Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Υπόγειο σύμπαν

Ἄν ἄρχιζε ὁ Θεός μία μέρα νά μετράει ὅσα ἐφτίαξε,
ἄστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θά τελείωνε ἴσως κάποτε. Ἐγώ κάθομαι ἐδῶ, ὁλομόναχος,
μέσα σέ τοῦτο τό ὑγρό ὑπόγειο, ἔξω βρέχει,
καί μετράω τά >σφάλματα πού ἔκανα, τίς μάχες πού ἔδωσα,
τίς δίψες, τίς παραχωρήσεις,
μετράω τίς κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τίς καλοσύνες μου
συχνά ἐπηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου
νά τελειώνω ― ἅ, ἐσεῖς,
ἐσεῖς ταπεινώσεις, ἁλτῆρες τῆς ψυχῆς μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αἰώνιε πόνε μου,
ὅλη ἡ δροσιά τοῦ μέλλοντος τραγουδάει μές στίς κλειδώσεις μου
τήν ἴδια ὥρα πού μου στρίβει τό λαρύγγι ἡ πείνα χιλιάδων
φτωχῶν προγόνων,
κι ὦ ἧττες, συντρόφισσές μου, πού μέσα σέ μία στιγμή
μέ λυτρώσατε ἀπ’ τούς αἰώνιους φόβους τῆς ἥττας.

Εἶμαι κι ἐγώ ἕνας Θεός μές στό δικό του σύμπαν, σέ τοῦτο
τό ὑγρό ὑπόγειο, ἔξω βρέχει,
ἕνα σύμπαν ἀνεξιχνίαστο κι ἀνεξάντλητο κι ἀπρόβλεπτο,
ἕνας Θεός καθόλου ἀθάνατος,
γι’ αὐτό καί τρέμοντας ἀπό ἕρωτα γιά κάθε συγκλονιστική
κι ἀνεπανάληπτη στιγμή του.

Από τα «Ποιήματα» του Τάσου Λειβαδίτη, εκδόσεις Κέδρος
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Ραντεβού με μιαν άγνωστη

Τί θὰ φορᾷς συνεννόηση
νὰ σὲ γνωρίσω
ὥστε νὰ μὴ χαθοῦμε πάλι
μὲς στοὺς πολυπληθεῖς σῳσίες σου;

Από την «Εφηβεία της λήθης» της Κικής Δημουλά, εκδόσεις Ίκαρος Ολόκληρη η ανάρτηση...

Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Λόγος σκληρός: Κεφάλαια τοξικής θεολογίας

Ο «Λόγος σκληρός» είναι ένα βιβλίο για απαιτητικούς αναγνώστες. Όχι. Καλύτερα για αναγνώστες που αντέχουν στα δύσκολα μονοπάτια της Ανάγνωσης. Όπως κάθε τι δύσκολο όμως έτσι και τούτο το έργο κρύβει μονοπάτια εξαιρετικής ομορφιάς για ακριβά μάτια. Ας ξεκινήσουμε με τα απλά. Ο Δημήτρης Αρκάδας δεν χρειάζεται συστάσεις. Τα διαπιστευτήριά του τα έχει δώσει τόσο με τα εμπνευσμένα άρθρα του στο υπουργείο όσο και με την εν γένει παρουσία του στην πνευματική ωρίμανση πολλών από τις συζητήσεις που έγιναν εδώ. Ο Δημήτρης Μπεκριδάκης, παλιός συνδαιτυμόνας του πρώτου, συνοδεύει τη συγγραφική προσπάθεια που μας χάρισε ένα αντίδοτο στην θεολογική αφασία.

Γιατί μιλάμε για απαιτητικούς αναγνώστες; Αρχικά για να παρακολουθήσεις κάποια κεφάλαια πρέπει να έχεις ακουστά το κίνημα του Λετρισμού που εμφανίστηκε στη Γαλλία το 1940 και τον κυριότερο εκπρόσωπό του στην Ελλάδα, τον Ν. Λαπαθιώτη. Προσπαθώντας να βρείτε μια εύλογη σύνδεση με τα κεφάλαια του βιβλίου θα χαθείτε. Υπάρχουν γι’ αυτό στις σελίδες του ταξιδιωτικές οδηγίες και ανάλογες προειδοποιήσεις προς υπευθύνους. Όχι πως έτσι εξασφαλίζεται ένα ήρεμο αναγνωστικό ταξίδι, ίσα ίσα.

Για να παρακολουθήσει κανείς το περιεχόμενο χρειάζεται να διακινδυνεύσει πολλές από τις ασφάλειες του στην θεολογική βιβλιογραφία. Να θέσει πολλά ερωτήματα και να λάβει πολύ λίγες, αν όχι και καθόλου απαντήσεις. Χρειάζεται για παράδειγμα να συνδυάσει τον Μαρξ με τον ευαγγελιστή Μάρκο ή να τολμήσει να προσεγγίσει την έννοια των όρων «Καίσαρας» και «Θεός» σε συνάφεια με την τρέχουσα πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα. Οι προτάσεις της αυθεντικής απάντησης της Εκκλησίας «προς πάσας τας βασιλείας του κόσμου και την δόξαν αυτών» είναι, σύμφωνα με τους συγγραφείς προφητική και εσχατολογική και αναπτύσσεται με ένα εξαίρετο πάντρεμα λογοτεχνίας, θεολογίας και ποίησης στο δεύτερο μέρος του έργου. Εάν δεν προσφέρονταν αντίλυτρα από τις παγίδες της σύγχρονης θεολογικής σκέψης, ο λόγος θα παρέμενε φυλακή και για τούτο σκληρός ως βάσανο. Αντίθετα οι προτάσεις τοξικής θεολογίας προκαλούν ως τρόπος δραπέτευσης της σύνολης ύπαρξης, όχι μόνο της σκέψης, από την τοξική θεολογική πραγματικότητα. Δρόμος δύσκολος, επικίνδυνος αλλά σωτήριος.

