’ αυτό κι ίσως να ήταν αντικείμενο μιας πιο σημαντικής έρευνας. Θαρρώ όμως πως αξίζει να ρωτήσουμε τον εαυτό μας για αυτή την αδικαιολόγητη τάση φυγής που πίσω από ένα μεγάλο ταξίδι έκρυβε ένα ακόμη μεγαλύτερο ψέμα. Τη διακινδύνευση να δεις τον εαυτό σου κατάματα και να τον αντιμετωπίσεις. Η Πρωτοχρονιά κάτω από τον πύργο του Άιφελ υπήρξε η δικαιολογία για να είμαστε πάντα κάπου αλλού όταν τα πράγματα στένευαν κι έπρεπε να αναμετρηθούμε κατά πρόσωπο με τον εαυτό μας. Πώς να καθίσεις στο γιορτινό τραπέζι απέναντι σε άλλους γεμάτους εσωτερικά προβλήματα ανθρώπους όταν ο ίδιος δεν έχεις λύσει τα δικά σου; Καλύτερα να λείπεις από κοντά τους, να κρύψεις επιμελώς τις αποτυχίες σου κι όταν με το καλό ξανασμίξετε να αραδιάσεις στο κινητό σου πλήθος φωτογραφιών από ευτυχισμένες μουμιοποιημένες στιγμές μιας ευτυχισμένης αλλαγής του χρόνου στο εξωτερικό. Όλοι θα συζητάτε γι’ αυτό, νομίζοντας πως εκεί βρίσκεσαι κι εσύ. Αυτό δεν τους βολεύει όλους;
Ο μεγάλος Καβάφης όμως το είχε πει πολύ σοφά. Πήγαινε και στο Παρίσι, στη μακρινή Αυστραλία, ακόμη κι ως την άκρη του κόσμου. «Η πόλις θα σ’ ακολουθεί». Όπου κι αν πας, ό,τι κι αν κάνεις, η πόλις, αυτό που είσαι στ’ αλήθεια θα σε κυνηγά, θα είναι μέσα σου, δίπλα σου, γύρω σου γιατί αυτό είσαι εσύ. Τι σημασία έχει να το περιφέρεις από εδώ κι από εκεί προσπαθώντας να ξεγελάσεις τον εαυτό σου πως είσαι κάποιος άλλος; Τους άλλους μια χαρά τους ξεγελάς, τον εαυτό σου όμως; Σημασία έχει να φαίνεσαι κάτι, όχι να είσαι κάποιος. Υπήκοος; Πελάτης; Ποιος νοιάζεται; Αρκεί να ασχολούνται με την εικόνα, τη λαμπερή εικόνα, αυτή που τέλος πάντων αξίζει να μαζέψει μεγάλο αριθμό likes στις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Τι νόημα έχει άλλωστε να κάνεις ταξίδια μόνο και μόνο για να πιστέψεις πως ανήκεις αλλού εκτός από την πραγματικότητά σου; Να είσαι πάντα κάπου αλλού, κάπως αλλιώς, με κάποιους άλλους, επειδή ακριβώς αυτό το εδώ και τώρα με το εσύ κι ο άλλος είναι τόσο μα τόσο δύσκολο. Για κούραση θα μιλάμε τώρα; Ετοίμασε τις βαλίτσες, ένα ταξίδι μακριά από όλους κι από όλα είναι η λύση. Και οι βαλίτσες θα φτιάχνονται, τα ψέματα θα πακετάρονται μια χαρά, στοιβαγμένα δίπλα σε αναπολόγητες διαψεύσεις και επίμοχθες αποτυχίες, το ταξίδι θα παραμένει τόπος, θα παραμένει πάντα κάπου και κάτι έξω και μακριά από εσένα και το μόνο καινούριο που θα φέρνεις με την επιστροφή θα είναι αυτές οι εκατοντάδες φωτογραφίες της επιδέξια καμουφλαρισμένης μοναξιάς σου. Τα ταξίδια μάτια μου είναι τρόπος, όχι τόπος, το έχουμε ξαναπεί.
