Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

Η δύσκολη επιστήμη του «ζειν»

Ν΄ ἀγκαλιάζεις ἕνα σῶμα γυναίκας εἶναι τό ἴδιο σάν νά σφίγγεις ἐπάνω σου τήν παράδοξη ἐκείνη χαρά πού νιώθεις κάποτε νά κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό πρός τή θάλασσα.

Σέ λιγάκι, ὅταν ἡ στιγμή φτάσει νά πέσω καί νά κυλιστῶ μές στίς ἀγριομέντες ὅσο πού νά ποτίσει τό κορμί μου ἀπό τήν εὐωδιά τους, ξέρω πώς θά ΄χῶ τή συναίσθηση- κι ἄς μ΄ ἔχουν μάθει ἀλλιῶς- ὅτι πραγματώνω μιάν ἀλήθεια˙ τήν ἀλήθεια τοῦ ἥλιου, πού μέλλει νά ΄ναί καί ἡ ἀλήθεια τοῦ θανάτου μου. Ἐπειδή, ἀπό μιάν ἄποψη, παίζεται ἡ ζωή μου ἐδῶ πέρα˙ μία ζωή μέ τή γεύση τῆς πυρωμένης πέτρας, γιομάτη ἀπό τίς φωνές τῆς θάλασσας καί τῶν τζιτζικιῶν πού ἀρχινᾶν κιόλας τό τραγούδι τους. Φυσάει ὁ μπάτης ὅλος δροσιά κι ὁ οὐρανός εἶναι καταγάλανος. Δίνομαι σέ μία τέτοια ζωή μ΄ἀληθινόν ἔρωτα κι ἀποζητάω ἐντελῶς ἐλεύθερα νά προσδιορίσω τί μέ κάνει νά αἰσθάνομαι: ναί, μέ κάνει περήφανο νά νιώθω ἄνθρωπος.

Ἄς πά΄ νά λένε γύρω ὁλοένα: «Μπά, μήν κάνεις ἔτσι, δέν ὑπάρχει δά καί κανένας λόγος». Ὄχι, ὄχι, ἀπεναντίας, ὑπάρχει. Αὐτός ὁ ἥλιος κι αὐτή ἡ θάλασσα, ἡ καρδιά μου, ὅλο νεότητα, πού σκιρτάει τό κορμί μου τό ἁρμυρισμένο κι ἡ ἅπλα ἡ ἀπέραντη ὡς πέρα, ὅπου αὐτό πού λέμε τρυφεράδα κι αὐτό πού λέμε δόξα συνυπάρχουνε μέσα στό μπλέ καί στό κίτρινο˙ ναί ˙ γιά τήν κατάκτησή τους ἀξίζει νά βάλω μπροστά κάθε μέσο πού διαθέτω, κάθε μου δύναμη. Ἀπό μέσα τούς βγαίνω ἀκέραιος, ἄθικτος, οὔτ΄ ἕνα μόριο τοῦ ἑαυτοῦ μου δέν πάει χαμένο, καμιά προσωπίδα δέ μου χρειάζεται. Τό πᾶν εἶναι ὑπομονετικά νά μυηθῶ στή δύσκολη ἐπιστήμη τοῦ «ζείν», πού μπροστά τῆς ὅλα τ΄ ἄλλα δέν σημαίνουν τίποτε.

Από το «Εν λευκώ» του Οδυσσέα Ελύτη, εκδόσεις Ίκαρος
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Ο αληθινός έρωτας

Μικρά χρυσά πετούμενα μωράκια τῆς ἀναπνοῆς σου ἀκόμη / Πᾶνε κι ἔρχονται πάνω στήν πέτρα καί τίς νύχτες παίζουνε φεγγάρι / Ἀλλ' ἐκεῖνος πού σάν γλύπτης ἥχων μουσική ἀπό μακρινούς / ἀστερισμούς συνθέτει / Νύχτα μέρα ἐργάζεται. Καί τί ντό φαιά καί τί σόλ ἰώδη ἀνεβαίνουν / Στόν ἀέρα. Ποῦ κι οἱ βράχοι πιό ἱερεῖς τέτοιο κλάμα τό / εὐλαβοῦνται. / Καί τά δέντρα πιό πουλιά συλλαβές ὀμορφιᾶς ἀνερμήνευτης / Ὁμολογοῦν. Ὅτι ὁ ἔρωτας δέν εἶναι αὐτό πού ξέρουμε μήτε αὐτό / πού οἱ μάγοι διατείνονται. / Ἀλλά ζωή δεύτερη ἀτραυμάτιστη στόν αἰώνα.