Τελειώνοντας χρειάζεται να επισημάνω πως για την πληρέστερη παρακολούθηση του έργου, ο αναγνώστης θα πρέπει αν έχει δεχτεί εκ των προτέρων πως από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου θα χρειαστεί να εγκαταλείψει πολλές από τις επιστημονικές και θεολογικές του ασφάλειες, ίσως και στον κάλαθος των αχρήστων και ίσως για πάντα. Τα γραφόμενα λειτουργούν ως πρόκληση μετάνοιας, αλλαγής του νου σε αυτό που αποτελεί ή πρέπει να αποτελεί τον θεολογικό λόγο που υπάρχει και δρα ως πρόταση ελευθερίας και ανατροπής. Ο αναγνώστης μέσα σε λίγες σελίδες θα γεμίσει τις αποσκευές του με τόση εμπειρία εσχατολογικού προβληματισμού και βιοθεωρίας που πιθανότατα δεν έχει υποψιαστεί πως μπορεί να χωρέσει. Και μόνο για αυτό το τόλμημα, ο δύσκολος δρόμος αξίζει. Άλλωστε ένα ηλιοβασίλεμα απελευθερωμένης από ψέματα και λάθη κρίσης και στάσης ζωής, δεν δικαιολογεί μια σκληρή ανάβαση μεταξύ εγκατάλειψης και αυτομεμψίας;

Όσοι απαιτητικοί προσέλθετε…

Ο «Λόγος σκληρός» των Δημήτρη Αρκάδα και Δημήτρη Ι. Μπεκριδάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εξάντας
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Το εικόνισμα

Ἴσως κάτι πού μου ἀνήκει ἀνέκαθεν νά διεκδικῶ
Μπορεῖ καί ἁπλῶς μία θέση μές στά Ἐρχόμενα
Ποῦ εἶναι τό Ἴδιο• ἔνδυμα καμωμένο ἀπό φωτιά ψυχρή
Πράσινά του χαλκοῦ καί βυσσινιά βαθιά τῆς Παναγίας.

Στέκω μέ τό δεξί μου χέρι στήν καρδιά
Πίσω μου δυό ἤ τρία κηροπήγια
Τό μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στήν καταιγίδα
Τά Πέραν καί τά Μέλλοντα.

Από «Τα ελεγεία της Οξώπετρας» του Οδυσσέα Ελύτη, εκδόσεις Ίκαρος
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2015

Βιογραφία της φωτιάς μου

Θα ξεράσω είπε, τις ιδεολογίες. Ενίσχυσα την ευφυία μου με αισχρολογίες και προσευχές. Η καρδιά μου φλέγεται από τον έρωτα της ερήμου. Βρίσκομαι στην παράγραφο της φωτιάς.

Από την "Άκρα ταπείνωση" του Ματθαίου Μουντέ, εκδόσεις Καστανιώτη
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

Ένα νησί για όλες τις απαντήσεις

Ο Φιλάρετος ήταν τέσσερα χρόνια δόκιμος. Όχι ένα και δυο. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια στο κοινόβιο της Παντοκράτορος στο Άγιον Όρος ασκήτευε στη μοναστική πολιτεία επιχειρώντας την εκπλήρωση της μεγαλύτερης συντριβής που είχε γνωρίσει έως τότε η ψυχή του, την γνωριμία του με τον Θεό. Εδώ και πέντε μήνες, στην αλλαγή του χρόνου ο ηγούμενος του είχε αναθέσει το διακόνημα του υποτακτικού στο γηροκομείο της Μονής. Τρία γεροντάκια όλα κι όλα, που δεν τα έπιανε το μάτι σου πως ήταν ανήμπορα να συγυρίσουν τον εαυτό τους, το πρόσωπό τους ήταν φωτεινό και πρόσχαρο όλη την ώρα παρά την ασθένεια που φιλοξενούσε σε τούτο το χαρούμενο πρόσωπο η ταλαιπωρημένη τους σάρκα.

Στην αρχή ο Φιλάρετος είχε εκφράσει τη δυσαρέσκειά του στον Γέροντα. Μα είναι δυνατόν αυτός, ένας ικανότατος ψάλτης, από τους λίγους στο Όρος, ακόμη θυμούνται το ψάλσιμό του στην αναστάσιμη πανήγυρη στη σκήτη του προφήτη Ηλία, ένας εξαίρετος γνώστης των θεολογικών σπουδών, ένας επιδέξιος τραπεζάρης τα τελευταία τρία χρόνια να καταλήξει στο γηροκομείο της Μονής; Τόσο λίγα περίμενε ο Γέροντας πια από αυτόν; Τέσσερα χρόνια δόκιμος κάτι τέτοιο φάνταζε στο μυαλό του μάλλον σαν πισωγύρισμα παρά σαν πρόοδος στην πνευματική ζωή. Μα δεν ήταν δυνατόν, έπρεπε πια να μιλήσει στον Γέροντα. Να του υποδείξει το λάθος του, να ηρεμήσει τους λογισμούς του, δεν είναι δυνατόν, ο Γέροντας κάποιο λάθος θα έκανε, κάτι άλλο θα είχε στο μυαλό του και μπερδεύτηκε τότε που ανακοίνωνε τα διακονήματα της νέας χρονιάς. Σήμερα κιόλας μετά το απόδειπνο θα ζητήσει να δει τον Γέροντα, να μιλήσει μαζί του, να τον ρωτήσει μήπως θέλει να διορθώσει το λάθος του, είναι δυνατόν να αδικείται τόσο κατάφωρα ένας τέτοιος ψάλτης, ένας τόσο ικανός τραπεζάρης στη φροντίδα τριών γερόντων.

