Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Παραμύθι για μεγάλα παιδιά, σε δυο μέρη
Μέρος Β

Το γύρισμα του κύκλου

Εδώ και μέρες ο καιρός έχει βαρύνει πολύ. Χιονίζει κάθε μέρα και το κρύο είναι ιδιαίτερα τσουχτερό. Σε τούτο εδώ το μικρό χωριό της Κεντρικής Ευρώπης ο χειμώνας είναι πιο έντονος. Η Νεφέλη, γριά πια, νιώθει την καρδιά της πιο παγωμένη από ποτέ. Οι εποχές που το μαγαζί της έσφυζε από κόσμο, ανήκει πια στο μακρινό παρελθόν. Πάνε λίγα μόλις χρόνια που η ίδια έχασε την ικανότητά της να φτιάχνει όμορφες κούκλες. Μοιραία η πελατεία της μειώθηκε, οι βιτρίνες σιγά σιγά άδειασαν, τα γέλια σώπασαν, οι γονείς δεν αγόραζαν πια ξύλινες κούκλες για να ευχαριστήσουν τα παιδιά τους. Η ερημιά φαινόταν αβάσταχτη για την Νεφέλη.

Τον περασμένο μήνα την είχε επισκεφτεί κάποιος εργολάβος για να της ζητήσει το μαγαζάκι της προκειμένου να ανεγερθεί δίπλα κάποιο μεγάλο εμπορικό κέντρο. Είχε αρνηθεί μα ήξερε πως αργή ή γρήγορα θα επέστρεφε. Είχε αρνηθεί να χάσει το χώρο που τόσα χρόνια είχε φιλοξενήσει τόσα βλέμματα, τέτοια λαχτάρα και τέτοια ένταση στην ιστορία της ομορφιάς. Όχι. Αυτό δεν θα το επέτρεπε ποτέ. Δεν ήθελε. Δεν είχε το δικαίωμα να το κάνει. Θα πρόδιδε τα παιδιά, τις κούκλες της, τα αισθήματά της.

Για να υπερασπιστεί όμως αυτή της την απόφαση έπρεπε να την πληρώνει με ατέλειωτες ώρες μοναξιάς, ανανταπόδοτης αγάπης, ατέλειωτες στιγμές νοσταλγίας και ερημιάς, που θα ήθελε να είναι με κάποιον, να ακούει, να μιλά, να νιώθει, να ανήκει κάπου. Τίποτα. Μόνη με τα χιονισμένα μαλλιά της, σε ένα χιονισμένο μικρό χωριό της Κεντρικής Ευρώπης.

Είχε ήδη πια φτάσει το βράδυ. Ο κόσμος είχε αραιώσει πολύ. Η χαρά είχε μεταφερθεί στα κοσμικά σαλόνια με τα τζάκια που μοιράζονταν τη ζέστη της καρδιάς των κατοίκων του μικρού χωριού. Η Νεφέλη σηκώθηκε αργά από την καρέκλα της και πήγε να κλείσει την πόρτα. Ούτε άνθρωπος και σήμερα. Τι να έρθει να δει κανείς σε ένα χώρο που κάποτε υπήρξε μαγαζί;

Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε. Μια μεσόκοπη κυρία μπήκε μέσα.

- Καλησπέρα!

- Καλησπέρα απάντησε έκπληκτη η Νεφέλη.

- Δε φτιάχνετε πια κούκλες ε; Κρίμα. Παλιά είχατε το πιο ωραίο και το πιο αγαπητό μαγαζί με κούκλες σε όλη τη περιοχή

- Τις έφτιαχνα η ίδια ξέρετε. Κι ήταν όλες πανέμορφες.

- Το ξέρω. Υπήρχε όμως και μια διαφορετική κούκλα, πιο όμορφη από τις άλλες. Ένας μικρός παλιάτσος που κάποτε σαν σε όνειρο κάποια κυρία σαν εσάς μου είχε χαρίσει, έξω από αυτό το μαγαζί.

Η μεσόκοπη κυρία άνοιξε τη τσάντα της και με μεγάλη προσοχή έβγαλε τον άσχημο ξύλινο παλιάτσο που πριν πολλά πολλά χρόνια είχε φτιάξει η Νεφέλη,

- Ώστε εσύ είσαι... εκείνη η μικρή που συνάντησα εκείνο το βράδυ έξω από το μαγαζί μου. Ήσουν τόσο φτωχή και τόσο αδύνατη.

- Κι εσύ άλλαξες. Σου έφερα όμως κάτι που με τα χρόνια δεν άλλαξε και σου ανήκει.

- Την κούκλα μου; Ρώτησε η Νεφέλη και τα μάτια της δάκρυσαν.

