Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

Της ακριβής ρέμβης

Ἀπὸ μία θύμηση περάστηκε ὁ ὕπνος
Ἀπὸ τὴν ἄνοιξη βγήκαμε στὸ καλοκαίρι,
Ἥρωες τῆς ἀκριβῆς ρέμβης,
Καὶ δὲν ἀπόρησε ὁ νοῦς μας
Δὲ σπάσαμε κέφι καὶ καρδιὲς
Ὅπως μυθέσκετο ἡ ψυχή μας·
Τεντωμένοι
καθ᾿ ὅλη μας τὴν ὕπαρξη
Ἀκούσαμε νὰ πέφτει ἡ ἀνατριχίλα
Τοῦ χρόνου,
Δὲν εἴδαμε παρὰ τὴν Πλάση μοναχὴ
Νὰ βόσκει τὴν ὄμορφη γοητεία της
Στὴν ἅπλα ποὺ τῆς δώρησε ὁ Θεὸς
Ξεφάντωμα ἐξαίσιο

Από "Τα ποιήματα" του Γιώργου Σαραντάρη, εκδόσεις Ζήτρος

3 σχόλια:

Volta είπε...

Πόσο θυμάμαι από το μοναδικό τοπίο των διακοπών μου αυτό το τρομερό του Βρεττάκου:

Δὲν εἴδαμε παρὰ τὴν Πλάση μοναχὴ
Νὰ βόσκει τὴν ὄμορφη γοητεία της
Στὴν ἅπλα ποὺ τῆς δώρησε ὁ Θεὸς
Ξεφάντωμα ἐξαίσιο.

Το έζησα, το ένιωσα.

ΕΝΔΕΛΕΧΕΙΑ είπε...