- Φιλάρετε, Φιλάρετε έλα λίγο σε παρακαλώ.

Από το γωνιακό δωμάτιο ακούστηκε η φωνή του γεροΙακώβου. Ενός γέροντα από την Ήπειρο που ήρθε σε μεγάλη ηλικία, μετά τα σαράντα στο μοναστήρι και συμπλήρωσε ήδη άλλα τόσα κλεισμένος στα τείχη του μεγάλου μοναστηριού, χωρίς να χρειαστεί να βγει ποτέ πια από το Όρος, ούτε για γιατρό, ούτε κι όταν πέθαναν κάποια συγγενικά πρόσωπα της οικογένειά του. Η οικογένειά του τώρα, έλεγε, ήταν αυτή, δεν ήθελε να βγει έξω, δεν τολμούσε, φοβόταν, ποιος ξέρει, μόνο αυτός κι οι δυο γέροντες που γνώρισε στη μοναστική του ζωή, αυτοί ήξεραν γιατί αυτό το λιγνό γεροντάκι δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ τα αγιορείτικα σύνορα.

- Φαίνεται καθαρά η Θάσος παιδί μου;

Ο δόκιμος έστρεψε το βλέμμα του στο παράθυρο προσπαθώντας να διακρίνει τη γραμμή του νησιού στον ορίζοντα. Μα ναι, ο ουρανός ήταν ξάστερος, θρέμμα μιας θαυμάσιας μαγιάτικης μέρας, ναι το δίχως άλλο η Θάσος φαίνονταν μια χαρά. Κουνώντας ελαφρά το κεφάλι έδειξε την κατάφασή του στον κατάκοιτο γέροντα.

- Τίποτε άλλο; Θες να φέρω τη σούπα σου να φας τώρα και να ξεκουραστείς;

- Τίποτε άλλο παιδί μου, αρκεί που φαίνεται το νησί. Αρκεί που όλα είναι καθαρά και ξάστερα. Δε θέλω τίποτε άλλο, πήγαινε στην ευχή του Θεού, σ’ ευχαριστώ.

- Μα καλά γεροΙάκωβε για αυτό με κάλεσες; Να με ρωτήσεις για το αν φαίνεται ένα νησί;

- Για τι άλλο παιδί μου; Όλα τα άλλα τα έχω λυμένα. Δεν υπάρχουν ερωτήσεις σε αυτό τον κόσμο γιε μου, είσαι μικρός ακόμη αλλά θα καταλάβεις.

- Δεν υπάρχουν ερωτήσεις; Ο δόκιμος τέντωσε το κορμί του έκπληκτος. Είναι δυνατόν; Όλα μπορούσε να τα συγχωρέσει σε τούτο το διακόνημα και καθημερινά έκανε τεράστιες θυσίες στην υπομονή και στην άσκησή του μα τούτο δίχως άλλο ήταν μια ξεκάθαρη πρόκληση του πειρασμού. Ο νέος ήταν βέβαιος, έτσι τουλάχιστον ήξερε από τους άλλου πατέρες, πως ο γεροΙάκωβος δεν είχε τελειώσει καν το Γυμνάσιο. Είναι ποτέ δυνατόν ένας τέτοιος άνθρωπος να τα ξέρει όλα; Να μην έχει ερωτήματα; Μικρά έστω; Τόσο οίηση; Τόση έπαρση πια; Άκου: όλα τα άλλα τα έχω λυμένα! Τι θα έλεγε γι’ αυτόν ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης; Πού θα τον κατέτασσε; Σίγουρα στα τελευταία σκαλιά της ουρανοδρόμου κλίμακας. Μα όχι αυτός ο δύστυχος γεράκος είναι κοντά στον τερματισμό της επίγειας ζωής του, πρέπει να πάει έτοιμος στην θύρα της άλλης ζωής, όχι με τόση έπαρση, όχι με τόσο κομπασμό, τι μπελάδες είναι αυτοί που ξετυλίγονται στο μυαλό του νεαρού διακονητή; Λες γι’ αυτό ο Γέροντας να τον τοποθέτησε εδώ σε τούτη τη γωνιά του Μοναστηριού για να ετοιμάζει με την παιδεία του τους απαίδευτους γέροντες της Μονής για το πέρασμά τους στην άλλη ζωή; Μα ναι, το δίχως άλλο αυτή είναι η μεγάλη του πρόκληση, η ευκαιρία να αποδείξει στον Γέροντα πως είναι έτοιμος πια να φορέσει το σχήμα του μοναχού, να συγκαταλεχθεί κι αυτός στη μεγάλη χορεία των μοναχών που αφιέρωσαν τη ζωή τους σε τούτο τον αγιασμένο παραθαλάσσιο βράχο.

- Την ευχή σου γέροντα μα είναι δυνατόν να μην έχεις ερωτήματα; Να τα ξέρεις όλα και να ρωτάς μόνο για το αν φαίνεται ένα νησί στον ορίζοντα; Είναι δυνατόν; Αυτό το ξέρει κι ένα μικρό παιδί, το βλέπει, το καταλαβαίνει. Κι εσύ εάν ήσουν υγιής και σηκωνόσουν όρθιος θα μπορούσες να διακρίνεις τη γραμμή της Θάσου στον ορίζοντα. Τα άλλα δηλαδή τα ξέρεις όλα;

- Όχι. Ίσα ίσα που αυτά που ξέρω είναι λίγα, πολύ λίγα. Πώς φτιάχνεται ένα αμάξι για παράδειγμα, αυτό το ξέρω καλά, αυτή τη δουλειά έκανα έξω στον κόσμο.

