Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Παραμύθι για μεγάλα παιδιά, σε δυο μέρη
Μέρος Β

Το γύρισμα του κύκλου

Εδώ και μέρες ο καιρός έχει βαρύνει πολύ. Χιονίζει κάθε μέρα και το κρύο είναι ιδιαίτερα τσουχτερό. Σε τούτο εδώ το μικρό χωριό της Κεντρικής Ευρώπης ο χειμώνας είναι πιο έντονος. Η Νεφέλη, γριά πια, νιώθει την καρδιά της πιο παγωμένη από ποτέ. Οι εποχές που το μαγαζί της έσφυζε από κόσμο, ανήκει πια στο μακρινό παρελθόν. Πάνε λίγα μόλις χρόνια που η ίδια έχασε την ικανότητά της να φτιάχνει όμορφες κούκλες. Μοιραία η πελατεία της μειώθηκε, οι βιτρίνες σιγά σιγά άδειασαν, τα γέλια σώπασαν, οι γονείς δεν αγόραζαν πια ξύλινες κούκλες για να ευχαριστήσουν τα παιδιά τους. Η ερημιά φαινόταν αβάσταχτη για την Νεφέλη.

Τον περασμένο μήνα την είχε επισκεφτεί κάποιος εργολάβος για να της ζητήσει το μαγαζάκι της προκειμένου να ανεγερθεί δίπλα κάποιο μεγάλο εμπορικό κέντρο. Είχε αρνηθεί μα ήξερε πως αργή ή γρήγορα θα επέστρεφε. Είχε αρνηθεί να χάσει το χώρο που τόσα χρόνια είχε φιλοξενήσει τόσα βλέμματα, τέτοια λαχτάρα και τέτοια ένταση στην ιστορία της ομορφιάς. Όχι. Αυτό δεν θα το επέτρεπε ποτέ. Δεν ήθελε. Δεν είχε το δικαίωμα να το κάνει. Θα πρόδιδε τα παιδιά, τις κούκλες της, τα αισθήματά της.

Για να υπερασπιστεί όμως αυτή της την απόφαση έπρεπε να την πληρώνει με ατέλειωτες ώρες μοναξιάς, ανανταπόδοτης αγάπης, ατέλειωτες στιγμές νοσταλγίας και ερημιάς, που θα ήθελε να είναι με κάποιον, να ακούει, να μιλά, να νιώθει, να ανήκει κάπου. Τίποτα. Μόνη με τα χιονισμένα μαλλιά της, σε ένα χιονισμένο μικρό χωριό της Κεντρικής Ευρώπης.

Είχε ήδη πια φτάσει το βράδυ. Ο κόσμος είχε αραιώσει πολύ. Η χαρά είχε μεταφερθεί στα κοσμικά σαλόνια με τα τζάκια που μοιράζονταν τη ζέστη της καρδιάς των κατοίκων του μικρού χωριού. Η Νεφέλη σηκώθηκε αργά από την καρέκλα της και πήγε να κλείσει την πόρτα. Ούτε άνθρωπος και σήμερα. Τι να έρθει να δει κανείς σε ένα χώρο που κάποτε υπήρξε μαγαζί;

Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε. Μια μεσόκοπη κυρία μπήκε μέσα.

- Καλησπέρα!

- Καλησπέρα απάντησε έκπληκτη η Νεφέλη.

- Δε φτιάχνετε πια κούκλες ε; Κρίμα. Παλιά είχατε το πιο ωραίο και το πιο αγαπητό μαγαζί με κούκλες σε όλη τη περιοχή

- Τις έφτιαχνα η ίδια ξέρετε. Κι ήταν όλες πανέμορφες.

- Το ξέρω. Υπήρχε όμως και μια διαφορετική κούκλα, πιο όμορφη από τις άλλες. Ένας μικρός παλιάτσος που κάποτε σαν σε όνειρο κάποια κυρία σαν εσάς μου είχε χαρίσει, έξω από αυτό το μαγαζί.

Η μεσόκοπη κυρία άνοιξε τη τσάντα της και με μεγάλη προσοχή έβγαλε τον άσχημο ξύλινο παλιάτσο που πριν πολλά πολλά χρόνια είχε φτιάξει η Νεφέλη,

- Ώστε εσύ είσαι... εκείνη η μικρή που συνάντησα εκείνο το βράδυ έξω από το μαγαζί μου. Ήσουν τόσο φτωχή και τόσο αδύνατη.

- Κι εσύ άλλαξες. Σου έφερα όμως κάτι που με τα χρόνια δεν άλλαξε και σου ανήκει.

- Την κούκλα μου; Ρώτησε η Νεφέλη και τα μάτια της δάκρυσαν.

- Την αγάπη σου, της απάντησε η κυρία δίνοντάς την τον άσχημο παλιάτσο. Ξέρεις οι άνθρωποι μετά από καιρό ξεχνάμε ό,τι κάποτε μας έκανε ευτυχισμένους. Για μένα αυτή η κούκλα δεν είναι ο θησαυρός που μου έδωσες τότε που σαν παιδί είχα ανάγκη την αγάπη. Μεγάλωσα, έκανα οικογένεια, δεν παίζω πια, τα παιδιά μου δεν ασχολούνται με ξύλινες κούκλες. Είναι άσχημο όμως να ξεχνώ. Και δεν το θέλω. Όπως δε θέλω να πετάξω αυτόν το παλιάτσο που έκανε τα παιδικά μου χρόνια να μοιάζουν με παραμύθι. Σε ευχαριστώ και σου τον επιστρέφω. Εσύ μάλλον τώρα θα τον έχεις περισσότερη ανάγκη. Ίσως κάποτε να χρειαστεί να τον ξαναδώσεις εκεί που κάποιος άλλος θα τον έχει ανάγκη και δεν θα του περισσεύει. Μέσα από τα βάθη της καρδιάς μου σε ευχαριστώ για την αγάπη και τη προσφορά σου. Σου χρωστώ τα παιδικά μου χρόνια...