- Την αγάπη σου, της απάντησε η κυρία δίνοντάς την τον άσχημο παλιάτσο. Ξέρεις οι άνθρωποι μετά από καιρό ξεχνάμε ό,τι κάποτε μας έκανε ευτυχισμένους. Για μένα αυτή η κούκλα δεν είναι ο θησαυρός που μου έδωσες τότε που σαν παιδί είχα ανάγκη την αγάπη. Μεγάλωσα, έκανα οικογένεια, δεν παίζω πια, τα παιδιά μου δεν ασχολούνται με ξύλινες κούκλες. Είναι άσχημο όμως να ξεχνώ. Και δεν το θέλω. Όπως δε θέλω να πετάξω αυτόν το παλιάτσο που έκανε τα παιδικά μου χρόνια να μοιάζουν με παραμύθι. Σε ευχαριστώ και σου τον επιστρέφω. Εσύ μάλλον τώρα θα τον έχεις περισσότερη ανάγκη. Ίσως κάποτε να χρειαστεί να τον ξαναδώσεις εκεί που κάποιος άλλος θα τον έχει ανάγκη και δεν θα του περισσεύει. Μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου σε ευχαριστώ για την αγάπη και τη προσφορά σου. Σου χρωστώ τα παιδικά μου χρόνια...

Η Νεφέλη δε μπορούσε να απαντήσει τίποτε. Κρατούσε στις χούφτες της τον άσχημο παλιάτσο και έκλαιγε. Οι δυο γυναίκες αγκαλιάστηκαν κι έμειναν έτσι για κάμποση ώρα. Έπειτα η μεσόκοπη κυρία άνοιξε τη πόρτα και γύρισε στο χιονισμένο δρόμο.

- Γύρισα γιατί κάποτε με έδωσες, είπε ο παλιάτσος στη Νεφέλη

- Γύρισες τώρα που σε έχω ανάγκη. Μόνο που άλλαξες πολύ. Εγώ θυμάμαι σε είχα φτιάξει πρόχειρα με λίγο ξύλο και σπασμένη μύτη. Εσύ όμως είσαι πραγματικά η πιο όμορφη κούκλα απ’ όσες είχα ποτέ φτιάξει.

- Νεφέλη... μ’ αγαπάς γιατί με έδωσες. Τις άλλες κούκλες τις πούλησες γι’ αυτό κι η ομορφιά τους κάποτε χάθηκε. Σ’ ευχαριστώ.

- Σ’ ευχαριστώ εγώ που γύρισες.

- Μην το ξαναπείς... γύρισα γιατί κάποτε με έδωσες. Δεν υπάρχει μοναξιά Νεφέλη για
αυτούς που απ’ αγάπη μοιράζουν και μοιράζονται. Δεν υπάρχει...

Κι έτσι το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει ακόμη πιο δυνατό σε εκείνο το απομακρυσμένο χωριό της Κεντρικής Ευρώπης. Η Νεφέλη έκλεισε το μαγαζάκι της με συγκίνηση και χαρά μεγάλη. Όλο το βράδυ έλεγαν ο ένας ιστορίες στον άλλον. Ιστορίες που κράτησαν ακόμη χρόνια πολλά και σταμάτησαν όταν τα μάτια και των δυο έκλεισαν.

Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς ... καλύτερα...

3 σχόλια:

ΕΝΔΕΛΕΧΕΙΑ είπε...