- Μα αυτό είναι κάτι ελάχιστο που το ξέρει ο καθένας. Υπάρχουν όμως χιλιάδες πράγματα για τα οποία πρέπει να ρωτάς.

- Όπως για παράδειγμα;

- Ο δόκιμος έγειρε λίγο το κεφάλι του κατά τον ανοιχτό ορίζοντα. Τι απλόχερα ήταν απλωμένο τούτο το μπλε στον ουρανό στη φύση στη θάλασσα στα μάτια του, στο βλέμμα του. Σπάταλος ο Θεός για να κρύβεται, δίκιο είχε ο ποιητής.

- Πώς πρέπει να ζει ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος, οι μοναχοί για να κληρονομήσουν την αιώνια Βασιλεία, οι σύζυγοι για να έχουν μια ολοκληρωμένη συζυγική ζωή, ο καθένας για να βρει την ευτυχία. Αυτά δεν είναι κορυφαία ερωτήματα;

Ο ξαπλωμένος γέροντας έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να χαμογελάσει ευγενικά, συγκρατώντας περισσότερο την έκπληξη του σε κάτι που του ακούστηκε τόσο άξιο γέλιου. Έπρεπε όμως να συγκρατηθεί. Ίσως και η ασθένειά του να μην του επέτρεπε να είναι τόσο εκδηλωτικός με τις κινήσεις του προσώπου του.

- Καλό μου παιδί. Δεν σε παρεξηγώ. Είσαι πολύ μικρός ακόμη. Αυτά που λες όμως δεν είναι ερωτήματα. Ή αν θες καλύτερα δεν είναι ερωτήματα που μπορούν να απασχολούν κάποιον σώφρονα άνθρωπο. Είναι… να πώς να το πω; Έτσι απλά για να περνά η ώρα.

Το βλέμμα του συνομιλητή σκοτείνιασε. Ανάξιο λόγου να ρωτά κανείς πώς να ζει για να ζει ολοκληρωμένα να κυνηγήσει την ευτυχία, τη Βασιλεία του Θεού; Μάλλον τούτος ο γέροντας δεν έχει υπόψη του τις σπουδές, την εμβρίθεια, τις θεολογικές ανησυχίες τούτου του νεαρού φιλοπρόοδου καλόγερου. Η καταιγίδα στο βλέμμα, απλώθηκε στο πρόσωπο, απλώθηκε στο κορμί, τρύπωσε με μια απότομη κι έντονη κίνηση βαθιά και σκοτείνιασε με μιας την ψυχή του Φιλάρετου. Αλλά βέβαια πώς να γίνει αλλιώς, να προσποιείται τον αδιάφορο όταν ένας άλλος μοναχός δηλώνει αδιαφορία για τις ανησυχίες των συνανθρώπων του ασφαλισμένος σε μια εγωιστική διατύπωση πως γνωρίζει ήδη τα πάντα; Και από την άλλη είναι λογικό ένας άνθρωπος του Θεού, έτσι δεν λένε οι πολλοί για τους μοναχούς, να μην ενδιαφέρεται για την προσέγγιση του Θεού, την ολοκληρωμένη πρόταση που ως επίγεια ευτυχία καταθέτει η διδασκαλία του Κυρίου στον σύγχρονο άνθρωπο;

- Μη σκοτεινιάζεις Φιλάρετε, έτσι είναι. Θα περάσει λίγο ο καιρός και θα δεις κι εσύ. Αυτό που λες ευτυχία είναι απλά μια λέξη, ένα λιμάνι σε ένα ταξίδι δίχως τέλος, κάτι που οι άνθρωποι θέλουν να κυνηγούν για να ξεχνούν την αγωνία από τις ευθύνες της ζωής τους, τίποτε άλλο. Για εμάς τους ανθρώπους αυτή η ζωή είναι ένα άθλημα, μια δοκιμασία με αμέτρητες δυσκολίες και σπάνιες χαρές. Σπάνιες και για τούτο πολύτιμες κι ανεκτίμητες.

- Κι αν είναι έτσι, ο άνθρωπος δεν έχει ερωτήματα; Δεν πρέπει να τον ενδιαφέρει τίποτα; Τα ξέρει όλα ή πρέπει να είναι αδιάφορος;

- Κάπως έτσι. Ένα μόνο ερώτημα υπάρχει παιδί μου. Ένα μόνο. Κι από την απάντηση που δίνει ο καθένας μας καταλαβαίνεις τι ζωή περνά.

Ο νεαρός μοναχός άνοιξε τα μάτια με έκπληξη! Ένα; Μόνο ένα ερώτημα; Μόνο ένα το ερώτημα; Και αυτός τότε γιατί κοπιάζει μια ζωή; Γιατί εάν τα πράγματα είναι τόσο απλά που καθορίζονται από μια απάντηση ο Γέροντάς του τον υποβάλλει σε τόσες καθημερινές δοκιμασίες; Μα είναι στ’ αλήθεια ξεκάθαρο˙ τούτο το γεροντάκι έχει απωλέσει και την τελευταία στάλα λογικής και ορθής κρίσης, η αρρώστια του έχει καταβάλει και το μυαλό του.

- Δε θες να μάθεις την ερώτηση;

Ο Φιλάρετος έστρεψε γρήγορα την πλάτη ανοίγοντας το βήμα του προς την έξοδο.