Από τα «Ελεγεία της Οξώπετρας» του Οδυσσέα Ελύτη, εκδόσεις Ίκαρος
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Μάνος Χατζιδάκις: ένας αστροναύτης ανάμεσά μας


Προέλευση: www.huffingtonpost.gr

Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι 23 ετών. Το θέατρο Μουσούρη στην πλατεία Καρύτση λέγεται τότε θέατρο «Αλίκη», ανήκει στην Αλίκη Θεοδωρίδου και παραχωρείται στα χρόνια αμέσως μετά τον πόλεμο στον Κάρολο Κουν και στο νεαρό ακόμη Θέατρο Τέχνης του. Η μεγάλη επιτυχία της μουσικής του Μάνου για το «Ματωμένο Γάμο» του Κουν συζητιέται σ' όλη την Αθήνα. Πολλοί μιλούν ήδη με ένα μείγμα ενόχλησης και θαυμασμού για τον λεπτό τρόπο με τον οποίο έχουν διεισδύσει μέσα στις μελωδίες του έργου δύο τραγούδια του Τσιτσάνη -το «Μπαξέ Τσιφλίκι» και η «Αρχόντισσα». Ο Τσιτσάνης δεν είναι τότε το ιερό τέρας το σημερινό, σχεδόν δε μπορείς να πεις χωρίς ντροπή τη λέξη «συνθέτης» δίπλα στο όνομά του. Ιδιαιτέρως δε μπροστά σε ένα ακροατήριο αστών ή νεαρών αριστερών διανοουμένων, που -για τους δικούς της λόγους η κάθε πλευρά- συνδυάζουν το λαϊκό τραγούδι με μιαν ανεπιθύμητη παρακμή. Ο κόσμος λοιπόν που είχε την περιέργεια να ακούσει το νεαρό σ' αυτήν την διάλεξη της 31ης Ιανουαρίου 1949 για το Ρεμπέτικο είναι πολύς και το θέατρο γεμίζει ασφυκτικά. Τότε ο Μάνος Χατζιδάκις ανάμεσα στ' άλλα λέει και τα εξής:

«Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄ ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας - παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα.

Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία του.»


Πολύ αργότερα κι ενώ το σκάνδαλο που προκαλεί στους Αθηναίους η διάλεξη αυτή έχει γίνει κοινός τόπος (όλοι πια οι συνθέτες, από τους φανατικούς αριστερούς συμφωνιστές του '49 μέχρι τους συντηρητικούς δημιουργούς τανγκό και σουίνγκ της δεκαετίας του '50 γράφουν λαϊκότροπα τραγούδια, άλλοι με ιδεολογικό και άλλοι με εμπορικό πρόσχημα), ο Μάνος Χατζιδάκις είναι πάλι μόνος του-και κάπου αλλού. Είναι στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη, ζει απέναντι ακριβώς από το Κάρνεγκι Χολ, ακούει αποκλειστικά δίσκους νεαρών μουσικών της ψυχεδελικής ροκ και βλέπει στους κινηματογράφους του Μανχάταν το «Μπλόου Απ», το «Σατυρικόν», το «Θεώρημα», τον «Καουμπόϋ του μεσονυκτίου».

Σε ένα γράμμα του στις 21 Ιουλίου του 1968 προς τον φίλο του νεαρό σκηνοθέτη Δημήτρη Βερνίκο στην Ελλάδα, λέει μεταξύ άλλων τα εξής:

« Ετούτη τη στιγμή είμαι βαθύτερα Έλληνας από κάθε άλλη φορά. Κι όταν λέω Έλληνας εννοώ στο σώμα μου, στη σκέψη μου, στο αίσθημά μου. Και για να γίνω τέτοιος Έλληνας, προετοιμάστηκα χρόνια και χρόνια μες στον τόπο μου. Κι έγινα 42 χρονών. (Που έπρεπε να διαλέξω ή να γίνω μεγάλος ή να συνεχίσω νέος. Που σημαίνει ανασφάλεια, επαναστατικότητα, αναρχισμό, πλάτος στον ορίζοντα και βάθος στο αίσθημα. Τα πάντα μέχρι θανάτου). Η λειτουργία όμως αυτής της τόσον απαιτητικής νεότητος με κανένα τρόπο δεν μπορεί να υπάρξει στον σημερινό Ελληνικό χώρο. Μοιάζω με τον Αστροναύτη που βρίσκεται εκατομμύρια μίλια μακριά απ' τη γη. Και γνωρίζεις πως η πιο επικίνδυνη αρρώστεια για έναν αστροναύτη, είναι η νοσταλγία. Μπορεί να χάσει το λογικό του και να πεθάνει. Μα σαν αντιδράσει και ανθέξει, τότες νίκησε και θετικά θα επιστρέψει στη γη. Κινδύνευα -στον πατρικό μου χώρο- να γίνω τρελλός ή σιωπηλός. Γιατί για μένα, που παραμένω πάντα ένας ευαίσθητος δέκτης της κάθε χρονικής στιγμής, είχεν παρέλθει οριστικά η εποχή του Ρεμπέτικου, των "Εξι λαϊκών ζωγραφιών", "Του Φιδιού", της "Ερημιάς" και της "Οδού Ονείρων". Κι ας τ' αναμασάν σήμερα τόσοι και τόσοι, και θα τ' αναμασήσουν για πολλά χρόνια ακόμη. Κι εφόσον δεν γεννήθηκα "ακαδημαϊκός", που σημαίνει να περιβληθώ τον μανδύα του ιστορικού μου έργου και να ζήσω "εν ειρήνη" τον θαυμάσιο βίον μου, απολαμβάνοντας τιμές και σεβασμό, εφόσον λοιπόν γεννήθηκα επαναστάτης, πρέπει να βρω τον τρόπο να συνεχίσω να υπάρχω τέτοιος, ίσαμε να πεθάνω... Και κάτι τρελλό. Έχω την εντύπωση πως από δω και μπρος θα πρέπει οι εμπειρίες μου να προέρχονται από την μελλοντική μου ζωή κι όχι από αυτήν που πέρασε. Θα μου πεις βέβαια, μα και η λέξη εμπειρία, περιέχει αυτό που πέρασε. Αρκεί -σ' απαντώ- ν' αντικαταστήσουμε την προηγούμενη πράξη με την επιθυμητή. Η εμπειρία ν' αποκτήσει την έννοια της αποκάλυψης. Να γνωρίζουμε αυτό που επιθυμούμε να κάμουμε κι από κει ν' αντλούμε χαρακτήρα, κι όχι απ' ό,τι πράξαμε. Να ένας νόμος που θα πρέπει να ψηφίσουμε, κι οι δυό για μας και για το περιβάλλον μας.»

Ανάμεσα σ' αυτά τα δυο αποσπάσματα κρύβεται το κλειδί για ν' απολαύσετε για πρώτη ή για πολλοστή φορά το έργο του Χατζιδάκι. Ο τραυματισμένος από την Κατοχή και τον Εμφύλιο νέος, που θεραπεύεται απ' την ταπεινότητα και τον ερωτισμό του μπουζουκιού και ο ελεύθερος από οποιαδήποτε ετικέτα επαναστατημένος άνθρωπος, έτοιμος για το ταξίδι στο άστρο της επιθυμητής ζωής, όχι της παρελθοντικής. Μέχρι ο ένας να συναντηθεί με τον άλλο μέσα μας σ' αυτήν τη νεοκατοχική-νεοεμφυλιακή περίοδο που ζούμε και μέχρι να βρούμε κι εμείς τη δύναμη για μια προσωπικά κατακτημένη ελευθερία, ας ξανασυναντήσουμε τη Μελισσάνθη, τη Μάγδα, τη Μαριάνθη των Ανέμων κι όλα τ' άλλα χαμένα κορίτσια της Μυθολογίας του, ας βρούμε το νήμα που ενώνει τον Αριστοφάνη και τη Μήδεια με το μπαρόκ της Κρήτης και όλ' αυτά με τη μεσοπολεμική παρακμή και με τους μύθους των επαναστάσεων του 20ού αιώνα.

Εκείνος άφησε τα ίχνη του ταξιδιού του για μας. Εμείς οφείλουμε να το συνεχίσουμε. Κι όχι μόνο αναπαράγοντας τσιτάτα και κείμενά του στο facebook, για να στηρίξουμε την όποια βέβαιη -και αφόρητα τεμπέλικη- ιδεολογία μας. Κυρίως, ακούγοντας προσεκτικά τη μουσική του και απαντώντας στους γρίφους της. Μέσα στη μουσική του υπάρχει ένα συγκεκριμένο μέρος -δεν σας λέω ποιο- που όταν το φτάσεις ή θα φοβηθείς και θα γυρίσεις πίσω τρέχοντας ή θα γίνεις ένας ελεύθερος άνθρωπος-για πάντα. Ζηλεύω αυτούς που θα βρεθούν σήμερα ανυποψίαστοι για πρώτη φορά σ' εκείνο το μέρος. Μ' αυτούς τους συγκεκριμένους είναι σίγουρο πως θα συναντηθούμε κάποια μέρα τυχαία στο δρόμο. Και θα αναγνωριστούμε.
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Τυχαία συνάντηση

Λες κι η συνάντηση με κάποια πλάσματα είναι μια απλή προσπέραση. Λίγο εύκολη,
λίγο δύσκολη, λίγο τυχαία. Λες και τούτα τα πλάσματα δεν μας μεταμόρφωσαν
στο εξής και για πάντοτε σε κάτι άλλο. Λες και αυτό το άλλο, τώρα που έμαθε,
μπορεί ν' αντέξει στη στέρηση ή να επιστρέψει σε κείνο που πριν, ανίδεο, ήταν.