Μα καλά θα μου πεις. Κι αν είναι έτσι; Αν η Πρωτοχρονιά στο Παρίσι δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα μεγάλο ψέμα που κυοφορήθηκε μεν στη κοιλιά της παρακμάζουσας κοσμοπολίτικης διαφημιστικής εποχής μας αλλά ζήτησε τα επίχειρα της γέννησής του από εσένα τον ίδιο; Τι να κάνω; Είμαι αναγκασμένος να περνώ τις γιορτές, την αλλαγή του χρόνου, το παγκόσμιο σύμβολο της αλλαγής δίπλα στους δικούς μου; Δίπλα σε ένα περιβάλλον που δεν αλλάζει παρά μόνο με ανακοινώσεις γέννησης ή κηδείας; Όχι. Κανείς δε προτείνει κάτι τέτοιο. Απλά θα χρειαστεί να αποδεχτείς πρώτα αυτό που είσαι με όλα τα άσχημα και όλα τα θετικά του. Θα χρειαστεί να δεις τι μπορείς και τι πρέπει να κάνεις με αυτό τον εαυτό που δεν σου φταίει σε τίποτα να τον τραβολογάς σε μακρινά ταξίδια μόνο και μόνο για να τον κάνεις να πιστέψει πως είναι κάποιος άλλος κι όχι εσύ. Όπως και στον κόσμο των μεγάλων παραισθήσεων. Εκεί χρήμα και ναρκωτικά, εδώ πολυτέλεια και φαντασία. Τι να την κάνεις την σκληρή πραγματικότητα όταν αυτή η τόσο εύκολη και τόσο χλιδάτη φαντασίωση της λαμπερής ζωής που δεν έζησες είναι τόσο βέβαιη και τόσο ανέξοδα αποκτημένη με τα εισιτήρια (μετ’ επιστροφής εννοείται κρίση έχουμε) ενός λαμπερού προορισμού. Ναι, ο προορισμός θα φωτίσει τα σκοτάδια μου, τα φώτα από τις μεγάλες λάμπες της Champs-Élysées, τα φανταχτερά στολίδια από τον πύργο του Άιφελ, τα αμέτρητα φλας από τις φωτογραφίες του κινητού μου, όλα θα αναδεικνύουν το τουριστικό χαμόγελό μου μπρος από την καλά κρυμμένη κατάδική μου πόλι που θα με ακολουθεί ισόβια κολλημένη σε κάθε ίχνος της ιστορίας μου.
Την επόμενη φορά που θα ακούσετε κάποιον να σας εξιστορεί τις εορταστικές του διακοπές σε κάποιο κοσμοπολίτικο θέρετρο του εξωτερικού ρωτήστε τον πόσο καιρό εν μέσω κρίσης μάζευε αυτά τα χρήματα για να υλοποιήσει το μεγάλο προσκύνημα στη δική του Μέκκα της ευζωίας. Αν παραδεχτεί πως δούλευε σκληρά όλο το χρόνο για αυτό το ταξίδι, χτυπήστε τον ελαφρά στον ώμο και δώστε του συλλυπητήρια. Μπορεί να μην έχετε φωτογραφίες με διαφημιστικές πόζες να του δείξετε αλλά τουλάχιστον έναν χρόνο εσείς τολμήσατε να ζήσετε όπως αυτός έζησε για ένα μόνο τετραήμερο. Στην οικονομία των αληθινών στιγμών και των συγκινητικών αναμνήσεων οι αλήθειες μετράνε αλλιώς. Ο μεγάλος Χρήστος Βακαλόπουλος σε ένα παλιό τεύχος του περιοδικού «Αντί» είχε πει κάποια λόγια τα οποία νομίζω θα ΄ταν η ιδανική συμβουλή – επίλογος. Όποτε ξανακούσετε για Πρωτοχρονιά στο Παρίσι πείτε τα πρώτα στον εαυτό σας. Από την απάντηση που θα λάβετε θα χρειαστείτε είτε απλά έναν καθρέφτη είτε αεροπορικά εισιτήρια. «Ίσως από κει να έμαθε ότι σήμερα πιο σπουδαίο είναι να φαίνεσαι παρά να είσαι κάτι, να παριστάνεις ότι ζεις ενώ στην πραγματικότητα αργοπεθαίνεις μέσα σε πολυτελείς τάφους [...] Πολυτέλεια και φαντασία: να από τι κινδυνεύουμε πραγματικά, από τη διάθεσή μας να χωθούμε, πάση θυσία, σε μια μεγάλη παραίσθηση. Οι κάθε είδους μεταμοντέρνοι μας το κοπανάνε συνεχώς: ζείτε σε μια άθλια χώρα, κινητοποιηθείτε και καταστρέψτε την πραγματική σας ζωή, πουληθείτε στις οργανωμένες φαντασιώσεις για να γλυτώσετε από τον εαυτό σας. […] Αν συμφιλιωθούμε με αυτό που είμαστε ήδη, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να γίνουμε κάτι. Διαφορετικά θα ξοδεύουμε λεφτά μόνο και μόνο για να φανταζόμαστε ότι υπάρχουμε». ( «Αντί», τ. 389) Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ετικέτες
Μποτίλιες στο πέλαγος
Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014
Το όνομά μου
Αναρτήθηκε από
Υπουργός Ονείρων
στις
2:02 π.μ.