- Όχι γεροΙάκωβε, δε χρειάζεται˙ λοιπόν η Θάσος είναι στη θέση της, φαίνεται μια χαρά, ο ουρανός είναι καταγάλανος όπως κι η θάλασσα, λοιπόν εάν θες κάτι άλλο, όποτε θες τη σούπα σου κάλεσέ με, την ευχή σου…

- Υπάρχει Θεός; Αυτό είναι το ερώτημα παιδί μου, στο καλό, η Παναγία μαζί σου…

Το κορμί του νέου πάγωσε με τον μοναδικό τρόπο που οι ήχοι κάποιων λέξεων έχουν την ικανότητα να αδρανοποιούν αυτόν που δεν είναι υποψιασμένος πως μπορεί να τις ακούσει. Το χέρι του έμεινε καρφωμένο στο ξύλινο δοκάρι της πόρτας. Γύρισε απλά το βλέμμα στο μέρος από όπου ακούστηκε το ένα και μόνο ερώτημα του κόσμου. Αν υπάρχει Θεός! Να το ρωτά ένας μοναχός και μάλιστα ένας υπερήλικας μεγαλόσχημος μοναχός λίγο πριν εκδημήσει εις Κύριον, μα στ’ αλήθεια τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια σε τούτα τα βράχια αυτό το φιλήσυχο γεροντάκι; Αν υπάρχει Θεός; Αυτό είναι το ερώτημα; Είναι δυνατόν;

- Το ξέρω πως σου φαίνεται παιδιάστικη η διατύπωσή του όμως στα αλήθεια καλέ μου Φιλάρετε όλη η ανθρώπινη περιπέτειά μας σε τούτο τον κόσμο δεν είναι τίποτε άλλο από την αντανάκλαση της απάντησης που δίνουμε σε τούτο το απλό ερώτημα. Αν και πόσο πιστεύεις.

- Μα εδώ στο μοναστήρι δεν υπάρχει κανείς που να μην πιστεύει, ή τουλάχιστον δεν πρέπει να υπάρχει. Ο δόκιμος έστρεψε το κορμί στο παράθυρο και πλησίασε με βήματα αργά το κρεβάτι του συνομιλητή του.

- Φιλάρετε, από τη στιγμή που ο καθένας μας μαθαίνει τον εαυτό του καλείται να δώσει μια τίμια απάντηση στο μεγάλο ερώτημα. Εάν υπάρχει Θεός του αξίζουν τα πάντα, εάν όχι μπορεί να ζήσει όπως θέλει.

- Κι αν υπάρχει Θεός δε ζει όπως θέλει; Η ελευθερία μας; - Μπορεί να ζήσει όπως θέλει, το μυστικό αυτής τη ζωής είναι τούτο: ζήσε όπως θες, αρκεί να ξέρει πως ό,τι κι αν κάνεις είσαι μες στη χούφτα του Θεού.

- Αν πιστεύω στον Θεό.

- Βέβαια. Εάν πιστεύεις στον Θεό.

- Κι αν όχι; Εάν πως θα ζω όπως θέλω και δεν με ενδιαφέρει αν υπάρχει Θεός;

- Δεν αλλάζει κάτι, ζήσε όπως θες δίχως να σε ενδιαφέρει για το εάν υπάρχει Θεός.

- Και τι είδους σχέση τότε έχω; Εάν δεν τον αγαπώ, δεν ενδιαφέρομαι γι αυτόν;

- Δεν πειράζει παιδί μου, αρκεί που σε αγαπά Αυτός. Δε πειράζει που δεν τον αγαπάς και δεν ξέρεις τίποτα για Αυτόν, σημασία έχει πως σε αγαπά Αυτός και ξέρει τα πάντα για σένα.

Ο μαθητής της μοναστικής πολιτείας πλησίασε το κρεβάτι του ηλικιωμένου μεγαλόσχημου, έσυρε ένα μικρό ξύλινο καρεκλάκι που βρίσκονταν δίπλα και κάθισε πιο κοντά του, γέρνοντας το πρόσωπο στο μέρος του σαν να συνομιλούσαν κρυφά.

- Κι έπειτα κοίτα πόσο απλά τα κάνει ο Θεός με την αγάπη του τα πράγματα για εμάς. Σου λέει κάνε ό,τι θες, ό,τι θες το ακούς; Αρκεί να ξέρεις πως υπάρχω και είμαι δίπλα σου κάθε φορά που χάνεις τον προορισμό σου ή αστοχείς.

- Κι αρκεί αυτό; Και να αμαρτήσω είμαι ελεύθερος από τον Θεό;

- Προπάντων αυτό. Θυμήσου Φιλάρετε πως μια στιγμή μετάνοιας μπορεί να νικήσει μια ζωή αμαρτίας. Αρκεί να θυμηθείς την κατάλληλη στιγμή πού βρίσκεσαι.

- Στην χούφτα του Θεού…

- Στην χούφτα του Θεού, ακριβώς!

- Μα πώς να το ξέρω; Γνωρίζεται αυτό;

Ο γέροντας χαμογέλασε με μια γλυκύτητα που συμπύκνωνε μια βεβαιωμένη εμπειρία χτισμένη με το βάρος των χρόνων στις πλάτες του.

