Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2009

Η φυγή

Στό χυδαῖο αὑτό καρναβάλι, ἐφόρεσα ἀληθινή πορφύρα, στέμμα ἀπό καθαρό, ἀτόφιο χρυσάφι, Ὕψωσα ένα σκῆπτρο πάνω ἀπό τά πλήθη, κ' ἐπήγαινα ἀκολουθώντας τήν ἐσωτερική μου φωνή. Ἔχανα τη συνείδηση τοῦ περιβάλλοντος, ἀλλὰ ἐπήγαινα, σάν ὑπνοβάτης, ἀκολουθώντας τήν ἐσωτερική μου φωνή. Οἱ παλιάτσοι ἔτρεχαν μπροστά μου ή ἐχόρευαν γύρω δαιμονισμένα. Ἐφώναζαν, ἐχτυποῦσαν. Ἀλλὰ ἐγὼ ἐπήγαινα βλέποντας τα σύννεφα> κι ἀκολουθώντας τήν ἐσωτερική μου φωνή. Δυσκολότατα ἐπροχωροῦσα. Μέ τούς ἀγκῶνες ἄνοιγα τόπο, ἀφήνοντας πίσω μου ράκη. Ἀποσταμένος, ματωμένος, στάθηκα κάπου. Στὸν ἥλιο ἔσπαζαν οἱ καγχασμοί τῶν ἄλλων. Κι ήμουν γυμνός. Γέρνοντας βαθιά, σάν τσακισμένο δέντρο, ἄκουσα γιά τελευταία φορᾶ τήν ἐσωτερική μου φωνή.

Τα «Πεζά» του Κώστα Καρυωτάκη κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Νεφέλη

Ο Κώστας Καρυωτάκης γράφει το συγκεκριμένο απόσπασμα από τη Φυγή του, στην Πάτρα μετά το Καρναβάλι του 1928, δηλαδή τέλη Φεβρουαρίου ή αρχές Μαρτίου του ίδιου χρόνου.

Αυτή του την εμπειρία, μια από τις αγαπημένες του διασκεδάσεις τη μεταφέρει στο χαρτί με τη προσωπική του ιδιαιτερότητα. Είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά κείμενα της ιδιοσυγκρασίας του ποιητή. Το χυδαίο καρναβάλι είναι η ίδια η ζωή. Όλοι ντύνονται μάσκες, κυκλοφορούν ως άγνωστοι, με προσωπείο μεταξύ τους και σχετίζονται με τους λοιπούς θιασώτες σε μια επιφάνεια εφήμερων, δίχως νόημα διασκεδαστικών στιγμών.

Ο ίδιος όμως έχει βαθειά συναίσθηση της ιδιαιτερότητάς του. Δε ντύνεται τα ρούχα της Αποκριάς ούτε βάζει φτηνές μάσκες για να κρυφτεί. Βάζει αληθινή πορφύρα και στέμμα από ατόφιο χρυσάφι. Δεν τον αναγνωρίζει κανείς πως είναι βασιλιάς γιατί μέσα σε ένα καρναβάλι κανείς δεν παίρνει σοβαρά κανέναν. Κι αυτό είναι που το κάνει, για τον ποιητή, χυδαίο. Σαν βασιλιάς ο Καρυωτάκης υψώνει πάνω από τα πλήθη ένα σκήπτρο. Δεν το προσέχει κανείς. Ο ίδιος ακολουθεί την εσωτερική του φωνή ενώ όλοι οι άλλοι, όλους τους άλλους. Αυτός ξέρει που πηγαίνει, οι άλλοι απλά ακολουθούν. Ο ίδιος είναι βασιλιάς και δεν κρύβεται, οι άλλοι είναι μόνο θιασώτες και δεν είναι σε θέση να ακολουθήσουν παρά μόνο το ρεύμα.

Μόνος αυτός λοιπόν, εγκαταλείπει τη συνείδηση του πανηγυριού και περπατά στα βήματα που σαν υπνοβάτης τον καθοδηγεί η εσωτερική του φωνή. Στο κόσμο του καρναβαλιού όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Η εσωτερική φωνή αγνοείται. Ενδιαφέρει αποκλειστικά ο εξωτερικός κόσμος. Μετριέσαι από την εικόνα του ευτυχισμένου που δίνεις, από το πόσο καλά κρύβεσαι πίσω από τη μάσκα, κατά πόσον συγκινείς τα κριτήρια αυτών που θέλουν οι άλλοι να δουν σε σένα. Σε σένα τον τυχαίο, τον αδιάφορα περαστικό, τον ίδιο σαν όλους, τον καλά κρυμμένο κι όμως ανενδοίαστα τολμηρό. Δε σε ξέρει κανείς. Ο εαυτός σου που σε ξέρει καλύτερα από τον καθένα εκείνη τη στιγμή δεν υπάρχει, είσαι σε καρναβάλι, πρέπει να διασκεδάσεις, κινήσου ζωηρά, διασκέδασε, δείξε πως χαίρεσαι, κρύψου καλά.

Δίπλα σου περνά ένας αληθινός βασιλιάς αλλά ποιος ενδιαφέρεται; Γιατί να ξεχωρίσεις κάποιον σε έναν κόσμο που θέλει να βλέπει τους ήρωες ή τους βασιλιάδες μόνο σαν φιγούρες καρναβαλιού; Κι όμως η πορφύρα του ποιητή είναι αληθινή, το στέμμα από ατόφιο χρυσάφι. Οι παλιάτσοι (τι έξυπνη γενικολογία!) τρέχουν δίπλα του, χορεύουν δαιμονισμένα, φωνάζουν, χτυπούν. Αυτή η σκηνή του είναι αδιάφορη. Γι’ αυτό σηκώνει το βλέμμα μακριά τους, στον ουρανό. Κοιτά ψηλά τα σύννεφα κι ακούει μόνο την εσωτερική του φωνή. Προχωρά με δυσκολία. Ανάμεσα σε αδιάφορους, βαρετούς και ξένους ανθρώπους, ανοίγει δρόμο με τους αγκώνες γιατί θέλει να προχωρήσει, ξέρει που θέλει να πάει, αφήνει πίσω του ράκη, ανθρώπους που ακολουθούν το ρεύμα που πάνε όλοι μαζί κάπου με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια ανυπαρξία προσανατολισμού.