Η Νεφέλη δε μπορούσε να απαντήσει τίποτε. Κρατούσε στις χούφτες της τον άσχημο παλιάτσο και έκλαιγε. Οι δυο γυναίκες αγκαλιάστηκαν κι έμειναν έτσι για κάμποση ώρα. Έπειτα η μεσόκοπη κυρία άνοιξε τη πόρτα και γύρισε στο χιονισμένο δρόμο.

- Γύρισα γιατί κάποτε με έδωσες, είπε ο παλιάτσος στη Νεφέλη

- Γύρισες τώρα που σε έχω ανάγκη. Μόνο που άλλαξες πολύ. Εγώ θυμάμαι σε είχα φτιάξει πρόχειρα με λίγο ξύλο και σπασμένη μύτη. Εσύ όμως είσαι πραγματικά η πιο όμορφη κούκλα απ’ όσες είχα ποτέ φτιάξει.

- Νεφέλη... μ’ αγαπάς γιατί με έδωσες. Τις άλλες κούκλες τις πούλησες γι’ αυτό κι η ομορφιά τους κάποτε χάθηκε. Σ’ ευχαριστώ.

- Σ’ ευχαριστώ εγώ που γύρισες.

- Μην το ξαναπείς... γύρισα γιατί κάποτε με έδωσες. Δεν υπάρχει μοναξιά Νεφέλη για
αυτούς που απ’ αγάπη μοιράζουν και μοιράζονται. Δεν υπάρχει...

Κι έτσι το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει ακόμη πιο δυνατό σε εκείνο το απομακρυσμένο χωριό της Κεντρικής Ευρώπης. Η Νεφέλη έκλεισε το μαγαζάκι της με συγκίνηση και χαρά μεγάλη. Όλο το βράδυ έλεγαν ο ένας ιστορίες στον άλλον. Ιστορίες που κράτησαν ακόμη χρόνια πολλά και σταμάτησαν όταν τα μάτια και των δυο έκλεισαν.

Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς ... καλύτερα...
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009

Όσοι νομίζουν κι όσοι αγαπούν

Δυὸ ἄνθρωποι, ἦλθον μίαν φορᾶν καὶ εξωμολογήθησαν εἰς εμέ, Πέτρος καὶ Παύλος, καὶ νὰ ἴδητε πὼς τοὺς ἔδιωρθωσα, καλὰ ἢ κακά. Ἔγώ σας φανερώνω τὴν καρδίαν μου.

Μοῦ λέγει δ Πέτρος: Εγώ, πνευματικέ μου, ἀπὸ τὸν καιρὸν ὅπου ἐγεννήθηκα ἕως τώρα, ενήστευσα, επροσευχόμην πάντοτε, ἔκαμνα ἔλεημοσυνας εἷς τους πτωχούς, ἔκτισα μοναστήρια, ἐκκλησίας καὶ ἄλλα καλὰ ἔκαμα. Τὸν εχθρόν μου δὲν τὸν συγχωρῶ. Εγώ τὸν ἀποφάσισα διὰ τὴν κόλασιν.

Ἔρχεται δ Παῦλος καὶ μοῦ λέγει: Εγώ ἀπὸ τὸν καιρὸν ὅπου ἐγεννήθηκα τίποτε, κανένα καλὸν δὲν ἔκαμα, αλλά μάλιστα ἔχω κάμει τόσα φονικά, ἔπόρνευσα, ἔκλεψα, ἔκαψα εκκλησίας, μοναστήρια' ὅλα τὰ κακὰ τὰ ἔκαμα, μὰ τὸν εχθρόν μου τὸν συγχωρῶ. Νὰ ἴδητε τί ἔκαμα εγώ εἷς αυτόν. Εὐθὺς τὸν ἀγκάλιασα καὶ τὸν εφίλησα του ἔδωσα τὴν ἄδειαν νὰ μεταλάβη.

Καλά τους εδιόρθωσα ἢ κακά; Φυσικὰ θέλετε νὰ μὲ κατηγορήσετε καὶ νὰ μοῦ ἐΐπητε: Ὃ Πέτρος ὅπου ἔκαμε τόσα καλά, καὶ διότι δὲν ἔσυγχώρησε τὸν ἔχθρόν του, διὰ τόσον ολίγον πράγμα τὸν απεφάσισες διὰ τὴν κόλασιν; Καὶ τὸν Παύλον ὅπου ἒκαμε τόσα κακά, καὶ διότι εσυγχωρεί τους ἔχθρούς του, τὸν εσυγχώρησες καὶ τοῦ ἔδωκες τὴν ἄδειαν νὰ μεταλλάβει; Ναί, αδελφοί μου, ἔτσι ἔκαμα. θέλετε νὰ καταλάβετε μὲ τί ὁμοιάζει δ Πέτρος; Καθὼς μέσα εἷς 100 οκάδας αλεύρι βάνεις ὀλίγον προζύμι καὶ ἔχει τόσην δύναμιν τὸ προζύμι εκείνο, νὰ γυρίσει καὶ τας 100 ὄκαδες τὸ ζυμάρι καὶ νὰ τὸ κουφίζη δλο, έτσι εἶναι καὶ όλα τὰ καλὰ εκείνα ὅπου έκαμεν δ Πέτρος• μὲ εκείνην τὴν ὄλιγην ἔχθραν, ὅπου δὲν ἔσυγχώρησε τὸν ἔχθρόν του, τὰ ἔγυρισε καὶ τὰ ἒ'κᾶμε φάρμακι τοΰ διαβόλου, καὶ ἔτσι τὸν ἀπεφάσισα διὰ τὴν κόλασιν.