- Υπάρχει κάτι ανώτερο από τη γνώση παιδί μου. Λέγεται πίστη. Με τη γνώση απλά μαθαίνεις κάτι που μπορεί να μαθευτεί, κάτι που έχει όρια, με τη πίστη το ξεπερνάς, ζεις το θαύμα κατάσαρκα, τον Θεό μέσα σου, όπως το καταλαβαίνει κανείς αυτό…

- Τον Θεό μέσα σου…

Ο νεαρός δόκιμος σηκώθηκε αργά από το καρεκλάκι. Η σιωπή υποδέχτηκε τα γλυκά χρώματα από το ηλιοβασίλεμα που έσταξαν στον καθαρό ουρανό. Τα βλέμματα των δυο αντρών συναντήθηκαν σαν αγκαλιά και σαν ευχαριστία κάπου στο κέντρο του δωματίου. Το δείλι αποκαθήλωνε σιγά σιγά όλα τα περιττά από τούτες τις στιγμές.

- Λυπάμαι τους επιστήμονες, είπε ο δόκιμος τραβώντας κατά την έξοδο. Αφιερώνουν μια ζωή για να μάθουν κάτι που υπάρχει ήδη. Το θαύμα όμως ξεκινά με μια απάντηση, μόνο μια…

- Έτσι είναι παιδί μου, δεν υπάρχουν ερωτήσεις σε αυτή τη ζωή. Μόνο ένα είναι το ερώτημα. Μόνο ένα…

Τα βήματα του μικρού καλόγερου έσυραν τις σκέψεις του ως την πόρτα. Ξανάβαλε το χέρι του στο ξύλινο δοκάρι μα αυτή τη φορά όχι από έκπληξη, δεν είχε πια απορίες, δεν υπήρχαν απορίες, όλα είχαν τακτοποιηθεί τόσο όμορφα και γαλήνια μέσα και γύρω του. Ούτε ερωτήματα στον Γέροντα, ούτε στον εαυτό του, καμία απορία να λυθεί, κανένα ζήτημα αξεδιάλυτο. Όλα στη θέση τους, για το χατίρι μιας και μόνο απάντησης που έκανε κάθε ερωτηματικό κάτι παντελώς άγνωστο από τη γραμματική των ανθρώπινων ανησυχιών. Όλα είναι στη θέση τους, όπως πρέπει να γίνονται, με τη σοφία που η ίδια η ζωή τα στολίζει.

- Την ευχή σου γέροντα! Η Θάσος φαίνεται πεντακάθαρα…

- Του Κυρίου παιδί μου, αυτό αρκεί, δόξα τω Θεώ… αυτό αρκεί…
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

Η δύσκολη επιστήμη του «ζειν»

Ν΄ ἀγκαλιάζεις ἕνα σῶμα γυναίκας εἶναι τό ἴδιο σάν νά σφίγγεις ἐπάνω σου τήν παράδοξη ἐκείνη χαρά πού νιώθεις κάποτε νά κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό πρός τή θάλασσα.

Σέ λιγάκι, ὅταν ἡ στιγμή φτάσει νά πέσω καί νά κυλιστῶ μές στίς ἀγριομέντες ὅσο πού νά ποτίσει τό κορμί μου ἀπό τήν εὐωδιά τους, ξέρω πώς θά ΄χῶ τή συναίσθηση- κι ἄς μ΄ ἔχουν μάθει ἀλλιῶς- ὅτι πραγματώνω μιάν ἀλήθεια˙ τήν ἀλήθεια τοῦ ἥλιου, πού μέλλει νά ΄ναί καί ἡ ἀλήθεια τοῦ θανάτου μου. Ἐπειδή, ἀπό μιάν ἄποψη, παίζεται ἡ ζωή μου ἐδῶ πέρα˙ μία ζωή μέ τή γεύση τῆς πυρωμένης πέτρας, γιομάτη ἀπό τίς φωνές τῆς θάλασσας καί τῶν τζιτζικιῶν πού ἀρχινᾶν κιόλας τό τραγούδι τους. Φυσάει ὁ μπάτης ὅλος δροσιά κι ὁ οὐρανός εἶναι καταγάλανος. Δίνομαι σέ μία τέτοια ζωή μ΄ἀληθινόν ἔρωτα κι ἀποζητάω ἐντελῶς ἐλεύθερα νά προσδιορίσω τί μέ κάνει νά αἰσθάνομαι: ναί, μέ κάνει περήφανο νά νιώθω ἄνθρωπος.

Ἄς πά΄ νά λένε γύρω ὁλοένα: «Μπά, μήν κάνεις ἔτσι, δέν ὑπάρχει δά καί κανένας λόγος». Ὄχι, ὄχι, ἀπεναντίας, ὑπάρχει. Αὐτός ὁ ἥλιος κι αὐτή ἡ θάλασσα, ἡ καρδιά μου, ὅλο νεότητα, πού σκιρτάει τό κορμί μου τό ἁρμυρισμένο κι ἡ ἅπλα ἡ ἀπέραντη ὡς πέρα, ὅπου αὐτό πού λέμε τρυφεράδα κι αὐτό πού λέμε δόξα συνυπάρχουνε μέσα στό μπλέ καί στό κίτρινο˙ ναί ˙ γιά τήν κατάκτησή τους ἀξίζει νά βάλω μπροστά κάθε μέσο πού διαθέτω, κάθε μου δύναμη. Ἀπό μέσα τούς βγαίνω ἀκέραιος, ἄθικτος, οὔτ΄ ἕνα μόριο τοῦ ἑαυτοῦ μου δέν πάει χαμένο, καμιά προσωπίδα δέ μου χρειάζεται. Τό πᾶν εἶναι ὑπομονετικά νά μυηθῶ στή δύσκολη ἐπιστήμη τοῦ «ζείν», πού μπροστά τῆς ὅλα τ΄ ἄλλα δέν σημαίνουν τίποτε.