Τι έχεις να πεις;
1 ΕΚΑΝΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ. ΠΡΟΣΘΕΣΕ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΟΥ ΣΧΟΛΙΟ.

Ετικέτες
Για την αγάπη
Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014
Ο μύθος των Χριστουγέννων
Ο μύθος των Χριστουγέννων κρατιέται με τη βία απ' τα παράθυρα και από τις πόρτες, κρεμασμένος σε πανύψηλα κι αφιλόξενα σύγχρονα σκυθρωπά κτίρια. Τον συντηρούν οι δραστηριότητες της αγοράς, τα συμφέροντα των εμπόρων, οι ανελεύθερες κυβερνήσεις- πλην ανατολικών- και οι ακόμη πιο ανελεύθερες θρησκευτικές οργανώσεις, τέλος, οι αστοί και οι εργατικοί, πρόσφατοι μετανάστες στην αστική τάξη, που κατ' ουσίαν κυβερνάν τον κόσμο μας, και που επιθυμούν θρησκευτικές αιτιολογίες και παραδόσεις για διασκέδαση, απόλαυση κι' αμεριμνησία. Ούτε για τα παιδιά, δεν έμειναν τα σύμβολα ανέγγιχτα. Κι αυτά ακόμη προσπαθούν να ονειρεύονται μέσα από τις εφιαλτικές ειδικές εκπομπές της τηλεόρασης, κι από’ να σπίτι που τις μέρες αυτές, δεν έχει να προσθέσει κανένα αληθινό αγαθό, ούτε υποδομή για μια γενναία ονειροπόληση- ονειροπόληση ενός κόσμου ιδανικού, που να τον κυβερνάει ο Χριστός και οι Άγιοι του, με αρχηγό τον Αϊ Βασίλη. Ιδιαίτερα στον τόπο μας, τα Χριστούγεννα γίνανε μέρες συναλλαγής και αυτοϊκανοποίησης. Ευκαιρία για μια ευρωπαϊκή παράσταση. Αν είχαμε και λίγο περισσότερο χιόνι, ώ τότες τα πράγματα θα’ σαν καλύτερα.
Η γέννηση του Χριστού παραμένει πια μια επέτειος άγονη και χωρίς αίσθημα. Και η Αθήνα μας, σαν καπνιστό τσουκάλι οινομαγειρείου χωρίς φωτιά και θέρμανση, ζει την αγιότητα των ημερών, σκυθρωπά, άχαρα και κουρασμένα. Οι δρόμοι σκοτεινοί, για οικονομία βέβαια ηλεκτρισμού, αλλά φαντάζουν απείρως σκοτεινότεροι έτσι καθώς περιέχουν ολοένα και περισσότερο, αναίδεια, αναπηρία και ανανδρία.
Η δυστυχία ολοφάνερη στα μάτια των γερόντων, που φεύγουν κάθε μέρα από κοντά μας θλιμμένοι κι απροστάτευτοι, γνωρίζοντας καλά πια πως γεννήσανε λειψούς ανθρώπους και πολύ χιόνι, που ατέλειωτα θα τους σκεπάζει στους αιώνες. Τα κάλαντα, τα δώρα και οι αγιασμοί, δεν πείθουνε κανένα ότι προσφέρουνε αγάπη και παράδοση. Μόνο τα πρόσωπα μερικών παιδιών και μερικών γριών που περιφέρονται θλιμμένες, είναι ό,τι διαθέτει ο κόσμος μας, για ν' αγαπάς τις μέρες τούτες.
Κι έτσι που ο μύθος των Χριστουγέννων έγινε δίσκος τουρισμού, ζωγραφική σε λαϊκή αγορά, σύνθημα αυτοκόλλητο σε πρακτορείο Προ-Πo, βγήκανε για σεργιάνι χιλιάδες αυτοκίνητα, να πουν τα κάλαντα τα εθνικά, τα θρησκευτικά και τα καταναλωτικά. Πόσο μας ξεκουράζει αυτό το ράντισμα πετρελαίου εις τας οδούς, για να στολίσουμε το σπίτι, για να φωτογραφίσουμε το στολισμένο κέντρο της πόλης, ν' αφήσουμε τα δώρα μας στους τροχονόμους αστυνομικούς και τέλος να επιστρέψουμε κατάκοποι την μεσημβρία σπίτι μας, για το απαραίτητο και παραδοσιακό γεύμα παραμονής.
Μάνος Χατζιδάκις, Κυριακή 24 Δεκέμβρη 1978
Από « Τα σχόλια του τρίτου» του Μάνου Χατζιδάκι, εκδόσεις Εξάντας Ολόκληρη η ανάρτηση...