Ὃ Παΰλος πάλιν μὲ τι ὁμοιάζει; ΕΙναι ἕνας σωρὸς λιανόξυλα και βάνεις ἕνα μικρὸ κερὶ ἀναμμένον καὶ καίει δλὸν τὸν σωρὸν ἔκεινη ἢ ὄλιγη φλόγα. Ἔτσι ἐΐναι όλα τὰ ἁμαρτήματα τοῦ Παύλου, ὡσὰν τὸν σωρὸν τὰ λιανόξυλα• και ἢ συγχώρησις ὅπου ἔκαμε τοῦ εχθρού του ἐΐνε ὡσὰν τὸ κερί, ὅπου ἔκαψε δλὰ τα λιανόξυλα, ἤγουν τᾶς ἁμαρτίας, καὶ τὸν ἀπεφάσισα διὰ τὸν παράδεισον.

Από τις «Διδαχές» του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

Παραμύθι για μεγάλα παιδιά, σε δυο μέρη
Μέρος Α

Ο παλιάτσος

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε κάποια μακρινή πόλη κάπου στα έγκατα της Κεντρικής Ευρώπης μια κοπέλα όμορφη πολύ, ανεξάρτητη και κοινωνικά καταξιωμένη. Το όνομά της ήταν Νεφέλη και ζούσε φτιάχνοντας κούκλες για κουκλοθέατρο.

Τον πρώτο καιρό έφτιαχνε πολλές κούκλες πανέμορφες που τις αγαπούσαν όλοι όσοι τις αγόραζαν. Η ικανότητά της να μεταφέρει σε αυτές, κάμποση από τη γλυκύτητα της ήταν χαρακτηριστική. Πολλοί γονείς και παιδιά σύχναζαν κάθε μέρα στο όμορφο μικρό μαγαζάκι της γυρεύοντας κάποιο δώρο, ένα φίλο, κάτι να μοιράζονται όσα δεν μπορούσαν να χωρέσουν μέσα τους και πάντα έφευγαν χαρούμενοι γιατί πάντα έβρισκαν αυτό που ζητούσαν

Η ζωή της Νεφέλης στη μικρή της πόλη κυλούσε ήρεμα για πολλά χρόνια με αυτούς τους ρυθμούς. Τον Σεπτέμβρη όμως της χρονιάς που δεν άνθισαν οι μυγδαλιές στη χώρα εκείνη, συνέβη κάτι που άλλαξε τη ζωή όλων στη μικρή εκείνη πόλη.

Η Νεφέλη το προηγούμενο βράδυ είχε κατασκευάσει μετά από πολλή δουλειά έναν παλιάτσο κούκλο, διαφορετικό από τους άλλους. Αυτός της φαινόταν πιο άσχημος από τις άλλες κούκλες της γιατί δεν είχε το χρόνο να τον κάνει το ίδιο όμορφο. Πρόχειρα έφτιαξε το σώμα του, γιατί νύσταζε κιόλας, έκοψε λίγο τη μύτη του γιατί άκουσε μια φωνή από το δρόμο που τη τρόμαξε, χρησιμοποίησε μάλιστα και μικρότερο κομμάτι από κάποιο ξύλο που τις είχε απομείνει από άλλη κατασκευή.

Κι έτσι τον άφησε στην άκρη από κάποιο ράφι του μαγαζιού. Οι μέρες κυλούσαν και κανείς δεν τον αγόραζε γιατί ήταν άσχημος πολύ δίπλα σε όλες τις υπόλοιπες πανέμορφες κούκλες που κάθονταν δίπλα του και στόλιζαν το μαγαζί. Και τα χρόνια και η σκόνη πάνω του μαζεύονταν και έκρυβαν κάπως την ασχήμια του. Ήταν όμως τόσος κακοφτιαγμένος αυτός ο παλιάτσος που και πάλι κανείς δε βρισκόταν να τον προτιμήσει. Και ενώ κούκλες και κούκλες άλλαζαν και έφευγαν από τα ράφια αυτός παρέμενε πιο μόνος και σκονισμένος στην ίδια θέση.

Αφού λοιπόν πέρασαν πάνω από δεκατέσσερα χρόνια της είπε ένα βράδυ που η ίδια μόλις είχε κλείσει το μαγαζάκι της. - Εεεε Νεφέλη! Εκείνη γύρισε το κεφάλι στο μέρος του και όλο γλύκα τον ρώτησε τι θέλει.

- Χάρισε με κάπου. Δώσε με σε κάποιον που θα με θέλει μα δεν μπορεί να με αγοράσει. Σου πιάνω άδικα τόσο χώρο στο ράφι για τόσα χρόνια Αν με δώσεις κάπου θα κάνεις κάποιο παιδάκι πολύ χαρούμενο. Εγώ είμαι τόσο άσχημος και γερασμένος που δεν θα με αγοράσει κανείς. Δεν έχεις να κερδίσεις τίποτε από μένα. Χάρισε με λοιπόν σε κάποιο φτωχό παιδάκι και θα μας κάνεις και τους δυο χαρούμενους.

- Να σε δώσω; Μα εσύ είσαι δικός μου. Εγώ σε έφτιαξα

- Δε μ’ αγαπάς όμως. Κάποιος άλλος μπορεί να με αγαπήσει. Δώρισε με λοιπόν...

- Τι είναι αυτά που λες; Εγώ δε σε αγαπώ; Αν δε σε αγαπούσα θα σε είχα πετάξει στα σκουπίδια, θα είχα βάλει άλλες κούκλες στη θέση σου, δε θα ένιωθα τίποτα για σένα.

- Δε μ’ αγαπάς Νεφέλη. Η όψη μου άλλαξε από τη σκόνη και νομίζεις πως είμαι ακόμη ίδιος. Δε μ’ άφησες να δω τη λαχτάρα ενός παιδιού για να με κρατήσει στην αγκαλιά του, να κοιμηθεί δίπλα μου, να μου πει τα μυστικά του...