Από την «Κραταιά αγάπη» της Μάρως Βαμβουνάκη, εκδόσεις Φιλιππότη.
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Νάντια

Διαβάζοντας Μπρετόν είναι σαν να ανακαλύπτεις τον κόσμο από την αρχή. Σαν να ιχνηλατείς τα ερείπια εκείνα των συναισθημάτων που έκαναν τον Ελύτη να ξεθάψει από τον άγιο Συμεών την έκφραση του αναπαρθενευμένου κόσμου. Διάβασα ξανά και ξανά τη Νάντια του Μπρετόν, κυρίως λόγω της εκκωφαντικής εντύπωσης που μου προκάλεσε η ανάγνωση του τρελού έρωτα. Στην αρχή σημείωνα εκφράσεις και λέξεις, έπειτα κατάλαβα πως κάτι τέτοιο αθ ήταν μάταιο έπρεπε να σημειώσω όλο το βιβλίο. Ο Μπρετόν δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να γράφει την πραγματικότητα που έβλεπε με τα δικά του μάτια. Κι αυτό ζήλεψα. Εάν ένας τέτοιος κόσμος είναι υπαρκτός σε ανθρώπους σαν κι αυτόν έχουμε ευθύνη να πλησιάσουμε την ευαισθησία του, να μας δοθεί ως χάρισμα η ικανότητα να δούμε τα πάντα για μια στιγμή με τα δικά του μάτια.

Η Νάντια είναι ακριβώς ένα τέτοιο έργο που για τον ίδιο χωρά σε ένα κίνημα με το όνομα σουρεαλισμός. Η ηρωίδα του ωστόσο δεν είναι τίποτε άλλο από την περιπλάνηση της ίδιας της νιότης στο Παρίσι. Ο συγγραφέας ξεχωρίζει το όνομα της ηρωίδας του επειδή Νάντια στα ρωσικά είναι η αρχή της λέξης ελπίδα, και επειδή δεν είναι παρά μόνο η αρχή της. Η Νάντια γίνεται αποκάλυψη και η ιστορία ξεκινά. Ο χρόνος γίνεται δρόμος που τον περπατάς μαζί με τη Νάντια, μαζί με τον Μπρετόν, συνομιλείς μαζί τους, θαυμάζεις, χαμογελάς, ονειροπολείς, θυμάσαι, δακρύζεις, νοσταλγείς. Όταν η περιπλάνηση στα στενά του Παρισιού κοντεύει στο τέλος της αντιλαμβάνεσαι ένδακρυς από το βάρος μιας πανίσχυρης συγκίνησης πως σε τούτη τη βόλτα από έναν προορισμό με μια όμορφη κοπέλα έφτασες στα έγκατα της ίδιας της ψυχής σου. Το βλέμμα εκεί δεν μπορεί παρά αν είναι κρυστάλλινο, δώρο μιας άπεφθης καθαρότητας που δεν χαρίζεται εύκολα στους ανθρώπους. Τρέμεις μη τη χάσεις αλλά η Νάντια το λέει καλύτερα σφίγγοντάς μου τις παλάμες: «Η ομορφιά θα είναι σπασμωδική ή δε θα είναι».

Η «Νάντια» του Αντρέ Μπρετόν κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ύψιλον
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Δικαιοσύνη

Θα 'δινα ένα βασίλειο για μια παιδική νύχτα.

Από τη "Δύναμη των λέξεων" του Τάσου Λειβαδίτη, εκδόσεις Κέδρος Ολόκληρη η ανάρτηση...

Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Ανέστιοι καθηγητές

Ἕνας κύριος πού ἀπό καθέδρας καί ἀνιδρωτί διδάσκει ὅλα αὐτά πού δέν μπορεῖ νά ζήσει, ὁ καθηγητής πού ἀναλύει τήν κατηγορική προσταγή, τόν ἠθικό νόμο, τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καί δύο στενά παρακάτω παζαρεύει κατεργάρικα τά ραδίκια στό μανάβη, δέν εἶναι νά πεῖς δόλιος ἡ ἀπατεώνας. Τοῦ συμβαίνει κάτι πολύ χειρότερο. Δέν κατοικεῖ μέσα στά λόγια του. Ἐπ’οὐδενί, δέν μπορεῖ νά δώσει τόν ἑαυτό του γιά παράδειγμα. Στήν πραγματικότητα, ἄλλα λέει καί ἄλλα κάνει, μέ ἄλλο κεφάλι διδάσκει καί μέ ἄλλο κεφάλι ζεῖ καί, κατά βάθος, οὔτε καί ὁ ἴδιος συνειδητοποιεῖ πώς κατάφερε νά ἐνσαρκώνει αὐτή τήν ἀλλόκοτη διπροσωπία, αὐτή τήν δικέφαλη ὕπαρξη.