Είναι πράγματι μια μικρή σταγόνα ευτυχίας καλή μου Volta, να έχεις την ήρεμη ευαισθησία, να ζήσεις - να νιώσεις την απόλυτη αίσθηση του μεγάλου θαύματος της Φύσης.
Να το αναπολείς ύστερα από καιρό και να σε ξεκουράζει ακόμα…Υπέροχο…
Αιχμαλώτισες στην ψυχή σου το πολύτιμο βίωμα των δικών αισθήσεων…
Έτσι όπως ο καλός Θεός την εποίησε εν σοφία, μας την παραχώρησε με αγάπη και απλοχεριά, να βιώνουμε την απαράμιλλη ομορφιά της, τις ευεργετικές, θεραπευτικές ιδιότητες γαλήνης που χαρίζει στην ψυχή μας.
Είσαι διπλά τυχερή, όχι μόνο που βρέθηκες στην χαλαρωτική αγκαλιά της Φύσης, αλλά που έχεις εκείνο το σπάνιο αισθητήριο να αντιλαμβάνεσαι το μεγαλείο της.
Ο ποιητής εδώ μας μεταφέρει τόσο ζωντανά την εικόνα της, την αξία της γι’ αυτόν, που αν κλείσω τα μάτια μου, ακούω το απαλό θρόισμα των φύλλων που σκύβουν ευχαριστημένα στο δροσερό χάδι του ανέμου.
Όμως σε κάθε του στίχο είναι ιδιαίτερα παραστατικός και ευαίσθητος: « Αγαπημένη θάλασσα κοιμήσου! κι άφησε να φλυαρούν οι άνεμοι
να τέρπεται ο ουρανός,
τώρα που σιγοπέθανε ο τελευταίος άνθρωπος
κι εγώ ακόμα έκλεισα τα μάτια»
Ένας μύθος ο Γ. Σαραντάρης, χαρακτηρίστηκε ως ο φιλόσοφος - λογοτέχνης που «ζούσε όπως έγραφε, έγραφε όπως ζούσε, πέθαινε, συνεχίζοντας να ζει …»
«έπεσε στα γόνατα η ψυχή
και προσκύνησε το μεγάλο θαύμα που ορθωνότανε ολόγυρα της»
Ο εναρμονισμός του Θείου και του Ανθρώπινου αποτελεί σταθερή ανάγκη και αναφορά του.
Το αστείρευτο και προχωρημένο ταλέντο για την εποχή του, δυστυχώς δεν πρόλαβε να ανθίσει τόσο όσο να μας αφήσει το μεγάλο έργο για το οποίο ήταν προοριζόταν.
Το νήμα της ζωής του κόπηκε στα 32 του χρόνια, στην διάρκεια του πολέμου (1941) που έλαβε μέρος, αφού το ασθενικό του σώμα τον πρόδωσε, μη αντέχοντας στην ασθένεια που τον ταλαιπώρησε βαριά.
Αναφέρει τόσο εύστοχα ο Αλέκος Αργυρίου για τον τρόπο της γραφής του: «Νομίζω ότι περνάει η φιλοσοφική του όραση μέσα στην ποίηση του σαν ένα υπόγειο στρώμα. Παρ' όλο που τα ποιήματα του, σε πρώτη επαφή, μοιάζουν να αισθηματολογούν, η πιο επίμονη διερεύνηση τους, αποκαλύπτει την ύπαρξη μιας ανθρώπινης αγωνίας, και μιας ζητούμενης σημασίας για το φαινόμενο του αχανούς κόσμου».
Στους υπέροχους στίχους που έχει σήμερα αναρτήσει ο Υπουργός, έχει μια στοχαστική βαθύτητα ο ρεμβασμός του στην φύση, μια απόλυτη προσήλωση, που αισθάνεται να πρωταγωνιστεί σε μια θύμηση στο όνειρο του ήρεμου ύπνου του.
Τόσο που δεν κατάλαβε πότε ο χρόνος κύλησε από άνοιξη την της νέας δροσερής ζωής, στο καλοκαίρι της ωριμότητας, που την παρασύρει στην ξηρασία και τον θάνατο.. .
Και καθόλου δεν απορεί ο νους του, πότε προχώρησε τόσο ο καιρός, αφού το μέγεθος του θαυμασμού και της απόλαυσης τον είχε συνεπάρει.
Μέσα στην εσωτερική του τέρψη αφημένος , καμιά ζωτική εκδήλωση κεφιού δεν εμφανίζει η καρδιά του. Στην παραμυθένια έκσταση που ζούσε, μένει φανερά γοητευμένος, απόκοσμα ασάλευτος.
Απολαμβάνοντας την ατάραχη ησυχία, που κανένας ήχος δεν έσπαζε, παρά μονάχα η αναπόφευκτη σιγανή, αλλά τρομαχτική συνάμα ανατριχίλα του χρόνου, που αμείλικτα κυλάει, αφού τίποτα δεν καταφέρνει να τον σταματήσει.
Προφητικά άραγε μιλάει για τον βιαστικό χρόνο, που άπονα τον αδίκησε και τον νίκησε πρόωρα, τόσο νέο;
Παρακολουθεί από μακριά θαμπωμένος, μια πλάση να ρουφάει την ομορφιά της ζωής σε μια απέραντη έκταση, απολαμβάνοντας το ανεκτίμητο δώρο του Θεού.
Αφού αξιώθηκε να ζήσει τη μοναδική εμπειρία, μπορεί δίκαια να πανηγυρίζει.
Οι τελευταίοι στίχοι αποτελούν μια δοξολογία , έναν ευχαριστήριο ύμνο στον Πλάστη, για την απέραντη μεγαλοσύνη του, για τον επίγειο παράδεισο της φύσης με τον οποίο «έντυσε» τούτον τον κόσμο.
Έναν κόσμο τόσο σοφά μελετημένο και ισορροπημένο, που ετοίμασε με περισσή φροντίδα και αγάπη, να πλαισιώνει και να υπηρετεί το τέλειο πλάσμα του, τον άνθρωπο.

Ενθαλπία είπε...

Και δεν είσαι μόνο τυχερή που και το έζησες και το ένιωσες Volta, είσαι απείρως περισσότερο τυχερή που έχεις τους αισθητήρες, τις κατάλληλες υποδοχές και υποδομές, να το ψάξεις και να το νοιώσεις. Δε θα ευχηθώ και του χρόνου έτσι. Απλά γιατί το καλοκαίρι δεν τελείωσε αλλά και γιατί εύχομαι να απολαμβάνεις τις απλές, πανταχού παρούσες φυσικές χαρές και χάρες όλο το χρόνο.