Η γέννηση του Χριστού παραμένει πια μια επέτειος άγονη και χωρίς αίσθημα. Και η Αθήνα μας, σαν καπνιστό τσουκάλι οινομαγειρείου χωρίς φωτιά και θέρμανση, ζει την αγιότητα των ημερών, σκυθρωπά, άχαρα και κουρασμένα. Οι δρόμοι σκοτεινοί, για οικονομία βέβαια ηλεκτρισμού, αλλά φαντάζουν απείρως σκοτεινότεροι έτσι καθώς περιέχουν ολοένα και περισσότερο, αναίδεια, αναπηρία και ανανδρία.
Η δυστυχία ολοφάνερη στα μάτια των γερόντων, που φεύγουν κάθε μέρα από κοντά μας θλιμμένοι κι απροστάτευτοι, γνωρίζοντας καλά πια πως γεννήσανε λειψούς ανθρώπους και πολύ χιόνι, που ατέλειωτα θα τους σκεπάζει στους αιώνες. Τα κάλαντα, τα δώρα και οι αγιασμοί, δεν πείθουνε κανένα ότι προσφέρουνε αγάπη και παράδοση. Μόνο τα πρόσωπα μερικών παιδιών και μερικών γριών που περιφέρονται θλιμμένες, είναι ό,τι διαθέτει ο κόσμος μας, για ν' αγαπάς τις μέρες τούτες.
Κι έτσι που ο μύθος των Χριστουγέννων έγινε δίσκος τουρισμού, ζωγραφική σε λαϊκή αγορά, σύνθημα αυτοκόλλητο σε πρακτορείο Προ-Πo, βγήκανε για σεργιάνι χιλιάδες αυτοκίνητα, να πουν τα κάλαντα τα εθνικά, τα θρησκευτικά και τα καταναλωτικά. Πόσο μας ξεκουράζει αυτό το ράντισμα πετρελαίου εις τας οδούς, για να στολίσουμε το σπίτι, για να φωτογραφίσουμε το στολισμένο κέντρο της πόλης, ν' αφήσουμε τα δώρα μας στους τροχονόμους αστυνομικούς και τέλος να επιστρέψουμε κατάκοποι την μεσημβρία σπίτι μας, για το απαραίτητο και παραδοσιακό γεύμα παραμονής.
Μάνος Χατζιδάκις, Κυριακή 24 Δεκέμβρη 1978
Από « Τα σχόλια του τρίτου» του Μάνου Χατζιδάκι, εκδόσεις Εξάντας Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ετικέτες
Λόγος πολιτικός
Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014
Οι πιο ωραίες ιστορίες
Οἱ πιό ὡραῖες ἱστορίες θά εἰπωθοῦν γιά μας
ὅταν δέ θά 'ναι πιά κανείς νά τίς ἀκούσει.
Από τη συλλογή «Ο τυφλός με το λύχνο» του Τάσου Λειβαδίτη, εκδόσεις Κέδρος Ολόκληρη η ανάρτηση...
ὅταν δέ θά 'ναι πιά κανείς νά τίς ἀκούσει.
Από τη συλλογή «Ο τυφλός με το λύχνο» του Τάσου Λειβαδίτη, εκδόσεις Κέδρος Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ετικέτες
Αχτίδα της εβδομάδας
Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014
Κάθε στιγμή αρχή
Γιατί ἡ ζωή εἶναι ἀτελείωτη
καί μπορεῖ κανείς νά ξαναρχίσει
καί δυό φορές, νά ξαναρχίσει κάθε
μέρα, κάθε ὥρα, κάθε στιγμή. Γιατί
δέν εἶναι ἄλλος δρόμος ἄλλο χέρι,
ἄλλο ὄνομα, ἄλλη σημαία, ἄλλη καρδιά,
ἄλλο ἄστρο, ἄλλη δικαιοσύνη ἄπ’ τή ζωή.
Από τη συλλογή «Οι γυναίκες με τ ’αλογίσια μάτια» του Τάσου Λειβαδίτη, εκδόσεις Κέδρος Ολόκληρη η ανάρτηση...
καί μπορεῖ κανείς νά ξαναρχίσει
καί δυό φορές, νά ξαναρχίσει κάθε
μέρα, κάθε ὥρα, κάθε στιγμή. Γιατί
δέν εἶναι ἄλλος δρόμος ἄλλο χέρι,
ἄλλο ὄνομα, ἄλλη σημαία, ἄλλη καρδιά,
ἄλλο ἄστρο, ἄλλη δικαιοσύνη ἄπ’ τή ζωή.