- Παρόλα σου όμως τα προβλήματα εγώ με την αγάπη μου σε κράτησα τόσα χρόνια σε τούτο το ράφι δίνοντάς σου την ευκαιρία κάποιος να σε αγοράσει. Άλλος στη θέση μου θα σε είχε πουλήσει...

- Δεν είμαι προϊόν. Δεν με θέλει κανείς γιατί εσύ με έφτιαξες έτσι. Όμως έτσι είμαι. Αυτό δεν αλλάζει. Κάποιο παιδί που του λείπουν τα πιο απλά και δε τα μετρά όλα από το πόσο εμπορικό είναι αυτό που φαίνομαι μπορεί να με αγαπήσει. Χάρισέ με σε παρακαλώ... Άσε σε κάποιον την ευθύνη να με αγαπήσει και να τον αγαπήσω. Αφού εσύ δεν μπορείς άσε με να κάνω τη δική μου και τη ζωή κάποιου άλλου ομορφότερη. Σε παρακαλώ...

- Την ευθύνη για το που θα καταλήξεις τη έχω εγώ. Κι εγώ σε αγαπώ πιο πολύ απ’ τον καθένα...

- Πιο πολύ μπορεί, πιο όμορφα όμως όχι, δεν μ’ αγαπάς.

Ο παλιάτσος κούκλος έκλεισε τα μάτια θλιμμένος μες στη σκόνη του. Δεν ένιωθε πια αγάπη για την καλή του Νεφέλη γιατί δεν ένιωθε πως την αγαπούσε κι η ίδια. Εκείνο το βράδυ δεν μίλησε με καμιά άλλη κούκλα στο ράφι. Είχε κουραστεί πια να γνωρίζει κούκλες για μια δυο μέρες κι έπειτα να φεύγουν από τη ζωή του γιατί κάποιος πλήρωσε για να δώσει κάπου χαρά. Για πρώτη φορά στη ζωούλα του δεν είχε κάπου να ελπίσει. Ένιωθε πως η ζωή του όλη θα χαριζόταν στο σαράκι που με τα χρόνια θα πέρναγε τη σκόνη και θα επισκεπτόταν ό,τι είχε μείνει από τα σωθικά του.

Η Νεφέλη για πρώτη φορά στη ζωή της δάκρυσε. Είχε περάσει τα πιο όμορφα χρόνια της ανάμεσα σε κούκλες σε παιδιά και γονείς που την αγαπούσαν. Πρώτη φορά της έλεγαν τέτοια λόγια.

Το βράδυ όλο δεν κοιμήθηκε. Είχε την ευθύνη, ένιωθε ελεύθερη, μιλούσε για αγάπη.

Την επόμενη μέρα η θέση του άσχημου παλιάτσου κούκλου στο ράφι ήταν άδεια.

Κανείς δεν έμαθε ποτέ που κατέληξε. Σε κανέναν δεν έλειψε και κανείς δε ρώτησε τι απέγινε.

Οι μόνοι που ήξεραν ήταν η Νεφέλη, ο άσχημος παλιάτσος και το πρώτο παιδάκι που εκείνη τη μέρα πέρασε έξω από το μαγαζί.
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Ο χυμός της καθημερινότητας

Ἂς εἶναι, ἔπρεπε νὰ φτάσω στὸ κατώφλι τῆς αὐτοκαταστροφῆς γιὰ νὰ καταλάβω τουλάχιστο πὼς τὸ σπουδαϊο δὲν εἶναι ν' ἀλλάξουμε τὴ ζωή μας, ὀνειροπολώντας μιὰν ἄλλη πιὸ ἐνδιαφέρουσα, ἄλλα νὰ κάνουμε νὰ λαλήσει τούτη τὴ ζωή, ὅπως μας δόθηκε, τὴν καθημερινή, τὴν ταπεινή, τὴν ἀνθρώπινη, ὅπου τὸ καθετὶ ποὺ μποροῦσε νὰ γυρέψουμε πρέπει νὰ ὕπάρχει.

Σ' αὐτὴ τὴ δική μας ζωή, τὴν ἀναφαίρετη καὶ τὴ μοναδικὴ (ἀφοῦ κανένας ἄλλος δὲν τὴν ἔχει), ποὺ δίνει τὸ χυμὸ στὰ ἔργα μας καὶ τὰ κάνει ὅμοια μ' ἐμᾶς, πρέπει νὰ μάθουμε νὰ βλέπουμε τὸ θαῦμα.

Από τις «Μέρες Α΄» του Γιώργου Σεφέρη, εκδόσεις Ίκαρος
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2009

Ό,τι δεν μπορείς εγώ θα στο αναπληρώνω

Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Οι εκλογές, ο εξουσιαστής και ο αντεξουσιαστής

Ο Εξουσιαστής διαθέτει ένα κεφάλι ξύλινο, ασυγκίνητο, ανέκφραστο, αμετακίνητο, «κενόν αισθημάτων και ιδεών και πλήρες φιλοδοξιών».

Ένα κόμμα «αναπτυγμένου» τόπου διαβαίνει τον χρόνο μέσα από τις αντιθέσεις του. Εδώ, σ' εμάς, καταλύεται από τον χρόνο ή αλλάζει τίτλους.

Τώρα τελευταία αποκτήσαμε και τις τυπικές διαδικασίες - συνέδρια, επιτροπές, αποφάσεις - μονότονες, μονόφωνες, που καταλήγουν σε σχοινοτενή πορίσματα τα οποία απηχούν τη διευκόλυνση των φιλοδοξιών του εξουσιαστή. Το πιο ανησυχητικό! Επειδή όλοι μας κρύβουμε μέσα μας έναν μικρό εξουσιαστή, αποτυχημένο, καταπιεσμένο, ανεκπλήρωτο, δεχόμαστε τον επιτυχόντα σαν μια προέκταση φανταστική του εαυτού μας. Όπως δεχόμαστε τον φθόνο των φθονερών, τη λάσπη των λασπολόγων, την ηθικολογία των ανηθίκων, τις καταγγελίες των βρωμερών καταδοτών.