Από το «Εν λευκώ» του Οδυσσέα Ελύτη, εκδόσεις Ίκαρος
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Ο αληθινός έρωτας

Μικρά χρυσά πετούμενα μωράκια τῆς ἀναπνοῆς σου ἀκόμη / Πᾶνε κι ἔρχονται πάνω στήν πέτρα καί τίς νύχτες παίζουνε φεγγάρι / Ἀλλ' ἐκεῖνος πού σάν γλύπτης ἥχων μουσική ἀπό μακρινούς / ἀστερισμούς συνθέτει / Νύχτα μέρα ἐργάζεται. Καί τί ντό φαιά καί τί σόλ ἰώδη ἀνεβαίνουν / Στόν ἀέρα. Ποῦ κι οἱ βράχοι πιό ἱερεῖς τέτοιο κλάμα τό / εὐλαβοῦνται. / Καί τά δέντρα πιό πουλιά συλλαβές ὀμορφιᾶς ἀνερμήνευτης / Ὁμολογοῦν. Ὅτι ὁ ἔρωτας δέν εἶναι αὐτό πού ξέρουμε μήτε αὐτό / πού οἱ μάγοι διατείνονται. / Ἀλλά ζωή δεύτερη ἀτραυμάτιστη στόν αἰώνα.

Από τα «Ελεγεία της Οξώπετρας» του Οδυσσέα Ελύτη, εκδόσεις Ίκαρος
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Μάνος Χατζιδάκις: ένας αστροναύτης ανάμεσά μας


Προέλευση: www.huffingtonpost.gr

Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι 23 ετών. Το θέατρο Μουσούρη στην πλατεία Καρύτση λέγεται τότε θέατρο «Αλίκη», ανήκει στην Αλίκη Θεοδωρίδου και παραχωρείται στα χρόνια αμέσως μετά τον πόλεμο στον Κάρολο Κουν και στο νεαρό ακόμη Θέατρο Τέχνης του. Η μεγάλη επιτυχία της μουσικής του Μάνου για το «Ματωμένο Γάμο» του Κουν συζητιέται σ' όλη την Αθήνα. Πολλοί μιλούν ήδη με ένα μείγμα ενόχλησης και θαυμασμού για τον λεπτό τρόπο με τον οποίο έχουν διεισδύσει μέσα στις μελωδίες του έργου δύο τραγούδια του Τσιτσάνη -το «Μπαξέ Τσιφλίκι» και η «Αρχόντισσα». Ο Τσιτσάνης δεν είναι τότε το ιερό τέρας το σημερινό, σχεδόν δε μπορείς να πεις χωρίς ντροπή τη λέξη «συνθέτης» δίπλα στο όνομά του. Ιδιαιτέρως δε μπροστά σε ένα ακροατήριο αστών ή νεαρών αριστερών διανοουμένων, που -για τους δικούς της λόγους η κάθε πλευρά- συνδυάζουν το λαϊκό τραγούδι με μιαν ανεπιθύμητη παρακμή. Ο κόσμος λοιπόν που είχε την περιέργεια να ακούσει το νεαρό σ' αυτήν την διάλεξη της 31ης Ιανουαρίου 1949 για το Ρεμπέτικο είναι πολύς και το θέατρο γεμίζει ασφυκτικά. Τότε ο Μάνος Χατζιδάκις ανάμεσα στ' άλλα λέει και τα εξής:

«Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄ ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας - παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα.

Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία του.»


Πολύ αργότερα κι ενώ το σκάνδαλο που προκαλεί στους Αθηναίους η διάλεξη αυτή έχει γίνει κοινός τόπος (όλοι πια οι συνθέτες, από τους φανατικούς αριστερούς συμφωνιστές του '49 μέχρι τους συντηρητικούς δημιουργούς τανγκό και σουίνγκ της δεκαετίας του '50 γράφουν λαϊκότροπα τραγούδια, άλλοι με ιδεολογικό και άλλοι με εμπορικό πρόσχημα), ο Μάνος Χατζιδάκις είναι πάλι μόνος του-και κάπου αλλού. Είναι στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη, ζει απέναντι ακριβώς από το Κάρνεγκι Χολ, ακούει αποκλειστικά δίσκους νεαρών μουσικών της ψυχεδελικής ροκ και βλέπει στους κινηματογράφους του Μανχάταν το «Μπλόου Απ», το «Σατυρικόν», το «Θεώρημα», τον «Καουμπόϋ του μεσονυκτίου».

Σε ένα γράμμα του στις 21 Ιουλίου του 1968 προς τον φίλο του νεαρό σκηνοθέτη Δημήτρη Βερνίκο στην Ελλάδα, λέει μεταξύ άλλων τα εξής:

« Ετούτη τη στιγμή είμαι βαθύτερα Έλληνας από κάθε άλλη φορά. Κι όταν λέω Έλληνας εννοώ στο σώμα μου, στη σκέψη μου, στο αίσθημά μου. Και για να γίνω τέτοιος Έλληνας, προετοιμάστηκα χρόνια και χρόνια μες στον τόπο μου. Κι έγινα 42 χρονών. (Που έπρεπε να διαλέξω ή να γίνω μεγάλος ή να συνεχίσω νέος. Που σημαίνει ανασφάλεια, επαναστατικότητα, αναρχισμό, πλάτος στον ορίζοντα και βάθος στο αίσθημα. Τα πάντα μέχρι θανάτου). Η λειτουργία όμως αυτής της τόσον απαιτητικής νεότητος με κανένα τρόπο δεν μπορεί να υπάρξει στον σημερινό Ελληνικό χώρο. Μοιάζω με τον Αστροναύτη που βρίσκεται εκατομμύρια μίλια μακριά απ' τη γη. Και γνωρίζεις πως η πιο επικίνδυνη αρρώστεια για έναν αστροναύτη, είναι η νοσταλγία. Μπορεί να χάσει το λογικό του και να πεθάνει. Μα σαν αντιδράσει και ανθέξει, τότες νίκησε και θετικά θα επιστρέψει στη γη. Κινδύνευα -στον πατρικό μου χώρο- να γίνω τρελλός ή σιωπηλός. Γιατί για μένα, που παραμένω πάντα ένας ευαίσθητος δέκτης της κάθε χρονικής στιγμής, είχεν παρέλθει οριστικά η εποχή του Ρεμπέτικου, των "Εξι λαϊκών ζωγραφιών", "Του Φιδιού", της "Ερημιάς" και της "Οδού Ονείρων". Κι ας τ' αναμασάν σήμερα τόσοι και τόσοι, και θα τ' αναμασήσουν για πολλά χρόνια ακόμη. Κι εφόσον δεν γεννήθηκα "ακαδημαϊκός", που σημαίνει να περιβληθώ τον μανδύα του ιστορικού μου έργου και να ζήσω "εν ειρήνη" τον θαυμάσιο βίον μου, απολαμβάνοντας τιμές και σεβασμό, εφόσον λοιπόν γεννήθηκα επαναστάτης, πρέπει να βρω τον τρόπο να συνεχίσω να υπάρχω τέτοιος, ίσαμε να πεθάνω... Και κάτι τρελλό. Έχω την εντύπωση πως από δω και μπρος θα πρέπει οι εμπειρίες μου να προέρχονται από την μελλοντική μου ζωή κι όχι από αυτήν που πέρασε. Θα μου πεις βέβαια, μα και η λέξη εμπειρία, περιέχει αυτό που πέρασε. Αρκεί -σ' απαντώ- ν' αντικαταστήσουμε την προηγούμενη πράξη με την επιθυμητή. Η εμπειρία ν' αποκτήσει την έννοια της αποκάλυψης. Να γνωρίζουμε αυτό που επιθυμούμε να κάμουμε κι από κει ν' αντλούμε χαρακτήρα, κι όχι απ' ό,τι πράξαμε. Να ένας νόμος που θα πρέπει να ψηφίσουμε, κι οι δυό για μας και για το περιβάλλον μας.»

Ανάμεσα σ' αυτά τα δυο αποσπάσματα κρύβεται το κλειδί για ν' απολαύσετε για πρώτη ή για πολλοστή φορά το έργο του Χατζιδάκι. Ο τραυματισμένος από την Κατοχή και τον Εμφύλιο νέος, που θεραπεύεται απ' την ταπεινότητα και τον ερωτισμό του μπουζουκιού και ο ελεύθερος από οποιαδήποτε ετικέτα επαναστατημένος άνθρωπος, έτοιμος για το ταξίδι στο άστρο της επιθυμητής ζωής, όχι της παρελθοντικής. Μέχρι ο ένας να συναντηθεί με τον άλλο μέσα μας σ' αυτήν τη νεοκατοχική-νεοεμφυλιακή περίοδο που ζούμε και μέχρι να βρούμε κι εμείς τη δύναμη για μια προσωπικά κατακτημένη ελευθερία, ας ξανασυναντήσουμε τη Μελισσάνθη, τη Μάγδα, τη Μαριάνθη των Ανέμων κι όλα τ' άλλα χαμένα κορίτσια της Μυθολογίας του, ας βρούμε το νήμα που ενώνει τον Αριστοφάνη και τη Μήδεια με το μπαρόκ της Κρήτης και όλ' αυτά με τη μεσοπολεμική παρακμή και με τους μύθους των επαναστάσεων του 20ού αιώνα.

Εκείνος άφησε τα ίχνη του ταξιδιού του για μας. Εμείς οφείλουμε να το συνεχίσουμε. Κι όχι μόνο αναπαράγοντας τσιτάτα και κείμενά του στο facebook, για να στηρίξουμε την όποια βέβαιη -και αφόρητα τεμπέλικη- ιδεολογία μας. Κυρίως, ακούγοντας προσεκτικά τη μουσική του και απαντώντας στους γρίφους της. Μέσα στη μουσική του υπάρχει ένα συγκεκριμένο μέρος -δεν σας λέω ποιο- που όταν το φτάσεις ή θα φοβηθείς και θα γυρίσεις πίσω τρέχοντας ή θα γίνεις ένας ελεύθερος άνθρωπος-για πάντα. Ζηλεύω αυτούς που θα βρεθούν σήμερα ανυποψίαστοι για πρώτη φορά σ' εκείνο το μέρος. Μ' αυτούς τους συγκεκριμένους είναι σίγουρο πως θα συναντηθούμε κάποια μέρα τυχαία στο δρόμο. Και θα αναγνωριστούμε.
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Τυχαία συνάντηση

Λες κι η συνάντηση με κάποια πλάσματα είναι μια απλή προσπέραση. Λίγο εύκολη,
λίγο δύσκολη, λίγο τυχαία. Λες και τούτα τα πλάσματα δεν μας μεταμόρφωσαν
στο εξής και για πάντοτε σε κάτι άλλο. Λες και αυτό το άλλο, τώρα που έμαθε,
μπορεί ν' αντέξει στη στέρηση ή να επιστρέψει σε κείνο που πριν, ανίδεο, ήταν.

Από την «Κραταιά αγάπη» της Μάρως Βαμβουνάκη, εκδόσεις Φιλιππότη.
Ολόκληρη η ανάρτηση...