Από τη συλλογή «Οι γυναίκες με τ ’αλογίσια μάτια» του Τάσου Λειβαδίτη, εκδόσεις Κέδρος Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ετικέτες
Αχτίδα της εβδομάδας
Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014
«Η κόρη μου, η όμορφη αποτυχία μου»
Προέλευση: www.iefimerida.gr
Στο ερώτημα που θέτει κάθε γονιός για το παιδί του, τι είναι ευτυχία, προσπαθεί να δώσει απάντηση η δημοσιογράφος του Guardian Λούσι Κλαρκ μέσω του άρθρου της «Η κόρη μου, η όμορφη αποτυχία μου».
Οπως γράφει η δημοσιογράφος, χάρη στην κόρη της επαναπροσδιόρισε τη σημασία και το νόημα της λέξης επιτυχίας και αν δεν είναι ανθεκτικότητα της κόρης της απέναντι στις δυσκολίες, τότε δεν ξέρει τι άλλο μπορεί να είναι.
Η Κλαρκ πήρε ως αφορμή την αποτυχία της κόρης της στο σχολείο. Κατά τις δύο τελευταίες τάξεις του σχολείου, η κόρη της απέτυχε σε όλα από το να είναι στην ώρα της, μέχρι να παραδώσει εγκαίρως τις εργασίες της. Μάλιστα, οι επιστολές που έφταναν στο σπίτι τους για την «κακή» της συμπεριφορά απέναντι στις σχολικές της υποχρεώσεις ήταν τόσες πολλές, που η Κλαρκ παραδέχεται πως εδώ και έναν χρόνο σταμάτησε να τις ανοίγει. Μάλιστα, τους τελευταίους έξι μήνες, βρέθηκε πολλές φορές στο χείλος της αποβολής.
«Ηταν δύσκολο για τους καθηγητές της. Ηταν δύσκολο για τους γονείς της» γράφει η Κλαρκ η οποία ωστόσο παραδέχεται πως «περισσότερο από όλους πιο δύσκολο ήταν για εκείνη την ίδια». Και προσθέτει: «Κάθε μέρα της ζωής της κόρης μου στο λύκειο ήταν ένα αγώνας. Ξυπνά το πρωί και μόνο στη σκέψη πως πάει στο σχολείο, είναι σαν να νιώθει πως πρέπει να ανέβει στην κορυφή ενός βουνού. Και πολύ συχνά δεν κατάφερνε να το ανέβει. Υπήρχαν φορές που δεν κατάφερνε καν να φτάσει στο σχολείο: καθόταν σε ένα πάρκο μόνη της, αναρωτόμενη γιατί το βρίσκει τόσο δύσκολο, ενώ οι φίλοι της προχωρούν μπροστά στην "κανονικότητά" τους».
Τα πράγματα ήταν εξ ίσου δύσκολα και όταν κατάφερνε να φτάσει στο σχολείο, παραδέχεται η Κλαρκ. «Σκέψεις άγχους την κυρίευαν, που μπλόκαραν την αφομοίωση οποιασδήποτε χρήσιμης πληροφορίας που ίσως προσπαθούσε να της μεταδώσει ο καθηγητής. Μια φορά μου είχε πει σε μια ευάλωτη στιγμή ότι ένιωθε τόσο συντετριμμένη που έμενε τόσο πίσω στα μαθήματά της που περνούσε μια πολύ μεγάλη χρονική περίοδο που ήθελε να πέσει στις γραμμές του τρένου».
Ευτυχώς για την Κλαρκ, αν και πολλές φορές η κόρη της επέλεγε να φύγει από το μάθημα, δεν έφτασε στο σημείο να αυτοκτονήσει. «"Τίποτε δεν θα είναι πιο εύκολο στη ζωή σου από τα μαθητικά σου χρόνια" της έλεγαν με καλή διάθεση οι ενήλικες, αλλά εγώ ξέρω ότι για την κόρη μου και πολλούς ακόμη, αυτή η φράση είναι εντελώς λάθος» γράφει η Κλαρκ η οποία στην ερώτηση τι «έσωσε» την κόρη της απαντά: Η σχολική κοινότητα, οι φίλοι της και οι καθηγητές με κατανόηση, εκτός από τον καθηγητή της αγγλικής φιλολογίας ο οποίος παρόλο που ήταν ενήμερος για τα προβλήματα υγείας της κόρης της συνέχιζε να την εξευτελίζει μπροστά σε όλη την τάξη.
Επίσης, είναι κατά την Κλαρ αξιοσημείωτο, πως «ενώ έχει χάσει το οτιδήποτε σε αυτό που ονομάζεται σχολικό ταξίδι, ωστόσο η κοινωνική της ζωή λειτουργεί πολύ καλά». Στην τελική, αναρωτιέται η Κλαρκ: «Τι είναι πιο σημαντικό από το να επιτυγχάνεις στις προσωπικές σου σχέσεις; Αυτό δεν λέμε πάντα εντέλει;».