Από το «Ἡ κόκκινη ἀλεποῦ -Οἱ ξυλοδαρμοί» του Κωστή Παπαγιώργη, εκδόσεις Καστανιώτης
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Ο αφρός του ωκεανού

Βαρκελώνη, 23 Ιουνίου 1990:
Όταν ήμουνα μικρή, γύρω στο 1962 νομίζω, πήγαινα με την οικογένειά μου για παραθερισμό σε μια παραλία της Κρήτης. Εκεί, γνωρίστηκα μ’ ένα ωραίο κορίτσι, λίγα χρόνια μεγαλύτερό μου, τη Χριστίνα.
Κολυμπούσαμε στη θάλασσα, ξαπλώναμε στον ήλιο, γίναμε φίλες και, λίγο-λίγο, αρχίσαμε εκείνες τις μυστηριακές, κοριτσίστικες εξομολογήσεις για το τρομερό σώμα μας που, τότε, άλλαζε και για τη σκοτεινή θεότητα της καινούριας θηλυκότητάς μας.
Η Χριστίνα μου εμπιστεύτηκε ψιθυριστά πως ντρέπεται πολύ που μεγαλώνει το στήθος της, πως νιώθει να της συμβαίνει κάτι άσχημο και χυδαίο και, γι’ αυτό, κάτω απ’ το φουστάνι της σφίγγει το στέρνο της με μια λουρίδα ύφασμα για να μη φαίνεται η αλλαγή του.
Πέρασε πολύς καιρός από τότε. Περίπου 27 χρόνια! Ταξίδεψα πάλι πέρυσι στο νησί και, στην ίδια παραλία, ξαναβρήκα τη Χριστίνα, με την κόρη της αυτή τη φορά. Η κόρη της τώρα, στεκόταν στην ίδια αμμουδιά, κάτω απ’ τον ίδιο ήλιο, έτοιμη να πέσει στη θάλασσα. Μ’ ένα μικρό μαγιό και μ’ ανάλαφρο ύφος που σε τίποτα δε θύμιζε εκείνες τις παλιές αναστολές και τους φόβους της μητέρας της.
Μην περιμένετε να βιαστώ και να πω τα εύκολα και χιλιοειπωμένα: Μπράβο! Η κόρη της Χριστίνας νίκησε τα ταμπού! Κέρδισε την ελευθερία, τη φυσικότητα, την απλότητα!
Οι έννοιες της ελευθερίας, της φυσικότητας, της απλότητας, είναι έννοιες που, ιδίως σήμερα που κάθε κώδικας ζωής αμφισβητείται, δύσκολα προσεγγίζονται στην πολυπλοκότητά τους.
Ποιος μπορεί εύκολα να πει ότι γνωρίζει τη φύση του; Η φύση είναι γεμάτη μυστικά κλειδιά, μάσκες και πρόσωπα απροσδόκητα, ιδίως σ’ εκείνο το βαθύτατο υπόγειό της που λέγεται: ερωτισμός.
Δέχθηκα να έρθω εδώ και να μιλήσω πάνω σ’ ένα θέμα που μου δόθηκε και λέγεται: «Σεξουαλικότητα, τι θέλουνε σήμερα οι γυναίκες;» Δέχθηκα να έρθω σαν συγγραφέας που στα βιβλία μου ο έρωτας είναι το κύριο θέμα, αλλά, πιο πολύ, σα γυναίκα που, όπως σε κάθε γυναίκα, ο έρωτας στη ζωή μου είναι το κύριο θέμα.
Δέχθηκα να έρθω εδώ για να πω πως, ο τίτλος της εργασίας μας, δεν είναι ένας τίτλος που με πείθει. Γιατί η σεξουαλικότητα δεν απομονώνεται, όπως δεν απομονώνεται απ’ τις ρίζες του μέσα στη γη ένας ανθός,
Δεν απομονώνεται και δεν «αναλύεται» ξεχωριστά όπως δεν ξεχωρίζεται ο αφρός του κύματος απ’ τον ωκεανό που τον γέννησε. Και ωκεανός είναι πάντοτε η ψυχή μας.
