
του Δημήτρη Αρκάδα
Ο όσιος Ιάκωβος ο Ασκητής, κατοικούσε για δεκαπέντε περίπου χρόνια, σε μια σπηλιά, έξω από την πόλη Πορφυριανή. Ήταν τέτοια η άσκηση και ο αγώνας του, ώστε αξιώθηκε σε θαυματουργά έργα από την χάρη του Χριστού: εξεδίωκε δαίμονες, γιάτρευε αρρώστιες και θεράπευε ανίατα πάθη. Γι’ αυτό και η φήμη του ανάμεσα στους ευσεβείς χριστιανούς της περιοχής του, αλλά και σε αλλόθρησκους, μεγάλωνε όλο και περισσότερο.
Φοβούμενος, όμως, τους πειρασμούς της καλής γνώμης των ανθρώπων, αλλά και της κενοδοξίας, ο όσιος Ιάκωβος ενέτεινε τον ήδη σκληρό ασκητικό του αγώνα. Μπήκε ακόμα πιο βαθιά στην έρημο, τρώγοντας μόνον άγρια χόρτα, για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Όλοι πλέον τον θεωρούσαν ένα ζωντανό υπόδειγμα του Χριστού. Ήταν ένας άγιος πατέρας, τόσο για τους λαϊκούς που κατάφερναν να τον πλησιάσουν, όσο και για τους μοναχούς, των πενήντα περίπου μοναστηριών τα οποία τρέφονταν πνευματικά από αυτόν.
Ο όσιος πλησίαζε τα εξήντα πέντε χρόνια του. Κι ενώ θα περίμενε κανείς ένα ήσυχο και ειρηνικό τέλος γι’ αυτόν τον άνθρωπο του Θεού, αυτός έζησε κατά παραχώρηση του Χριστού μια τέτοια πειρασμική εμπειρία, η οποία τον έφερε στο χείλος της αβύσσου.
Είχε θεραπεύσει μια ακόμη κοπέλα, η οποία υπέφερε από την παρουσία ενός ακαθάρτου πνεύματος. Οι γονείς της, προκειμένου να αποθεραπευτεί, παρακάλεσαν τον όσιο Ιάκωβο να την κρατήσει λίγες μέρες στο κελί του. Και τότε ήταν που ο διάβολος εξαπέλυσε την τρομερότερη επίθεσή του στον ταλαίπωρο γέροντα, βασανίζοντας και αιχμαλωτίζοντας τόσο τον λογισμό του, ώστε βίασε την κοπέλα εκείνη και για να μην το μάθει κανείς, την δολοφόνησε και πέταξε την σωρό της στο διπλανό ποτάμι.
Όταν συνειδητοποίησε το τριπλό έγκλημα που είχε διαπράξει (βιασμό, δολοφονία και βεβήλωση νεκρού), γεμάτος απόγνωση εγκατέλειψε την έρημο και άρχισε να περιφέρει το σαρκίο του με ακατάπαυστο θρήνο, με χτυπήματα πένθους στο στήθος του και πτώσεις πάνω στην ξερή γη.
Η χάρις, όμως, του Χριστού δεν τον είχε εγκαταλείψει εντελώς. Έφερε στον δρόμο του έναν φωτισμένο ηγούμενο, ο οποίος, βλέποντας την άθλια κατάστασή του και μαθαίνοντας τι είχε συμβεί, του υπενθύμισε αυτό που ο ίδιος είχε λησμονήσει, μπροστά στο ένταση των εγκλημάτων του: ότι η πτώση του έγινε εξ αιτίας της υπερηφανείας του και ότι ο Θεός περίμενε ακόμη την βαθιά του μετάνοια. Κι ο όσιος Ιάκωβος έδειξε έμπρακτα την μετάνοιά του. Βρήκε έναν τάφο, συνέλεξε τα οστά σε μια γωνιά και έκανε το μέρος αυτό κατοικία του, ζητώντας ακατάπαυστα το μέγα έλεος του Θεού. Έγινε ένας θαμμένος ζωντανός, για δέκα ολόκληρα χρόνια, τρώγοντας μόνον τα χόρτα που φύτρωναν γύρω από τον τάφο-κατοικία του.
Και ήλθε η μέρα που ο Θεός έδειξε με έργα την αποκατάσταση του βασανισμένου παιδιού του. Ο επίσκοπος της περιοχής, καθώς προσευχόταν μαζί με όλους τους κατοίκους για να βρέξει και να λήξει η ανομβρία που έπληττε τον τόπο, έλαβε πληροφορία από τον Θεό, ότι το αίτημά τους θα πραγματοποιηθεί, μόνο αν προσευχόταν γι’ αυτό ο όσιος Ιάκωβος. Όλος ο λαός κινητοποιήθηκε, πήγε και παρακάλεσε τον άγιο να τους βοηθήσει. Και όχι μόνο η βροχή ήλθε, αλλά ο άγιος ξαναβρήκε τα ιαματικά του χαρίσματα, βοηθώντας ξανά τους αναγκεμένους συνανθρώπους του.
Έναν χρόνο μετά, ο όσιος Ιάκωβος ο Ασκητής, ο βιαστής και δολοφόνος άγιος, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, σε ηλικία εβδομήντα πέντε ετών. Ήταν η 28η ημέρα του Γενάρη, η μέρα που έκτοτε η Εκκλησία τον θυμάται και τον μνημονεύει, για να μην λησμονήσουμε ποτέ, εμείς οι μικρότεροι ή μεγαλύτεροι εγκληματίες χριστιανοί, την «κραταιά ως θάνατον» αγάπη του Τριαδικού Θεού. Αλλά και για να υπονομεύεται διαρκώς η λογική του «κόσμου τούτου», να μωραίνεται εκ θεμελίων η σοφία της καθημερινότητάς μας, να αντιληφθούμε, όσοι θέλουμε να φέρουμε το όνομα των φίλων του Χριστού, την μέχρις εσχάτων αναμέτρηση στην οποία μας καλεί να ματώσουμε η Θεία Αυθαιρεσία. Ολόκληρη η ανάρτηση...