«Αλλά το λαχείο της ζωής έχει ευλογήσει αυτό το κορίτσι με μια προσωπικότητα που απορρίπτει την οποιαδήποτε κατάταξή οπουδήποτε. Δεν μπορεί ούτε τους Ολυμπιακούς αγώνες να παρακολουθήσει επειδή δεν μπορεί να αντέξει στη σκέψη πως κάποιος θα τερματίσει πρώτος, κάποιος δεύτερος, τρίτος και κάποιος τελευταίος» προσθέτει η δημοσιογράφος του Guardian.
«Σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που εδώ και καιρό έχει μετεξελιχθεί σε επίπονο αγώνα δρόμου, η κόρη μου βγήκε εκτός συναγωνισμού πολύ γρήγορα» παραδέχεται και προσθέτει: «Συνεχώς είναι μεταξύ εκείνων που τερματίζουν τελευταίοι και με διαφορά, κουτσαίνοντας από μια αόρατη και παρεξηγημένη αναπηρία, αλλά εξακολουθεί να είναι αποφασισμένη να διασχίσει τη γραμμή του τερματισμού. Το στάδιο δεν επευφημεί (την προσπάθεια). Αλλά αν δεν είχε έστω κι από συμπόνια την υπομονή και τη σιωπηρή κατανόηση ενός καταπληκτικού εκπαιδευτικού και φίλων που την στήριζαν, δεν θα τα κατάφερνε. Μπορεί να μην είχε διασχίσει με εκείνο το μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπό της, τη σχολική αίθουσα την τελευταία ημέρα του σχολείου. Μπορεί να μην είχε καταφέρει να πάρει το κομμάτι από χαρτί που γράφει "απολυτήριο"».
«Οπως τόσα άλλα παιδιά της ηλικίας της, τρέμει μπροστά στο άγνωστο» προσθέτει η Κλαρκ και επισημαίνει ότι η πίεση μπροστά στο άγνωστο «είναι απαίσια» και πως «τα τελευταία βήματα μέχρι τη γραμμή του τερματισμού είναι ιδιαιτέρως επίπονα. Αλλά η γραμμή του τερματισμού είναι εκεί. Είμαστε στο τέλος του Λυκείου και δεν με νοιάζει πώς τα πήγε, δεν ενδιαφέρομαι για τα αποτελέσματά της. Κατάφερε να σηκωθεί έπειτα από τόσες "αποτυχίες", τη μία μετά την άλλη. Εχει αρχειοθετήσει αυτές τις "αποτυχίες", έχει αποθηκεύσει κάθε λάθος και συνέχισε και συνεχίζει, ακόμα κι αν έχει πολύ άγχος. Αν αυτό δεν είναι ανθεκτικότητα, αν αυτό δεν είναι γενναιότητα, αν αυτό δεν είναι θρίαμβος, τότε δεν ξέρω τι μπορεί να είναι».
«Σήμερα μου έστειλε ένα μήνυμα μετά τις τελικές της εξετάσεις: "Επιτέλους τελείωσα!!!!!". Ξέρω πως η ανακούφιση που νιώθει είναι απερίγραπτη, αλλά πρέπει να πω "όχι, κάνεις λάθος αγαπημένο μου κορίτσι, αυτό είναι μόνο η αρχή για εσένα. Η ελευθερία είναι εδώ και ξέρω πως θα είσαι εντάξει". Η κόρη μου, η αποτυχία, με δίδαξε πως να επαναπροσδιορίσω την έννοια της λέξης επιτυχίας και δεν θα μπορούσα να είμαι περισσότερο υπερήφανη».
Ολόκληρη η ανάρτηση...
Στο ερώτημα που θέτει κάθε γονιός για το παιδί του, τι είναι ευτυχία, προσπαθεί να δώσει απάντηση η δημοσιογράφος του Guardian Λούσι Κλαρκ μέσω του άρθρου της «Η κόρη μου, η όμορφη αποτυχία μου».
Οπως γράφει η δημοσιογράφος, χάρη στην κόρη της επαναπροσδιόρισε τη σημασία και το νόημα της λέξης επιτυχίας και αν δεν είναι ανθεκτικότητα της κόρης της απέναντι στις δυσκολίες, τότε δεν ξέρει τι άλλο μπορεί να είναι.
Η Κλαρκ πήρε ως αφορμή την αποτυχία της κόρης της στο σχολείο. Κατά τις δύο τελευταίες τάξεις του σχολείου, η κόρη της απέτυχε σε όλα από το να είναι στην ώρα της, μέχρι να παραδώσει εγκαίρως τις εργασίες της. Μάλιστα, οι επιστολές που έφταναν στο σπίτι τους για την «κακή» της συμπεριφορά απέναντι στις σχολικές της υποχρεώσεις ήταν τόσες πολλές, που η Κλαρκ παραδέχεται πως εδώ και έναν χρόνο σταμάτησε να τις ανοίγει. Μάλιστα, τους τελευταίους έξι μήνες, βρέθηκε πολλές φορές στο χείλος της αποβολής.