Διότι εμπεριέχουν φθόνον, λασπολογική διάθεση, ανηθικότητα, καταδοτικά συμπλέγματα και χοιροστασιακή αναπνοή.

Τα ακριβά πρότυπα, τα διαθέτοντα αρετή και ιδιότητες χαρισματικές, χρειάζονται πρωτίστως αρετή και αθωότητα για να γίνουν αποδεκτά - χαρακτηριστικά αντεξουσιαστή. Γι' αυτό και στον λαϊκιστικό καιρό μας, της εύκολης λείας οπαδών και των ακόμη πιο εύκολων φιλοδοξιών, η έννοια του αντεξουσιαστή δεν είναι εφικτή ούτε καν νοητή! Και αναδύεται εκ των βάλτων και των απορριμμάτων πανένδοξος, απόλυτος, αμετακίνητος ο ένας, ο αδιαφιλονίκητος Εξουσιαστής.

Προτείνω: μία αντεξουσιαστική εκστρατεία. Έναν σιωπηλό πόλεμο που, αν συντελεστεί μ' επιμονή, κάτι αληθινά καλό μπορεί να επιφέρει.

Από τα «Σχόλια του Τρίτου» του Μάνου Χατζιδάκι, εκδόσεις Εξάντας

Το παραπάνω απόσπασμα του Μ. Χατζιδάκι μου ήρθε στο νου τις τελευταίες μέρες του προεκλογικού αγώνα και τις πρώτες ώρες μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Τι ήταν, απόρησα, όλο αυτό το γεγονός που συρθήκαμε τον τελευταίο μήνα; Για ποιο λόγο και στην εξυπηρέτηση ποιων ελπίδων συρθήκαμε από αηδιαστικούς μονολόγους φερέφωνων δημοσιογραφίσκων ή επαγγελματιών καλοταϊσμένων πολιτικών; Θα σωθεί επιτέλους αυτή η χώρα ή θα συνεχίσει αυτό που χρόνια τώρα της έμαθαν καλά να κάνει, υπάκουη σε αποχαυνωτές, μικρονοϊκούς απόγονους πολιτικών τζακιών; Τον ανιψιό Καραμανλή διαδέχτηκε ο γιος Παπανδρέου, κι αύριο ίσως η κόρη Μητσοτάκη ή κάποιο ξεχασμένο εγγόνι ή ανίψι κάποιου παλιού πρωθυπουργού. Γνώριμη η πολιτική μας μοίρα.

Και μιας και ο λόγος για παλιούς πολιτικούς, θυμάμαι που ο Γεώργιος Παπανδρέου (ο παππούς του νυν πρωθυπουργού), ενώπιον φαινομένων κομματικού κράτους και ασυδοσίας, ασυγκρίτως υποδεέστερα από τα σημερινά, κήρυττε τον περίφημο «ανένδοτο αγώνα» καλώντας τον λαό στους δρόμους να περιφρουρήσει ο ίδιος τη δημοκρατία και το Σύνταγμα.

Για να εμπεδώσω καλύτερα αυτό το συνειρμό ξαπλώνω πιο αναπαυτικά στη πολυθρόνα μου βλέποντας τον Χατζηνικολάου και τη Στάη να συναγωνίζονται σε κομπασμό και αλαζονεία τον Πρετεντέρη ή την Τρέμη, τον Τράγκα να παραβγαίνει σε εμετικά ευφυολογήματα τον Παπαδάκη, τον Ευαγγελάτο να αγωνιά να ανιχνεύσει κάποιο εκλογικό σκάνδαλο, τόσους και τόσους τυχάρπαστους καλεσμένους που ασφαλώς έχουν λόγο και για την πολιτική (εκτός από το μαγείρεμα και το κουτσομπολιό) και κάποια ονόματα πολιτικών προσώπων που βαρεθήκαμε μέσα από τις επαναλαμβανόμενες διακαναλικές παρουσίες να ακούμε να αξιολογούν τη νέα πολιτική κατάσταση της χώρας με την ίδια άνεση κι επιχειρηματολογία λες και πρόκειται για νούμερα τηλεθέασης ή την κατάκτηση του πρωταθλήματος ποδοσφαίρου. (θυμάται κανείς τι ξεχωριστό είπαν όλοι τους;)

Άλλες εποχές άλλα ήθη σκέφτηκα κλείνοντας τη τηλεόραση. Ο «ανένδοτος» του παππού Παπανδρέου απευθυνόταν σε πολίτες που δεν κατευθύνονταν από εταιρίες δημοσκοπήσεων και υποψιάζονταν έστω τα πρώτιστα και ουσιώδη εθνικά προβλήματα. Σήμερα αλλάζουμε από συνήθειο κυβερνήσεις (ή καλύτερα τζάκια εξουσιαστών κατά τον Χατζιδάκι) δίχως αλλαγή πολιτικής ιδεολογίας, χωρίς κοινωνικό όραμα, χωρίς ίχνος υποψίας για τα ουσιώδη προβλήματα της πατρίδας. Το κριτήριο της ψήφου μας το ορίζει το πόσο εύκολα μπορούμε να «χώσουμε» το παιδί μας σε κάποια δημοσιοϋπαλληλική θέση, στο πόσο εύπεπτη ήταν η προπαγάνδα που μας σέρβιραν, στο πόσο ανέξοδα θα μπορέσουμε να νομιμοποιήσουμε το αυθαίρετό μας, στο κατά πόσο βρε αδερφέ η ζωή μας θα γίνει πιο «εύκολη» μέσα από αυξήσεις μισθών με λιγότερο ως καθόλου κόπο, μέσα από την αλλοτρίωση θεσμών που εμποδίζουν την καλοπέρασή μας.