Ο άνθρωπος δεν διαιρείται σε χωριστούς τομείς προκειμένου ν’ αναζητηθεί η ικανοποίησή του κι η πληρότητά του. Το μυστικό της ικανοποίησης και της πληρότητας ανθίζει ακριβώς πάνω σ’ αυτό το αδιαίρετο του κόσμου του.
«Σεξουαλικότητα, τι θέλουν οι γυναίκες;» Εμείς οι γυναίκες λοιπόν, θέλουμε να μας αγαπούν και να μας εμπνέουν ν’ αγαπούμε. Αυτό μόνο, κι ας ακούγεται έτσι απλοϊκά. Όλα τα άλλα είναι εύκολο σήμερα να βρεθούν.
Γιατί ο έρωτας είναι γεμάτος φαντασία κι ευρηματικότητα κι όταν ανάψει η φλόγα του ανάμεσα σε δυο ερωτευμένα πλάσματα τα οδηγεί να κάνουν πρωτότυπα ταξίδια ο ένας στην ψυχή του άλλου και στο κορμί του άλλου, ελεύθερα κι έξω από κάθε δικιά μας συμβουλή. Ο έρωτας ο αληθινός σε αθωώνει όσο αμαρτωλός κι αν υπήρξες, σε κάνει να ξεχνάς εκείνα που ήξερες όσο έμπειρος κι αν υπήρξες, σε επιστρέφει στην αρχή του δρόμου σου για να μάθεις τον κόσμο ξανά με αλφάβητο νέο.
Σ’ αυτές, συνήθως, τις μεγάλες συναντήσεις και συζητήσεις, περιμένουμε να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα, σε κάποιες συνταγές για να πούμε πως κάτι πετύχαμε.
Πού να τη βρεις όμως τη συνταγή τού έρωτα! Η μόνη συνταγή που μπορεί να δώσει κανείς είναι: να μην ψάχνετε για συνταγές. Οι άνθρωποι είναι εξαίσια μοναδικοί και πρωτότυποι, ιδίως όταν είναι ερωτευμένοι.
Ανακάλυψη της μοναδικότητας του άλλου είναι ο έρωτας και ποιος μπορεί να σε βοηθήσει σ’ αυτό το άγνωστο κι επικίνδυνο ταξίδι σου; Το μαγικό κι ανεξήγητο.
Η περιβόητη ερωτική ικανοποίηση δεν εξαρτάται απ’ τη σωματική κατασκευή ενός εραστή, αλλά από το πόσο διεγερτικός είναι αυτός ο εραστής σαν συνολική προσωπικότητα.
Στην Ελλάδα, οι γυναίκες της γενιάς μου, μέσα σε χρόνο ρεκόρ, κάναμε μιαν άγρια διαδρομή απ’ τη μιαν ακρότητα στην άλλη. Απ’ την υπερβολική αυστηρότητα και τον συντηρητισμό του πατρικού μας σπιτιού, στην εξέγερση και στην ελευθεριότητα της νιότης μας εκείνων των αναστατωμένων εποχών.
Τώρα, μαζευόμαστε και με όλα μας τα τραύματα ανοιχτά – τραύματα από αυστηρότητες και τραύματα από προοδευτικότητες – συζητάμε μεταξύ μας πόσο δύσκολος είναι τελικά ο «ελεύθερος έρωτας».
Το καταλαβαίνεις καλά αυτό πάνω στον απέραντο, κρύο και αμείλικτο καθρέφτη της ερωτικής σχέσης όταν, αναλόγως, αισθάνεσαι: πλούσια ή ζητιάνα, ποιητική ή χυδαία, πρόσωπο ή εργαλείο.
Γιατί ο έρωτας, ιδίως ο έρωτας, είναι πράξη πνευματικότατη. Άρα, δεν εξαγοράζεται, δεν ξεγελιέται, δεν εξορκίζεται με πράξεις μιμητικές.
Τελικά, χωρίς αγάπη και ευθύνη, έτσι κι αλλιώς, «συντηρητική» ή «απελευθερωμένη», είσαι αβάσταχτα μόνη. Και πιο πολύ μόνη, μέσα στην αγκαλιά ενός άλλου.