«Ηταν δύσκολο για τους καθηγητές της. Ηταν δύσκολο για τους γονείς της» γράφει η Κλαρκ η οποία ωστόσο παραδέχεται πως «περισσότερο από όλους πιο δύσκολο ήταν για εκείνη την ίδια». Και προσθέτει: «Κάθε μέρα της ζωής της κόρης μου στο λύκειο ήταν ένα αγώνας. Ξυπνά το πρωί και μόνο στη σκέψη πως πάει στο σχολείο, είναι σαν να νιώθει πως πρέπει να ανέβει στην κορυφή ενός βουνού. Και πολύ συχνά δεν κατάφερνε να το ανέβει. Υπήρχαν φορές που δεν κατάφερνε καν να φτάσει στο σχολείο: καθόταν σε ένα πάρκο μόνη της, αναρωτόμενη γιατί το βρίσκει τόσο δύσκολο, ενώ οι φίλοι της προχωρούν μπροστά στην "κανονικότητά" τους».
Τα πράγματα ήταν εξ ίσου δύσκολα και όταν κατάφερνε να φτάσει στο σχολείο, παραδέχεται η Κλαρκ. «Σκέψεις άγχους την κυρίευαν, που μπλόκαραν την αφομοίωση οποιασδήποτε χρήσιμης πληροφορίας που ίσως προσπαθούσε να της μεταδώσει ο καθηγητής. Μια φορά μου είχε πει σε μια ευάλωτη στιγμή ότι ένιωθε τόσο συντετριμμένη που έμενε τόσο πίσω στα μαθήματά της που περνούσε μια πολύ μεγάλη χρονική περίοδο που ήθελε να πέσει στις γραμμές του τρένου».
Ευτυχώς για την Κλαρκ, αν και πολλές φορές η κόρη της επέλεγε να φύγει από το μάθημα, δεν έφτασε στο σημείο να αυτοκτονήσει. «"Τίποτε δεν θα είναι πιο εύκολο στη ζωή σου από τα μαθητικά σου χρόνια" της έλεγαν με καλή διάθεση οι ενήλικες, αλλά εγώ ξέρω ότι για την κόρη μου και πολλούς ακόμη, αυτή η φράση είναι εντελώς λάθος» γράφει η Κλαρκ η οποία στην ερώτηση τι «έσωσε» την κόρη της απαντά: Η σχολική κοινότητα, οι φίλοι της και οι καθηγητές με κατανόηση, εκτός από τον καθηγητή της αγγλικής φιλολογίας ο οποίος παρόλο που ήταν ενήμερος για τα προβλήματα υγείας της κόρης της συνέχιζε να την εξευτελίζει μπροστά σε όλη την τάξη.
Επίσης, είναι κατά την Κλαρ αξιοσημείωτο, πως «ενώ έχει χάσει το οτιδήποτε σε αυτό που ονομάζεται σχολικό ταξίδι, ωστόσο η κοινωνική της ζωή λειτουργεί πολύ καλά». Στην τελική, αναρωτιέται η Κλαρκ: «Τι είναι πιο σημαντικό από το να επιτυγχάνεις στις προσωπικές σου σχέσεις; Αυτό δεν λέμε πάντα εντέλει;».
«Αλλά το λαχείο της ζωής έχει ευλογήσει αυτό το κορίτσι με μια προσωπικότητα που απορρίπτει την οποιαδήποτε κατάταξή οπουδήποτε. Δεν μπορεί ούτε τους Ολυμπιακούς αγώνες να παρακολουθήσει επειδή δεν μπορεί να αντέξει στη σκέψη πως κάποιος θα τερματίσει πρώτος, κάποιος δεύτερος, τρίτος και κάποιος τελευταίος» προσθέτει η δημοσιογράφος του Guardian.
«Σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που εδώ και καιρό έχει μετεξελιχθεί σε επίπονο αγώνα δρόμου, η κόρη μου βγήκε εκτός συναγωνισμού πολύ γρήγορα» παραδέχεται και προσθέτει: «Συνεχώς είναι μεταξύ εκείνων που τερματίζουν τελευταίοι και με διαφορά, κουτσαίνοντας από μια αόρατη και παρεξηγημένη αναπηρία, αλλά εξακολουθεί να είναι αποφασισμένη να διασχίσει τη γραμμή του τερματισμού. Το στάδιο δεν επευφημεί (την προσπάθεια). Αλλά αν δεν είχε έστω κι από συμπόνια την υπομονή και τη σιωπηρή κατανόηση ενός καταπληκτικού εκπαιδευτικού και φίλων που την στήριζαν, δεν θα τα κατάφερνε. Μπορεί να μην είχε διασχίσει με εκείνο το μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπό της, τη σχολική αίθουσα την τελευταία ημέρα του σχολείου. Μπορεί να μην είχε καταφέρει να πάρει το κομμάτι από χαρτί που γράφει "απολυτήριο"».