Δυστυχώς όμως σε κοινωνίες με χαμηλούς δείχτες κατά κεφαλήν καλλιέργειας, σαν τη δική μας, θα αναγκαστούμε (όλοι το απευχόμαστε μα το τηρούμε απαρέγκλιτα) να ξαναζήσουμε προτάσεις διαχειριστικών «βελτιώσεων» που δεν θα αλλάξουν σε τίποτα την πρόοδο της πατρίδας μας παρά θα μεταβάλλουν σε ελάχιστο βαθμό τις καταστάσεις που έχουν εδώ και χρόνια διαμορφωθεί. Πώς συμβαίνει αυτό; Απλά συνεχίζοντας με τη δική μας ψήφο (!!!) την δουλικά ακολουθούμενη παγκοσμιοποιημένη πολιτική πρακτική ξένων κέντρων αποφάσεων, τη χυδαία εμπορευματοποίηση του κοινοβουλευτισμού, τη μεθοδική αποχαύνωση των μαζών, την αδιάντροπη αναξιοκρατία, την κοινωνική παθητικότητα μπροστά σε προκλητικά σκάνδαλα, σε απροκάλυπτα ψεύδη, σε κραυγαλέες κοινωνικές αδικίες.

Ο Χατζιδάκις είναι σαφής. Ίσως η γνώμη του να είναι κι ο μόνος δρόμος της δημοκρατικής αναγέννησης στον τόπο μας. Οι εξουσιαστές δεν αλλάζουν. Εμείς θα πρέπει να ακολουθήσουμε «ακριβά» πρότυπα ανθρώπων που να διαθέτουν αρετή και ιδιότητες χαρισματικές, για να αποκτήσουμε χαρακτηριστικά αντεξουσιαστή. Ίσως τότε ο «ανένδοτος» του παππού Παπανδρέου «να νοηματοδοτηθεί από αγωνία και κοινό αγώνα για το δικαίωμα στην ελευθερία, στη δίκαιη μεταχείριση, στην αξιοπρέπεια, στη δημιουργική ελπίδα. Nα απαιτήσει αλήθεια στη σχέση πολίτη και εξουσίας, τίμια διαχείριση του κοινωνικού πλούτου, όραμα ταύτισης της πατρίδας με τον πολιτισμό και την ανθρώπινη καλλιέργεια».

Τι όμορφη η πρόταση του συγγραφέα για μία αντεξουσιαστική εκστρατεία. Έναν σιωπηλό πόλεμο που, αν συντελεστεί μ' επιμονή, κάτι αληθινά καλό μπορεί να επιφέρει. Πιθανόν αυτή να είναι και η δική μας ορθότερη πολιτική συμπεριφορά. Υγιή κριτήρια χρειάζονται και διάθεση για αγώνα. Και τα πρότυπα θα βρεθούν. Αργά ή γρήγορα...
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009

Η αυταπάτη της συνάντησης

Τί θά φορᾶς συνεννόηση
νά σέ γνωρίσω
ὥστε νά μή χαθοῦμε πάλι
μές στούς πολυπληθεῖς σωσίες σου;

Κική Δημουλά "Ἡ εφηβεία της λήθης", εκδόσεις Στιγμή
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

Νεοελληνική φαυλοκρατία

Εν όψει εκλογών το Υπουργείο ονείρων προτείνει ένα βιβλίο σταθμό για την θέαση της εγχώριας πολιτικής εξουσίας ως αλλοτρίωσης της πολιτικής λειτουργίας σε κατοχή και νομή του κράτους από ανταγωνιζόμενες φατρίες επαγγελματιών της εξουσίας. Η διαχείριση της γίνεται πάρεργο, κυρίως άσκηση πολιτικής είναι να διαγουμίζει η κυβερνώσα φατρία τον κρατικό κορβανά, την κοινωνική περιουσία.

Πώς και γιατί εμφανίζεται η φαυλοκρατία στο ελλαδικό κράτος από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του; Εμφανίζεται διότι ο θεσμός του νεωτερικού εθνικού κράτους ήταν κάτι ξένο, άγνωστο για την ελληνική εμπειρία: Δεν προέκυψε από τις ανάγκες των Ελλήνων, δεν συνδεόταν με τους ιστορικούς εθισμούς τους. Ηταν δάνειο σχήμα, «κάλπικο δάνειον».

Οι Ελληνες έβγαιναν από μακραίωνη, τελείως διαφορετική πολιτική εμπειρία και παράδοση: αυτήν της αυτοκρατορίας. Μια κεντρική εξουσία να δεσπόζει σε πληθυσμούς πολυεθνικούς και πολυφυλετικούς. Από την εποχή της Παλαιάς Ρώμης ως και τους Οθωμανούς, η αυτοκρατορία συνέχιζε να αποτελεί διεθνική «Τάξη Πραγμάτων» (Ordo rerum) που ανεχόταν την κοινοτική αυτο-οργάνωση και αυτοδιαχείριση των Ελλήνων, την ιστορική συνέχεια του ελληνικού τρόπου της «πόλεως» και της «πολιτικής».

Στο πλαίσιο των σχέσεων της οθωμανικής εξουσίας, με τις κοινότητες των ραγιάδων διαμορφώθηκε, παράλληλα με την κοινωνική αυτο-οργάνωση, και η «πατρωνία»: μια αμυντική τακτική προστασίας των υποτελών από την αυθαιρεσία των κυριάρχων. Κάποιοι αναλάμβαναν τον ρόλο του μεσάζοντα, μεσολαβούσαν προσφέροντας εκδουλεύσεις μεσιτείας προς τις οθωμανικές αρχές, για να αποσπάσουν ευνοϊκή ή και χαριστική μεταχείριση, να μετριάσουν την τυραννική ασυδοσία των εξουσιαστών.