Το δεύτερο μέρος του παραμυθιού αποκαθιστά την σχέση των πρωταγωνιστών και αποδεικνύει πως ο άρρηκτος δεσμός και το βαθύ συναίσθημα που συνδέει τον δημιουργό με το δημιούργημά του, κατάφερε να διατηρηθεί μέσα στο χρόνο, να λιώσει τους πάγους και τα χιόνια που πρόσκαιρα είχαν καλύψει τις καρδιές τους.
Παρά την παγωνιά, η μικρή σπίθα της αγάπης που σιγόκαιγε, έγινε φλόγα δυνατή και τους ζέστανε. Εξαφάνισε τις επιφανειακές παραμορφώσεις, τις αμφιβολίες, τις αδυναμίες τους.
H αληθινή αγάπη ζει πάντα παρά τις ατέλειές της, επιστρέφει θεραπευμένη και μεγαλύτερη για να εγκατασταθεί οριστικά εκεί που ανήκει, μέσα στις καρδιές που την γέννησαν και την ένιωσαν.
Η ομορφιά του αδικημένου παλιάτσου κρυβόταν πάντα μέσα στην ψυχή του, εκεί που του την εμφύσησε ο δημιουργός του. Ήταν εκείνη που βγήκε πρόθυμα, χαρίστηκε, αγκάλιασε και παρηγόρησε το άμοιρο παιδί, τότε που είχε τόση ανάγκη.
Και το ενδυνάμωσε με την αφοσίωση του, το έμαθε ότι αξίζει ν’ αγαπιέται, ν’ αγαπά.
Στα αθώα μάτια των παιδιών όλα φαντάζουν όμορφα, όλα μοιάζουν με χαρούμενο παιχνίδι. Ουδέποτε επηρεάζονται και εμμένουν στην εξωτερική εμφάνιση, αφού η αλάθητη διαίσθηση, η έλλειψη υποκρισίας, ο γνήσιος αυθορμητισμός τους, τα οδηγεί να ανακαλύψουν τον εσωτερικό κόσμο όσων τα περιβάλλουν, όσων τους κινούν το ενδιαφέρον.
Δεν αγοράζεται λοιπόν η αγάπη ούτε πωλείται, παρά μόνο χαρίζεται μέσα απ’ την καρδιά, μένει εκεί αθάνατη και επιστρέφει σε μας πολλαπλώς αυξημένη.
Μέσα απ’ αυτήν ο κόσμος φαίνεται πιο ήρεμος, πιο γλυκός, πιο γελαστός. Ο πόνος κι η θλίψη απαλύνονται. Η ελπίδα ανατέλλει, αφού αισθάνεσαι ότι υπάρχει σοβαρός λόγος να ζεις, να γίνεσαι καλύτερος.
Η αγάπη χωρίς όρια, είναι πάντοτε συνυφασμένη με την προσφορά, τη θυσία, την ανιδιοτέλεια.
Χαίρεσαι μ’ αυτόν που χαίρεται, λυπάσαι μ’ αυτόν που πονά.
Καθώς ανέχεσαι τον άλλο με τις ατέλειές του, χωρίς να τον περιφρονείς, χωρίς να τον οικτίρεις, να τον κάνεις να νιώθει άσχημα για αυτό που είναι.
Νοιάζεσαι, ενδιαφέρεσαι για την ύπαρξή του, χωρίς όμως αυτό το ενδιαφέρον να γίνεται καταπίεση και επιβολή. Και αυτό, γιατί η πραγματική αγάπη εμπεριέχει τον σεβασμό της ελευθερίας του άλλου, την εκτίμηση στην προσωπικότητά του.
Ποτέ δεν θα φωλιάσει η μοναξιά στις καρδιές που μοιράζονται την αγάπη , αφού αυτή η ανιδιοτελής δοτικότητα που καμιά ανταπόδοση δεν περιμένει, φέρνει τόσο κοντά μας όσους αγγίξαμε.
Όσο καλλιεργούμε το θαλερό της δέντρο, τόσο μεγαλώνει, απλώνει κλαδιά να χωρέσει, να δροσίσει πολλούς κάτω απ’ την σκιά του.
Κι όταν οι ρίζες του φτάσουν βαθιά τίποτα δεν μπορεί να το απειλήσει, τίποτα να το ξεριζώσει.
Θέλω να μεταφέρω κάποια πολύ παραστατικά λόγια που διάβασα για τον δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθεί ο άνθρωπος, να νιώσει, ν’ αγαπήσει, ν’ αγαπηθεί:
«Στη γνωστή συνοικία των Ανασφαλειών και στο μέσον της οδού Εσφαλμένων Πεποιθήσεων βρίσκεται η κεντρική πλατεία Εγωισμού.
Κάνετε μια στάση εκεί και παρατηρείστε πόσο μόνα είναι τα γυμνά δέντρα, πόσο άσχημα κράζουν τα πουλιά των Ενοχών .
Θυμηθείτε το μελωδικό τραγούδι που κελαηδούσαν παλιά, όταν κατοικούσατε στη γειτονιά της Αθωότητας ,στην οδό Παιδικών Χρόνων.
Αφήνοντας πίσω την Πλατεία Εγωισμού απομακρυνθείτε από τις οδούς Φόβου και Αμφιβολίας και γυρίστε την πλάτη στο δρόμο της Επίκρισης.
Ακολουθήσετε τη Λεωφόρο της Συγχώρεσης και της Αποδοχής …
Η οδός της Αγάπης δεν είναι μακριά.
Εκεί βρίσκεται το κέντρο Πραγματοποίησης Ονείρων για την Ζωή».

Volta είπε...

Εξαιρετικό όσο και συγκινητικό το δεύτερο μέρος. Υπουργέ είσαι απίθανος στο να συνθέτεις ιστορίες. Απίθανα και πανέμορφα παραμύθια.
Η Ενδελέχεις για άλλη μια φορά (και με πολλά λόγια ως συνήθως) ζωγράφισε. Μπράβο και σε αυτήν.
Τελικά η αγάπη γυρίζει εκεί που πρέπει. Το σωστό είναι να μοιράζεται και αν δεν το κάνουμε εμείς θα το κάνει η πραγματικότητα.

filologina είπε...

Αριστούργημα γλυκέ μας υπουργέ!!! Αριστούργημα...