της Μάρως Βαμβουνάκη
πηγή: Αντίφωνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο 36ο τεύχος (Οκτώβριος - Δεκέμβριος 1990) του περιοδικού «Σύναξη»
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Σιαμαία και ετεροθαλή

Για τον Κωστή Παπαγιώργη έχουν γραφτεί αναρίθμητα άρθρα, πολλά μάλιστα αφιερωμένα στον πρόσφατο σχετικά θάνατό του. Τα βιβλία του είναι στο σύνολό τους ένα απάνθισμα από την εμπειρική περιδιάβασή του στις μικρές και μεγάλες μαρτυρίες της φιλοξενούμενης στο σώμα βαθύτερης ουσίας του σε αυτό τον επίγειο κόσμο. Βιβλία για τα ανθρώπινα πάθη, τις μνήμες, βιβλία φιλοσοφίας και ιστορίας, βιβλία για φίλους και συγκινήσεις, όλα αυτά αποτελούν το βιβλιογραφικό στερέωμα του Παπαγιώργη. Τα «σιαμαία κι ετεροθαλή» έφτασαν στα χέρια μου μάλλον από τύχη. Με είχε συγκινήσει βαθύτατα ο «ίμερος και κλινοπάλη» το έργο του για τον έρωτα, μεστό σε ποιητικό λόγο και νοήματα που οδηγούν το μαχαίρι κατ’ ευθείαν στο κόκαλο με την αίσθηση του φτερού.

Ο ίδιος διαιρεί το βιβλίο σε δυο μέρη, στα «σιαμαία» κι «ετεροθαλή» κείμενα του. Για να είμαι φιλαλήθης η αυστηρή φιλοσοφία του με δυσκόλεψε σε μεγάλο βαθμό. Όμως όλα τα άλλα κείμενά του ήταν στ’ αλήθεια απολαυστικά. Ιδίως τα εξαίρετα αυτοβιογραφικά του αποσπάσματα, συμπεριλαμβανομένης της σχετικής εισαγωγής, ήταν κείμενα που δεν ήθελες να τελειώσουν. Στο τέλος της ανάγνωσής τους κρατούσα ακόμη στα δάχτυλα την όμορφη επαφή με ένα κείμενο που πλέον το βαφτίζεις αγαπημένο και στο μυαλό μια γλύκα σαν μέλι. Νομίζω είναι σημαντικό στον τρόπο γραφής του όχι μόνο η αφηγηματική μίμηση που χρησιμοποιεί αλλά κι η έκδηλη αίσθηση ταπεινότητας ενός ανθρώπου που δεν διστάζει να αποκαλύψει ανενδοίαστα τις πληγές του βίου του, να φανεί τόσο προσιτός και καθημερινός σαν να ήταν ένας τυχαίος περαστικός, όντας συνάμα ένας από τους επιφανέστερους, αν όχι από τους κορυφαίους, δοκιμιογράφους της εποχής μας, με άρτια φιλοσοφική παιδεία που είχε ασκηθεί με τη συγγραφή, την ανάγνωση, τη μετάφραση και την φιλολογική επιμέλεια πλήθους φιλοσοφικών έργων.

Ολοκληρώνοντας θα είχε ενδιαφέρον να παραθέσω κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα του έργου. Όταν ωστόσο ξεκίνησα να το κάνω βρέθηκα σε μια αξεπέραστη δυσκολία. Τι να αφήσεις και τι να γράψεις δίχως να αδικήσεις τα υπόλοιπα. Από την άλλη στο νου μου φώλιασε η σκέψη πως αυτοί που έχουν ήδη κάποια επαφή με τα αναγνώσματα του Παπαγιώργη θα κατανοήσουν εύκολα τα όσα λέω, οι άλλοι θα υποψιαστούν με επιφύλαξη. Σε κάθε περίπτωση η ανάγνωση είναι ο μόνος ασφαλής δρόμος προς τη γνωριμία και τη σχέση μας με τον σπουδαίο Κωστή Παπαγιώργη. Με τη λαχτάρα που αγκαλιάζεις ως δώρο ένα αγαπημένο πρόσωπο!

Τα «σιαμαία και ετεροθαλή» του Κωστή Παπαγιώργη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Η κατά Ελύτη Μεγάλη ΕΒδομάδα

Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ
Κατάκοπος ἀπό τίς οὑράνιες περιπέτειες, ἔπεσα τίς πρωινές ὧρες νά κοιμηθῶ.
Στό τζάμι, μέ κοίταζε ἡ παλαιά Σελήνη, φορώντας τήν προσωπίδα τοῦ Ἥλιου.

Μ. ΤΡΙΤΗ
Μόλις σήμερα βρῆκα τό θάρρος καί ξεσκέπασα τό κηπάκι σάν φέρετρο.
Μέ πῆραν κατάμουτρα οἱ μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.
Ὕστερα παραμέρισα τά χρόνια, τά φρέσκα πέταλα καί νά:
ἡ μητέρα μου, μ’ ἕνα μεγάλο ἄσπρο καπέλο καί τό παλιό χρυσό ρολόι τῆς
κρεμασμένο στό στῆθος.
Θλιμμένη καί προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ἀκριβῶς πίσω ἀπό μένα.
Δέν πρόφτασα νά γυρίσω νά δῶ γιατί λιποθύμησα.

Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ
Ὁλοένα οἱ κάκτοι μεγαλώνουν κι ὁλοένα οἱ ἄνθρωποι ὀνειρεύονται σά νά ’ταν
αἰώνιοι. Ὅμως τό μέσα μέρος τοῦ Ὕπνου ἔχει ὅλο φαγωθεῖ καί μπορεῖς τώρα
νά ξεχωρίσεις καθαρά τί σημαίνει κεῖνος ὁ μαῦρος ὄγκος πού σαλεύει
Ὁ λίγες μέρες πρίν ἀκόμη μόλις ἀναστεναγμός
Καί τώρα μαῦρος αἰώνας.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ
Μέρα τρεμάμενη, ὄμορφη σάν νεκροταφεῖο
μέ κατεβασιές ψυχροῦ οὐρανοῦ
Γονατιστή Παναγία κι ἀραχνιασμένη
Τά χωμάτινα πόδια μου ἄλλοτε
(Πολύ νέος ἤ καί ἀνόητα ὄμορφος θά πρέπει
νά ἤμουν)
Οἱ καί δυό καί τρεῖς ψυχές πού δύανε
Γέμιζαν τά τζάμια ἡλιοβασίλεμα.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, β
Σωστός Θεός. Ὅμως κι αὐτός ἔπινε τό φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς τοῦ εἶχε ταχθεῖ
ἕως ὅτου ἀκούστηκε ἡ μεγάλη ἔκρηξη.
Χάθηκαν τά βουνά. Καί τότε ἀλήθεια φάνηκε
πίσω ἀπό τό πελώριο πηγούνι ὁ κύλικας
Κι ἀργότερα οἱ νεκροί μές στούς ἀτμούς, ἐκτάδην.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Σάν νά μονολογῶ, σωπαίνω.
Ἴσως καί νά ’μαι σέ κατάσταση βοτάνου ἀκόμη
φαρμακευτικοῦ ἤ φιδιοῦ μίας κρύας Παρασκευῆς
Ἤ μπορεῖ καί ζώου ἀπό κεῖνα τά ἱερά
μέ τ’ αὐτί τό μεγάλο γεμάτο ἤχους βαρεῖς
καί θόρυβο μεταλλικό ἀπό θυμιατήρια.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, β
Ἀντίς γιά Ὄνειρο
Πένθιμος πράος οὐρανός μές στό λιβάνι
ἀναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ὀρθές σάν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σέ ἀνάπαυση
μικρά σκάμματα ὀρθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.
Σάν νά ’μαι, λέει, ὁ θάνατος ὁ ἴδιος ἀλλ’
ἀκόμη νέος ἀγένειος πού μόλις ξεκινᾶ
κι ἀκούει πρώτη φορᾶ μέσα στό θάμβος τῶν κεριῶν
τό «δεῦτε λάβετε τελευταῖον ἀσπασμόν».

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ
Περαστική ἀπό τή χθεσινή ἀϋπνία μου
λίγο, γιά μία στιγμή, μοῦ χαμογέλασε
ἡ θεούλα μέ τή μώβ κορδέλα
ποῦ ἀπό παιδάκι μου κυκλοφοράει τά μυστικά
Ὕστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά
νά πάει ν’ ἀδειάσει τόν κουβά μέ τ’ ἀπορρίματά μου
- τῆς ψυχῆς ἀποτσίγαρα κι ἀποποιηματάκια -
ἐκεῖ πού βράζει ἀκόμη ὅλο παλιά νεότητα
καί ἀγέρωχο τό πέλαγος.

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, β
Πάλι μές στήν κοιλιά τῆς θάλασσας τό μαῦρο
ἐκεῖνο σύννεφο πού ἀνεβάζει κάπνες
ὅπως φωνές ἐπάνω ἀπό ναυάγιο
Χαμένοι αὐτοί πού πιάνονται ἀπό τ’ Ἄπιαστα
Ὅπως ἐγώ προχθές τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἀνήμερα
ποῦ πήα νά παραβγῶ μ’ ἀλόγατα ὄρθια
καί θωρακοφόρους
καί μοῦ χύθηκε ὅλη, ὄξω ἀπ’ τή γῆς, ἡ ἐρωτοπαθῆς
ψυχή μου.

Από το «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» του Οδυσσέα Ελύτη, εκδόσεις Ίκαρος
Ολόκληρη η ανάρτηση...