«Οπως τόσα άλλα παιδιά της ηλικίας της, τρέμει μπροστά στο άγνωστο» προσθέτει η Κλαρκ και επισημαίνει ότι η πίεση μπροστά στο άγνωστο «είναι απαίσια» και πως «τα τελευταία βήματα μέχρι τη γραμμή του τερματισμού είναι ιδιαιτέρως επίπονα. Αλλά η γραμμή του τερματισμού είναι εκεί. Είμαστε στο τέλος του Λυκείου και δεν με νοιάζει πώς τα πήγε, δεν ενδιαφέρομαι για τα αποτελέσματά της. Κατάφερε να σηκωθεί έπειτα από τόσες "αποτυχίες", τη μία μετά την άλλη. Εχει αρχειοθετήσει αυτές τις "αποτυχίες", έχει αποθηκεύσει κάθε λάθος και συνέχισε και συνεχίζει, ακόμα κι αν έχει πολύ άγχος. Αν αυτό δεν είναι ανθεκτικότητα, αν αυτό δεν είναι γενναιότητα, αν αυτό δεν είναι θρίαμβος, τότε δεν ξέρω τι μπορεί να είναι».
«Σήμερα μου έστειλε ένα μήνυμα μετά τις τελικές της εξετάσεις: "Επιτέλους τελείωσα!!!!!". Ξέρω πως η ανακούφιση που νιώθει είναι απερίγραπτη, αλλά πρέπει να πω "όχι, κάνεις λάθος αγαπημένο μου κορίτσι, αυτό είναι μόνο η αρχή για εσένα. Η ελευθερία είναι εδώ και ξέρω πως θα είσαι εντάξει". Η κόρη μου, η αποτυχία, με δίδαξε πως να επαναπροσδιορίσω την έννοια της λέξης επιτυχίας και δεν θα μπορούσα να είμαι περισσότερο υπερήφανη».
Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ετικέτες
Εκπαίδευση
Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014
Συγχωρώ σημαίνει
Συγχωρώ, σημαίνει βλέπω τον άλλο όπως είναι,
με την αμαρτία του και την ανυπόφορη πλευρά του,
με όλα τα βαρίδια του και τα ελαττώματά του, και λέω:
- θα σε κουβαλήσω, όπως ένα σταυρό,
θα σε κουβαλήσω μέχρι τη Βασιλεία του Θεού,
είτε το θέλεις είτε όχι.
Και είτε είσαι καλός είτε είσαι κακός,
θα σε κουβαλήσω στους ώμους μου,
θα σε φέρω μπροστά στον Κύριο και θα πω:
«Κύριε, όλη μου τη ζωή κουβάλησα αυτόν τον άνθρωπο,
γιατί φοβόμουνα μήπως χαθεί.
Τώρα είναι δικό Σου το θέμα να τον συγχωρήσεις,
στο όνομα της δικής μου συγχώρεσης,
με το Άπειρο Έλεός Σου, και να τον δεχθείς
στην αγκαλιά της Αγάπης Σου»!
Από «Το Μυστήριο της ίασης» του Anthony Bloom, εκδόσεις Εν πλω Ολόκληρη η ανάρτηση...
με την αμαρτία του και την ανυπόφορη πλευρά του,
με όλα τα βαρίδια του και τα ελαττώματά του, και λέω:
- θα σε κουβαλήσω, όπως ένα σταυρό,
θα σε κουβαλήσω μέχρι τη Βασιλεία του Θεού,
είτε το θέλεις είτε όχι.
Και είτε είσαι καλός είτε είσαι κακός,
θα σε κουβαλήσω στους ώμους μου,
θα σε φέρω μπροστά στον Κύριο και θα πω:
«Κύριε, όλη μου τη ζωή κουβάλησα αυτόν τον άνθρωπο,
γιατί φοβόμουνα μήπως χαθεί.
Τώρα είναι δικό Σου το θέμα να τον συγχωρήσεις,
στο όνομα της δικής μου συγχώρεσης,
με το Άπειρο Έλεός Σου, και να τον δεχθείς
στην αγκαλιά της Αγάπης Σου»!
Από «Το Μυστήριο της ίασης» του Anthony Bloom, εκδόσεις Εν πλω Ολόκληρη η ανάρτηση...
Ετικέτες
Αχτίδα της εβδομάδας
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)