Όμως σπρώχνοντας και ανοίγοντας δρόμο με τους αγκώνες, στο τέλος ματώνει, κουράζεται, οι άλλοι τον τσαλαπατούν γιατί είναι πολλοί κι αυτός ένας που βαδίζει με διαφορετικό τρόπο και ενδυμασία σε διαφορετική κατεύθυνση από αυτούς. Και στο τέλος μένει γυμνός, ακούγοντας τους καγχασμούς των άλλων και γέρνει εξαντλημένος από την κούραση σαν τσακισμένο δέντρο. Μόνος ανάμεσα σε πολλούς, ένας απογυμνωμένος βασιλιάς που του ξέσκισαν τα ρούχα αδιάφοροι και άγνωστοι παλιάτσοι.

Το σπουδαίο όμως για τον Καρυωτάκη είναι αυτό ακριβώς που ειρωνεύεται στην ανικανότητα των άλλων. Ο ίδιος είναι γυμνός, εξαντλημένος σαν ετοιμοθάνατος, μέρος κι αυτός του χυδαίου καρναβαλιού αλλά ακούει ακόμη, για τελευταία φορά πριν φύγει, την εσωτερική του φωνή. Αυτή δεν εγκατέλειψε, γι’ αυτή δεν έγινε ένας παλιάτσος για χάρη των άλλων, δε πρόδωσε τη βασιλική του ιδιότητα στα μάτια περαστικών που ήξεραν μόνο να διασκεδάζουν σαν θιασώτες καρναβαλιού. Αυτοί παραμένουν άγνωστα ενωμένοι, πίσω από τις μάσκες τους και γι’ αυτό συνεχίζουν, διασκεδάζοντας σαν όλους, να ματώνουν βασιλιάδες που βαδίζουν με άλλο τρόπο αντίθετα από τη κατεύθυνσή τους. Ο Καρυωτάκης πλέον είναι γυμνός, τα πλήθη δεν αναγνωρίζουν βασιλιάδες, αλλά παραμένει ιδιαίτερος και με πλήρη επίγνωση της αξίας και του προσανατολισμού του.

Το καρναβάλι δεν τον χωρά πια. Αυτό συνεχίζεται μα ο ίδιος δεν ακούει τίποτε από την οχλαγωγία παρά την εσωτερική του φωνή. Ο γυμνός βασιλιάς θα βρεθεί τον Απρίλη του 1928 από κάποιους παλιάτσους περαστικούς στη λίμνη της Πρέβεζας. Και θα φορά μόνο την αιμάτινη πορφύρα του σαν στέμμα από ατόφιο χρυσάφι.

3 σχόλια:

Volta είπε...

Το άρθρο είναι για άλλη μια φορά συγκλονιστικό. Τα μηνύματά του πολλαπλά. Ομολογώ πως πριν από αυτό το κείμενο δεν είχα την ίδια γνώμη για τον Καρυωτάκη.
Ομολογώ πως ανέβηκε πολύ στα μάτια μου. Ο υπουργός όμως αν και μακριά μετέφερε με ποιητική και λογοτεχνική επιδεξιότητα τα μηνύματα του σπουδαίου ποιητή.
Συμφωνώ και εκτιμώ με την ιδιαιτερότητα και αυτή την βασανιστική πορεία αντίθετα στο ρεύμα. Ίσως η αυτοκτονία του να μην αποτελεί τόσο παραίτηση από τη ζωή όπως λένε.
Ίσως να έφτυσε κατάμουτρα ενα αδιάφορο και ξένο για αυτόν κοινωνικό σύστημα. Σα να ξέρασε τον τρόπο ζωής που του επέβαλλαν και προτίμησε να ζήσει και να πεθάνει ελεύθερος!

filologina είπε...

Ασύλληπτο κείμενο. Τα θερμά μου συγχαρητήριε συγγραφέα υπουργέ!

Ανώνυμος είπε...

Ένα από τα πιο όμορφα κείμενα του Κ. Καρυωτάκη με τη συνοδεία ενός άριστου σχολιασμού.
θΕΩΡΏ ΠΩς ΕΊΝΑΙ ΠΟΛΎ ΕΎΚΟΛΟ ΝΑ ΚΡΊΝΟΥΜΕ ΤΟΥς ΑΝΘΡΏΠΟΥς ΠΟΥ ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΎΝ ΧΩΡΊς ΠΡΏΤΑ ΝΑ ΈΧΟΥΜΕ ΑΝΤΙΛΗΦΘΕΊ ΤΟ ΤΙ ΤΟΥς ΏΘΗΣΕ ΕΚΕΊ.
όΣΟ ΓΙΑ ΤΗ ΚΊΝΗΣΗΣ ΤΟΥ κΑΡΥΩΤΆΚΗ ΘΕΩΡΏ ΠΩς ΑΠΌ ΌΣΟ ΦΑΊΝΕΤΑΙ ΑΠΌ ΤΟ ΚΕΊΜΕΝΟ ΉΤΑΝ ΜΙΑ ΠΡΆΞΗ ΑΝΔΡΕΙΑΣ.