Ο λαός, που με την ψήφο του απλώς «μετήλλασεν τυράννους» (Παπαδιαμάντης), κατέφευγε ταυτόχρονα στους δοκιμασμένους μηχανισμούς της «πατρωνίας» για να μπορεί να μετέχει ισχνά στην καταλήστευση του δημόσιου κορβανά από την εκάστοτε κυβερνώσα φατρία. Το κράτος στην Ελλάδα αναδείχθηκε ο κυριότερος εργοδότης της χώρας και «μήλον της έριδος», μεταξύ των αλληλοσπαρασσόμενων κομματικών πατρώνων. Τους Τούρκους αντικατέστησαν οι δημόσιοι υπάλληλοι.

Το βιβλίο δείχνει πειστικά πως η αυτονόητη και κυρίαρχη φαυλοκρατία αποδυναμώνει, ταπεινώνει και εξευτελίζει το ελλαδικό κράτος σε ολόκληρη την ιστορική του διαδρομή, ως σήμερα. Υπήρχαν και υπάρχουν πάντοτε οι εξαιρέσεις, οι αντιδράσεις, οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού του κράτους.

Οι κατά καιρούς εκσυγχρονιστές επιχειρούσαν να «βελτιώσουν» τη μεταπρατική λειτουργία του δάνειου κρατικού σχήματος, αλλά δεν διανοήθηκαν ποτέ τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που θα έβαζαν τέλος στον μιμητικό χαρακτήρα του πολιτεύματος και θα το προσάρμοζαν στις ιδιαίτερες ανάγκες, στην ιδιοσυγκρασία και στους ιστορικούς εθισμούς του Έλληνα. Και επειδή παρέκαμπταν πάντοτε αυτόν τον εκ καταγωγής του κράτους θεμελιώδη παράγοντα της κακοδαιμονίας και της καθυστέρησης, άφηναν άθικτες και τις πιο τυπικές τους συνέπειες: την πατρωνία, τις πελατειακές σχέσεις, τη διαπλοκή, τη διαφθορά.

Η καταγραφόμενη ως «κρίση του δικομματισμού» είναι η κατάσταση ομηρείας στην οποία έχουν περιέλθει οι επαγγελματίες της εξουσίας. Το διαγούμισμα του κράτους οδήγησε σε έναν ξέφρενο δανεισμό που έχει καταλήξει σε εκποίηση του κράτους στους δανειστές του και αδυναμία των φαυλοκρατών να εξαγοράζουν ψήφους με ληστεία του κρατικού κορβανά. Οι παροχές της Ε.Ε., που υποκατέστησαν ως αντικείμενο καταλήστευσης το κοινωνικό χρήμα, μοιάζει να τελειώνουν.

Πριν πάρουμε την απόφασή μας για το ποιον θα ψηφίσουμε, αξίζει να προβληματιστούμε γόνιμα μέσα από τις σελίδες αυτού του σημαντικού έργου. Για να μην περπατάμε τυφλοί αφού ο γκρεμός... «εγγύς εστίν»

"Η Νεοελληνική Φαυλοκρατία" του Ευάγγελου Κοροβίνη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009

Το δικό μου πεπρωμένο

Τὸ ρόλο μας τὸν διαλέξαμε οἱ ἴδιοι ἐμεῖς τὴν πρώτη μέρα
ποῦ διστάσαμε νὰ πάρουμε μία ἀπόφαση ἢ ποὺ
σταθήκαμε εὔκολοι
σὲ μίαν ἀναβολή. Μία ταπείνωση
ποῦ δὲν ἀνταποδόθηκε, ἀναπηδάει μία ἄλλη ὥρα σὰν
μαχαίρι, μέσα σου
Γιὰ νὰ
σκοτώσει ὅ,τι πιὸ πολὺ ἀγαπᾶς. Ἕνα μεγάλο
ἀκατόρθωτο ὄνειρο
ποῦ τοῦ 'κλεισες τὴν πόρτα, κάθεται ἀπ' ἔξω χρόνια τώρα
κι ὅταν σὲ βροῦν νεκρὸ κανεὶς δὲν ξέρει ὅτι δὲν ἄντεχες
ν' ἀκοῦς
αὐτὰ τὰ τεράστια ματωμένα νύχια του νὰ γδέρνουνε τὴν
πόρτα σου.
Ὅλα ὅσα ἀρνηθήκαμε - αὐτὸ εἶναι τὸ πεπρωμένο μας.

Από το έργο «Οι τελευταίοι» του Τάσου Λειβαδίτη, από τις εκδόσεις Κέδρος

Ποιος είναι αυτός που «ζει το πεπρωμένο του»; Αν αυτό που ονομάζουμε καθημερινότητα δεν είναι πεπρωμένο, τότε από τι αυτό συντίθεται; Αξίζει να το ζήσει κανείς; Γιατί ο Γκάτσος στην «Αμοργό» μας προκαλεί να μη γίνουμε πεπρωμένο; Ποιος το αρνείται, ποιος το ακολουθεί και ποιος το κάνει χαρακτήρα του;

Ο Στέφανος, ο ήρωας του ποιήματος του Τάσου Λειβαδίτη, είναι αποκαλυπτικός για τις φοβίες και τις ανασφάλειες όλων μας. Αυτό που ζεις, λέει στον καθένα μας, είναι ο δρόμος των επιλογών σου από τη στιγμή που στάθηκες δειλός ενώπιον των ευθυνών σου. Από τη στιγμή που δίστασες να αναλάβεις την ευθύνη για τη ζωή σου, να την οδηγήσεις όπου μπορείς εσύ ο ίδιος, από τότε ενσαρκώνεις τον ρόλο ενός άλλου μέσα στην ίδια σου τη ζωή.

Ταπεινώνεις τον εαυτό σου κάθε φορά που τον αφήνεις να γίνεται ό,τι θέλουν τρίτοι. Ο εαυτός σου όμως δεν ξεχνά. Και κάποτε σε εκδικείται. Έρχεται να ζητήσει την ύπαρξή του ακόμη κι όταν εσύ τον θεωρείς από χρόνια χαμένο. Τότε αναπηδάει εντός σου αυτό το μαχαίρι που θέλει να σκοτώσει ό,τι πιο βαθειά αγαπάς. Οι ευτελείς σου συνήθειες, η εικόνα σου στα μάτια του κόσμου, τα ανέξοδα βολέματά σου, η εγωιστική σου ευτυχία, όλα αυτά θα αποτελούν τον αγαπημένο σου ξένο εαυτό. Αυτόν τον εαυτό που το μαχαίρι της γνησιότητας που μαζί του έχεις γεννηθεί, θα κυνηγά να σκοτώσει, θα σου φανεί εν τέλει άχρηστος. Σου προσέφερε μια ήρεμη βολική ζωή δίχως όμως την έκσταση των ουσιαστικών σχέσεων, χωρίς τη χαρά να αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι αληθινά, δίχως τη σιγουριά πως έζησες τη ζωή που θα ήθελες.

Θα γυρεύεις πάντοτε έναν προσδιορισμό σωστού ή λάθους στην κάθε σου κίνηση, λες και η ζωή ζητά να την εξηγήσεις. Θα φοβάσαι να αντικρύσεις κατάματα πως σωστό και λάθος δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο η ευθύνη σου απέναντι στο κάθε τι που αποφασίζεις να κάνεις, και το μέτρο στο οποίο την κουβαλάς. Αλλιώς θα παραμένεις αιώνια ένας δραπέτης της ίδιας σου της ζωής, θα ζεις όπως θα ήθελαν να σε βλέπουν οι άλλοι και θα αντλείς ασφάλεια όχι μέσα από τις υγιείς σχέσεις σου με ανθρώπους αλλά μέσα από τον καθρέφτη του ίδιου σου του εαυτού.

Αυτό το «μεγάλο ακατόρθωτο όνειρο» της ζωής που θα ήθελες να ζούσες, θα παραμένει για πάντα έξω από τη πόρτα των αποφάσεών σου, «θα γδέρνει με τα τεράστια ματωμένα του νύχια την πόρτα» μα εσύ θα προσποιείσαι πως δεν ακούς. Δε θα αντέχεις να τ’ ακούς και θα αρνείσαι να εγκαταλείψεις την αδιαφορία σου για ό,τι αξίζει να αγωνιστείς, θα ζητάς δίχως να δίνεις, θα μεγαλώνεις σκορπισμένος σε τόσα άλλα μέρη έξω απ’ το σώμα σου, θα γερνάς αγκαλιά με τη συμβατική ζωή σου και στο τέλος δε θα είσαι σε θέση να ξεχωρίσεις αν είχες πεθάνει προτού πεθάνει και το σώμα σου.

Ο Στέφανος στο αριστούργημα του Τάσου Λειβαδίτη, δεν αγαπά τον εφησυχασμό μας. Όλα όσα αρνηθήκαμε – αυτό είναι το πεπρωμένο μας. Όχι ό,τι ζήσαμε, αλλά όλα όσα δεν ζήσαμε. Τα πρόσωπα που αφήσαμε πίσω μας, οι προοπτικές και οι ευκαιρίες που δε δώσαμε στον εαυτό μας, η ποιότητα της ζωής όπως θα θέλαμε να είναι, η αίσθηση της γνησιότητας πίσω από κάθε μας πράξη, η ικανοποίηση της δημιουργίας και της προσφοράς, οι τόσες δυνατότητες για πληρότητα ζωής, το ανεπανάληπτο και το ανεπανόρθωτα μοναδικό.

Πέραν τούτων υπάρχει ο εύκολος δρόμος που οι περισσότεροι ακολουθούμε, η ανεύθυνη ζωή της κοινωνικής σύμβασης, της υποταγής στην κοινωνική αποδοχή, ενός δρόμου που ακολουθείς μέσα από τα μάτια άλλων εκτός του εαυτού σου. Συχνά αναρωτιέμαι: με ποιο δικαίωμα και στο μέτρο ποιας αφέλειας, αυτόχειρες σαν κι εμάς νομίζουν πως «ζουν»; Για ποια ελευθερία μιλάνε μέσα από ποιες φυλακές;

Η δικαιοσύνη κι η αλήθεια δεν ξεχνούν. Εμείς ζώντας «γι’ αυτό που δε θα γίνουμε ποτέ...» δεν θα μαθαίνουμε σωστά κι έτσι με ακίνδυνη ασφάλεια θα ξεχνάμε πάντα...
Ολόκληρη η ανάρτηση...

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

Ο άλλος τρόπος

Παιδιὰ ἴσως ἡ μνήμη τῶν προγόνων νὰ εἶναι βαθύτερη
παρηγοριὰ καὶ πιὸ πολύτιμη συντροφιὰ ἀπὸ μία χούφτα ροδόσταμο καὶ τὸ μεθύσι τῆς ὀμορφιᾶς τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν κοιμισμένη τριανταφυλλιά του
Εὐρώτα.

Καληνύχτα λοιπὸν βλέπω σωροὺς πεφτάστερα νὰ σᾶς λικνίζουν τὰ ὄνειρα μὰ ἐγὼ κρατῶ στὰ δάχτυλά μου τὴ μουσικὴ γιὰ μία καλύτερη μέρα. Οἱ ταξιδιῶτες τῶν Ἰνδιῶν ξέρουνε περισσότερα νὰ σᾶς ποῦν ἀπ' τοὺς Βυζαντινοὺς χρονογράφους.

Η «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
Ολόκληρη η ανάρτηση...